ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
GEORGHIA CONSTANTINOU ν. PANAYIOTIS SYMEONIDES (1969) 1 CLR 412
PARASKEVAIDES (OVERSEAS) LTD ν. CHRISTOFIS (1982) 1 CLR 789
POLYCARPOU ν. ADAMOU (1988) 1 CLR 727
Φοινικαρίδης & άλλη ν. Γεωργίου & άλλων (1991) 1 ΑΑΔ 475
Παναγή ν. Θεοδώρου και άλλων (1992) 1 ΑΑΔ 1303
Κωνσταντίνου ν. Ιωάννου (1993) 1 ΑΑΔ 669
Κονναρή ν. Κυριάκου (1996) 1 ΑΑΔ 267
Kυριάκου Aλέκος ν. Eυαγγελίας Δημητρίου (1997) 1 ΑΑΔ 1362
Σοφοκλέους Nικόλας ν. Eφραίμη Xαριλάου (1998) 1 ΑΑΔ 1645
Conway Vincent David ν. Νεόφυτου Ηλία (2003) 1 ΑΑΔ 540
Leelarathna Meemanage ν. Νατάσας Αναστασίου και Άλλων (2008) 1 ΑΑΔ 59
Χρυσοστόμου Χριστάκης ν. Πέτρου Σοφοκλέους και Άλλων (2014) 1 ΑΑΔ 1985, ECLI:CY:AD:2014:A676
Ευάνθη Ιωάννης ν. Νικόλαου Νεοφύτου και Άλλων (2014) 1 ΑΑΔ 2751, ECLI:CY:AD:2014:A935
Σιακόλα Ανδρέας και Άλλη ν. Έλιας Μιχαλοπούλου (2016) 1 ΑΑΔ 2473, ECLI:CY:AD:2016:A501
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2017:A334
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 306/2011)
4 Οκτωβρίου, 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δικαστές]
ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,
Εφεσείων/Εναγόμενος,
ΚΑΙ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ,
Εφεσίβλητος/Ενάγων.
----------
Ντ. Παπαδόπουλος, για τον Εφεσείοντα.
Αντ. Δράκος, για τον Εφεσίβλητο.
----------
ΝAΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος/ενάγων με αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξίωσε εναντίον του εφεσείοντα/εναγομένου αποζημιώσεις για τις υλικές ζημιές και τις σωματικές βλάβες που υπέστη συνεπεία τροχαίου δυστυχήματος που επεσυνέβη στις 17.11.2005. Ενεχόμενοι ήταν η μοτοσυκλέτα με αριθμούς εγγραφής KJU904, που οδηγούσε ο εφεσίβλητος, και το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής YA424, που οδηγούσε ο εφεσείων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε τα πιο κάτω ευρήματα:
«Το μεσημέρι της 17.11.05, εν ώρα κυκλοφοριακής αιχμής, ο ενάγων οδηγούσε τη μοτοσικλέτα του υπ' αριθμόν εγγραφής KJU904 επί της Λεωφόρου Κυριάκου Μάτση στη Λευκωσία με βόρεια κατεύθυνση, προς το σημείο που είναι γνωστό ως «φώτα Γαβριηλίδη». Ο ενάγων ακολουθούσε την εσωτερική, από τις δύο λωρίδες κυκλοφορίας, ως η κατεύθυνσή του και οδηγούσε με ταχύτητα 30 έως 40 χ.α.ω. Στη συμβολή της Λεωφόρου Κυριάκου Μάτση με την οδό Κατσώνη, ο εναγόμενος, ο οποίος οδηγούσε το αυτοκίνητό του υπ' αριθμόν εγγραφής YA424, εισήλθε στη Λεωφόρο με πρόθεση να κινηθεί νοτίως. Εισήλθε στη Λεωφόρο όταν άλλοι οδηγοί του έδωσαν προτεραιότητα. Ο ίδιος δεν έλεγξε την κίνηση στα δεξιά του. Όμως, με την ενέργειά του αυτή ανέκοψε την κανονική πορεία του ενάγοντος και προκάλεσε το επίδικο δυστύχημα. Ως δε εξελίχθηκαν τα γεγονότα, αυτός δεν είχε τη δυνατότητα ούτε το χρόνο ούτε την ευκαιρία να λάβει οιονδήποτε μέτρο για να αποφύγει τη σύγκρουση. Αντικρίζοντας το αυτοκίνητο ξαφνικά απέναντί του, το μόνο μέτρο αποφυγής του δυστυχήματος, το οποίο ο εναγόμενος μπορούσε να λάβει, ήταν η κλίση της μοτοσικλέτας στα δεξιά. Αυτό έπραξε. Εξ ου και το σημείο σύγκρουσης βρίσκεται σε απόσταση 50 εκ. από τη γραμμή που διαχωρίζει τις δύο κατευθύνσεις κυκλοφορίας, οι δε ζημιές στο αυτοκίνητο εντοπίζονται στο δεξιό μπροστινό μέρος».
Το Δικαστήριο κατέληξε πως για το δυστύχημα ευθύνεται αποκλειστικά ο εφεσείων και επεδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου το ποσό των €5.041,59, πλέον τόκο, ως ειδικές αποζημιώσεις οι οποίες είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων, ενώ του απέδωσε το ποσό των €18.288,87, πλέον τόκο, για απώλεια μισθών, και το ποσό των €22.000, πλέον τόκο, ως γενικές αποζημιώσεις για τους τραυματισμούς του.
Παρά το ότι στο εφετήριο περιγράφονται ως επτά οι λόγοι έφεσης, εν τούτοις, ο πέμπτος λόγος έφεσης ελλείπει. Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα των επιδικασθέντων γενικών αποζημιώσεων και του ποσού των €18.288,87 για απώλεια μισθών, η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα και του ΜΥ2, καθώς και η αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσίβλητου. Ο εφεσείων θεωρεί ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα δεν συνάδει με τα δικόγραφα, είναι λανθασμένη, και καταλογίζει συντρέχουσα αμέλεια στον εφεσείοντα την οποία λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε ότι υπήρχε.
Ξεκινώντας από τον τρίτο και έκτο λόγο έφεσης που αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας των διαδίκων και του ΜΥ2, ο εφεσείων εισηγείται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα τον έκρινε ως αναξιόπιστο, χωρίς να διευκρινίζει σε ποιες αντιφάσεις αυτός υπέπεσε. Με παραπομπή σε συγκεκριμένες αναφορές, ο εφεσείων εισηγείται ότι τα σημεία στα οποία αναφέρεται το Δικαστήριο ως ενδείξεις αναξιοπιστίας του ήταν επουσιώδους σημασίας, ιδίως ενόψει του τρόπου με τον οποίο το Δικαστήριο αγνόησε τις ενδείξεις αναξιοπιστίας του εφεσίβλητου. Περαιτέρω, εισηγείται πως η αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ2 δεν έγινε με βάση τη συμπεριφορά του στο εδώλιο, αλλά με βάση τη συμπεριφορά του στον τόπο του δυστυχήματος που δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο ότι ήταν αναξιόπιστος μάρτυρας (Η.Κ. Αγησιλάου ν. Α. Χρίστου (1989) 1 Ε ΑΑΔ 713). Η μαρτυρία του ΜΥ2 δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση από τη δικηγόρο του εφεσίβλητου και παρέμεινε συνεπώς αναντίλεκτη. Δεν αποτελεί ένδειξη αναξιοπιστίας το γεγονός ότι ο ΜΥ2 έδωσε την κάρτα του στον εφεσείοντα και έφυγε χωρίς να περιμένει την αστυνομία για να δώσει κατάθεση.
Ο εφεσίβλητος από την άλλη υπεραμύνθηκε της πρωτόδικης απόφασης. Κατά τον εφεσίβλητο, ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε τη μοτοσυκλέτα του έξω από τις δύο λωρίδες κυκλοφορίας, αγνοήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφόσον δεν δικογραφείται στην Έκθεση Υπερασπίσεως.
Η παραδοχή ενοχής του εφεσείοντα ενώπιον ποινικού Δικαστηρίου στην κατηγορία για αμελή οδήγηση ορθά λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο και εισηγείται πως η προσπάθεια του εφεσείοντα να αναιρέσει την υπογραφή του στα σχέδια του εξεταστή που κατατέθηκαν ως τεκμήρια αποτελεί αντίφαση προς την πραγματική μαρτυρία και την παραδοχή του εφεσείοντα στην κατηγορία για αμελή οδήγηση, αλλά και στη μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης. Με αναφορά σε συγκεκριμένα σημεία της μαρτυρίας του ΜΥ2, ο εφεσίβλητος εισηγείται πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα, καθότι ήταν αντιφατική και ανακριβής ως προς τα διαδραματισθέντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε στην απόφασή του ποια σημεία της μαρτυρίας του εφεσείοντα οδήγησαν στην κρίση του πως αυτός είναι αναξιόπιστος. Κατ' αρχάς, η αμφισβήτηση του σχεδιαγραφήματος (Τεκμήριο 2) από τον εφεσείοντα στην προσπάθειά του να παρουσιάσει τον εφεσίβλητο ότι κινείτο έξω από τις δύο λωρίδες που κατευθύνονταν προς τα φώτα Γαβριηλίδη. Πέραν του ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν περιέχεται στα δικόγραφα ώστε να μπορούσε να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο (Χριστοφόρου ν. Ιακώβου (2002) 1(Α) ΑΑΔ 33, Ευάνθη ν. Νεοφύτου κ.α., ΠΕ 38/2010, ημερομηνίας 8.12.2014, ECLI:CY:AD:2014:A935), το σχεδιαγράφημα υπογράφτηκε από τον εφεσείοντα ως ορθό και δεν μπορεί να αμφισβητείται σε κατοπινό στάδιο, ιδίως ενόψει του ότι ο εφεσείων, σύμφωνα με τη μαρτυρία του, δεν θυμόταν εάν κατά τον ουσιώδη χρόνο ο ίδιος εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας στα όρια της οποίας, κατά την υπόδειξή του στο Τεκμήριο 3, επεσυνέβη το δυστύχημα. Ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο πως οι πληροφορίες που δίδει το πρόχειρο σχεδιαγράφημα παρέχουν τη βάση για να κριθεί η αξιοπιστία της υπόλοιπης μαρτυρίας. Όπως έχει επανειλημμένα διαπιστωθεί, η πραγματική μαρτυρία μπορεί να αποτελέσει οδηγό για την κρίση της αξιοπιστίας και της ακρίβειας της μαρτυρίας που διαφωτίζει ως προς τις συνθήκες του δυστυχήματος (Κονναρής ν. Κυριάκου (1996) 1(Α) ΑΑΔ 267, Κυριάκου ν. Δημητρίου (1997) 1 ΑΑΔ 1362 και Conway v. Ηλία (2003) 1(Α) ΑΑΔ 540).
Ως προς την αναξιοπιστία του ΜΥ2 το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως «αντί να παραμείνει στη σκηνή του δυστυχήματος και να δώσει κατάθεση στους αρμοδίους, βοηθώντας στη διερεύνηση της υπόθεσης, ως θα έπραττε κάθε υπεύθυνος και συνετός πολίτης, επέλεξε να φύγει γιατί ήταν βιαστικός. Μάλιστα επέλεξε να δώσει τα στοιχεία του μόνον στον οδηγό του αυτοκινήτου γιατί έκρινε πως υπεύθυνος για το δυστύχημα ήταν ο μοτοσυκλετιστής. Τέτοια συμπεριφορά δεν δηλώνει πρόσωπο υπεύθυνο, το οποίο ενδιαφέρεται για την αποκάλυψη της αλήθειας. Έτσι η μαρτυρία του ενώπιον του Δικαστηρίου, χρόνια μετά το δυστύχημα, δεν διαθέτει εχέγγυα αμεροληψίας και ακρίβειας».
Είναι φανερό πως το Δικαστήριο δεν προέβη σε οποιαδήποτε αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ2. Περιορίστηκε στην άσκηση κριτικής επί της πράξης του μάρτυρα να εγκαταλείψει τη σκηνή πριν την άφιξη της Αστυνομίας, δίδοντας τα στοιχεία επαφής του μόνο στον εφεσείοντα. Αυτό, όμως, δεν θα μπορούσε να καταστήσει τον μάρτυρα αναξιόπιστο. Όπως λέχθηκε στην Η. Κ. Αγησιλάου ν. Α. Χρίστου, ανωτέρω, «Συνήθης και νομολογιακά καθιερωμένος λόγος επέμβασης του Εφετείου και ακύρωσης ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποτελεί η περίπτωση στην οποία αποδεικνύεται ότι είναι λανθασμένη ή απαράδεκτη η αιτιολογία που χρησιμοποιείται σαν βάση των προσβαλλόμενων ευρημάτων. Παράδειγμα αποτελεί η υπόθεση Γεωργία Κωνσταντίνου ν. Παναγιώτη Συμεωνίδη (1969) 1 Α.Α.Δ. 412».
Ποιες όμως, είναι οι συνέπειες του λάθους αυτού του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη νομιμότητα της απόφασής του; Τι θα πρόσφερε στον εφεσείοντα η τυχόν εξέταση της μαρτυρίας του ΜΥ2 από το πρωτόδικο Δικαστήριο αντί η απόρριψή της για τους λανθασμένους λόγους;
Ο εν λόγω μάρτυρας δεν ισχυρίστηκε ότι είδε τη σύγκρουση. Είδε, κατά τη μαρτυρία του, τον εφεσίβλητο να τον προσπερνά και να εισέρχεται στη δεξιά λωρίδα προς τα φώτα Γαβριηλίδη, να κτυπά κάπου και να πέφτει στο έδαφος μαζί με τη μοτοσικλέτα του. Αυτό παρά το ότι κατά τα άλλα, σύμφωνα με τη γραπτή του δήλωση, και οι δύο λωρίδες του δρόμου ήταν κατειλημμένες. Πέραν τούτου, ενώ στη γραπτή του δήλωση κατέγραψε πως έρχονταν αυτοκίνητα από την αντίθετη κατεύθυνση και, συνεπώς, η απόσταση μεταξύ των οχημάτων εκείνων και αυτών που βρίσκονταν στην εσωτερική λωρίδα προς τα φώτα Γαβριηλίδη ήταν μικρή, με αποτέλεσμα το οδήγημα του εφεσίβλητου να καθίστατο επικίνδυνο, εν τούτοις, στην προφορική του μαρτυρία είπε πως δεν θυμόταν αν υπήρχε κίνηση από απέναντι, παρά το ότι σε άλλο σημείο στην προφορική του μαρτυρία είπε πως θυμόταν μόνο όσα περιέχονται στη γραπτή του δήλωση.
Συνεπώς, οι αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε ο ΜΥ2 είναι ορατές ώστε οι συνέπειες της λανθασμένης κρίσης του Δικαστηρίου στη νομιμότητα της πρωτόδικης απόφασης να μην είναι καθοριστικές.
Ως προς την κρίση του Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του εναγόμενου δεν συνάδει με τα δικόγραφα, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι αυτή είναι εσφαλμένη.
Κατά τον εφεσείοντα, εφόσον η τροχαία κίνηση ήταν πυκνή και ο εφεσίβλητος οδηγούσε δίπλα από τα άλλα οχήματα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΥ2 και του εφεσείοντα, αλλά και σύμφωνα με τη λογική ερμηνεία της κατάθεσης του εφεσίβλητου, η ταχύτητα με την οποία οδηγούσε ήταν υπερβολική και η προσοχή που επεδείκνυε δεν ήταν η αρμόζουσα, γεγονός που δεν έπρεπε να αγνοηθεί από το Δικαστήριο. Η ένσταση του συνηγόρου του εφεσείοντα αναφορικά με την αντεξέταση του εφεσίβλητου κατά πόσο προσπερνούσε στα δεξιά των δύο λωρίδων τα σταματημένα οχήματα, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο ως αδικαιολόγητη. Η ενδιάμεση αυτή απόφαση εμπόδιζε το Δικαστήριο να εκδώσει αντίθετη απόφαση.
Ο εφεσίβλητος, από την άλλη, παρατηρεί πως ο ΜΥ2 δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας της σύγκρουσης αλλά είδε, κατ' ισχυρισμό, τον μοτοσυκλετιστή πριν από τη σύγκρουση. Εν πάση, όμως, περιπτώσει, η μαρτυρία του εφεσείοντα συγκρούεται με την πραγματική μαρτυρία και ο ίδιος παραδέχθηκε ότι οδηγούσε αμελώς. Συνεπώς, εισηγήθηκε ότι η προσπάθειά του να πείσει το πρωτόδικο Δικαστήριο για αμελή οδική συμπεριφορά του εφεσίβλητου, ορθά απέτυχε.
Ως προς την ταχύτητα με την οποία οδηγούσε ο εφεσίβλητος, ο ΜΥ2, παρά το ότι ανέφερε κατά την προφορική του μαρτυρία πως «για την κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την ώρα ήταν πολύ γρήγορη η οδήγηση (του εφεσίβλητου)», εντούτοις, κατά την άποψή του, «δεν ήταν υπερβολική . η ταχύτητά του».
Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του κατέληξε πως ο εφεσίβλητος ακολουθούσε την εσωτερική από τις δύο λωρίδες κυκλοφορίας. Με τελική κρίση πως το δυστύχημα έγινε εντός της λωρίδας αυτής, κρίση η οποία συνάδει με το σχεδιαγράφημα και την ενώπιόν του μαρτυρία. Συνεπώς, ακόμα και εάν αυτή ήταν η περίπτωση, δηλαδή ο εφεσίβλητος να προσπερνούσε τα προπορευόμενα αυτοκίνητα, από τη στιγμή που αυτό γινόταν, ενώ ο εφεσίβλητος παρέμενε εντός της λωρίδας του, δεν διαπιστώνεται σφάλμα στην κατάληξη του Δικαστηρίου. Η εισήγηση του εφεσείοντα πως ο εφεσίβλητος οδηγούσε έξω από τις δύο λωρίδες δεν ευσταθεί.
Με τον έβδομο λόγο έφεσης, ο εφεσείων εισηγείται πως, ενόψει της κατάθεσης του εφεσίβλητου, της αναξιοπιστίας της μαρτυρίας του και της μαρτυρίας του εφεσείοντα και ΜΥ 2, «είναι τουλάχιστον πολύ πιο πιθανό το ατύχημα να έγινε ενώ ο εφεσίβλητος οδηγούσε δίπλα από δύο λωρίδες οχημάτων στο σημείο όπου τα οχήματα σταμάτησαν και άφησαν χώρο στον εφεσείοντα για να . εισέλθει στην Κυριάκου Μάτση και ενώ το όχημα του εφεσείοντα ήταν σταματημένο στο σημείο που έγινε η σύγκρουση». Συνεπώς, η ευθύνη του εφεσίβλητου ήταν πολύ μεγαλύτερη από τυχόν ευθύνη του εφεσείοντα, αφού οι πράξεις ή παραλείψεις του εφεσίβλητου που αποτελούν αμέλεια ήταν «πολύ περισσότερες» από του εφεσείοντα, τουλάχιστον στο 75%.
Κατά τον εφεσίβλητο, για να είναι βάσιμος ο εν λόγω λόγος έφεσης, δηλαδή ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε στο πλάι των οχημάτων και με υπερβολική ταχύτητα, θα πρέπει να απορριφθεί κατ' αρχάς η μαρτυρία του εφεσίβλητου και του εξεταστή της υπόθεσης. Οι εν λόγω ισχυρισμοί του εφεσείοντα παρέμειναν ατεκμηρίωτοι. Το γεγονός δε ότι ο εφεσείων εξήλθε από πάροδο, ενώ ο εφεσίβλητος χρησιμοποιούσε τον κύριο δρόμο, είναι κατά τον εφεσίβλητο, «μείζονος σημασίας» σύμφωνα με την Leelarathna Meemanage v. Νατάσας Αναστασίου κ.α. (2008) 1Α ΑΑΔ 59.
Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με την προφορική μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης ΜΕ2, το σημείο στο οποίο έγινε η σύγκρουση απέχει 50 εκ. από το μέσο του δρόμου, εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του εφεσίβλητου. Αυτό μάλιστα, μετά που ο εφεσίβλητος, συνειδητοποιώντας την ύπαρξη του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, προσπάθησε με ελιγμό προς τα δεξιά να αποφύγει τη σύγκρουση. Αυτά κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του (σελ. 21 και 22). Ορθά βάρυνε στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως το δυστύχημα συνέβη εντός της εσωτερικής λωρίδας στην οποία ο εφεσίβλητος νομίμως οδηγούσε και όχι έξω αυτής αποδίδοντας έτσι εξ ολοκλήρου την ευθύνη στον εφεσείοντα. Πέραν τούτου, ως λέχθηκε πιο πάνω, η εισήγηση του εφεσείοντα πως ο εφεσίβλητος προσπερνούσε τα οχήματα που κινούνταν επί της εσωτερικής λωρίδας δεν δικογραφείται και, συνεπώς, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη στη διαπίστωση της αμέλειας ή μη του εφεσίβλητου.
Ο εφεσείων θεωρεί το επιδικασθέν ποσό των γενικών αποζημιώσεων ως υπερβολικά ψηλό, καθότι τα τραύματα που υπέστη ο εφεσίβλητος δεν ήταν μεν ελαφράς μορφής, αλλά δεν ήταν τόσο σοβαρά όσο τα τραύματα τα οποία αφορούσαν στις δύο υποθέσεις στις οποίες στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο (δηλ. Φιλίππου ν. Μιχαήλ (1997) 1 ΑΑΔ 540 και Σοφοκλέους ν. Χαριλάου (1998) 1 ΑΑΔ 1645). Ο τραυματισμός του εφεσίβλητου αποκαταστάθηκε πλήρως, με μόνο κατάλοιπο την μετατραυματική οστεοαρθρίτιδα, η οποία δεν ήταν σοβαρής φύσης, σύμφωνα με τη μαρτυρία του θεράποντος ιατρού και την ιατρική του έκθεση. Ως εκ τούτου, ο εφεσείων εισηγείται ότι οι γενικές αποζημιώσεις δεν πρέπει να ξεπερνούν τις €8.000.
Ο εφεσίβλητος, από την άλλη, παραπέμπει στη μαρτυρία του ιατρού του, καθώς και στο πιστοποιητικό άλλου γιατρού προς αντίκρουση των θέσεων του εφεσείοντα. Παρατηρεί πως το επίπεδο των αποζημιώσεων θυμάτων οδικών δυστυχημάτων έχει ανυψωθεί, οι δε πόνοι τους οποίους υπέστη συνεπεία του δυστυχήματος ήταν φρικτοί. Περαιτέρω, ορθά στηρίχθηκε το Δικαστήριο στις πιο πάνω αποφάσεις.
Όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί από τη νομολογία, για να επέμβει το Εφετείο στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το ύψος του ποσού των αποζημιώσεων, θα πρέπει να καταδειχθεί είτε ότι το Δικαστήριο ενήργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη του Νόμου, είτε ότι το επιδικασθέν ποσό είναι τόσο υπερβολικό ή ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων τον οποίο ο ενάγων δικαιούται (βλ. Χριστάκης Χρυσοστόμου ν. Πέτρος Σοφοκλέους κ.ά., Πολ. Έφ. 316/2009, ημερομηνίας 12.9.2014, ECLI:CY:AD:2014:A676, και Ανδρέας Σιακόλας κ.ά. ν. Έλιας Μιχαλοπούλου, Πολ. Έφ. 166/2011, ημερομηνίας 26.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:A501).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ο εφεσίβλητος, ηλικίας 30 ετών κατά την ημέρα του ατυχήματος, υπέστη εξάρθρημα αριστερής ποδοκνημικής άρθρωσης, ρήξη δελτοειδούς συνδέσμου με αποσπαστικό κάταγμα έσω σφυρού, κάταγμα οπισθίου σφυρού και κάταγμα κεφαλής αριστερής περόνης. Εισήχθη αυθημερόν στο Νοσοκομείο, όπου έγινε ανάταξη των καταγμάτων και χειρουργήθηκε. Έλαβε εξιτήριο στις 28.11.2005, όμως, για τις επόμενες οκτώ εβδομάδες το αριστερό του πόδι βρισκόταν στο γύψο. Όταν αφαιρέθηκε ο γύψος ο εφεσίβλητος υποβλήθηκε σε φυσιοθεραπεία. Κατά την τελευταία κλινική και ακτινολογική του εξέταση, η οποία έλαβε χώρα στις 3.5.2006, διαπιστώθηκε πως τα κατάγματά του είχαν μεν πορωθεί, πλην όμως, εμφανίστηκε μετατραυματική αρθρίτιδα.
Είναι γεγονός ότι οι αποφάσεις στις οποίες αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο αφορούσαν σοβαρότερους τραυματισμούς. Όμως, επιδικάστηκαν και υψηλότερες αποζημιώσεις. Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου σ΄ αυτές έγινε προς άντληση καθοδήγησης, χωρίς όμως να εφαρμοστούν τα ποσά που επιδικάστηκαν σ΄ αυτές. Όπως δε κρίθηκε στην Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 ΑΔΔ 66 «Η νομολογία αποκαλύπτει σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων, τάση που αντανακλά μεγαλύτερη ευαισθησία για τον ανθρώπινο πόνο, την αγωνία της αναπηρίας και τη ψυχική οδύνη από την περιθωριοποίηση από τις συνήθεις δραστηριότητες του ανθρώπου (βλ. μεταξύ άλλων, Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Christofi (1982) 1 CLR 789, Polycarpou v. Adamoy (1988) 1 CLR 727, φοινικαρίδης και Άλλη ν. Γεωργίου και Άλλων (1991) 1 ΑΑΔ 475, Παναγή ν. Θεοδώρου (1992) 1 (Β) ΑΑΔ 1303, Κωνσταντίνου ν. Ιωάννου (1993) 1 ΑΑΔ 669)».
Έχοντας υπόψη τους τραυματισμούς που υπέστη ο εφεσίβλητος, τον πόνο και την ταλαιπωρία, καθώς και τα μόνιμα κατάλοιπα του τραυματισμού του, θεωρούμε πως το ποσό των €22.000, είναι μεν ψηλό όμως, κάτω από τις περιστάσεις, δεν είναι υπερβολικό.
Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, ο εφεσίβλητος δεν δικαιούται σε οποιαδήποτε απώλεια μισθών για εργασία, καθότι η εταιρεία στην οποία εργοδοτείτο έκλεισε πριν την 31.3.2006, ημέρα κατά την οποία έληξε η άδεια ασθενείας του, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε απώλεια μισθού να μην σχετίζεται με τον τραυματισμό του. Ούτε υπάρχει ιατρική μαρτυρία ότι ο εφεσίβλητος αδυνατούσε να εργαστεί μετά τις 31.3.2006. Μετά το κλείσιμο της εταιρείας που τον εργοδοτούσε ο εφεσίβλητος κατέστη πλεονάζων και, ως εκ τούτου, απέτυχε να αποδείξει ότι δικαιούτο στις εν λόγω ειδικές αποζημιώσεις. Ούτε και ο εφεσίβλητος κατέβαλε προσπάθεια μείωσης των ζημιών του με την εξεύρεση άλλης εργασίας, πράγμα το οποίο παραγνωρίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο εφεσίβλητος εξηύρε άλλη εργασία μόλις τον Δεκέμβριο του 2006, παρά το ότι τα τραύματά του δεν τον εμπόδιζαν να βρει άλλη εργασία προηγουμένως. Οι πιο πάνω θέσεις προβλήθηκαν στην αγόρευση του εφεσείοντα και παρά ταύτα, το Δικαστήριο παρέλειψε να ασχοληθεί με τις θέσεις αυτές, με αποτέλεσμα η απόφαση του Δικαστηρίου να είναι αναιτιολόγητη.
Ο εφεσίβλητος από την άλλη εισηγείται πως ο λόγος για τον οποίο δεν εκδόθηκε πιστοποιητικό ασθενείας για περίοδο μετά την 31.3.2006 ήταν το γεγονός ότι η εταιρεία στην οποία αυτός εργαζόταν έκλεισε. Ο δε θεράπων ιατρός του σύστησε την επαναδραστηριοποίηση του περί το τέλος Σεπτεμβρίου του 2006, οπόταν, εντός περιόδου δύο μηνών μετέπειτα, κατάφερε να εξασφαλίσει εργασία.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιατρού του εφεσίβλητου Δρ. Δημητριάδη, ο εφεσίβλητος μπορούσε να επαναδραστηριοποιηθεί περί το τέλος του Σεπτεμβρίου 2006. Από τη μαρτυρία του δεν προκύπτει το επιχειρούμενο από τον δικηγόρο του εφεσείοντα ότι συστήθηκε στον εφεσίβλητο να περπατά και να είναι ενεργός, αλλά προσεκτικός, και πριν τις 30.9.2006. Αυτή ήταν η ερώτηση που υποβλήθηκε στον μάρτυρα από τον δικηγόρο του εφεσείοντα και όχι η απάντηση του ιατρού. Ο ιατρός είπε πως μπορούσε να κυκλοφορεί, χωρίς να αναφερθεί σε δυνατότητα εργασίας. Συνεπώς, η θέση του εφεσείοντα πως δεν ήταν το δυστύχημα που κράτησε τον εφεσίβλητο μακριά από την εργασία, τουλάχιστον μέχρι τότε, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Συμμεριζόμαστε, όμως, την θέση του εφεσείοντα πως, μετά από αυτή την ημερομηνία, δεν είναι οι συνέπειες του δυστυχήματος που κράτησαν τον εφεσίβλητο μακριά από εργασία, αλλά το γεγονός ότι η εταιρεία στην οποία εργαζόταν έπαυσε να υπάρχει με αποτέλεσμα η τυχόν «απώλεια εισοδημάτων» κατά την περίοδο εκείνη να μη συνδέεται με οποιοδήποτε τρόπο με το δυστύχημα.
Συνεπώς, ο λόγος έφεσης επιτυγχάνει μερικώς και το ποσό των αποζημιώσεων που δόθηκε για απώλεια μισθών μειώνεται ανάλογα στο ποσό των €15.901,13, ήτοι, για περίοδο 10 μηνών και 13 ημέρων αντί 12 μηνών που επεδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Ως εκ των ανωτέρω, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται μόνο σε συνάρτηση με την απώλεια μισθών όπου το ποσό μειώνεται σε €15.901,13. Κατά τα λοιπά η απόφαση παραμένει ως έχει. Ενόψει του τελικού αποτελέσματος, με κατ΄ ελάχιστον μείωση του επιδικασθέντος για απώλεια μισθών ποσού, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα το 1/5 των εξόδων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ