ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A346
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 305/2011)
10 Οκτωβρίου, 2017
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΧΑΡΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
2. ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
3. Α & Η ΜΕGATOOLS LTD
Εφεσείoντες,
και
ΑΓΓΕΛΑΣ ΧΑΤΖΗΛΟΪΖΟΥ
Εφεσίβλητης
_ _ _ _ _ _
Ελ.Ερωτοκρίτου, (κα), για τους Εφεσείοντες
Tζ.Θεοφάνους, (κα), για την Εφεσίβλητη
_ _ _ _ _ _
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η εφεσίβλητη ως ενάγουσα κατάφερε να πείσει το Επαρχιακό Δικαστήριο που εκδίκασε την αγωγή της εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων ότι μεταξύ των διαδίκων υφίστατο προφορική συμφωνία και δυνάμει αυτής εξεδόθη απόφαση για ΛΚ9.500 ως υπόλοιπο τιμήματος για την αγορά επιχείρησης της εφεσίβλητης και ΛΚ38.000 ως την αξία πωληθέντων, εντός της επιχείρησης, εμπορευμάτων, σύνολο ΛΚ47.500 (€81.158,50).
Στη δικογραφία και κατά τη δικαστική διαδικασία, οι εφεσείοντες φάνηκε να αμφισβητούν διάφορα θέματα με προεξάρχοντα αυτά που αφορούσαν το ποιος ήταν ο αντισυμβαλλόμενος τους στη συμφωνία αφού ισχυρίζονταν ότι δεν είναι η εφεσίβλητη που τους πώλησε την επιχείρηση αλλά η εταιρεία M.A. Turfland & Sons Ltd. Επίσης αμφισβήτησαν το περιεχόμενο της συμφωνίας αλλά και εν γένει τις συνθήκες που αφορούσαν στην καταγραφή των εμπορευμάτων καθώς και άλλα επιμέρους θέματα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που εξηγεί θεώρησε ότι η εφεσίβλητη, η οποία κυρίως στήριξε την υπόθεση της, υπήρξε ειλικρινής και γνήσια μάρτυς. Αντιθέτως απέρριψε τη μαρτυρία των εφεσειόντων ως ψευδή και διανθισμένη με τεχνάσματα με σκοπό να απαλλαγούν της ευθύνης.
Η πρωτόδικη κρίση προσβάλλεται με αριθμό λόγων έφεσης. Παρά την ευρεία διατύπωση των λόγων και την εκτενή αιτιολογία, είναι φανερό ότι σκοπούν στην ανατροπή των σχετικών πρωτόδικων ευρημάτων με βάση τα οποία κρίθηκε επιμέρους και συνολικά η εκδοχή της εφεσίβλητης ως αληθινή (1ος και 2ος λόγος) με πυρήνα το κατ΄αυτούς πλημμελές έργο του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία της ίδιας της εφεσίβλητης, του υιού της ΜΕ2 Μιχαήλ και ενός άλλου μάρτυρα που αυτή κάλεσε, του ΜΕ3. Επίσης στα πλαίσια αυτά, η πλευρά των εφεσειόντων θεωρεί ότι παραγνωρίστηκε η αξία των κατατεθέντων τεκμηρίων (3ος λόγος).
Ως εκ της συνάφειας και της επάλληλης διατύπωσης τους, όλοι οι λόγοι έφεσης μπορούν να εξεταστούν από κοινού αφού ακριβώς καλύπτουν το έργο του Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία η οποία και οδήγησε στα ευρήματα που οι εφεσείοντες θεωρούν λανθασμένα.
Είναι σημαντικό - και το πρωτόδικο Δικαστήριο το σημειώνει ως τέτοιο - το γεγονός ότι στις 23.11.2010 ενώπιον του Δικαστηρίου δηλώνονται και εγκρίνονται τα εξής παραδεκτά γεγονότα:
«1. Είναι παραδεκτό το γεγονός ότι το υπόλοιπο της αξίας του τιμήματος του αέρα το οποίο οφείλουν οι εναγόμενοι στην ενάγουσα είναι ΛΚ9.500.
2. Είναι παραδεκτό γεγονός ότι σήμερα στις αποθήκες των εναγομένων ευρίσκονται εμπορεύματα τα οποία καταγράφονται στο τεκμήριο 1 (κατατίθεται και σημειώνεται ως τεκμ.1), συνολικής αξίας ΛΚ6.000 (€10.000).»
Παρά την πιο πάνω σαφή τους τοποθέτηση, οι εφεσείοντες/εναγόμενοι κατά τη δίκη (αλλά και στην έφεση) αμφισβητούν ακόμα και την ιδιότητα των διαδίκων ως συμβαλλομένων μερών σ΄αυτή τη συναλλαγή.
Μ΄όλο το σεβασμό κάτι τέτοιο, εκτός του ότι δεν ήταν θεμιτό, ενόψει των παραδεκτών γεγονότων, προσέδωσε σ΄αυτούς ένα στίγμα αναξιοπιστίας που εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε και κατέγραψε.
Με δεδομένο συνεπώς το άτρωτο του ευρήματος ότι συμβαλλόμενοι ήσαν οι διάδικοι, τα όσα απασχόλησαν επ΄αυτού τη διαδικασία αλλά και όσα στους λόγους έφεσης αναφέρονται δεν έχουν αντίκρισμα.
Παρά τη βαρύνουσα σημασία που έχει η πιο πάνω παρατήρηση μας, οι εφεσείοντες είχαν δικαίωμα και ήταν στα πλαίσια της δικογραφημένης τους θέσης να αμφισβητήσουν το εύρος και το περιεχόμενο της επίδικης σχέσης των διαδίκων σε συνάρτηση με αυτή την αγορά. Μόνο σ΄αυτά τα στεγανά θα μπορούσε συνεπώς να τεθεί στο μικροσκόπιο η πρωτόδικη κρίση κατά το έργο της αξιολόγησης, αν και σίγουρα δεν μπορεί να απομονωθεί εντελώς ο καταλυτικός ρόλος του πιο πάνω στοιχείου επί της αναξιοπιστίας της πλευράς των εφεσειόντων, αφού από τη μια δέχονται το υπόλοιπο από την μεταξύ τους συμφωνία και από την άλλη αρνούνται αυτή ταύτη τη συμφωνία. Αυτό το αλλοπρόσαλλο των θέσεων της Υπεράσπισης ορθά καταγράφεται και ορθά κρίνεται πρωτοδίκως ότι έχει δεσπόζουσα σημασία.
Παραμένει ωστόσο να εξεταστεί αν η κρίση του Δικαστηρίου επί της λοιπής μαρτυρίας της πλευράς της εφεσίβλητης περιείχε τέτοια σφάλματα ως η εισήγηση, ώστε θα μπορούσε να οδηγήσει σε επέμβαση του Εφετείου σύμφωνα με τα νομολογηθέντα.
Είναι γεγονός ότι η εφεσίβλητη κατέθεσε ότι μετά την καταμέτρηση των εμπορευμάτων που έγινε τις τρεις τελευταίες μέρες του 2005, οι διάδικοι προχώρησαν και κατέγραψαν τα εμπορεύματα του καταστήματος σε δύο βιβλία. Τα δύο αυτά βιβλία για τους λόγους που πρωτοδίκως εξηγούνται, δεν κατατέθηκαν στη διαδικασία. Ωστόσο, οι εφεσείοντες δια της μαρτυρίας τους δέκτηκαν την ύπαρξη και ότι τα κατέχουν μέχρι σήμερα.
Αναφέρεται το γεγονός αυτό στην πρωτόδικη απόφαση αλλά το αναζητήσαμε και στα πρακτικά. Εντοπίσαμε στη σελ.150 των πρακτικών τη δήλωση του εφεσείοντα 1 Μ.Υ.1 ότι τα κατέχει, δηλώνοντας όμως ότι τα βιβλία δεν έχουν σχέση με την εφεσίβλητη. Και συνεχίζει: «αν έκαμα κάποια καταγραφή ήταν για προσωπικούς δικούς μου λογαριασμούς διότι δεν ήθελα να πετάξω τα προϊόντα, όπως είπα προηγουμένως, στους δρόμους αλλά ήθελα να τα φυλάξω και να τα παραδώσω στον ιδιοκτήτη τους..»
(Ο μάρτυρας αναφέρεται στο τεκμ.1).
Παρά τη θέση του ΜΥ1 προκύπτει αβίαστα ως εκ της τελευταίας του απάντησης η σχετικότητα των βιβλίων, καθώς και το δεδομένο της άρνησης προσκόμισης τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δίδει επαρκή αιτιολόγηση επί του ευρήματος της ύπαρξης συμφωνίας για αγορά εμπορευμάτων. Ως προς αυτό το θέμα δεν βρίσκουμε τίποτε το μεμπτό ή λάθος ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την εξαγωγή συμπερασμάτων. Είναι εύλογο δε αυτό που παρατηρεί ότι ήταν πολύ λογική και πειστική η θέση της εφεσίβλητης, πως δεν θα υπήρχε λόγος να γίνει καταμέτρηση εάν δεν υπήρχε πρόθεση να αγοραστεί και το περιεχόμενο του καταστήματος.
Ως προς αυτή τη πτυχή του εφετηρίου βρίσκουμε ότι ωσαύτως δεν έχουν δίκαιο οι εφεσείοντες. Ερχόμενοι να εξετάσουμε το θέμα της αξίας των εμπορευμάτων, είναι χρήσιμο να δούμε πώς το αντιμετώπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, για το οποίο επίσης διατυπώνεται λόγος έφεσης.
Αναφέρει αρχικά τα εξής:
«..έδειξαν στην ενάγουσα ότι υπήρξε σύγκλιση στα συμφωνηθέντα για να αποκτήσουν την κατοχή του καταστήματος και των εμπορευμάτων».
Και παρακάτω:
«Είναι γεγονός ότι μετά την καταγραφή των εμπορευμάτων δεν επήλθε συγκεκριμένη συμφωνία σχετικά με την αξία των εμπορευμάτων πέραν της γενικής συμφωνίας ότι οι εναγόμενοι θα πλήρωναν τιμή κόστους για τα εμπορεύματα στην κατοχή τους».
Στη συνέχεια η πρωτόδικος Δικαστής αναφέρει ότι θεωρεί ικανοποιητική μαρτυρία για απόδειξη της αξίας των εμπορευμάτων ότι η εφεσίβλητη έκανε την καταγραφή μαζί με τους εφεσείοντες, είχε τα βιβλία στην κατοχή της (πριν να δοθούν στους εφεσείοντες) και έκανε την τιμολόγηση των εν λόγω εμπορευμάτων με τον τρόπο που εξήγησε καταλήγοντας ότι «με βάση το περιεχόμενο των βιβλίων ήλθε άμεσα σε επαφή με τους προμηθευτές της και έμαθε ποιο ήταν το πραγματικό κόστος των εμπορευμάτων».
Εν αντιθέσει, παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι εφεσείοντες δεν προσκόμισαν καμιά μαρτυρία για να αποδείξουν ότι αυτή η κοστολόγηση ήταν λανθασμένη και δεν έφεραν τα βιβλία τα οποία είχαν στην κατοχή τους. Η τελική του δε κρίση ως προς αυτό το θέμα, έχει ως εξής:
«Συνεπώς, με βάση την αξιόπιστη μαρτυρία της ενάγουσας η οποία είχε ανάμειξη στην καταγραφή προσωπικά και προσωπικά διενήργησε την κοστολόγηση με τρόπον ορθό, και με τρόπο που θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να αναθεωρηθεί από τους εναγόμενους για την ορθότητα της με βάση τα στοιχεία στην κατοχή των εναγομένων, υιοθετώ πλήρως την εκτίμηση ότι η αξία των εμπορευμάτων που παρέμεινε στην κατοχή των εναγομένων με βάση τη συμφωνία ήταν ΛΚ38.000.»
Προκύπτει εμφανώς το ερώτημα αν η ως άνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή. Οι εφεσείοντες στο 2ο λόγο έφεσης ισχυρίζονται ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη εφόσον χωρίς να έχει ενώπιον του οποιαδήποτε στοιχεία ή τεκμήρια, κατά παράβαση των αρχών για αυστηρή απόδειξη των ειδικών ζημιών προέβη στο πιο πάνω εύρημα και συμπέρασμα. (βλ. σχετικά κυρίως τη σελ.12 του περιγράμματος)
Η πλευρά της εφεσίβλητης ισχυρίζεται ότι η θέση για την αξία των εμπορευμάτων δεν αμφισβητήθηκε. Δεν θα συμφωνήσουμε. Σε διάφορα σημεία της μαρτυρίας της εφεσίβλητης τέθησαν σ΄αυτή ερωτήσεις με πυρήνα την αμφισβήτηση της αξίας, οπότε δεν ισχύει η Olympic Insurance Agencies Ltd v. Lexus Insurance Agency Ltd (2010)1Γ ΑΑΔ 1440 που επικαλέστηκαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της.
Το Δικαστήριο μίλησε για την «υιοθέτηση της εκτίμηση» της εφεσίβλητης. Όμως από τα σχετικά πρακτικά της μαρτυρίας της δεν προκύπτει ούτε βεβαιότητα ούτε σαφήνεια επί του θέματος, κυρίως ως προς το ότι είδε τα εμπορεύματα και εκτίμησε την αξία τους, ούτε βεβαίως δίδονται λεπτομέρειες του είδους ή της ποσότητας των εμπορευμάτων. Αλλά ούτε και έμμεσα προκύπτει επαρκής γνώση της από τα σχετικά βιβλία, ώστε να μπορεί να κριθεί αποτελεσματική η μαρτυρία επ΄αυτής της πτυχής. Δεν ήταν θέμα ούτε «εκτίμησης», ούτε και υποχρέωσης της άλλης πλευράς in abstracto (χωρίς χρήση δικονομικών κανόνων) να προσκομίσει τα βιβλία.
Εν κατακλείδι ήταν απλώς θέμα μη επαρκούς και ικανοποιητικής μαρτυρίας επ΄αυτής της πτυχής η οποία αφορά ειδικές ζημιές με το αυστηρό πλαίσιο απόδειξης που θέτει η νομολογία. (Βλ. Βritish Transport Commission v. Gourley (1956) A.C. 185, Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994)1 ΑΑΔ 239), και Αντωνιάδης ν. Σταύρου (1998)1 ΑΑΔ 1171). Παρά το ότι η κατά προσέγγιση εκτίμηση δεν παραβιάζει τη νομολογιακή αρχή η οποία υπαγορεύει αυστηρή απόδειξη ζημιών (βλ. R.K.P. Lethergoods Ltd v. Αγγελίδη (2004)1 ΑΑΔ 1071), πρέπει η εκτίμηση αυτή να παρέχει ένα βαθμό βεβαιότητας, κάτι που εδώ δεν συμβαίνει. ΄Αλλωστε, αυτή η αναποτελεσματικότητα της μαρτυρίας προκύπτει και από τη θέση του Δικαστηρίου ότι το μόνο αποδεικτικό στοιχείο με το οποίο θα μπορούσε να ελεγχθεί η ορθότητα της κοστολόγησης ήταν τα βιβλία.
΄Εχουμε προβληματιστεί εάν μπορεί να αποδοθεί στην εφεσίβλητη τουλάχιστον το ποσό των €10.000 ως την αξία μέρους των εμπορευμάτων, ποσό που οι εφεσείοντες δέχτηκαν για εμπορεύματα που κατείχαν, προβάλλοντας βεβαίως και παράλληλα τη θέση ότι τα κατείχαν για να τα αποδώσουν στην εφεσείουσα. Θεωρούμε ότι ενόψει της παραδοχής αυτής και του τεκμ.1 στοιχειοθετείται βάθρο για αποδοχή αυτού του ποσού ως αξία μέρους των εμπορευμάτων και δύναται να εκδοθεί απόφαση επ΄αυτού του ποσού.
Στη βάση των πιο πάνω κρίνουμε ότι το μέρος της απόφασης που αφορά τις ΛΚ38.000 θα πρέπει να ακυρωθεί και να αντικατασταθεί με το ποσό των €10.000.
Συνεπώς παραμένει το μέρος της απόφασης για ΛΚ9.500 (€16,231) και το ποσό των ΛΚ38.000 αντικαθίσταται με το ποσό των €10.000.
Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται ως άνω. Αναφορικά με τα πρωτόδικα έξοδα ορθά επιδικάστηκαν εναντίον των εφεσειόντων αλλά θα πρέπει να αναπροσαρμοστούν πλέον στην ανάλογη κλίμακα επί του μειωμένου ποσού. Συναφώς διατάσσεται η ανάλογη αναπροσαρμογή.
Τα έξοδα της έφεσης, ενόψει της μερικής της επιτυχίας, κρίνουμε ότι θα πρέπει να περιοριστούν στο ποσό των €800 πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσειόντων.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.