ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Β. Μπίσσας για Μ. Γεωργίου, για τον εφεσείοντα. Α. Ανδρέου, για τον εφεσίβλητο 3. Α. Δημητριάδης, για τους εφεσίβλητους 5, 6 και 8. Κ. Κωνσταντίνου, για τον εφεσίβλητο 7. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-10-30 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ν. BLOOMBERG SECURITIES INC κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 303/2011, 30/10/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A382

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 303/2011)

 

30 Οκτωβρίου 2017

 

[Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.Δ.]

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

Εφεσείοντας

και

1.   BLOOMBERG SECURITIES INC

2.   ΑΝΔΡΕΑΣ Κ. ΛΕΜΟΝΙΑΤΗΣ

3.   ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΡΟΚΟΥ

4.   ALPHA BANK LTD

5.   ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΣΚΟΡΔΗ

6.   KLARESCO INVESTMENTS LTD

7.   ΛΟΥΚΑΣ ΚΩΣΤΑ

8.   ΚLARESCO MANAGEMENT

Εφεσίβλητοι

---------------

 

Β. Μπίσσας για Μ. Γεωργίου, για τον εφεσείοντα.

Α. Ανδρέου, για τον εφεσίβλητο 3.

Α. Δημητριάδης, για τους εφεσίβλητους 5, 6 και 8.

Κ. Κωνσταντίνου, για τον εφεσίβλητο 7.

 

--------------

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

                                από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

-------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  'Ηταν η δικογραφημένη εκδοχή του εφεσείοντα ότι στις 19.7.2001 συνήψε συμφωνία με την πρώην εφεσίβλητη 1 (εν τοις εφεξής αναφερόμενη ως «η Bloomberg»), στα πλαίσια της οποίας συμφώνησε να καταβάλει US$800.000 ως επενδυτής στην Bloomberg, η οποία με τη σειρά της ανέλαβε να διαχειριστεί το εν λόγω ποσό υπό μορφή ταμείου με συμφωνία καταβολής στον εφεσείοντα ποσού ίσου με US$800.000, πλέον 22-24% κέρδος πληρωτέο διά 12 ισόποσων μεταχρονολογημένων επιταγών, της πρώτης πληρωτέας μετά από 30 μέρες από την καταβολή του ποσού των US$800.000.  Συμφωνήθηκε ότι ο κεφάλαιο της επένδυσης ήταν από κάθε άποψη εγγυημένο και η Bloomberg ανέλαβε να παράσχει τραπεζική εγγύηση από διεθνή έγκυρη τράπεζα για την επιστροφή του κεφαλαίου στον εφεσείοντα. Η εν λόγω συμφωνία υπεγράφη εκ μέρους της Bloomberg από τον εφεσίβλητο 3, Λεωνίδα Κρόκο, ως αντιπρόσωπο της Bloomberg.

 

Ήταν η περαιτέρω εκδοχή του εφεσείοντα ότι προχώρησε στην παραπάνω συμφωνία μετά που τον προσέγγισε και του υπέβαλε σχετική πρόταση ο εφεσίβλητος 5, Κλεάνθης Σκορδής, ο οποίος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν υπάλληλος της πρώην εφεσίβλητης 4, Alpha Bank Ltd, ενεργών ως υπηρέτης και ή υπάλληλος και στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του στην τράπεζα.  Σημειώνεται ότι αργότερα η έφεση απεσύρθη αναφορικά με την εφεσίβλητη 4 με ρητή δήλωση του τότε δικηγόρου του εφεσείοντα, ανταποκρινόμενη πλήρως στην υπεράσπιση που καταχώρισε η εφεσίβλητη 4, ότι «ο Ενάγων/Εφεσείων αποδέχεται ότι η Εφεσίβλητη/Εναγόμενη 4 τράπεζα δεν έχει οιανδήποτε εκ προστήσεως ευθύνη για τις πράξεις και/ή παραλείψεις κατά τον ουσιώδη χρόνο του υπαλλήλου της Εναγομένου/Εφεσιβλήτου 5».

 

Η ουσία της εκδοχής του ενάγοντα ήταν ότι οδηγήθηκε στη σύναψη της εν λόγω συμφωνίας κατόπιν «ψευδών παραστάσεων και απάτης» που του άσκησαν οι εναγόμενοι, ήτοι η Bloomberg, ο πρώην εφεσίβλητος 2 Ανδρέας Κ. Λεμονιάτης, διευθυντής της Bloomberg, ο Κρόκος, η Alpha
Bank Ltd και ο Σκορδής (εναχθείς μαζί με την εταιρεία του Klaresco Investments Ltd, εφεσίβλητη 6 και την εμπορική επωνυμία Klaresco Management, εφεσίβλητη 8) και ο εφεσίβλητος 7 Λουκάς Κώστα ως συνεργάτης των υπολοίπων.

 

Οι κατ΄ισχυρισμό ψευδείς παραστάσεις ήταν ότι ο Σκορδής είχε υπογράψει και ο ίδιος παρόμοια συμφωνία, ότι θα εδίδετο στον εφεσείοντα τραπεζική εγγύηση όπως δόθηκε και στον Σκορδή, ότι ο Σκορδής είχε κερδίσει πολλά λεφτά από την παρόμοια συμφωνία, ότι ο Σκορδής θα ενεργούσε απλώς ως σύμβουλος τραπεζίτης του εφεσείοντα χωρίς κανένα απολύτως κέρδος ή όφελος και εν γένει ότι επρόκειτο για μια γνήσια πράξη η οποία θα του απέδιδε σε πολύ σύντομο χρόνο πολλά κέρδη.

 

Στην πραγματικότητα όλα τα παραπάνω ήταν ψευδή.  Ουδέποτε ο Σκορδής είχε υπογράψει τέτοια συμφωνία, ή έλαβε εγγυητική ή αποκόμισε κέρδη.  Περιπλέον, μετά την υπογραφή της συμφωνίας, ο Σκορδής κατακράτησε, όπως και η εταιρεία του και ο Λουκάς Κώστα, διάφορα ποσά από τα ποσά που πλήρωσε ο εφεσείοντας.  Επίσης, δεν δόθηκε τραπεζική εγγύηση και οι μεταχρονολογημένες επιταγές που έδωσε η Bloomberg δεν ανταποκρίνονταν στα συμφωνηθέντα, ήτοι δεν κάλυπταν τα ποσά που συμφωνήθηκαν.

 

Αποδίδει περαιτέρω ο εφεσείοντας σ΄όλους τους εναγόμενους συνομωσία, στα πλαίσια της οποίας, με στόχο να του προξενήσουν οικονομική ζημιά, δια ψευδών παραστάσεων εξασφάλισαν την υπογραφή του στην εν λόγω συμφωνία, κατακράτησαν διάφορα ποσά τα οποία ουδέποτε ενέβασαν στην Bloomberg και εισέπραξαν παρανόμως προμήθειες.

 

Όταν εκ των υστέρων ο εφεσείων ανακάλυψε την απάτη και τις ψευδείς παραστάσεις, ζήτησε επιστροφή όλων των ποσών που κατέβαλε πλέον τόκους και η Bloomberg δεσμεύτηκε να επιστρέψει το ποσό US$771.984.  Ακολούθως δε, επέστρεψε συνολικό ποσό εκ US$63.416.  Του έστειλαν και μια επιταγή «για το κεφάλαιο», για US$700.000, «την οποία όμως ουδέποτε εξαργύρωσε λόγω της απάτης που εκ των υστέρων διαπίστωσε εις βάρος του».

 

Η απαίτηση του τελικά ήταν για ΛΚ497.536, ήτοι ΛΚ635.894 που συνολικά κατέβαλε, μείον ΛΚ138.358 ποσό που κατέβαλε σε κάποιο Αιμίλιο Θωμά ή σε κάποια εταιρεία New Marathon Ltd χωρίς να καταλήξει στην Bloomberg, για το οποίο εξασφάλισε απόφαση εναντίον των εν λόγω προσώπων.

 

Η Bloomberg και ο διευθυντής της Λεμονιάτης με την υπεράσπιση παραδέχτηκαν τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα για ψευδείς παραστάσεις, ισχυρίστηκαν όμως ότι τις ψευδείς παραστάσεις τις διενήργησαν οι άλλοι εναγόμενοι χωρίς οι ίδιοι να έχουν οποιαδήποτε ανάμειξη.  Παρά ταύτα, εκκρεμούσης της εκδίκασης της αγωγής, δέχθηκαν απόφαση εναντίον τους.

 

Ο Κρόκος παραδέχθηκε ότι υπέγραψε τη συμφωνία ως αντιπρόσωπος της Bloomberg προσθέτοντας ότι οι όροι είχαν ήδη συμφωνηθεί μεταξύ εφεσείοντα και Bloomberg.  Αρνήθηκε δε τους λοιπούς ισχυρισμούς του εφεσείοντα.

 

Ο Σκορδής προέβαλε τη θέση ότι, μετά που ο εφεσείων του ανέφερε ότι επιθυμούσε να επενδύσει μεγάλο χρηματικό ποσό με στόχο απόδοση υψηλότερη από τραπεζικό τόκο, τον σύστησε στην Bloomberg και διευθέτησε συνάντησή της με τον αντιπρόσωπό της, Κρόκο. Ακολούθησε συνάντηση του εφεσείοντα με το διευθυντή της Bloomberg, Λεμονιάτη, όπου και συμφωνήθηκαν οι όροι της εν λόγω συμφωνίας.  Σε ότι αφορά την κατ΄ισχυρισμό ψευδή παράσταση σε σχέση με τη δική του συμφωνία με την Bloomberg, ήταν η εκδοχή του ότι συνήψε πράγματι τέτοια συμφωνία η οποία όμως δεν υλοποιήθηκε για το λόγο που παρατέθηκε.  Σε ότι αφορά τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα για προμήθειες, ήταν η εκδοχή του ότι έλαβε από την Bloomberg ποσό US$39.000 ως προμήθεια, αλλά τούτο δεν αφαιρέθηκε από το ποσό που είχε επενδύσει ο εφεσείοντας.

 

Ο εφεσίβλητος 7 αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση ή συνεργασία με τους υπόλοιπους και παραδέχθηκε μόνο ότι κατ΄εντολή του εφεσείοντα η Alpha Bank εξέδωσε επιταγή για ποσό ΛΚ34.359 στο όνομά του,  την οποία παρέλαβε από τον Σκορδή αλλά τελικά το ποσό αυτό μεταβιβάστηκε και πιστώθηκε ο λογαριασμός του εφεσείοντα στην Bloomberg και εκδόθηκε σχετική απόδειξη.

 

Προς υποστήριξη της παραπάνω εκδοχής του ενάγοντα, μαρτυρία έδωσε ο ίδιος, η σύζυγός του και η Έμιλυ Λεμονιάτη, δικηγόρος των πρώην εναγομένων 1 και 2 (Bloomberg και Λεμονιάτης) και τότε σύζυγος του Κρόκου.  Ως μάρτυρας του ενάγοντα κλήθηκε και κατέθεσε και αστυνομικός του Γραφείου Οικονομικού Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας ο οποίος αναφέρθηκε στην καταγγελία που έκανε ο εφεσείων στην αστυνομία σε σχέση με την υπόθεση και στις σχετικές έρευνες.  Για τους λόγους που εξήγησε, κρίθηκε ότι δεν ενδείκνυται περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης και ο φάκελος αρχειοθετήθηκε.

 

Από την άλλη πλευρά μαρτυρία έδωσαν οι εφεσίβλητοι 3, 5 και 7, με τον τελευταίο να καλεί ακόμα ένα μάρτυρα.  Η Alpha Bank είχε καλέσει για τη δική της υπόθεση 4 μάρτυρες.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού κατέγραψε σε μια πολυσέλιδη απόφαση τα ουσιώδη μέσα από χίλιες σχεδόν σελίδες πρακτικών, εντόπισε ως κύριο χαρακτηριστικό πως ο εφεσείοντας με απόλυτο τρόπο ισχυριζόταν ότι συλλήβδην οι εναγόμενοι συνωμότησαν μεταξύ τους, βασιζόμενος όμως σε υποθέσεις, υπολογισμούς, αυθαίρετα συμπεράσματα και ατεκμηρίωτες κατηγορίες εναντίον όλων των εναγομένων.  Παραθέτει το Δικαστήριο ενδεικτικά την περίπτωση του εφεσίβλητου 7.  Γι΄αυτόν ο εφεσείοντας ισχυρίστηκε στην κυρίως εξέταση ότι ήταν συνεργάτης των υπολοίπων, ότι μετείχε στη συνομωσία και συνεργάστηκε μαζί τους και ότι ενεργούσε σαν αντιπρόσωπος της Alpha Bank, την οποία επαναλαμβάνουμε ο ίδιος ο εφεσείων ακολούθως απάλλαξε κάθε ευθύνης.  Κατά την αντεξέταση ανέφερε ότι πρέπει να συνεργάσθηκε με την Alpha Bank και τον Σκορδή για να εκδοθεί επ΄ονόματί του η επιταγή και πιστεύει ότι είχε κάποιο όφελος.  Αργότερα, αφού φάνηκε ότι τα χρήματα της επιταγής κατέληξαν στην Bloomberg, ανέφερε ότι είχε πάντως την υποψία ότι ο εφεσίβλητος 7 είχε κάποιο όφελος.  Στο τέλος συμφώνησε ότι ο τελευταίος δεν είχε οποιοδήποτε όφελος και μπορεί να είναι αμέτοχος σε όλη την απάτη. 

 

Αλλά και όσα απέδιδε στους άλλους εναγόμενους (3, 4 και 5) ανετράπησαν κατά την αντεξέταση, διαπίστωσε το Δικαστήριο.  Ειδικότερα σημείωσε πως η θέση του ότι πάρα πολλά χρήματα παρακρατήθηκαν από τους εναγόμενους και δεν στάληκαν στην Bloomberg για επένδυση, διαψεύσθηκε από δική του μάρτυρα, ως κατωτέρω.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης την απεγνωσμένη προσπάθεια του εφεσείοντα να ταυτίσει τον Σκορδή με την Alpha Bank για να εμπλέξει την τελευταία ώστε να είναι σε θέση να διεκδικήσει αποζημιώσεις εναντίον της.  Προσπάθεια την οποία το Δικαστήριο απέρριψε.  Η κρίση του δε αυτή δεν χρειάστηκε να δικαιωθεί κατ΄έφεση, εφόσον δικαιώθηκε εκ των πραγμάτων μέσα από την προαναφερθείσα παραδοχή.

 

Έχοντας δε υπόψη του την άμεση και ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, ευεργέτημα που το Εφετείο στερείται, μπόρεσε ο ευπαίδευτος Πρόεδρος που εκδίκασε την υπόθεση να διαπιστώσει ότι σε πολλές περιπτώσεις ο εφεσείοντας προσπάθησε να αποφύγει την απάντηση σε ερωτήσεις που θεωρούσε ότι θα επηρέαζαν δυσμενώς την υπόθεσή του. Ως προς δε τη σύζυγό του, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι αυτή όσα γνώριζε και κατέθεσε, τα γνώριζε από συνομιλίες που είχε με τον εφεσείοντα, χωρίς να έχει προσωπική γνώση.  Πέραν τούτου, έκαμνε από μόνη της υποθέσεις και τις παρουσίαζε στο Δικαστήριο ως μαρτυρία.

 

Εντελώς αρνητική ήταν η αξιολόγηση του Δικαστηρίου και για την Έμιλυ Λεμονιάτη, της οποίας ο διευθυντής της Bloomberg  Λεμονιάτης είναι θείος.  Η ουσία των ισχυρισμών της ήταν ότι ο τότε σύζυγός της, Κρόκος, της είχε ζητήσει ένα πρότυπο εγγράφου, όπως η επίδικη συμφωνία, για να το συμπληρώσει στο όνομα του Σκορδή με σκοπό να πεισθεί ο εφεσείοντας να υπογράψει ανάλογο έγγραφο.  Αντεξεταζόμενη, ανέφερε ότι το έγγραφο δεν το συνέταξε η ίδια, αλλά της υπεδείχθη άλλο πρότυπο και το ξανάγραψε.  Το Δικαστήριο σχημάτισε την πεποίθηση ότι αποκλειστικός σκοπός της Λεμονιάτη ήταν να βοηθήσει την υπόθεση του εφεσείοντα, αλλά και να δώσει μαρτυρία από εκδικητική διάθεση έναντι του πρώην συζύγου της.  Το τελικό όμως αποτέλεσμα της μαρτυρίας της κάθε άλλο παρά βοηθητικό ήταν για τον εφεσείοντα εφόσον ξεκάθαρη ήταν η θέση της πως τα χρήματα που επένδυσε ο τελευταίος κατέληξαν στην Bloomberg, εκτός από το προαναφερθέν ποσό για το οποίο κινήθηκε άλλη αγωγή.

 

Αντίθετα, θετικά αξιολόγησε τους εναγόμενους και τους μάρτυρές τους.  Σημείωσε ότι ο Σκορδής παραδέχθηκε ότι έλαβε προμήθεια, χωρίς όμως το ποσό να αφαιρεθεί από τα χρήματα που έστελλε ο εφεσείοντας τα οποία κατέληξαν, σύμφωνα με μαρτυρία που ο ίδιος παρουσίασε, στην Bloomberg.  Δέχθηκε δε το Δικαστήριο ότι αυτός όντως είχε συμφωνήσει να επενδύσει στην Bloomberg, εγχείρημα που τελικά δεν ευδοκίμησε για τους λόγους που εξήγησε και δεν είχαν σχέση με τον εφεσείοντα και μάλιστα με εξαπάτησή του.

 

Ως ειλικρινή μάρτυρα έκρινε το Δικαστήριο και τον Κρόκο, αποδεχόμενο τη θέση του ότι δεν συνέπραξε με οποιονδήποτε με σκοπό την εξαπάτηση του εφεσείοντα και σημειώνοντας παράλληλα ότι ουδόλως προκύπτει από τη μαρτυρία του τελευταίου ότι ο Κρόκος ωφελήθηκε οποιοδήποτε ποσό.  Αντίθετα επένδυσε και αυτός στην Bloomberg με αποτέλεσμα να χάσει τα χρήματά του.  Εξαιρετική δε ήταν η εντύπωση που προκάλεσε ως μάρτυρας ο Λ. Κώστα.

 

Δικαιωματικά βεβαίως ο εφεσείοντας προσέβαλε με την παρούσα έφεση την αξιολόγηση στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο ως εσφαλμένη και ελλειμματική.  Όλοι οι λόγοι, πλην ενός, που καλύπτουν 30 σχεδόν σελίδες, περιστρέφονται γύρω κατ΄ουσία γύρω από το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και της συναφούς διεργασίας διατύπωσης ευρημάτων.  Ο άλλος λόγος έφεσης αφορά εισήγηση ότι ο δικαστής είχε καλό λόγο να αυτοεξαιρεθεί.  Δεν είχε όμως τεθεί τέτοιο ζήτημα στον ίδιο το δικαστή μαζί με τους ισχυρισμούς γεγονότων που κατά τον εφεσείοντα δικαιολογούσαν την εξαίρεση του.  Υπό τέτοιες περιστάσεις δεν μπορεί τώρα το ζήτημα να κριθεί κατ΄έφεση.

 

Πάγια είναι η νομολογία ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η διατύπωση ευρημάτων μέσα από τέτοια αξιολόγηση είναι έργο που κατά κύριο λόγο ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο.  Το Εφετείο παρεμβαίνει μόνο όταν η αιτιολογία είναι ανεπαρκής ή όταν τα ευρήματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία θεωρούμενη στο σύνολό της (Παπακοκκίνου κ.α. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1998) 1Β ΑΑΔ 634, 648).

 

Εν προκειμένω, παρά το εκτεταμένο των λόγων έφεσης και το πολυσέλιδο της αιτιολογίας τους, δεν πρόκειται για περίπτωση που προσφέρεται για μικροσκοπική εξέταση.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως το πρωταρχικά αρμόδιο όργανο, αξιολόγησε τη μαρτυρία καταφέρνοντας, παρά την έκταση που αυτή έλαβε, να παραμείνει στην ουσία.  Η βασική του διαπίστωση ήταν πως ο εφεσείοντας προσπαθούσε να εμπλέξει όλους τους εναγομένους, αδιακρίτως, με ατεκμηρίωτες κατηγορίες και αυθαίρετα συμπεράσματα.  Αυταπόδεικτη προέκυψε η κατάσταση αυτή σε σχέση με την Alpha Bank, ως εκ της ρητής παραδοχής, αλλά και χαρακτηριστική η περίπτωση του εφεσίβλητου 7.  Ενδεικτική δε της όλης στάσης του εφεσείοντα και της  αδιαπραγμάτευτης πρόθεσής του να εξασφαλίσει δικαστικές αποφάσεις αδιακρίτως εναντίον των εναγομένων, ήταν και η προαναφερθείσα επιλογή του να μην παρουσιάσει προς εξαργύρωση την επιταγή των US$700.000.  Ήταν η δικογραφημένη θέση του ότι «ουδέποτε εξαργύρωσε την επιταγή λόγω της απάτης που εκ των υστέρων διαπίστωσε εις βάρος του».  Στη μαρτυρία του δε, ανέφερε ότι είχε πρόθεση «να κάμει πλήρεις καταγγελίες προς πάσα κατεύθυνση και νομικά μέτρα και προς της αστυνομία και παντού».  Αυτό ήταν το πνεύμα που χαρακτήριζε τον εφεσείοντα ως διάδικο και είναι υπό το ορθό πρίσμα που τον αξιολόγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρώντας ότι προωθούσε την απαίτησή του εκδικητικά και αδιακρίτως, κατά τρόπο ατεκμηρίωτο, εναντίον όλων εκείνων που πίστευε ότι τον εξαπάτησαν και έχασε τα χρήματά του.

 

Έχοντας υπόψη τη μαρτυρία στο σύνολό της και την ουσία της υπόθεσης, δεν θεωρούμε ότι χωρεί παρέμβαση στην αξιολόγηση που έκανε το πρωτόδικο Δικαστήριο και στη συναφή διατύπωση ευρημάτων.

 

Η παραλαβή της επιταγής, των US$700.000, η μη επιστροφή της  και παρά ταύτα, η παράλειψη του εφεσείοντα, κατ΄επιλογή του, να την παρουσιάσει οποτεδήποτε για πληρωμή, θέτει ένα περαιτέρω, ουσιώδες, ζήτημα.

 

Ο συνήθης συναλλακτικός κανόνας είναι ότι, εκτός όπου συμφωνείται ρητά ή εξυπακουόμενα το αντίθετο, η αποδοχή επιταγής δεν επενεργεί προς πλήρη απαλλαγή από το χρέος (absolute discharge), αλλά αποτελεί πληρωμή υπό αίρεση (conditional payment) (Re Romer and Haslam [1893] 2 Q.B. 286, Bolt & Nut Co (Tipton) Ltd n. Rowlands Nicholls & Co [1962 B. No. 4078], D. & G. Products Ltd v. Αναστασίου (2002) 1 ΑΑΔ 1400,  Φελλά ν. Τράπεζας Κύπρου, Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 94/2010 και 158/2010, ημερομηνίας 28.9.2015).

 

Η πληρωμή υπό αίρεση έχει την έννοια ότι ενόσω εκκρεμεί η επιταγή για παρουσίαση προς πληρωμή, το δικαίωμα του πιστωτή να προωθήσει την απαίτησή του επί του αρχικού χρέους (underlying debt) αναστέλλεται μέχρι την παρουσίαση της επιταγής (Cohen v. Hale (1878) 3 Q.B.D. 371).  Εάν η επιταγή παρουσιαστεί και εξοφληθεί, τότε η αίρεση πληρούται και επέρχεται βεβαίως εξόφληση.  Εάν όμως παρουσιαστεί και δεν εξοφληθεί, τότε το αρχικό χρέος αναβιώνει, παράλληλα πλέον με το αγώγιμο δικαίωμα που ενδεχομένως προκύπτει από τη μη πληρωμή της επιταγής[1].

 

Υπάρχει όμως και η περίπτωση, όπως η παρούσα, όπου ο δικαιούχος της επιταγής παραλείπει να την παρουσιάσει για πληρωμή εντός του χρόνου πληρωμής της ή οποτεδήποτε.  Τέτοια περίπτωση εξετάστηκε στην υπόθεση Fusion Interactive Communication Solutions Ltd v. Venture Investment Placement Ltd (No. 2) [2005] EWHC 736 (Ch), όπου αποφασίστηκε ότι η αναστολή του αρχικού χρέους παρέμεινε σε ισχύ και μετά το χρόνο που θα μπορούσε να παρουσιαστεί η επιταγή.  Μέχρι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης εκείνης, την υλοποίηση άλλου εναλλακτικού τρόπου πληρωμής.

 

Εν προκειμένω, ο εφεσείοντας έλαβε την επιταγή χωρίς να την επιστρέψει.  Η δικογραφημένη του θέση ήταν, ως άνω, ότι δεν την παρουσίασε για πληρωμή λόγω της απάτης που είχε στο μεταξύ διαπιστώσει.  Αυτή ήταν και η θέση που προώθησε κατά την κυρίως εξέταση στη μαρτυρία του, στην οποία αναφερθήκαμε ανωτέρω.  Αργότερα όμως, υπό την πίεση της αντεξέτασης, πρόσθεσε όψιμα τον ισχυρισμό ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 του είχαν αναφέρει και ο εναγόμενος 3 τον είχε βεβαιώσει ότι η επιταγή δεν είχε αντίκρισμα.  Είναι και αυτό χαρακτηριστικό της εικόνας που ορθά αποκόμισε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς το ζήτημα της αξιοπιστίας του.  Δεν είναι μόνο η μεταβολή θέσης κατά την αντεξέταση, αλλά και ο ισχυρισμός πως εκείνοι που του έδωσαν την επιταγή προς κατευνασμό του και προς ουσιαστική επίλυση της διαφοράς για την οποία τους οχλούσε, τον ενημέρωσαν παράλληλα και τον διαβεβαίωσαν ότι η επιταγή που του έδωσαν δεν είχε αντίκρυσμα.  Το εύρημα του Δικαστηρίου ήταν ότι ο εφεσείοντας δεν παρουσίασε την επιταγή για πληρωμή για το λόγο που προβάλλεται στην έκθεση απαίτησης.  Εν πάση περιπτώσει, εκείνο που έχει τώρα σημασία είναι ότι με δική του επιλογή δεν παρουσίασε την επιταγή για πληρωμή και αντ΄αυτού συνέχισε να προωθεί την ανασταλείσα απαίτησή του επί του αρχικού χρέους.

 

Σημειώνουμε περαιτέρω πως κι αν ακόμα ο εφεσείων παρουσίαζε δεόντως την επιταγή και αυτή πληρωνόταν χωρίς να εξοφληθεί το επίδικο χρέος στο σύνολό του, όπως ήταν ένας άλλος ισχυρισμός του όταν αντεξεταζόταν σχετικά, η συνέχιση της απαίτησης για όλο το ποσό, όπως έπραξε, θα απέληγε, σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής, σε απόφαση άκυρη η οποία θα μπορούσε να παραμεριστεί ως τέτοια ex debito justitiae, λόγω του ότι εκδόθηκε για ποσό που υπερβαίνει το πραγματικώς οφειλόμενο κατά το χρόνο έκδοσής της (Bold & Nut Co (Tipton) Ltd, ανωτ.).

 

Η εκκρεμότητα πληρωμής της επιταγής ως υπό αίρεση πληρωμή, μπορεί να προβληθεί ως υπεράσπιση σε αγωγή για το αρχικό χρέος (βλ. Bullen and Leake, ανωτ., 10-Ε28).  Παράλληλα όμως εγείρεται ζήτημα κατάχρησης της διαδικασίας, το οποίο μπορεί να εγερθεί και να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο εφόσον τα δεδομένα είναι κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο ενώπιον του. 

 

Θεωρούμε ότι, η συνέχιση της αγωγής επί του αρχικού χρέους για ολόκληρη, τουλάχιστον, την απαίτηση, αν όντως η επιταγή αφορά μικρότερο ποσό και καθ΄όλο τον χρόνο που μπορούσε να παρουσιαστεί για πληρωμή, αλλά και η συνέχιση της αγωγής επί του αρχικού χρέους για ολόκληρη, τουλάχιστον, την απαίτηση, ενώ κατ΄επιλογή του εφεσείοντα η επιταγή δεν παρουσιάστηκε για πληρωμή, αποτελεί καταχρηστική άσκηση δικαιώματος που τελούσε σε αναστολή και συνεπακόλουθα κατάχρηση της διαδικασίας.

 

Σημειώνουμε επιπρόσθετα ότι σε περιπτώσεις όπως η παρούσα που ένας ή περισσότεροι των συνεναγομένων δέχονται την έκδοση απόφασης εναντίον τους για το ίδιο ποσό που απαιτείται από τον άλλο εναγόμενο ή εναγόμενους, ο ενάγοντας βαρύνεται με το καθήκον να πληροφορεί το Δικαστήριο σε σχέση με το κατά πόσο έχει ικανοποιηθεί εν όλω ή εν μέρει η εν λόγω απόφαση, ώστε να μην συνεχίζεται καταχρηστικά η διαδικασία άνευ αντικειμένου, αν η απόφαση έχει εξοφληθεί, ή η διαδικασία να περιορίζεται στην πραγματική απαίτηση όπως θα ήθελε  προκύψει μετά από τυχόν πληρωμές.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων 3, 5, 6, 7 και 8 όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                          Μ.Μ. Νικολάτος, Π.

 

 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

                                                          Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ»Π



[1] «. if the security has become due but is unpaid  (in which case the defendant may be liable upon it, as well as the underlying debt).»  Bullen & Leake & Jacob's Precedents of Pleadings,  18th Ed., Vol. 1, 10-27


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο