ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Π. Σάββα (κα) για Στυλιανού και Δράκο, για την Εφεσείουσα. Τ. Κουκούνης για Α. Κουκούνη amp;amp;amp; Σια ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-10-06 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο INVESTYLIA PUBLIC COMPANY LTD ν. ΚΩΣΤΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 238/2010, 6/10/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A340

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 238/2010)

 

6 Οκτωβρίου 2017

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

INVESTYLIA PUBLIC COMPANY LTD,

Εφεσείουσα

-         ΚΑΙ  -

 

ΚΩΣΤΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

        Εφεσίβλητου

----------------------------------------

Π. Σάββα (κα) για Στυλιανού και Δράκο, για την Εφεσείουσα.

Τ. Κουκούνης για Α. Κουκούνη & Σια ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.

----------------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η έφεση αφορά σε μια ακόμη υπόθεση που εκδικάστηκε πρωτοδίκως σε σχέση με τις διαφορές που δημιουργήθηκαν μεταξύ της εφεσείουσας και διαφόρων επενδυτών στην προσπάθεια της εφεσείουσας να εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας για το ποσό 25.663,19 ευρώ πλέον τόκο προς 6% ετησίως από τις 25.6.2000 που ήταν η ημερομηνία που κατεβλήθη το ποσό στην εφεσείουσα.  Με την εξόφληση του ποσού από την εφεσείουσα, ο εφεσίβλητος θα ήταν, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, υπόχρεος να επιστρέψει στην εφεσείουσα τους τίτλους μετοχών που είχαν στο μεταξύ εκδοθεί επ΄ ονόματι του.  Η αξίωση του εφεσίβλητου βασίστηκε στο γεγονός ότι πείσθηκε από τον Στέλιο Στυλιανού, διευθυντή της εφεσείουσας, όπως αγοράσει 20.000 μετοχές σ΄ αυτήν οι οποίες θα απέφεραν σημαντικά κέρδη και θα παρείχαν οικονομικό όφελος με την άμεση εισαγωγή της εφεσείουσας στο Χ.Α.Κ.  Η εφεσείουσα μέσω του Στ. Στυλιανού είχε εξαγοράσει το 51% της εταιρείας Bellapais Suppliers Ltd, γεγονός που ανακοινώθηκε στα γραφεία της εταιρείας αυτής στις αρχές του 2000 και στην οποία ο εφεσίβλητος εργαζόταν κατά την επίδικη περίοδο ως βοηθός διευθυντής.  Ήταν η μαρτυρία του εφεσίβλητου ότι ο κ. Στυλιανού είχε εγκατασταθεί σε ένα από τα γραφεία της εταιρείας Bellapais και επισκεπτόταν καθημερινά τα γραφεία της έχοντας και με τον ίδιο συνεχείς συσκέψεις συζητώντας τη διεξαγωγή των εργασιών της εταιρείας.  Ήταν περαιτέρω η θέση του ότι είχε πεισθεί να αγοράσει τις 20.000 μετοχές από τα λεγόμενα του κ. Στυλιανού τις οποίες και εξόφλησε στις 25.6.2000 ζητώντας όμως την επιστροφή των χρημάτων του όταν η εφεσείουσα απέτυχε να εισάξει τις μετοχές της στο Χ.Α.Κ.  Το ποσό για την αγορά των μετοχών το δανείστηκε από τον Γιάννο Παπαχριστοδούλου, ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης των εταιρειών Bellapais και Ψυγεία Παπαχριστοδούλου.  Μέρος του δανεισθέντος ποσού του το είχε πληρώσει όταν εξασφάλισε δάνειο από την ΣΠΕ Στροβόλου, το δε υπόλοιπο εξακολουθούσε να ήταν οφειλόμενο.  Η εφεσείουσα είχε ιδρυθεί το 1977 ως ιδιωτική εταιρεία μετατραπείσα σε δημόσια στις 28.1.2000 υπέβαλε δε αίτηση για εισαγωγή στο Χ.Α.Κ. στις 14.6.2000.  Ο Στ. Στυλιανού ήταν διευθυντής της εφεσείουσας από την ίδρυση της και σε όλους τους επίδικους χρόνους.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ο οποίος κρίθηκε ότι κατέθεσε με φυσικό τρόπο, άνεση και ηρεμία, δεχόμενο την εκδοχή του ως προς την απόφαση του να αγοράσει μετοχές στην εφεσείουσα ως πειστική και αληθινή, έχοντας προς τούτο πεισθεί από τα λεγόμενα του Στυλιανού.  Δεν απέδωσε οποιαδήποτε νομική σημασία στο γεγονός ότι οι μετοχές αποκτήθησαν μέσω του Παπαχριστοδούλου δυνάμει δανείου επ΄ ονόματι του οποίου ποτέ δεν είχαν μεταβιβαστεί οι συγκεκριμένες μετοχές.  Αντίθετα, τη μαρτυρία του Στυλιανού το Δικαστήριο απέρριψε ως μη αξιόπιστη και ως μη συνάδουσα με την έγγραφη μαρτυρία.  Ιδιαιτέρως απερρίφθη η θέση του ότι δεν ήταν στους άμεσους σκοπούς της εφεσείουσας να ενταχθεί στο Χ.Α.Κ., ενώ απέρριψε επίσης την προσπάθεια του να προωθήσει τη θέση ότι κατά το πρώτο κρίσιμο εξάμηνο του 2000 δεν είχε ουσιαστικό έλεγχο της εφεσείουσας.  Δεν έγινε δεκτή ούτε η θέση του ότι δεν είχε ενεργό ανάμειξη με τις εργασίες της Bellapais.  Απέρριψε επίσης τη θέση του Στυλιανού ότι είχε πιεσθεί να υποβάλει την αίτηση για ένταξη στο Χ.Α.Κ. λόγω του σχετικού Νόμου, ενώ δεν απέδωσε ουσιώδη σημασία στο γεγονός ότι στις 12.6.2002, μετά από συμφωνία των μερών, η εφεσείουσα απεδέχθη να επιστρέψει και επέστρεψε στη Bellapais τις μετοχές που εξαγόρασε εφόσον δεν είχε γίνει κατορθωτό να ενταχθεί η εφεσείουσα στο Χ.Α.Κ. 

 

        Το Δικαστήριο απέρριψε και τη μαρτυρία της Παναγιώτας Γενακρίτου, Μ.Ε.2, υπεύθυνο λογιστηρίου της εφεσείουσας ως καθοδηγούμενη  λόγω των ουσιωδών αντιφατικών θέσεων που προέβαλε όπως το ότι ενώ δεν γνώριζε τι διελάμβανε η συμφωνία εξαγοράς της εφεσείουσας με τις εταιρείες Bellapais και Ψυγεία Παπαχριστοδούλου, θυμόταν από την άλλη λεπτομέρειες μετά την πάροδο πολλών χρόνων για την παραχώρηση εκ μέρους του Γιάννη Παπαχριστοδούλου μετοχών στον εφεσίβλητο.  Θυμόταν δε επιλεκτικά τις συνθήκες έγκρισης συγκεκριμένης εξοφλητικής απόδειξης στον εφεσίβλητο τα  όσα δε ανέφερε συγκρούονταν ευθέως με την ίδια την απόδειξη και τα όσα ο Παπαχριστοδούλου κατέθεσε, η μαρτυρία του οποίου παρέμεινε ουσιαστικά αναντίλεκτη. 

 

        Από  νομικής πλευράς το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσίβλητος ήταν ενδιαφερόμενος αγοραστής στην έννοια του Νόμου έστω και αν απέκτησε τις μετοχές μέσω του Παπαχριστοδούλου επ΄ ονόματι του οποίου δεν είχαν ποτέ μεταβιβαστεί, όπως δέχθηκε και ο ίδιος ο Στυλιανού.  Στη βάση των υποθέσεων που απασχόλησαν τη νομολογία προηγουμένως, το Δικαστήριο έκρινε ότι η παραχώρηση μετοχών στον εφεσίβλητο έγινε στη βάση του ενημερωτικού δελτίου της εφεσείουσας και ότι η αγορά των μετοχών έγινε λόγω των παραστάσεων του Στυλιανού και, επομένως, η εφεσείουσα προχώρησε να καταχωρήσει την αίτηση για εισαγωγή στο Χ.Α.Κ., τροποποιώντας και το ενημερωτικό δελτίο που θα κατατίθετο.  Το αποτέλεσμα ήταν ότι το αγώγιμο δικαίωμα του εφεσίβλητου δημιουργήθηκε τρεις μήνες μετά την υποβολή της αίτησης για εισαγωγή των τίτλων μετοχών της εφεσείουσας στο Χ.Α.Κ. στις 14.6.2000 και άρα στις 14.9.2000 ο εφεσίβλητος δικαιούτο σε επιστροφή των χρημάτων του.

 

 Το Δικαστήριο έκρινε ότι ικανοποιούνταν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 58Α(3)(β) και του άρθρου 3(3) στη βάση της νομολογίας ότι η εφεσείουσα ήταν εταιρεία σύμφωνα με το Νόμο, ο εφεσίβλητος είχε αγοράσει σ΄ αυτήν μετοχές καταβάλλοντας το ποσό των 15.020 ΛΚ για την αξία τους και με προοπτική την ένταξη της εφεσείουσας στο Χ.Α.Κ.  Το αίτημα εισαγωγής της εφεσείουσας στο Χ.Α.Κ. απερρίφθη και, επομένως, ο εφεσίβλητος, ως ενδιαφερόμενος αγοραστής, δικαιούτο στην επιστροφή των χρημάτων ως ο Νόμος ορίζει, με την εφεσείουσα να υπέχει υποχρέωση επιστροφής των εισπραχθέντων χρημάτων μαζί με τον προβλεπόμενο τόκο εντός 10 ημερών από τη λήψη της επιστολής για επιστροφή των χρημάτων.  Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι ο εφεσίβλητος δικαιούτο στην αξίωση του και στη διαζευκτική βάση της αγωγής που αφορούσε παράβαση συμφωνίας.  Απέρριψε, τέλος, εισήγηση της εφεσείουσας περί αντισυνταγματικότητας του Νόμου αρ. 42(Ι)/2000 και ιδιαιτέρως των διατάξεων του άρθρου 58Α(3)(β).  Αναφέρθηκε προς τούτο σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου είχαν αναπτυχθεί και απορριφθεί παρόμοιοι ισχυρισμοί. 

 

        Η έφεση που καταχωρήθηκε περιορίστηκε τελικά σε πέντε λόγους αντί των 17 αρχικών λόγων έφεσης.  Σχετίζονται με τον έβδομο λόγο έφεσης που αφορά στο ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη θέση του εφεσίβλητου ότι η απόδειξη που παρουσίασε ημερ. 25.6.2000 ήταν απόδειξη πληρωμής του ποσού των μετοχών τη στιγμή που ο ίδιος παραδέχθηκε ότι δεν πλήρωσε οτιδήποτε στην εφεσείουσα.  Με τον όγδοο λόγο έφεσης, επικρίνεται ο τρόπος αξιολόγησης του εφεσίβλητου, ο οποίος υπέπεσε σε σωρεία αντιφάσεων που δεν εντοπίστηκαν ή παραγνωρίστηκαν από το Δικαστήριο.  Ο ένατος λόγος αφορά τη λανθασμένη κρίση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος ήταν «ενδιαφερόμενος αγοραστής» εν τη εννοία του Νόμου, αφού επρόκειτο για πρόσωπο που απέκτησε τις μετοχές με μεταβίβαση τους από τον Παπαχριστοδούλου και χωρίς ο ίδιος να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό.  Ο εντέκατος λόγος αφορά στη λανθασμένη κατάληξη του Δικαστηρίου ότι είχε δημιουργηθεί σύμβαση μεταξύ του εφεσίβλητου και της εφεσείουσας η οποία και παραβιάστηκε λόγων ψευδών παραστάσεων.  Με τον δέκατο πέμπτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επηρεάστηκε από το γεγονός ότι είχε εξετάσει και αποφασίσει ταυτόχρονα τρεις υποθέσεις που αφορούσαν την εφεσείουσα και για τις οποίες η απόφαση δόθηκε την ίδια ημέρα, στις 31.5.2010. 

 

        Αρχίζοντας από τον τελευταίο λόγο έφεσης, είναι πρόδηλο ότι αυτός δεν ευσταθεί.  Η εκδίκαση παρομοίων  υποθέσεων από το ίδιο Δικαστήριο, το οποίο εκ της απρόσωπης κατανομής των υποθέσεων από το Πρωτοκολλητείο των επιλαμβάνεται καθηκόντως ως ο φυσικός Δικαστής, δεν αποτελεί εφαλτήριο για βάσιμο ισχυρισμό ότι υπήρξε «συνεκδίκαση» ή «συνεξέταση», η οποία επηρέασε τη δίκαιη εκδίκαση των υποθέσεων.  Από τα ενώπιον του Εφετείου στοιχεία δεν πιστοποιείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε στους διαδίκους ότι θα μελετούσε και τις τρεις υποθέσεις μαζί και μετά να αποφασίζετο, ως είναι η θέση της εφεσείουσας.  Αλλά και έτσι να είχαν τα πράγματα, τίποτε δεν απαγόρευε στο Δικαστήριο να εκδώσει τις αποφάσεις του την ίδια ημέρα στις 31.5.2010, με δεδομένο ότι προφανώς χρονικά συνέπεσε η εκδίκαση τους όπως φαίνεται από τους αριθμούς των  υποθέσεων, δηλαδή, της  υπό κρίση πρωτόδικης υπ΄ αρ. 3942/2005 και των άλλων δύο, τις αποφάσεις των οποίων εφοδίασε η συνήγορος της εφεσείουσας στο Εφετείο κατά τη συζήτηση.  Πρόκειται για τις υποθέσεις υπ΄ αρ. 3944/2005 και 3946/2005.  Κάθε υπόθεση είναι αυτόνομη και ανάλογα με το τι υποστηρίζεται από τους διαδίκους, ανάλογα είναι και τα ευρήματα και τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου.

 

        Άλλωστε, το ότι είναι εντελώς αβάσιμος ο λόγος αυτός και κακώς διατηρήθηκε, προκύπτει και από το ότι έγιναν εφέσεις από τις εν λόγω αποφάσεις.  Στην Investylia Public Company Ltd v. Τζοζεφίν Γαβριηλίδου, Πολ. Έφ. Αρ. 236/2010, ημερ. 10.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:A590, (έφεση επί της απόφασης στην Αγωγή αρ. 3944/2005), αποσύρθησαν όλοι οι λόγοι έφεσης παραμένοντος μόνο του λόγου περί μακράς καθυστέρησης στην υποβολή του παραπόνου της εφεσίβλητης, γεγονός που ισοδυναμούσε με απεμπόληση δικαιώματος, λόγος που απερρίφθη.  Συνάγεται ότι με την απόσυρση των υπολοίπων λόγων έφεσης, δεν πλήγηκε στο ελάχιστο  η αξιολόγηση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων που είναι στη ρίζα της αιτίασης εδώ του δέκατου πέμπτου λόγου έφεσης.  Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στην έτερη έφεση που αφορούσε την πρωτόδικη απόφαση στην υπ΄ αρ. 3946/2005 υπόθεση, Investylia Public Company Ltd v. Καρταπάνη, Πολ. Έφ. Αρ. 237/2010, ημερ. 29.9.2016, ECLI:CY:AD:2016:A451.  Και εκεί αποσύρθησαν όλοι οι λόγοι, περιλαμβανομένων και αυτών που αφορούσαν στην αξιοπιστία των μαρτύρων και τη σχετική επ΄ αυτών κρίση του Δικαστηρίου, ο δε μοναδικός εναπομείνας λόγος περί καθυστέρησης, επίσης απερρίφθη.

 

        Οι υπόλοιποι λόγοι έχουν συζητηθεί και επιλυθεί κατά τον ίδιο τρόπο σε μεγάλο προηγούμενο αριθμό υποθέσεων της Investylia και δεν υπάρχει εν προκειμένω οποιοδήποτε ουσιώδες διαφοροποιητικό στοιχείο.  Ο λόγος περί ανααξιοπιστίας του εφεσιβλήτου, (λόγος έφεσης αρ. 8), δεν ευσταθεί.  Η κρίση επί της αξιοπιστίας αφορά πρωτίστως το πρωτόδικο Δικαστήριο που έχει ενώπιον του τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, τους διαδίκους και τους μάρτυρες τους.  Το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση (Κώστας Λέντζας ν. Laos Bros Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 140/2011, ημερ. 22.12.2016), ECLI:CY:AD:2016:A577, εκτός και εάν τα πρωτόδικα ευρήματα και συμπεράσματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική και είναι ανακόλουθα άλλων ευρημάτων ή των κατατεθέντων τεκμηρίων, (Σταύρου ν. Χαραλάμπους (2011) 1 Α.Α.Δ. 193 και Γιάλλουρος ν. Ψύλλα (2009) 1 Α.Α.Δ. 1552).

 

        Οι αιτιάσεις που εδώ προβάλλονται για να πλήξουν την αξιοπιστία του εφεσίβλητου σχετίζονται με το χρόνο των παραστάσεων που του έγιναν από τον Στ. Στυλιανού, μη καθορίζοντας με ακρίβεια το χρόνο ή και αρνούμενος να τον καθορίσει.  Διερωτάται η εφεσείουσα πώς θα μπορούσε να προβεί σε παραστάσεις ο Στυλιανού προς τον εφεσίβλητο στις αρχές του 2000, όταν ο εφεσίβλητος δεν τον γνώριζε καν πριν την ανακοίνωση εξαγοράς των εταιρειών Bellapais και Ψυκτικοί Θάλαμοι.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε τις θέσεις αυτές και τις απέρριψε όχι μόνο διότι η όλη εκδοχή του εφεσίβλητου κρίθηκε αξιόπιστη, αλλά και διότι στην πάροδο του χρόνου, ο μη προσδιορισμός της ακριβούς ημερομηνίας που έγιναν οι παραστάσεις δεν ενείχε ιδιαίτερη σημασία και δεν μείωναν το καθόλα αξιόπιστο της κατάθεσης του.  Περαιτέρω, ήταν ουσιώδους σημασίας η έκδοση απόδειξης είσπραξης επ΄ ονόματι του εφεσίβλητου, ενώ είχαν και προηγουμένως εκδοθεί τα πιστοποιητικά μετοχών επίσης στον εφεσίβλητο.  Άλλωστε, το ότι ο εφεσίβλητος είχε αγοράσει μετοχές στην εφεσείουσα, το δήλωσε και ο ίδιος ο ιδιοκτήτης των εταιρειών Bellapais και Ψυγεία Παπαχριστοδούλου, Γιάννος Παπαχριστοδούλου, τον οποίο κάλεσε ως μάρτυρα η ίδια η εφεσείουσα και η μαρτυρία του αυτή ουδόλως αμφισβητήθηκε.  Αντίθετα, απερρίφθη ως αναξιόπιστη η αντίθετη θέση του Στυλιανού ότι ούτε καν συνάντησε τον εφεσίβλητο σε οποιοδήποτε χρόνο.

 

        Τα πιο πάνω ουσιαστικά καλύπτουν και τον έβδομο λόγο έφεσης που αφορά στην πληρωμή των £15.020.  Η σχετική απόδειξη εκδόθηκε επ΄ ονόματι του εφεσίβλητου, ο οποίος με ειλικρίνεια είχε καταθέσει, όπως και ο Παπαχριστοδούλου επιβεβαίωσε, ότι λόγω του ότι δεν είχε τα χρήματα να αγοράσει τις μετοχές, ζήτησε δάνειο από τον εργοδότη του, τον Παπαχριστοδούλου.  Σημασία, βεβαίως, έχει ότι το Τεκμήριο 3, επιβεβαιώνει το λόγο του εφεσίβλητου ότι η εφεσείουσα αναγνώρισε την εκ μέρους του απόκτηση των 20.000 συνήθων μετόχων και των 20 ιδρυτικών, εξ ου και σε επίσημη Απόδειξη Είσπραξης της εφεσείουσας, κατεγράφη ότι λήφθηκε από τον εφεσίβλητο το εν λόγω ποσό στις 25.6.2000.  Προηγουμένως, με τα Τεκμήρια 4 και 5, η εφεσείουσα επίσημα εξέδωσε πιστοποιητικά μετοχών στον εφεσίβλητο για τις αντίστοιχες συνήθεις και ιδρυτικές μετοχές στις 12.6.2010.  Αργότερα δε στις 11.12.2000, εξέδωσε και Share Warrants στο όνομα του εφεσίβλητου με τα Τεκμήρια 6 και 7.

 

        Η ύπαρξη, κατάθεση και αποδοχή από το Δικαστήριο των πιο πάνω τεκμηρίων θέτει ουσιαστικά εκτός σοβαρής συζήτησης τα όσα η εφεσείουσα προτείνει.  Δεν ενέχει σημασία εάν ο εφεσίβλητος κατέβαλε απευθείας οποιαδήποτε χρήματα για την απόκτηση των μετοχών στην εφεσείουσα.  Το αν δανειοδοτήθηκε γι΄ αυτό το σκοπό από τον Παπαχριστοδούλου δεν αλλοιώνει το ουσιώδες που είναι ότι ο εφεσίβλητος παρουσιάστηκε και καταγράφηκε στο μητρώο της εφεσείουσας ως μέτοχος, αναγνωριζόμενος ως τέτοιος.  Η όποια δανειοδότηση και διευθέτηση έγινε μεταξύ του εφεσίβλητου και του Παπαχριστοδούλου, ουδόλως αφορούσε την εφεσείουσα.  Ο Παπαχριστοδούλου, μάρτυρας υπενθυμίζεται της ίδιας της εφεσείουσας, είχε καταθέσει ότι είχε πει στον Στυλιανού να αφαιρέσει επιπλέον των χρημάτων που είχε να λαμβάνει από την εφεσείουσα για τις 500.000 μετοχές που ο ίδιος είχε αγοράσει θέλοντας να δώσει το καλό παράδειγμα μετά την εξαγορά των εταιρειών του από την εφεσείουσα, και το ποσό που αντιστοιχούσε για τις μετοχές που θα αγόραζαν ο εφεσίβλητος και άλλος ένας εργοδοτούμενος του.  Είναι γι΄ αυτό προφανώς το λόγο που η εφεσείουσα αναγνώρισε τον εφεσίβλητο ως μέτοχο της, θεωρώντας ότι εξοφλήθηκε για τις μετοχές και εξέδωσε επ΄ ονόματι του τα πιστοποιητικά μετοχών.  Ο δε εφεσίβλητος αποπλήρωσε μέρος του δανείου προς τον Παπαχριστοδούλου στις 20.10.2000 όπως φαίνεται από το κατατεθέν Τεκμήριο 1, που είναι απόδειξη για το ποσό των £7.500,-.

 

        Προωθήθηκε με αυτό το λόγο έφεσης και η θέση ότι με την οικειοθελή και αμοιβαία ακύρωση της συμφωνίας εξαγοράς των Bellapais και Ψυγεία Παπαχριστοδούλου, ουσιαστικά η εφεσείουσα πήρε πίσω όλα τα χρήματα που έδωσε και παρέδωσε τις μετοχές στον Παπαχριστοδούλου.  Διερωτάται η εφεσείουσα πώς ο εφεσίβλητος είχε αξίωση εναντίον της όταν ο ίδιος δεν πλήρωσε οτιδήποτε για τις μετοχές.  Ο εφεσίβλητος έπρεπε να επιστρέψει τις μετοχές στον Παπαχριστοδούλου, ο οποίος θα έπρεπε να τις συμπεριλάβει στις μετοχές της εφεσείουσας που επέστρεψε δυνάμει της μεταξύ τους ακυρωθείσας συμφωνίας.

 

        Παρατηρούνται τα εξής: τέτοιο θέμα δεν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν υπάρχει επ΄ αυτού σχετικός λόγος έφεσης.  Στην υπεράσπιση υπάρχει σχετική αναφορά στις παρ. 3, 5 και 6, αλλά ειδικά επί της παρ. 6, ο εφεσείων στην απάντηση του ισχυρίστηκε ότι ανεπίτρεπτα και χωρίς να λάβει προς τούτο άδεια τροποποίησης, η εφεσείουσα προσέθεσε εντελώς νέους ισχυρισμούς.  Περαιτέρω, ο έβδομος λόγος έφεσης αναφέρεται μόνο στο ότι λανθασμένα το Δικαστήριο έδωσε βαρύτητα και αξιοπιστία σε απόδειξη που έδωσε ο εφεσείων, (πρόκειται για το Τεκμ. 3), θέμα το οποίο κρίθηκε ήδη.  Επομένως, ανεπίτρεπτα στο περίγραμμα της έφεσης, ο λόγος διευρύνεται με το να τίθεται ζήτημα για ακύρωση της συμφωνίας εξαγοράς με αποτέλεσμα να μην είχε απομείνει οτιδήποτε προς πληρωμή από την εφεσείουσα.

 

        Παραγνωρίζει, περαιτέρω, η εφεσείουσα ότι η ίδια είχε καταστήσει μέτοχο τον εφεσίβλητο ως ανωτέρω εξηγήθηκε, ο δε εφεσείων είχε σύμφωνα με το Τεκμήριο 1, πληρώσει στον Παπαχριστοδούλου £7.500,- στις 20.1.2010 έναντι του δανείου και αυτό έγινε δεκτό από το Δικαστήριο.

 

        Άλλωστε, όπως κατέθεσε ο Παπαχριστοδούλου, η αγορά εκ μέρους του των μετοχών της εφεσείουσας έγινε σε λογιστικό γραφείο και τα χρήματα αυτά αφαιρέθησαν από το λαβείν του Παπαχριστοδούλου, ενώ αφαιρέθηκαν και τα χρήματα που αντιπροσώπευαν τις μετοχές του εφεσείοντα.  Όταν δε ακυρώθηκε κοινή συναινέσει η εξαγορά, αυτό αφορούσε τις εταιρείες του Παπαχριστοδούλου και όχι άλλους μετόχους, όπως τον εφεσείοντα.  Άλλωστε, τίποτε δεν λέχθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση.

 

        Όσον αφορά τον ένατο λόγο έφεσης, από τη στιγμή που ο εφεσείων με την αποδεκτή προς τούτο μαρτυρία είχε καταστεί μέτοχος της εφεσείουσας, ήταν βεβαίως και «ενδιαφερόμενος αγοραστής» εν τη εννοία του Νόμου.  Ποτέ δεν έγινε δεκτή η θέση της εφεσείουσας ότι ο εφεσίβλητος απέκτησε τις μετοχές με μεταβίβαση τους από τον Παπαχριστοδούλου, ο οποίος, ως ορθά υπέδειξε το Δικαστήριο, ουδέποτε είχε καταστεί μέτοχος με την έκδοση μετοχικού πιστοποιητικού, ή εγγραφή στο μητρώο μετόχων, των συγκεκριμένων μετοχών.  Από τη στιγμή που κατέβαλε ποσό ή αντάλλαγμα στην εφεσείουσα για την αγορά μετοχών, ο εφεσίβλητος ήταν «ενδιαφερόμενος αγοραστής» εν τη εννοία του άρθρου 58Α(3)(β) και η υπόθεση  Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Karaolis Group Ltd (2007) 1 Α.Α.Δ. 756, σαφώς διαφοροποιείται επί των γεγονότων.  Εκεί, ο μεν πρώτος εφεσείων που είχε αγοράσει τις μετοχές, τις μεταβίβασε διά δωρεάς στο δεύτερο εφεσείοντα, ο οποίος και βεβαίως δεν είχε καταβάλει οποιοδήποτε τίμημα.

 

        Ενόψει των πιο πάνω, δεν παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί ο ενδέκατος λόγος έφεσης ότι λανθασμένα το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε σύμβαση μεταξύ των διαδίκων η οποία παραβιάστηκε.  Κάτι τέτοιο θα ήταν αλυσιτελές.

 

        Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ του εφεσίβλητου, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                        Δ.

 

                                                        Δ.

 

                                                        Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο