ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Μιχαηλίδου, Δέσπω Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Π. Αγγελίδης για τον αιτητή Ηλ. Στεφάνου, για τους καθ' ων η αίτηση Αιτητής παρών. Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα. Η. Στεφάνου, για τον Εφεσίβλητο. Π. Αγγελίδης, για τον Αιτητή Ηλ. Στεφάνου, για τους Καθ' ων η Αίτηση Αιτητής παρών CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-10-25 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΡΙΚΚΟΥ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ ν. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΦΥΛΑΚΩΝ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΈΦΕΣΗ ΑΡ. 161/2017, 25/10/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A370

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΈΦΕΣΗ ΑΡ. 161/2017

 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,  ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ ΔΔ.]

 

25 Οκτωβρίου, 2017

 

 

ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΡΙΚΚΟΥ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ ΤΕΩΣ ΒΟΗΘΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ

 

ΚΑΙ

 

ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΦΥΛΑΚΩΝ

ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΓΕΝΙΚΟ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

------------------

 

Π. Αγγελίδης  για τον αιτητή

Ηλ. Στεφάνου, για τους καθ' ων η αίτηση

Αιτητής παρών.

 

...........

 

NAΘΑΝΑΗΛ, Δ:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη, ως προς το αποτέλεσμα, όχι όμως και ως προς το σκεπτικό.  Η πρώτη απόφαση θα δοθεί από την Πούγιουρου Δ με την οποία συμφωνούν οι Δικαστές Μιχαηλίδου και Σταματίου. Ακολουθεί δική μου απόφαση με διαφοροποιημένο σκεπτικό.  Τέλος ο Παρπαρίνος, Δ. θα δώσει επίσης δική του απόφαση.

 

.......

 

 

 

 

 

 

 

 

 A Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 

Α.  ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ:  Σύμφωνα με τα ουσιώδη και αδιαμφισβήτητα γεγονότα που απορρέουν, από την παρούσα έφεση, ο εφεσείων πρώην Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, κρίθηκε ένοχος στην Ποινική Υπόθεση Αρ. 928/15 από το Κακουργιοδικείο που συνεδρίασε στη Λευκωσία και καταδικάστηκε την 1/3/17 σε ποινή φυλάκισης.  Η απόφαση του Κακουργιοδικείου έχει εφεσιβληθεί και στις 19/10/17 επιφυλάχθηκε η απόφαση.

 

Εν τω μεταξύ στις 5/4/17 ο εφεσείων υπέβαλε την Πολιτική Αίτηση αρ. 51/17 στο Ανώτατο Δικαστήριο για την έκδοση εντάλματος habeas corpus at subjiciendum προσβάλλοντας τη νομιμότητα της κράτησης του.  Το Δικαστήριο με την απόφαση του ημερ. 15/5/17 απέρριψε την αίτηση.

 

Με την υπό κρίση έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης ημερ. 12/5/17 με έξη λόγους έφεσης που πολύ συνοπτικά είναι οι εξής:

1.    Η απόφαση με την οποία κρίθηκε η αίτηση ως καταχρηστική είναι λανθασμένη και αντινομική.

2.   Η απόφαση με την οποία κρίθηκε ότι η παράλληλη υιοθέτηση δυο ένδικων μέσων δηλαδή της έφεσης και της αίτησης για habeas corpus συνιστά κατάχρηση διαδικασίας, είναι εσφαλμένη.

3.   Είναι λανθασμένη η απόφαση ότι είναι αδιάφορο το γεγονός ότι στην έφεση δεν περιλαμβάνεται η ίδια θεραπεία με την αίτηση.

4.   Είναι λανθασμένη η απόφαση ότι στα πλαίσια του habeas corpus δεν είναι δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητας απόφασης του Κακουργιοδικείου ή του Εφετείου.

5.   Λανθασμένα έγινε επίκληση της υπόθεσης Γεωργιάδης (αρ. 3) και ότι το Δικαστήριο δεσμεύεται από αυτήν.

6.   Εφόσον το Δικαστήριο εντόπισε την υπόθεση Fingleton v. R. (2005) HCA 34 του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αυστραλίας που είναι σχεδόν πανομοιότυπη με εκείνη του εφεσείοντα, θα έπρεπε να προχωρήσει με την εξέταση της ουσίας της αίτησης.

 

Η θέση του αιτητή, όπως διατυπώθηκε στην πρωτόδικη διαδικασία, είναι ότι εφόσον κατά το χρόνο έναρξης της ποινικής δίωξης εναντίον του, της παραπομπής του από το Επαρχιακό Δικαστήριο στο Κακουργιοδικείο στις 26/6/15 για τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε, καθώς και για κάποιο χρονικό διάστημα μεταγενέστερα ενώπιον του Κακουργιοδικείου, κατείχε το αξίωμα του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα μέχρι την παύση του από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 2/10/15, υπηρετούσε υφ' ους όρους οι δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Συνεπώς ετύγχαναν εφαρμογής στην περίπτωση του οι πρόνοιες του άρθρου 15 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και του Συντάγματος, ιδιαίτερα του Άρθρου 112, στη βάση των οποίων απολάμβανε «πλήρους ασυλίας δικαίωμα αναπαλλοτρίωτο».

 

Διαμετρικά αντίθετη ήταν η θέση του εφεσίβλητου πρωτόδικα, ο οποίος, άνκαι δεν αμφισβητεί ότι ο εφεσείων κατείχε τη θέση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα κατά το πιο πάνω χρόνο, πρόβαλε την εισήγηση ότι η κράτηση του εφεσείοντα είναι νόμιμη στη βάση της απόφασης του Κακουργιοδικείου.  Προώθησε περαιτέρω τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να αναθεωρήσει την απόφαση του Κακουργιοδικείου με ένταλμα habeas corpus.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε κατ' αρχάς με την πρώτη προδικαστική ένσταση του εφεσίβλητου που αφορούσε στο κεντρικό ερώτημα ως προς την εμβέλεια και το δικαιοδοτικό πλαίσιο του habeas corpus.

 

Kρίνουμε σκόπιμο στο σημείο αυτό να παραθέσουμε πολύ συνοπτικά το νομικό πλαίσιο και το πεδίο εφαρμογής του προνομιακού εντάλματος habeas corpus

 

Όπως λέχθηκε στην Πολιτική Έφεση αρ. 394/14 Αναφορικά με την Αίτηση του Γεώργιου Χαρατσίδη, ημερ. 28/3/16, η νομολογία αναγνωρίζει τη δραστικότητα του προνομιακού εντάλματος habeas corpus ώστε άτομο το οποίο τελεί υπό παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε από κρατικές αρχές, είτε από ιδιώτη, να δύναται να απελευθερωθεί άμεσα.  Όπου διαπιστώνεται το παράνομο της κράτησης, το ένταλμα εκδίδεται ex debito justitiae και σε τέτοια περίπτωση η θεραπεία δεν παρέχεται κατά διακριτική ευχέρεια.  Ταυτόχρονα, το habeas corpus δεν αποτελεί τιμωρητικό μέτρο, ούτε μέτρο για αποζημίωση, εμπίπτει δε στην πολιτικής φύσεως δικαιοδοσία, (βλ. Ρωσική Ομοσπονδία (Αρ. 1) (2012) 1 Α.Α.Δ. 20, και το σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα του Πέτρου Αρτέμη παραγρ. 3.06 σελ. 75).  Η παράνομη κράτηση ή φυλάκιση σηματοδοτεί την προϋπόθεση για την επίκληση της διαδικασίας του habeas corpus.  Για να πετύχει ο αιτητής την έκδοση του εντάλματος θα πρέπει να αποδείξει το παράνομο της κράτησης ή της φυλάκισης (βλ. Σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα» παραγρ. 3.10, σελ. 76 (ανωτέρω).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία και ειδικά στην Αίτηση του Δώρου Γεωργιάδη (Αρ. 3) (2002) 1 Α.Α.Δ. 1455,  έκαμε δεκτή την προδικαστική ένσταση του εφεσίβλητου ότι δεν χωρεί έκδοση προνομιακού εντάλματος habeas corpus προς έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης του Κακουργιοδικείου.  Έκρινε περαιτέρω ότι η παράλληλη υιοθέτηση των δυο ένδικων μέσων δηλαδή της έφεσης και της αίτησης για habeas corpus για την επιδίωξη όμοιου σκοπού, δηλαδή την απελευθέρωση του εφεσείοντα, συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας που είναι ένας επιπρόσθετος λόγος για απόρριψη της αίτησης.  Προχώρησε δε στην απόρριψη της αίτησης χωρίς να υπεισέλθει στην εξέταση της ουσίας του θέματος της ασυλίας επί της οποίας στήριξε την αίτηση του ο εφεσείων.

 

Στο περίγραμμα αγόρευσης του ο δικηγόρος του εφεσείοντα τονίζει την καθ' ύλην αναρμοδιότητα του Κακουργιοδικείου ενόψει της ασυλίας που απολάμβανε ο εφεσείων, σύμφωνα με το Σύνταγμα, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά, κατά την εισήγηση του, τη νομιμότητα της καταδίκης του  και της ποινής φυλάκισης.

 

Κάλεσε περαιτέρω το Εφετείο να μην ακολουθήσει το σκεπτικό της υπόθεσης Γεωργιάδης (Αρ. 3), όπως έπραξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, λόγω των διαφορετικών γεγονότων εφόσον στην Γεωργιάδης επιδιώκετο η αναθεώρηση της απόφασης του Κακουργιοδικείου οπου ήταν καθαρή περίπτωση έφεσης.

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και με όλο τον προσήκοντα σεβασμό προς το δικηγόρο του εφεσείοντα οι εισηγήσεις του δεν μας βρίσκουν σύμφωνες.

 

Όλοι οι λόγοι έφεσης και η επιχειρηματολογία του δικηγόρου του εφεσείοντα περιστρέφονται ουσιαστικά γύρω από την ορθότητα και τη νομιμότητα της καταδικαστικής απόφασης του Κακουργιοδικείου.  Δεν είναι όμως αυτός ο σκοπός του habeas corpus.

 

Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Δώρου Γεωργιάδη (Αρ. 3) (2002) 1 ΑΑΔ 1455, αντικείμενο εξέτασης υπήρξε ακριβώς η εμβέλεια και το δικαιοδοτικό πλαίσιο του habeas corpus.  Η Ολομέλεια αφού αναφέρθηκε σε αγγλική νομολογία αποφάσισε ότι η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα από το Κακουργιοδικείο είχε επιβληθεί από αρμόδιο Δικαστήριο και η νομιμότητα της μπορούσε να αμφισβητηθεί αποτελεσματικά με το ένδικο μέσο της έφεσης.  Η πιο πάνω αρχή υιοθετήθηκε στη συνέχεια στην Αίτηση του Παναγή Καυκαρή (Αρ. 3) (2004) 1 ΑΑΔ 1425 και στην Αίτηση του Χρίστου Συμιανού (2004) 1 ΑΑΔ 657.

 

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα στην αγόρευση του υποστήριξε ότι με την αίτηση δεν προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης αλλά η νομιμότητα της ενόψει της καθ' ύλην αναρμοδιότητας του Κακουργιοδικείου και ότι επρόκειτο για δυο διαφορετικά ζητήματα εντελώς.  Ακόμη και σε τέτοια περίπτωση ο εφεσείων θα έπρεπε να επιχειρήσει αμφισβήτηση της νομιμότητας της ίδιας της απόφασης στα πλαίσια certiorari και όχι habeas corpus ή ακόμη να προωθήσει τα δύο προνομιακά εντάλματα μαζί (βλ. Αίτηση Καραολή (1991) 1 ΑΑΔ 521 και Πολιτική Αίτηση Αρ. 30/14 του Μάριου Φωτίου και Χάρη Φωτίου ημερ. 28/3/14), ECLI:CY:AD:2014:D224.

 

Στην παρούσα υπόθεση η ποινή που εκτίει ο εφεσείων έχει επιβληθεί από αρμόδιο Δικαστήριο κατά νόμον που ασκεί την εξουσία του σύμφωνα με το καθορισμένο δικονομικό δίκαιο (βλ. Σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα» του Πέτρου Αρτέμη σελ. 123 και 125 και το Σύγγραμμα Basu "Commentary on the Constitution of India" 5η έκδοση, Τόμος 3, σελ. 554).   Όπως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε:

 

«.. Ο αιτητής έχει καταδικαστεί και εκτίει ποινή φυλάκισης η οποία του επιβλήθηκε από αρμόδιο Δικαστήριο, με δεδομένο ότι στη δικαιοδοσία του Κακουργιοδικείου εμπίπτουν υποθέσεις του αυτού είδους με την υπόθεση στην οποία ο αιτητής κρίθηκε ένοχος.  Η απελευθέρωση του αιτητή περνά μέσα από την ανατροπή της καταδικαστικής απόφασης του Κακουργιοδικείου, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται και να είναι ισχυρή..»

 

 

Η νομιμότητα της ποινής ή και της καταδικαστικής απόφασης μπορούσε να αμφισβητηθεί αποτελεσματικά με το ένδικο μέσο της έφεσης όπως και έπραξε ο εφεσείων.     Μάλιστα το θέμα της ασυλίας, όπως μας έχει αναφερθεί,  συνιστά ένα από τους λόγους έφεσης. 

 

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσης του έδωσε έμφαση στην  υπόθεση Fingleton v. The Queen (2005) HCA 34 του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αυστραλίας, στην οποία κάμνει αναφορά και το πρωτόδικο Δικαστήριο, προς υποστήριξη των εισηγήσεων του.  Δεν συμφωνούμε ότι η απόφαση βοηθά με οποιοδήποτε τρόπο την υπόθεση του εφεσείοντα στην παρούσα διαδικασία.  Ό,τι αποτελεί κοινό τόπο μεταξύ των δυο υποθέσεων είναι ότι η ασυλία λόγω της σπουδαιότητας της για το δημόσιο συμφέρον μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο ακόμη και κατ' έφεση, ζητήματα όμως ουσίας δεν εμπίπτουν στην εμβέλεια του habeas corpus, όπως είναι η παρούσα περίπτωση.

 

Δεν κρίνουμε οτιδήποτε το μεμπτόν ως προς την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την πρώτη προδικαστική ένσταση η οποία βρίσκει έρεισμα στην Αγγλική και Κυπριακή νομολογία.

 

Άνκαι η πιο πάνω κατάληξη μας σφραγίζει και την τύχη της έφεσης, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε και τον δεύτερο λόγο που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτη την αίτηση για habeas corpus ότι δηλαδή συνιστούσε κατάχρηση της δικαστικής εξουσίας.

 

Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

«  Η παράλληλη όμως υιοθέτηση των δυο ένδικων μέσων της έφεσης και της αίτησης για την επιδίωξη όμοιου σκοπού, δηλαδή την απελευθέρωση του αιτητή, συνιστά καταχρηση διαδικασίας, καθιστώντας την αίτηση απορριπτέα και αυτό το λόγο (βλ. Γεωργιάδης (Αρ. 3) και Περέλλα (ανωτέρω) είναι δε αδιάφορο ότι στην έφεση δεν περιλαμβάνεται η ίδια θεραπεία που επιδιώκεται με την αίτηση (Γεωργιάδης (Αρ. 3).»

 

Ουσιαστικά τόσο με την αίτηση όσο και με την έφεση επιδιώκεται ο ίδιος σκοπός δηλαδή η ανατροπή της καταδικαστικής απόφασης, η οποία θα οδηγήσει στην απελευθέρωση του εφεσείοντα έστω και αν ζητείται κάτω από διαφορετικό μανδύα.

 

Στην αίτηση του Δώρου Γεωργιάδη (Αρ. 3) (ανωτέρω) στη σελ. 1472 γίνεται η εξής αναφορά για το θέμα:

 

«Η κατάληξη μας αυτή σφραγίζει και τη μοίρα της έφεσης και δεν παρίσταται ανάγκη να ασχοληθούμε με το λόγο της έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας,  Θα λέγαμε, ωστόσο ότι τόσο η έφεση όσο και η παρούσα διαδικασία επιδιώκουν όμοιο σκοπό, την ανατροπή της καταδικαστικής απόφασης η οποία θα οδηγήσει στην απελευθέρωση του εφεσείοντα.  Η επιδίωξη όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων συνιστά, καθώς έχει νομολογηθεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας (βλ. Περέλλα ανωτέρω).»

 

 

 

 

 

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

                                                        Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

                                                        Κ. Σταματίου, Δ.

 

                                                        Α. Πούγιουρου, Δ.

 

 

/ΚΑΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 161/2017)

 

25 Οκτωβρίου 2017

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΡΙΚΚΟΥ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΕΜΕΣΟ ΤΕΩΣ ΒΟΗΘΟΣ ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ,

Εφεσείων

-         ΚΑΙ   -

 

ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΦΥΛΑΚΩΝ

ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΓΕΝΙΚΟ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητου

-----------------------------------------

Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Η. Στεφάνου, για τον Εφεσίβλητο.

Εφεσείων παρών.

-----------------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ενδιαφέροντα θέματα έχουν προκύψει στην υπό κρίση έφεση.  Τα ουσιώδη γεγονότα έχουν ήδη καταγραφεί στην απόφαση που εξέδωσε η Πούγιουρου, Δ. και δεν χρειάζονται επανάληψη.  Ένα από τα ουσιώδη δεδομένα είναι κοινώς αποδεκτό και αφορά στο γεγονός της καταχώρησης του κατηγορητηρίου στο Κακουργιοδικείο εναντίον του εφεσείοντος καθ΄ ον χρόνο αυτός διατηρούσε ακόμη τη θέση και ιδιότητα του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα και πριν την απωλέσει ως αποτέλεσμα της απόφασης του Συμβουλίου ημερ. 24.9.2015[1] και της συνακόλουθης παύσης του, κατά συνταγματική επιταγή, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στις 2.10.2015.   Η εισαγωγή του κατηγορητηρίου στο Επαρχιακό Δικαστήριο στις 26.5.2015 και η παραπομπή του εφεσείοντος στο Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στις 17.6.2015, (αμφότερες οι ημερομηνίες παραπέμπουν σε χρόνο πριν την απόφαση του Συμβουλίου), μαζί με το δεδομένο ότι όλα τα γεγονότα που αφορούσαν τις κατηγορίες είχαν λάβει χώραν σε χρόνο κατά τον οποίο διατελούσε Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, έδωσαν  το έναυσμα σ΄ αυτόν να ισχυριστεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και της Ολομέλειας, ότι το νομιμοποιητικό βάθρο επί του οποίου το Κακουργιοδικείο μπορούσε να αναλάβει δικαιοδοσία, απλά δεν υφίστατο. 

 

        Δεν είναι βεβαίως η θέση του ότι το Κακουργιοδικείο δεν ήταν νομίμως συντεθειμένο, ή, ότι ήταν παρανόμως συγκροτηθέν, αλλά ότι η ίδια η ανάληψη της  υπόθεσης από αυτό έγινε χωρίς δικαιοδοσία.

 

        Επικαλείται ο εφεσείων τις πρόνοιες του άρθρου 15 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154, σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του Άρθρου 112.4 του Συντάγματος.  Το μεν πρώτο καθορίζει το ποινικά ανεύθυνο των δικαστικών λειτουργών για πράξεις ή παραλείψεις που γίνονται κατά την εκτέλεση των δικαστικών τους καθηκόντων, ακόμη και αν οι πράξεις αυτές έγιναν με υπέρβαση της δικαστικής τους εξουσίας, το δε δεύτερο προνοεί ότι και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας είναι μέλος της μόνιμης νομικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας και υπηρετεί υπό τους ίδιους όρους ως οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Ο εφεσείων συνδυάζει αμφότερες τις πιο πάνω διατάξεις  και  με το Άρθρο 153.10 του Συντάγματος, το οποίο διασφαλίζει ότι καμιά αγωγή («action» στο Αγγλικό κείμενο), δεν εγείρεται εναντίον του Προέδρου και των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου για πράξεις γενόμενες ή γνώμες εκφρασθείσες κατά την ενάσκηση των δικαστικών τους καθηκόντων. Προστίθεται ότι παρόμοια πρόνοια υπάρχει και στο             Άρθρο 133.10 για τον Πρόεδρο και τα μέλη του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, και,  βεβαίως,  μετά  την   ενοποίηση  των  δύο  με   το Νόμο αρ. 33/64, στον Πρόεδρο και τα Μέλη του νυν Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

        Το αν ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας εμπίπτει στον όρο «δικαστικός λειτουργός» για σκοπούς των πιο πάνω προνοιών ή στον όρο «νομικός λειτουργός», ως εισηγείται ο συνήγορος του Γενικού Εισαγγελέως στη βάση του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφάλαιο 1, ως τροποποιήθηκε στο ζήτημα με το Νόμο αρ. 11/89, είναι στο πλαίσιο της παρούσας συζήτησης μόνο σημασιολογικού περιεχομένου.  Αυτό γιατί προς έκπτωση από τη θέση του, ο εφεσείων παραπέμφθηκε στο Συμβούλιο εφόσον δεν μπορούσε να απολυθεί άλλως, παρά αν καταδεικνυόταν ότι είχε επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά, εφόσον υπηρετούσε υπό τους ίδιους όρους ως και οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Από την άλλη, η οποιαδήποτε ασυλία του συναρτάται προς την υψηλή ιδιότητα με την οποία υπηρετούσε τότε ως αποτέλεσμα των διασφαλίσεων που παρέχει ο Νόμος και το Σύνταγμα.  Εφόσον υπηρετούσε με τους ίδιους όρους ως και οι Δικαστές, κατ΄ αναλογία πιθανώς να δικαιούται και της προστασίας του ποινικά ανεύθυνου που κατοχυρώνει το άρθρο 15 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, προς το δημόσιο συμφέρον.

 

        Η ουσία του θέματος είναι κατά πόσο η μη έγερση του ζητήματος τυχόν δικαιώματος ασυλίας στο Κακουργιοδικείο, αποστερεί τον εφεσείοντα από το να το εγείρει σε μεταγενέστερο στάδιο στο Ανώτατο Δικαστήριο.  Ακριβώς επειδή το ζήτημα είναι άκρως, και εν τη ρίζα του, δικαιοδοτικό, τέτοιο δικαίωμα δεν μπορεί να απαλλοτριωθεί.  Αν η ασυλία είναι εμφανώς υπαρκτή, σε δεδομένη περίπτωση, τότε η μη έγερση του πρωτοδίκως δεν αποκλείει τη μεταγενέστερη εξέταση του.  Το κατώτερο Δικαστήριο απλώς δεν νομιμοποιείτο να αναλάβει την εκδίκαση της υπόθεσης.  Η υπόθεση Fingleton v. Queen (2005) HCA 34, του High Court  της Αυστραλίας, στην οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε  υποσημείωση ως προς το δικαίωμα να εγερθεί το ζήτημα κατ΄ έφεση, δίδει το στίγμα της προσέγγισης ότι τέτοιο θέμα μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο συζήτησης σε ανώτερο επίπεδο, έστω και αν δεν ηγέρθηκε κατά τη δίκη, ως ζήτημα εξόχως θεμελιακής σημασίας αφορώντα στην προστασία της δικαστικής ανεξαρτησίας προς το δημόσιο συμφέρον και όχι απλώς ως προϋπόθεση της δικαστικής έδρας για το ατομικό όφελος δικαστή («This immunity from civil liability is conferred by the common law, not as prerequisite of judicial office for the private advantage of judges, but for the protection of judicial independence in the public interest»).  Εξηγείται στη συνέχεια ότι η ίδια αρχή επεκτείνεται και στις ποινικές διώξεις, (Yeldman v. Rajski (1989) 18 NSWLR 48), με εμφανείς βεβαίως εξαιρέσεις που αφορούν πράξεις και ενέργειες εκτός της δικαστικής ιδιότητας ή πράξεις ή ενέργειες που εμφορούνται από δικαστική διαφθορά («judicial corruption»).

 

        Τα γεγονότα της Fingleton σε συντομία αφορούσαν εν ενεργεία δικαστή, η οποία κατηγορήθηκε για παράνομη εκδικητική συμπεριφορά εναντίον μάρτυρα.  Η συγκεκριμένη συμπεριφορά αποτελεί ποινικό αδίκημα («unlawful retaliation against a witness») κάτω από το άρθρο 119 Β του Ποινικού Κώδικα.  Η δικαστής εκδικάστηκε από δικαστή και ενόρκους, κρίθηκε ένοχη και της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης την οποία και εξέτισε.  Η σχετική έφεση της απερρίφθη.  Ζητήθηκε όμως και δόθηκε ειδική άδεια για έφεση στο High Court, όπου για πρώτη φορά ηγέρθηκε το ζήτημα της ασυλίας και προβλήθηκε η θέση ότι ουδέποτε θα έπρεπε η δικαστής να είχε διωχθεί ποινικώς, καλυπτόμενη από ασυλία κάτω από το άρθρο 30 του εκεί Ποινικού Κώδικα, πανομοιότυπο με το άρθρο 15 του Κεφ. 154.  Η κατηγορούσα αρχή δέχθηκε ότι αν η ασυλία όντως κάλυπτε την δικαστή, τότε η καταδίκη της ήταν εξ  υπαρχής άκυρη, η δε ασυλία ως ισχύον προνόμιο για το ευρύτερο δημόσιο κοινό συμφέρον, δεν μπορούσε να απεμποληθεί σε κανένα στάδιο.  Η έφεση έγινε δεκτή με ομόφωνη απόφαση και με σκεπτικό που έδωσαν και οι έξι δικαστές της σύνθεσης του High Court.

 

        Στο προκείμενο: το ένταλμα habeas corpus είναι κατά πάγια νομολογία ένα δραστικότατο μέτρο που έχει στόχο να ελευθερώσει πολίτη από μη νόμιμη κράτηση.  Η εμβέλεια του και το δικαιοδοτικό του πλαίσιο είναι πασίγνωστα και τίποτε το χρήσιμο δεν θα προσέθετε η αναπαραγωγή των βασικών παραμέτρων που το διέπουν, είτε βιβλιογραφικά, είτε νομολογιακά.  Αναμφίβολα η καταδίκη του εφεσείοντος έγινε από Κακουργιοδικείο νόμιμο από κάθε άποψη.  Από αυτή την οπτική γωνία, βεβαίως και το habeas corpus δεν τυγχάνει εφαρμογής.  Το ερώτημα που τίθεται είναι αν είχε καθόλου δικαιοδοσία επί του εφεσείοντος.  Αυτό το θεμελιακό ερώτημα, έστω και αν δεν τέθηκε στο ίδιο το Κακουργιοδικείο, μπορεί να εγερθεί σε ανώτερο δικαστικό επίπεδο και να ελεγχθεί.  Είναι κοινός τόπος ότι έχει εγερθεί με τους λόγους έφεσης ενώπιον του Εφετείου που εκδικάζει την ορθότητα της καταδίκης και το εύλογο της ποινής.  Η ταυτόχρονη έγερση της νομιμοποίησης του Κακουργιοδικείου να εκδικάσει τον εφεσείοντα με διαδικασία habeas corpus, δεν μπορεί να αποτελεί βάσιμο λόγο για προβολή του επιχειρήματος περί κατάχρησης διαδικασίας.  Ένας πολίτης που ενδεχομένως να οδηγήθηκε παρανόμως σε μια δικαστική διαδικασία, πρέπει να έχει στη διάθεση του όλα τα νόμιμα μέσα για να ελέγξει όλη την πορεία της δίωξης, από την καταγγελία και το σχηματισμό φακέλου, μέχρι την ίδια τη δίκη και την καταδικαστική απόφαση.  Δεν παραγνωρίζεται ότι η υπόθεση στην Fingleton δεν σχετιζόταν με διαδικασία habeas corpus, αλλά με έφεση.  Θα ήταν όμως παράδοξο αν ο εδώ εφεσείων δύναται να εγείρει το ζήτημα της ασυλίας στο Εφετείο που εξετάζει την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης, και, να μην μπορεί να διεκδικήσει την απελευθέρωση του επί μείζονος ζητήματος που αφορά στο εν γένει ποινικά ανεύθυνο με την κατ΄ εξοχήν διαδικασία που προσφέρεται για το σκοπό αυτό, του προνομιακού εντάλματος habeas corpus.  Στην Ριαλάς (1990) 1 Α.Α.Δ. 820, ο Πικής, Δ., όπως ήταν τότε, εξέδωσε ένταλμα habeas corpus διότι το κατώτερο Δικαστήριο επέβαλε ποινή φυλάκισης ενός μηνός σε κατηγορία διατήρησης τόπου εργασίας ανοικτού κατά τη διάρκεια ωρών θερινής μεταμεσημβρινής ανάπαυσης, η οποία νομοθετικά επέφερε μέγιστη ποινή £50.  Ο Πικής, Δ., επεσήμανε το γεγονός ότι το habeas corpus «εκδίδεται δικαιωματικά και ως χρέος προς τη δικαιοσύνη οποτεδήποτε διαπιστώνεται ότι η στέρηση της ελευθερίας, δεν εξουσιοδοτείται από το νόμο.  Δεν παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να απορρίψει το αίτημα ..».  Αναμφίβολα και εκεί υπήρχε η δυνατότητα άσκησης έφεσης, αλλά δεν τέθηκε τέτοιο ζήτημα, ούτε και το αίτημα για habeas corpus απερρίφθη λόγω της ύπαρξης άλλου ένδικου μέσου, ή, λόγω κατάχρησης.    Είναι τα ιδιάζοντα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση που δεν καθιστούν την παρούσα διαδικασία καταχρηστική επειδή ασκήθηκε το ένδικο μέσο της έφεσης. 

 

        Η υπόθεση Γεωργιάδης (Αρ. 3)  (2002) 1 Α.Α.Δ. 1455, έθεσε βεβαίως τα πράγματα ορθά και με προσήλωση στη νομολογιακή αρχή ότι το habeas corpus δεν προσφέρεται ως μέσο για αναθεώρηση της ορθότητας της δικαστικής απόφασης.  Όμως τα γεγονότα της υπόθεσης ήταν πολύ διάφορα και εντελώς έξω από την εμβέλεια του habeas corpus.  Είχε διεξαχθεί η δίκη κεκλεισμένων των θυρών με τη συγκατάθεση της υπεράσπισης λόγω εκδίκασης υποθέσεων σεξουαλικής υφής προς προστασία της ταυτότητας των θυμάτων, αλλά και προς προστασία του ιδίου του εφεσείοντος λόγω της υπέρμετρης δημοσιότητας που έλαβε η υπόθεση.  Το παράπονο που διατυπώθηκε στη διαδικασία του habeas corpus ήταν ότι είχαν παραβιαστεί τα δικαιώματα του καταδικασθέντος με αιτιολογία το γεγονός ότι η ετυμηγορία του Δικαστηρίου δεν είχε αναγνωσθεί δημοσίως  κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, αλλά και του Άρθρου 6.1 της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της σχετικής νομολογίας.  Το εγερθέν ζήτημα ήταν βεβαίως ήσσονος σημασίας, ενώ ήταν αποδεκτό ότι το Κακουργιοδικείο είχε δικαιοδοσία εκδίκασης της υπόθεσης.  Τα ίδια ειπώθηκαν και στην Καυκαρής (Αρ. 3)  (2004) 1 Α.Α.Δ. 1425, όπου το ζητούμενο ήταν η άμεση αποφυλάκιση του καταδικασθέντος κατ΄ επίκληση διαφόρων προνοιών που, κατά τον ισχυρισμό του, συνηγορούσαν στο ότι η φυλάκιση του, διά βίου, σήμαινε στην ουσία εικοσαετή φυλάκιση.  Ο εφεσείων όμως κρατείτο δυνάμει νομίμου ερείσματος κατόπιν απόφασης Κακουργιοδικείου και δεν μπορούσε εκείνη η απόφαση να αναθεωρηθεί.  Παρόμοια και στη Χρίστος Σιμιανού (2004) 1 Α.Α.Δ. 657, όπου η έφεση είχε ήδη απορριφθεί, ώστε να μην ήταν δυνατή η αναθεώρηση της καταδικαστικής απόφασης με αιτιολογία, την παράνομη λειτουργία του Κακουργιοδικείου.  Σε καμιά από τις τρεις αυτές υποθέσεις δεν αναφέρθηκε η Ριαλάς ή  ανετράπη  ο λόγος της.

 

 Στην επίδικη υπόθεση, αμφισβητείται αυτή τούτη η δικαιοδοσία του Κακουργιοδικείου να εξετάσει καν την υπόθεση.  Το ερώτημα αφορά επομένως σε στάδιο που προηγείται της ίδιας της ανάληψης δικαιοδοσίας.  Η υπογραφή του εντύπου αρ. 50 που εκδόθηκε από το Κακουργιοδικείο ως αποτέλεσμα της καταδίκης, παρέχει απλώς το εξωτερικό τυπικό γνώρισμα, για την κράτηση του.  Εάν η ίδια η καταδίκη πάσχει, τότε βεβαίως, η υπογραφή του εντύπου δεν έχει οποιαδήποτε ιδιαίτερη ή αυτοτελή σημασία. 

 

        Τα δεδομένα όμως της υπόθεσης δεν προσφέρονται για περαιτέρω συζήτηση.  Αυτό, γιατί σ΄ αντίθεση με την Fingleton, τα πράγματα δεν είναι άμεσως εμφανή.  Η καταδικασθείσα στην Fingleton ήταν δικαστής και απολάμβανε ασυλίας δυνάμει, μεταξύ άλλων, και νομοθετικής πρόνοιας πανομοιότυπης με το άρθρο 15 του Κεφ. 154.

 

        Η ιδιότητα του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα προσφέρει προβληματισμό ως προς την έκταση της ασυλίας, αν αυτή υφίσταται εν πάση περιπτώσει, υπό το φως των ιδιαζόντων γεγονότων του κατηγορητηρίου.  Το ερώτημα ή τα ερωτήματα δεν επιλύονται με απλή αναγωγή στην τότε ιδιότητα του εφεσείοντος.  Ένας πρέπει να εγκύψει στο σύνολο των γεγονότων και της μαρτυρίας, να εξετάσει την αξιολόγηση που έγινε από το Κακουργιοδικείο και να κρίνει αν, σε τελική ανάλυση, αυτή η αξιολόγηση και τα ευρήματα ήταν ή όχι ορθά ή εύλογα.  Τότε μόνο θα αποκρυσταλλωθεί η εικόνα ως προς τι ακριβώς έπραξε ο εφεσείων και εάν οι όποιες πράξεις του τελέσθηκαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή όχι.  Και αυτό αναμφίβολα ανήκει στη σφαίρα της εφετειακής δικαιοδοσίας και όχι της προνομιακής.  Υπό το φως των λεχθέντων, δεν θα  παρίστατο καν ανάγκη επιστροφής του αιτήματος για έκδοση habeas corpus στο πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

        Η έφεση συνεπώς απορρίπτεται για τους πιο πάνω λόγους.

 

 

 

 

 

                       

                                                  Στ. Ναθαναήλ,

                                                             Δ.

 

/ΕΘ

 

 

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 161/2017

 

25 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2017

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.Δ.]

 

ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΡΙΚΚΟΥ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ ΤΕΩΣ ΒΟΗΘΟΣ ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ

 

ΚΑΙ

 

ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΦΥΛΑΚΩΝ

ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΓΕΝΙΚΟ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

----------------------------

Π. Αγγελίδης, για τον Αιτητή

Ηλ. Στεφάνου, για τους Καθ'  ων η Αίτηση

Αιτητής παρών

-----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.Ο εφεσείων έχει καταδικαστεί από το Κακουργιοδικείο που συνεδρίασε στη Λευκωσία και του επεβλήθηκαν ποινές φυλάκισης με σοβαρότερη αυτή των 3.5  ετών.  Μετά την καταδίκη του ο Εφεσείων κατεχώρησε δύο ένδικα μέσα.  Έφεση κατά της καταδικαστικής απόφασης και Αίτηση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος, Habeas Corpus για κατ'  ισχυρισμό έλλειψη δικαιοδοσίας του Κακουργιοδικείου το οποίο εκδίκασε την υπόθεση του.  Αδελφή Δικαστής που εξέτασε πρωτόδικα την αίτηση για Habeas Corpus την απέρριψε με απόφαση της ημερ. 15.5.17.  Οι λόγοι απόρριψης της είναι:

 

          (α) Η μη δυνατότητα έκδοσης προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus προς έλεγχο της νομιμότητας απόφασης του Κακουργιοδικείου.

 

          (β) Η παράλληλη υιοθέτηση δύο ένδικων μέσων για την επιδίωξη ομοίου σκοπού συνιστά κατάχρηση διαδικασίας.

 

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ο Εφεσείων με έξι λόγους έφεσης προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ημερ. 15.5.2017 ως εσφαλμένη.

 

Όλοι οι λόγοι Έφεσης μπορούν να συμπυκνωθούν σε δύο κεντρικά ζητήματα:

 

(α)  Ο Εφεσείων ως εκ της θέσεως που κατείχε κατά το χρόνο εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης υπό του Κακουργιοδικείου, περιβάλλετο υπό ασυλία ως αποτέλεσμα των προνοιών του Συντάγματος, Άρθρα 112(4) και 153.10 και Άρθρο 15 του Ποινικού Κώδικα[2].

 

(β)  Η καταχώριση των δύο ένδικων μέσων από τον Εφεσείοντα δεν συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας λόγω των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης.

 

Είναι παραδεκτό ότι ο Εφεσείων διατηρούσε τη θέση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα μέχρι την 2.10.2015 ότε παύθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας συμφώνως του Συντάγματος μετά από σχετική προς τούτο απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου στις 24.9.2015.  Το κατηγορητήριο εναντίον του Εφεσείοντα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας καταχωρήθηκε στις 26.5.2015 και ακολούθως αυτός παραπέμφθη για δίκη στο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στις 17.6.2015.  Είναι επίσης παραδεκτό ότι ο Εφεσείων δεν ήγειρε θέμα ασυλίας του ενώπιον του Κακουργιοδικείου σε κανένα στάδιο της διαδικασίας.

 

Το προνομιακό ένταλμα Habeas Corpus είναι ένα δραστικό μέσο διασφάλισης της ελευθερίας του ατόμου και ο σκοπός του είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της κράτησης του.  Σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι η κράτηση του είναι παράνομη διατάσσεται η άμεση απελευθέρωση του (Δ. Χατζησάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102, Καλφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55).  Όπου όμως ο αιτητής τελεί υπό νόμιμη κράτηση κατόπιν καταδίκης, το ένταλμα δεν έχει εφαρμογή (Haritonos v. Chief of Police & Another (1974) 1 C.L.R. 616, In Re Vrakas & Another (1977) 1 C.L.R. 70).  Περαιτέρω, επειδή η έκδοση του Habeas Corpus είναι δικαιωματική (as of right) η ύπαρξη υπαλλακτικής θεραπείας αποστερεί τον αιτητή από το δικαίωμα να ζητήσει την έκδοση του και αυτό διότι τα Δικαστήρια επιδιώκουν έντονα τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας σε ποινικές υποθέσεις και την έκδοση τελεσίδικων αποφάσεων (βλ. Ευαγγέλου (Αρ. 2) (1998) 1 Α.Α.Δ. 2088, Καλφοπούλου (άνω), R. v. Commanding  Officer of Morn Hill Campl. Ex parte Ferguson (1917) 1 K.B. 176).

 

Σε δύο περιπτώσεις, οι οποίες αφορούσαν αιτήσεις για έκδοση Habeas Corpus, το Ανώτατο Δικαστήριο (με μονομελή σύνθεση) ανεγνώρισε ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί το Δικαστήριο να εκδώσει το ένταλμα π.χ. όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει την υπόθεση (βλ. Φενερίδης (1998) 1 Α.Α.Δ. 2101, Ευαγγέλου (Αρ.2) (άνω), Middlessex Sheriff's case (1840) 11 A and E. 273).

 

Εις την παρούσα περίπτωση υπάρχει εναλλακτική θεραπεία, δηλαδή το δικαίωμα Έφεσης εκ μέρους του Αιτητή, δικαίωμα το οποίο ήδη άσκησε και η Έφεση του είναι υπό εκδίκαση.  Κατά την Έφεση ο Αιτητής σίγουρα έχει τη δυνατότητα να εγείρει το θέμα της ισχυριζόμενης ασυλίας του και να αποφασισθεί από το Εφετείο.

 

Περαιτέρω παρατηρείται ότι ο Εφεσείων σε όλες τις διαδικασίες ενώπιον του Κακουργιοδικείου ουδέποτε ενέστη ή ήγειρε το ζήτημα το οποίο προβάλλει τώρα. Αντίθετα, συναίνεσε στην εκδίκαση της υπόθεσης του από το Δικαστήριο αυτό. 

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι θέματα δικαιοδοσίας μπορούν να εξεταστούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.  Καθίσταται όμως αμιγώς νομικό μόνο εφόσον αποκρυσταλλώνεται η βάση γεγονότων.  Εδώ τα δεδομένα αναφορικά με τις δικαιοδοτικές πτυχές της υπόθεσης φαίνεται να είναι συζητήσιμες.

 

Στην Ανδρέας Ονουφρίου ν. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (2006) 1 Α.Α.Δ. 621 η Ολομέλεια ρητά ανάφερε ότι το διάταγμα Habeas Corpus εκδίδεται σε περιπτώσεις όπου έκδηλα κρατείται κάποιος παράνομα.  Εδώ δεν υπάρχει τέτοια παράνομη κράτηση.  Οι ισχυρισμοί του Αιτητή θα επιλυθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο που είναι το Εφετείο.

 

Περαιτέρω, δεν αποτελεί ιδιαίτερο λόγο, για ανάληψη δικαιοδοσίας με αναφορά στον παράγοντα τον χρόνο εκδίκασης του ενός ή του άλλου ένδικου μέσου (βλ. Σταύρος Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469).  Δεν έχει τεκμηριωθεί, με κανένα τρόπο, ότι η Έφεση δεν προσφέρεται ως έγκαιρη επιλογή, ούτε ασφαλώς ότι δεν είναι τόσο βολική, επωφελής και αποτελεσματική (βλ. Halsbury's Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 1(Ι) σελ. 94 §61).

 

Η αυστραλέζικη υπόθεση Fingleton v. Queen (2005) H.C.A. 34 την οποία χρησιμοποίησε το πρωτόδικο Δικαστήριο προκειμένου να καταδείξει ότι το θέμα επίκλησης ασυλίας από κατηγορούμενο ήταν ζήτημα που μπορούσε να εγερθεί κατ'  έφεση, αλλά και ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή πρόβαλε προκειμένου να καταδείξει ότι το Κακουργιοδικείο δεν είχε δικαιοδοσία, δεν βοηθά την υπόθεση του Εφεσείοντα.  Το θέμα ηγέρθη κατ'  εφεση και συζητήθηκε κατ'  έφεση και όχι στα στενά πλαίσια διαδικασίας προνομιακού εντάλματος.

 

Όσον αφορά το έτερο ζήτημα που αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήτοι αυτό της κατάχρησης των διαδικασιών, είμαι σε πλήρη συμφωνία με την πρωτόδικη απόφαση.

 

Είναι προφανές αλλά και πασιφανές ότι στην παρούσα περίπτωση έχουμε δύο διαδικασίες παράλληλες που ο σκοπός τους είναι πανομοιότυπος.  Η απελευθέρωση του Εφεσείοντα περνά μέσα από την ανατροπή της καταδικαστικής απόφασης, γεγονός που συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Η ύπαρξη ειδικών περιστάσεων, όπως έχει κριθεί, δεν έχει τεκμηριωθεί.

 

Η Έφεση, ως αποτέλεσμα, απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

 

                                                          Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/γκ

 

 



[1]   Σημ.:  Θα δημοσιευθεί στους Τόμους Αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως (2015) 3 Α.Α.Δ. 484, ECLI:CY:AD:2015:D624.

[2] Άρθρο 112.4         «Ο γενικός εισαγγελεύς και ο βοηθός γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας είναι μέλη της μονίμου νομικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας και υπηρετούσιν, υφ' ούς όρους οι δικασταί του Ανωτάτου Δικαστηρίου πλην του προέδρου τούτου και δεν απολύονται, ειμή υφ' ούς όρους και καθ' όν τρόπον οι δικασταί ούτοι»

  Άρθρο 153.10  «Aποκλείεται οιαδήποτε αγωγή κατά του προέδρου ή οιουδήποτε δικαστού του Aνωτάτου Δικαστηρίου δια πάσαν πράξιν γενομένην ή πάσαν γνώμην εκφρασθείσαν κατά την ενάσκησιν των δικαστικών αυτού καθηκόντων.»

Άρθρο 15                 «Εκτός των περιπτώσεων κατά τις οποίες ο Κώδικας αυτός προνοεί ρητά για το αντίθετο, οι δικαστικοί λειτουργοί είναι ποινικά ανεύθυνοι για πράξεις ή παραλείψεις που γίνονται κατά την εκτέλεση των δικαστικών τους καθηκόντων, και αν ακόμη η πράξη έγινε με υπέρβαση της δικαστικής τους εξουσίας ή αν ακόμη υφίστατο νομική υποχρέωση για διενέργεια της πράξης που παραλείφθηκε.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο