ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Σταματίου, Κατερίνα Γ. Παπαθεοδώρου, για εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-10-26 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ κ.α. ν. LAIKI INSURANCE AGENCIES LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ. 147/2011, 26/10/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A372

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 147/2011)

 

26 Οκτωβρίου, 2017

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1.    ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ

2.    ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΩΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΦΡΑΝΤΖΗ

3.    ΦΩΤΕΙΝΗ ΦΡΑΝΤΖΗ

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι

 

ΚΑΙ

 

LAIKI INSURANCE AGENCIES LIMITED

Εφεσίβλητη/Ενάγουσα

 

---------

 

Α. Κωνσταντίνου, για εφεσείοντες.

Γ. Παπαθεοδώρου, για εφεσίβλητη.

 

---------

 

NAΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

---------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η αξίωση της εφεσίβλητης-ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας για το ποσό των €120.786 πλέον τόκο προς 9% ετησίως από 1.1.2003 μέχρι τελείας εξόφλησης προκύπτει από τη Σύμβαση Αντιπροσωπείας μεταξύ των διάδικων μερών ημερ. 1.1.2000, δυνάμει της οποίας οι εφεσείοντες 1 ανέλαβαν την υποχρέωση και διορίστηκαν ως αντιπρόσωποι της εφεσίβλητης και/ή ως μεσάζοντες για σκοπούς διεξαγωγής ασφαλιστικών εργασιών (η Σύμβαση).

 

Με την υπεράσπιση τους οι εφεσείοντες ήγειραν κατ΄ ουσίαν τρία ζητήματα αμφισβητώντας την κατά τόπον αναρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (1ος λόγος έφεσης) τις χρεώσεις και το ύψος του οφειλόμενου ποσού και τόκου κατά τον τερματισμό της σύμβασης, 3.7.2003, που ανερχόταν κατά την εφεσίβλητη στις £43.737,65 (€74.729,70) όπως θα αναλυθεί κατωτέρω με αναφορά στους επιμέρους λόγους έφεσης (2ος - 5ος και 8ος λόγοι έφεσης) και τέλος την εμβέλεια της εγγύησης που υπέγραψε ο εφεσείων 2 (7ος λόγος έφεσης).

 

Η εφεσίβλητη με τη μαρτυρία του ΜΕ1 Πανίκου Γιάγκου, υπεύθυνου για την τήρηση του λογαριασμού της εφεσείουσας 1 κατά τον επίδικο χρόνο, κατέθεσε τους λογαριασμούς που καταδείκνυαν τις χρεοπιστώσεις της εφεσείουσας 1 για τα έτη 2000-2003 καθώς και αναλυτική κατάσταση των ασφαλιστικών συμβολαίων (τεκμήρια 5 και 6) που πραγματοποίησε η εφεσείουσα 1 κατά τη διάρκεια της Σύμβασης.

 

Περιλαμβανόταν, κατά το ΜΕ1, μεταφορά ποσού £9.639,17 ως προϋπάρχον της υπογραφής της επίδικης Συμφωνίας ως οφειλόμενο εκ μέρους της εφεσείουσας 1 προς τρίτη εταιρεία, τη ΦΙΛΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ, συμφώνως των όρων του κατονομαζόμενους Παραρτήματος της Συμφωνίας πλέον οφειλές και πιστώσεις που έγιναν μετά τις 3.7.2003 όπως προέκυπταν από ασφαλιστικά συμβόλαια που πραγματοποιήθηκαν πριν τον τερματισμό και βρίσκονταν ακόμα σε ισχύ.  To τελικό υπόλοιπο προέκυψε μετά από πίστωση του λογαριασμού της εφεσείουσας κατά τον Ιούλιο του 2004 και μετά τη λήξη του τελευταίου συμβολαίου που πραγματοποιήθηκε από την τελευταία.

 

Το Δικαστήριο αποδεχόμενο ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΕ1 για τους λόγους που καταγράφει στην απόφαση του, την οποία χαρακτήρισε ως ακριβή με πλήρεις επεξηγήσεις και αναφορές σε καταχωρίσεις στους λογαριασμούς και απορρίπτοντας τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από τον εφεσείοντα 2, ΜΥ2 Ανδρέα Φραντζή, από τη μαρτυρία του οποίου απουσίαζε, όπως κρίθηκε πρωτοδίκως, το στοιχείο της διαφάνειας, οι ισχυρισμοί του έρχονταν σε αντίθεση με τους όρους της Σύμβασης απέρριψε δε όλες τις υπερασπιστικές γραμμές και θέσεις των εφεσειόντων και εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης-ενάγουσας για το ποσό των €74.729,70 όπως περιορίστηκε από την εφεσίβλητη, πλέον νόμιμο τόκο πλέον έξοδα.

 

Το ζήτημα της κατά τόπον δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εξετάζεται κατά προτεραιότητα λόγω της φύσης του ισχυρισμού.  Από τα ενώπιον μας στοιχεία προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εμπεριστατωμένα στις σελ. 6-9 της απόφασης του εξέτασε το ζήτημα με αναφορά στην προσαχθείσα μαρτυρία, συναρτώντας το ζήτημα στα πλαίσια της ισχύουσας νομολογίας.  Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και με δεδομένο ότι η μαρτυρία του ΜΥ1 και ΜΥ2 δεν έγινε αποδεκτή, ζήτημα που δεν απετέλεσε αυτοτελή λόγο έφεσης και με δεδομένο ότι με την υπεράσπιση τους οι εφεσείοντες πρόβαλαν ως μοναδικό λόγο την υπογραφή της Σύμβασης στη Λεμεσό, ορθή ήταν η κατάληξη του ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 21 (Καλλικάς ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238, Χριστοφόρου κ.α. ν. Paneuropean Insurance Co Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 1644, 1648).

 

Ως εκ των ανωτέρω ο 1ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Λόγοι έφεσης 2-5 και 8.

Επί της ουσίας οι λόγοι έφεσης 2 -5 και 8 στοχεύουν να ανατρέψουν όχι μόνο την κανονικότητα των χρεώσεων αλλά και να αμφισβητήσουν ότι ποσά τα οποία χρεώθηκαν στον επίδικο λογαριασμό κακώς χρεώθηκαν.  Οι εφεσείοντες αναφέρονται σε ασφαλιστικά συμβόλαια που πραγματοποίησαν με τρίτη εταιρεία, ΦΙΛΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ (ΦΙΛΙΚΗ) και μεταφέρθηκαν, κατά τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης, στο χαρτοφυλάκιο της τελευταίας.  Καθώς και ποσό ύψους €82.000 οφειλόμενο από την εφεσείουσα δυνάμει γραμματίου που αφορούσε παλαιότερες οφειλές της εφεσείουσας 1 με άλλη εταιρεία, ΦΙΛΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ, οι οποίες, κατά την εφεσίβλητη, μεταφέρθηκαν στο χαρτοφυλάκιο της εφεσείουσας 1 όταν ξεκίνησε η συνεργασία τους και αμέσως με την υπογραφή της Σύμβασης (τεκμήριο 1).  

 

Εδώ θα πρέπει να ανοιχθεί μια παρένθεση για να εξεταστεί η πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση προωθούμενη θέση, ότι λανθασμένα το Επαρχιακό Δικαστήριο και παρά την ένσταση των εφεσειόντων, επέτρεψε και αποδέχθηκε μαρτυρία (ΜΕ1) εξερχόμενη των δικογραφημένων και εκτός των όρων της Συμφωνίας, τεκμήριο 1, και ειδικότερα του όρου 13 δυνάμει του οποίου η Συμφωνία περιελάμβανε την ολοκληρωμένη συμφωνία των μερών και δεν υπάρχουν υποσχέσεις, όροι, προϋποθέσεις ή υποχρεώσεις προφορικές ή γραπτές, ρητές ή εξυπακουόμενες εκτός από εκείνες που περιέχονταν στην Συμφωνία.

 

Οι εφεσίβλητοι αντικρούουν τα ανωτέρω ισχυριζόμενοι ότι δεν ετίθετο θέμα δικογραφικού προβλήματος εφόσον το ζήτημα καλύπτετο από τις παραγράφους 3 και 8 της έκθεσης απαίτησης, αλλά και την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, τεκμήριο 1, σ.7 και 9 των πρακτικών. 

 

Εξετάζοντας με προσοχή την έκθεση απαιτήσεως αδιαμφισβήτητα προκύπτει ότι οι παράγραφοι 3 και 8 αναφέρονταν στην επίδικη γραπτή Σύμβαση που υπεγράφη την 1.1.2000 και στον επίδικο λογαριασμό μεταξύ 1.1.2000 και 3.7.2003 όταν επήλθε ο τερματισμός της:

 

«3. Την ή περί την 1.1.2000 με γραπτή συμφωνία που έγινε στη Λευκωσία μεταξύ των Εναγόντων και των Εναγομένων 1, οι Εναγόμενοι 1 ανέλαβαν την υποχρέωση όπως αντιπροσωπεύουν τους Ενάγοντες ή ενεργούν ως μεσάζοντες για σκοπούς διεξαγωγής ασφαλιστικών εργασιών.  Η εδώ περιγραφόμενη, εκτιθέμενη συμφωνία θα αναφέρεται πιο κάτω για σκοπούς εύκολης αναφοράς ως η «συμφωνία».»

8. Οι Εναγόμενοι 1 μεταξύ της ή περί της 1.1.2000 μέχρι την ή περί την 3.7.2003 διατηρούσαν λογαριασμό παρά των Εναγόντων.  Ο λογαριασμός αυτός εχρεώνετο με τις εργασίες ή τα ασφαλιστήρια έγγραφα ή άλλες υπηρεσίες που επρόσφεραν οι Ενάγοντες στους εναγομένους 1 ή σε πρόσωπα ή Εταιρείες υποδειχθέντα αυπ΄ αυτών και επιστώνετο με τις πληρωμές τις οποίες πραγματοποιούσαν οι Εναγόμενοι 1 με τις προμήθειες στις οποίες ενομιμοποιούντο ή και στις τυχόν πιστωτικές σημειώσεις που εξέδιδαν οι Ενάγοντες προς όφελός τους ή για λογαριασμό των Εναγομένων 1.»

Το όλο πρόβλημα φαίνεται να προκύπτει από την παράλειψη της εφεσίβλητης να δικογραφήσει περί του Παραρτήματος της Συμφωνίας της ίδιας ημερ. 1.1.2000 μεταξύ της εφεσίβλητης και της εφεσείουσας 1, η οποία περιλαμβάνετο στη δέσμη εγγράφων που κατετέθη ως τεκμήριο 1: σύμβαση (σ.1-8), πίνακας προμηθειών σ.9, πίνακας προμήθειας κερδών σ.10, γραμμάτιο σ.11 και σ.12 υπό τον τίτλο «Παράρτημα της Συμφωνίας με ημερομηνία 1η Ιανουαρίου 2000 μεταξύ της LAIKI INSURANCE AGENCIES LTD («η Εταιρεία») και των κ.κ. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΛΤΔ («ο Αντιπρόσωπος»).  Στο εν λόγω παράρτημα προβλέπονται και τα ακόλουθα:

         

«Σε αντάλλαγμα της δέσμευσης του Αντιπροσώπου να συνάψει την πιο πάνω Συμφωνία με την Εταιρεία ή/και να συνεχίσει την αποκλειστική συνεργασία του με την Εταιρεία, με βάση τους όρους της πιο πάνω Συμφωνίας, συμφωνούνται τα ακόλουθα:

1.    Η Φιλική Ασφαλιστική θα πιστώσει τον Αντιπρόσωπο με το ποσό των £432,00

2.    Το πιο πάνω ποσό αντιπροσωπεύει τη διαφορά μεταξύ της τιμής εξαγοράς της Φιλικής από τη Λαϊκή Τράπεζα (£1.30) και της ονομαστικής αξίας των συνήθως μετοχών της Φιλικής (£0.50), οι οποίες θα παραχωρούντο στον Αντιπρόσωπο από τη Φιλική με βάση το Σχέδιο Συμμετοχής στο Μετοχικό Κεφάλαιο της Φιλικής, αν αυτή παρέμενε εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.

3.    Αν η συνεργασία τερματισθεί με οποιονδήποτε τρόπο πριν από την ημερομηνία για την οποία ο Αντιπρόσωπος δεσμεύτηκε στην πιο πάνω Συμφωνία να συνεργάζεται αποκλειστικά με την Εταιρεία, τότε ο Αντιπρόσωπος υποχρεούται να επιστρέψει στην Εταιρεία ολόκληρο το πιο πάνω ποσό, πλέον τόκους προς 8% ετησίως από την ημερομηνία υπογραφής του παρόντος Παραρτήματος μέχρι την ημερομηνία τελικής εξόφλησης.

4.    Η Εταιρεία δεν θα έχει οποιαδήποτε ευθύνη για τυχόν φορολογικές επιπτώσεις από την πιο πάνω πληρωμή για τις οποίες αποκλειστικά υπεύθυνος είναι ο Αντιπρόσωπος.

5.    Ο Αντιπρόσωπος αναγνωρίζει λήψη του πιο πάνω ποσού σε πλήρη ικανοποίηση κάθε τυχόν δικαιώματος, ωφελήματος ή απαίτησης του από το Σχέδιο, τόσο εναντίον της Εταιρείας όσο και εναντίον της Φιλικής, και παραιτείται από οποιαδήποτε απαίτηση, ωφέλημα ή δικαίωμα κέκτηται ή θα απέρρεε ή θα εδικαιούτο από το Σχέδιο Συμμετοχής στο Μετοχικό Κεφάλαιο της Φιλικής που είχε ανακοινωθεί για το έτος 1998.»

 

Σημειώνουμε ότι η εν λόγω δέσμη εγγράφων, τεκμήριο 1, κατατέθηκε εκ μέρους των εφεσιβλήτων από τον ΜΕ1 ο οποίος αντεξετάστηκε εφ΄ όλης της ύλης, τόσο για οφειλές προς τη ΦΙΛΙΚΗ πριν την υπογραφή του επίδικου συμβολαίου, όσο και ως προς τα επιμέρους ποσά τα οποία με λεπτομέρεια ανέλυσε.  Ο δε ΜΥ1 είχε την ευκαιρία να παραθέσει τις θέσεις και υπερασπίσεις των εφεσειόντων επί των ανωτέρω.

 

Στη βάση λοιπόν της αντίληψης που σχημάτισε, ως φαίνεται, το Δικαστήριο περί ενιαίου Κύριας Συμφωνίας και του Παραρτήματος, ως δικογραφημένων θέσεων της εφεσίβλητης, έστω και αν τούτο δεν καταγράφεται ρητώς στην πρωτόδικη απόφαση, της αποδοχής ως αξιόπιστης της μαρτυρίας του ΜΕ1 και ως ορθού του χρεωστικού υπολοίπου του επίδικου λογαριασμού, ανέφερε και τα ακόλουθα:

 

«Η βάση της αγωγής είναι η συμφωνία συνεργασίας ημερομηνίας 1.1.2000.  Η συμφωνία συνεργασίας περιλαμβάνει και τις χρεώσεις που δημιουργήθηκαν πριν την 1.1.2000 και που μεταφέρθηκαν δυνάμει της συμφωνίας συνεργασίας στο χαρτοφυλάκιο της εναγομένης 1 με την ενάγουσα εταιρεία.

Στην παρούσα περίπτωση έχει τεθεί ενώπιον μου αναλυτική κατάσταση των χρεώσεων και πιστώσεων, ακόμη και το ποσό της μεταφοράς έχει αποδειχθεί πλήρως και θεμελιώνεται σε στοιχεία για ασφαλιστικά συμβόλαια που έγιναν προηγουμένως.» 

 

Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις στη βάση των δικογράφων.  Καταλήγουμε ότι δεν διαφοροποιείτο καθ΄ οιονδήποτε τρόπο η βάση της αγωγής ούτε προεκτείνεται το αγώγιμο δικαίωμα εκτός της Συμφωνίας ημερ. 1.1.2000.  Η υπεράσπιση δεν ευρέθη προ απροόπτου: απαντούσε σε όλες τις επιμέρους αιτιάσεις και απαιτήσεις της εφεσίβλητης-ενάγουσας.  Ο ΜΥ1 έδωσε για κάθε αμφισβητούμενη χρέωση - εκτός των συμφωνηθέντων κατά τους εφεσείοντες - τη θέση του και ουδέν δικαίωμα τους παραβλάφθηκε.  Υπ΄ αυτές τις συνθήκες αδίκως οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι επιδικάσθη ποσό εντελώς έξω από το δικογραφημένο πλαίσιο.

 

Τούτων δοθέντων χρήζουν εξέτασης οι επιμέρους αμφισβητούμενες, κατά τους εφεσείοντες, χρεώσεις που δεν καλύπτονται από τη Συμφωνία, όπως θέλει να παρουσιάζει η εφεσίβλητη και ο ΜΕ1, η μεταφορά άλλου λογαριασμού για υπόλοιπο £9.639,17 που προϋπήρχε, κατά την εφεσίβλητη, της υπογραφής της επίδικης Συμφωνίας (τεκμήριο 1), στο λογαριασμό της εφεσείουσας 1.  Η Συμφωνία δεν περιλαμβάνει, θεωρούμε, οποιοδήποτε όρο συναφή με το ζήτημα που να καλύπτει την εν λόγω θέση ή τα ποσά που ο ΜΕ1 υποστήριξε ότι προέκυψαν κατά την δοκιμαστική περίοδο.  Από το τεκμήριο 7 προκύπτει ότι το εν λόγω ποσό προέκυψε κατά την χρονική περίοδο 2.11.1999-2.12.1999 και δεν καλύπτεται από τους όρους της Συμφωνίας, Κύριας ή Παράρτημα (τεκμήριο 1). 

 

Ως αποτέλεσμα ο 2ος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

 

Με τον 6ο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη συμμορφώθηκε με το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερ. 12.7.2000 για αποκάλυψη ενόρκως των ασφαλιστικών συμβολαίων ημερ. 10.1.2000 μέχρι 20.12.2012:  Αντί η εφεσίβλητη να αποκαλύψει αντίγραφα των συμβολαίων, αποκάλυψε καταστάσεις, τεκμήρια 5 και 6, οι οποίες συμπεριέλαβαν αριθμούς συμβολαίων με χρονολογίες 1995-1999, δηλαδή χρόνια πριν υπογραφεί η συμφωνία τεκμήριο 1.  Τα συμβόλαια βρίσκονταν στην κατοχή της εφεσίβλητης και αρνήθηκε να τα παρουσιάσει ή έστω να επιτρέψει να τα επιθεωρήσει η εφεσείουσα 1. 

 

Η εφεσίβλητη υποστήριξε ότι δόθηκαν στους εφεσείοντες όλα ανεξάρτητα τα στοιχεία που τους είχαν ζητηθεί και που αφορούσαν όλα τα συμβόλαια που αφορούν την επίδικη περίοδο.

 

Ορθή η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη συμμορφώθηκε απολύτως με το διάταγμα του Δικαστηρίου όπως πιστοποιείτο στην ένορκη δήλωση του ΜΕ1 ο οποίος στις 21.8.2007 κατέθεσε πλήρη κατάλογο όλων των ασφαλιστικών συμβολαίων της εφεσίβλητης προς όφελος των εφεσειόντων από 10.1.2000 μέχρι 20.12.2000 (τεκμήριο Α, τεκμήριο Β).  Το γεγονός ότι τα τεκμήρια 5 και 6 τα οποία κατατέθηκαν επ΄ ακροατηρίων αφορούν προηγούμενη χρονική περίοδο δεν επηρεάζει την ουσία του διατάγματος αποκάλυψης με το οποίο, ως αναφέραμε, έγινε πλήρης συμμόρφωση.  Αν οι εφεσείοντες επιθυμούσαν να αποκαλυφθούν συγκεκριμένα ασφαλιστήρια Συμβόλαια, είχαν το δικαίωμα να αποταθούν στο Δικαστήριο για παραχώρηση διατάγματος ειδικής αποκάλυψης εγγράφου ή εγγράφων.

 

Ο 6ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Τέλος, με τον 7ο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εγγυητές ευθύνονται για ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό, όρος 15 της Συμφωνίας (τεκμήριο 1).

 

Η θέση υποστηρίζεται με παραπομπή στον όρο 3.1 της Συμφωνίας ο οποίος ρητώς προνοεί ότι τα ασφάλιστρο δεν θα υπερβαίνει το ποσό των £27.000.  Ως εκ τούτου υποστηρίζουν οι εφεσείοντες 2 και 3, κατά τον χρόνο υπογραφής της εγγύησης ήταν με την πεποίθηση ότι υπέγραφαν περιορισμένη εγγύηση προς όφελος της εφεσείουσας 1 για το ανάλογο ποσό και μόνο.

 

Το Δικαστήριο απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων καταγράφοντας τα ακόλουθα:

«Ερμηνεία της συμφωνίας

Η υπεράσπιση δεν αμφισβητεί ότι η συμβατική σχέση μεταξύ των μερών διέπεται αποκλειστικά από τη γραπτή συμφωνία τεκμήριο 1.  Απορρίπτω τη θέση των εναγομένων ότι η ευθύνη των εγγυητών περιορίζεται στο ποσό των ΛΚ27000.00.

Η παράγραφος 3ι της συμφωνίας (τεκμήριο 1) προνοεί ως ακολούθως.

'Θα πληρώνει στην εταιρεία τα ασφάλιστρα τα οποία καθίστανται οφειλόμενα και πληρωτέα μέσα σε 90 ημέρες . νοουμένου ότι δεν θα υπερβαίνουν το ως άνω ποσό των ΛΚ27000.00. Σε περίπτωση που υπερβαίνουν το ως άνω ποσό η υπέρβαση καθίσταται αμέσως πληρωτέα ανεξάρτητα από την περίοδο πίστωσης των 90 ημερών . Σε περίπτωση που ο Μεσάζων ενεργεί κατά παράβαση των όσων αφορούν την πληρωμή τέτοιων υπολοίπων η Εταιρεία θα δικαιούται να τερματίσει την παρούσα συμφωνία.'

Με βάση τη φυσική και πραγματική ερμηνεία των λέξεων της πιο πάνω παραγράφου προκύπτει ότι οι εναγόμενοι θα είχαν πίστωση 90 ημερών στην περίπτωση που το υπόλοιπο τους δεν υπερέβαινε τις ΛΚ27000.00 και ότι δεν θα είχαν πίστωση να πληρώσουν το οφειλόμενο ποσό στην περίπτωση που το υπόλοιπο ήταν περισσότερο από ΛΚ27000.00. Είχαν το δικαίωμα να τερματίσουν τη συμφωνία στην περίπτωση που υπήρχε παράβαση των όρων πληρωμής. Αυτό το δικαίωμα ασκήθηκε από την ενάγουσα με την επιστολή ημερομηνίας 16 Ιουλίου 2003 (τεκμήριο 2). Ο ΜΕ1 εξήγησε ότι το τεκμήριο 2 είχε ακολουθήσει προφορική προειδοποίηση προς τους εναγόμενους ότι τα υπόλοιπα ήταν υψηλά και ότι επρόκειτο να τερματισθεί  η συμφωνία εάν οι εναγόμενοι δεν διόρθωναν την κατάσταση.

Με βάση τον όρο 15 της συμφωνίας προκύπτει ότι η εγγύηση των εναγομένων 2 και 3 ήταν συνεχής και ότι δεν θα περιορίζετο σε ένα συγκεκριμένο ποσό. Επομένως, απορρίπτεται η εισήγηση της υπεράσπισης ότι οι εναγόμενοι 2 και 3 δεν οφείλουν κανένα ποσό και/ή ότι η ευθύνη τους περιορίζεται σε συγκεκριμένο ποσό.»

          [.]

Η οφειλή των εναγομένων 2 και 3  δυνάμει της απεριόριστης εγγύησης που ήταν όρος της συμφωνίας συνεργασίας θεμελιώνεται στο ποσό που οφείλει η εναγόμενη 1 πρωτοφειλέτης. Αφού το Δικαστήριο έχει ικανοποιηθεί πώς προκύπτει το οφειλόμενο ποσό της απαίτησης μπορεί να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα σε σχέση με το ποσό που υποχρεούνται οι εναγόμενοι 2 και 3 να πληρώσουν για  υποχρεώσεις της εναγομένης  1 που  εγγυήθηκαν.»

 

Επικυρώνουμε την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως ορθή.  Ο όρος 15 και ειδικότερα η επιφύλαξη του επισφραγίζει την ορθότητα της κατάληξης του Δικαστηρίου:

 

«Νοείται ότι αυτή η εγγύηση θα είναι μια συνεχής εγγύηση και θα εφαρμόζεται προς όφελος της Εταιρείας και θα καλύπτει οποιαδήποτε ζημιά που η Εταιρεία θα υποστεί λόγω της ως άνω συμπεριφοράς του Μεσάζοντα και δεν θα περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο ποσό.»

 

Όπως αναλύεται και στην Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. T.G. & Sons Importing Ltd κ.α. Α.Α.Δ. (2004) 1(Α) 180, οι περιβάλλουσες συνθήκες υπογραφής της συμφωνίας και τα σχετικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία κρίνονται απολύτως δικαιολογημένα ενέχουν τη θέση ότι οι εφεσείοντες-εγγυητές υπέγραψαν τη σύμβαση, συμπεριλαμβανομένης και της εγγύησης και δεσμεύτηκαν από το εν λόγω έγγραφο του οποίου η λεκτική διατύπωση είναι σαφής και ξεκάθαρη και δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ως προς την πρόθεση των μερών ότι η εγγύηση που παραχωρήθηκε ήταν συνεχής (Γεωργίου ν. Τράπεζας Κύπρου (2009) 1 Α.Α.Δ. 862).

 

Παραπέμπουμε στις Λαζούρας ν. Σκυλλουριώτου (1992) 1 Α.Α.Δ. 168, 173, αναφορικά με την ερμηνεία εγγράφων και Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Μακράσυκας ν. Καπετάνιου, Πολιτική Έφεση 200/09, 9.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:A8, όπου με ανάλυση της νομολογίας επαναλαμβάνονται οι αρχές ερμηνείας εγγράφων:

 

«Οι συμφωνίες μεταξύ των διαδίκων μερών πρέπει να ερμηνεύονται όπως καθορίζει η νομολογία: συνολικά και με συμμετρικότητα ώστε να μη δημιουργείται δυσαρμονία στην εξήγησή τους: Epco v. Lartico (1978) 1 C.L.R. 201, Saab and another v. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499, Εθνική Τράπεζα ν. Χατζηνέστορος (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 204, Archbold Investments Ltd κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1084.»

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει μερικώς (2ος λόγος έφεσης).

 

Η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται δια της αντικατάστασης του ποσού των €74.729,70 (Λ.Κ.£43.737,65) με το ποσό των €58.260,71 (Λ.Κ.34.098,48) πλέον νόμιμο τόκο από τις 9.3.2011, ημερομηνία της απόφασης.

 

Τα έξοδα επιδικάζονται σε βάρος των εφεσιβλήτων και υπέρ των εφεσειόντων, μειωμένα κατά τα 2/3, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                                   ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

                            

                                                                   Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

                                                                   Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

/ΦΚ

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο