ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Α. Ματθαίου (κα) με Φωτιάδου (κα) ασκούμενη δικηγόρο, για Αιτητή Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Αιτητή προέβη σε υπεράνθρωπες, πραγματικά, προσπάθειες να πείσει για το βάσιμο του αιτήματος. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-10-05 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, AΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡ. 20.9.2017 ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 282/2017, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ Αρ. 139/2017, 5/10/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:D336

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ Αρ. 139/2017

 

05 Οκτωβρίου 2017

 

(Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3  ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, Ν.33/1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Η MANDAMUS ΚΑΙ/Η PROHIBITION

ΚΑΙ

AΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡ. 20.9.2017 ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 282/2017

--------------------------

Αίτηση ημερ. 06.03.2017

 

Α. Ματθαίου (κα) με Φωτιάδου (κα) ασκούμενη δικηγόρο, για Αιτητή

-------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.  Ο Έντιμος Γενικός Εισαγγελέας, αιτείται με την υπό εξέταση αίτηση του τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«Α.    Άδεια του Δικαστηρίου που να επιτρέπει στον Αιτητή να καταχωρήσει Αίτηση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για ακύρωση της Ενδιάμεσης Απόφασης ημερ. 20.9.2017 η οποία εκδόθηκε από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στην Ποινική Υπόθεση υπ' αρ. 282/ 17.

Β.      Άδεια του Δικαστηρίου που να επιτρέπει στον Αιτητή να καταχωρήσει Αίτηση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Mandamus με το οποίο να διατάσσεται το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας να προχωρήσει στην εκδίκαση των Κατηγοριών 12 - 17 του Κατηγορητηρίου σε σχέση με το Γεώργιο Γεωργίου, 1° Κατηγορούμενο στην Ποινική Υπόθεση υπ' αρ. 282/ 17.

 

Γ.      Άδεια του Δικαστηρίου που να επιτρέπει στον Αιτητή να καταχωρήσει Αίτηση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari το οποίο να απαγορεύει στο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας να συνεχίσει τη διαδικασία της πιο πάνω ποινικής υπόθεσης, η οποία είναι ορισμένη για ακρόαση την 29.9.2017.»

Οι λόγοι για τους οποίους ο αιτητής αιτείται τις πιο πάνω θεραπείες, είναι οι ακόλουθοι:

 

1.    «Υπάρχουν νομικά σφάλματα πρόδηλα και πασιφανή στο σώμα της Ενδιάμεσης Απόφασης του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στην Ποινική Υπόθεση υπ' αρ. 282/2017 ημερομηνίας 20.9.2017, με την οποία ο Κατηγορούμενος 1 απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες 12-17 κατ' επίκληση του Κανόνα της Ειδικότητας στη βάση του άρθρου 36 του Περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου 133(Ι)/2004. Η εν λόγω Απόφαση είναι εσφαλμένη κατά νόμο και/ή εξεδόθη στη βάση φανερά εσφαλμένης θεώρησης της κείμενης Νομοθεσίας και/ή με προδήλως λανθασμένη εφαρμογή του Νόμου και/ή κατά νομική πλάνη έκδηλη στο πρακτικό.

 

2.    Το εκδικάζον Δικαστήριο, προδήλως έσφαλε ως προς την έννοια του άρθρου 36(1) του Περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου 133(Ι)/2004, ο οποίος ψηφίστηκε για σκοπούς εναρμόνισης μεταξύ άλλων με την Απόφαση - Πλαίσιο του Συμβουλίου 2002/584/ΔΕΥ της 13ης Ιουνίου 2002. Συγκεκριμένα το Μόνιμο Κακού ργιοδικείο Λευκωσίας ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας καταφανώς εσφαλμένα την έννοια του άρθρυ 36(1) του Νόμου 133(Ι)/2004, κατέληξε ότι οι κατηγορίες 12 - 17 συνιστούσαν αξιόποινες πράξεις διαφορετικές από εκείνες για τις οποίες είχε εκδοθεί το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (στο εξής ΕΕΣ).

 

3.    Ο Κανόνας της Ειδικότητας προνοείται στο άρθρο 27 της Απόφασης - Πλαίσιο του Συμβουλίου 2002/584/ΔΕΥ και αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 36 του Νόμου 133(Ι)/2004. Στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Leymann and Pustovarov C-388/08 PPU αποκρυσταλλώθηκε η έννοια της «διαφορετικής αξιόποινης πράξης από αυτή για την οποία εκδόθηκε το Ε.Ε.Σ» και για την οποία απαγορεύεται δυνάμει του Κανόνα Ειδικότητας να διωχθεί ο εκζητούμενος. Στα πλαίσια της ως άνω Απόφασης νομολογήθηκε μεταξύ άλλων ότι μεταβολές στο κατηγορητήριο σε σύγκριση με το ΕΕΣ αφορώσες στο χρόνο και στον τόπο διάπραξης του αδικήματος αλλά ακόμα και στο είδος των ναρκωτικών ουσιών, είναι αποδεκτές και συνεπώς δεν παραβιάζουν τον Κανόνα Ειδικότητας, εφόσον αυτές απορρέουν από στοιχεία συλλεγέντα κατά τη διαδικασία που κινήθηκε εντός του κράτους εκδόσεως του εντάλματος σχετικά με τις πράξεις που περιγράφονται στο ΕΕΣ και εφόσον δεν αλλοιώνουν τη φύση της αξιόποινης πράξης και ότι δεν συνεπάγονται λόγο μη εκτελέσεως βάσει των άρθρων 3 και 4 της Απόφασης- Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ.

 

Προσέτι δε αναγνωρίζεται ότι κατά το στάδιο της εκδίκασης της υπόθεσης, οι συλλεγόμενες αποδείξεις μπορούν να οδηγήσουν σε περαιτέρω διευκρίνιση ή ακόμα και σε τροποποίηση των στοιχείων που συνθέτουν την αξιόποινη πράξη, τα οποία είχαν δικαιολογήσει του ΕΕΣ και συνεπώς είναι δυνατόν τα πραγματικά περιστατικά να μην  αντιστοιχούν πλέον ως προς όλα τα στοιχεία της αρχικής περιγραφής στο ΕΕΣ.

 

Στις ως άνω περιπτώσεις διευκρινίστηκε ότι δεν παραβιάζεται ο Κανόνας της Ειδικότητας και συνεπώς υπό προϋποθέσεις επιτρέπονται μέχρι και μεταβολές στο Κατηγορητήριο.

 

4.    Στην υπό κρίση υπόθεση υπ' αριθμό 282/ 17 και ειδικότερα διά της διατύπωσης των κατηγοριών 12-17, συγκεκριμενοποιήθηκαν επιμέρους αξιόποινες πράξεις οι οποίες ασφαλώς καλύπτονταν από το ΕΕΣ. Ουδεμία αυτόχρημα μεταβολή εμφιλοχώρησε ως εκ των κατηγοριών 12 - 17. Συγκεκριμένα, στο ΕΕΣ γίνεται αναφορά:

 

(α)  Στις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες ζητείται η έκδοση, ήτοι της συνωμοσίας προς διάπραξη Κακουργήματος, της Εισαγωγής Ελεγχόμενων Φαρμάκων Τάξεως A και Τάξεως Β, Προμήθειας Ελεγχόμενου Φαρμάκου Τάξεως Β, της Κατοχής Ελεγχόμενων Φαρμάκων Τάξεως Α και Β, και Κατοχής με σκοπό την προμήθεια Ελεγχόμεων Φαρμάκων Τάξεως Α και Β.

 

(β) Σε συγκεκριμένη περίοδο δράσης του κατηγορούμενου 1, ήτοι μεταξύ Αυγούστου 2014 και Αυγούστου 2015.

(γ) Ο βαθμός συμμετοχής του εκζητουμένου στη διάπραξη των εν λόγω αξιόποινων πράξεων συμφώνως προς το άρθρο 4(ε) του Νόμου 133(Ι)/2004.

 

5.    Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας προέβη σε καταφανές νομικό σφάλμα θεωρώντας ότι η συγκεκριμενοποίηση και η διατύπωση των επί μέρους κατηγοριών, συνιστά διαφοροποίηση. Δηλαδή κατά προφανή νομική πλάνη, το Δικαστήριο ερμηνεύοντας λανθασμένα το άρθρο 36(1), θεώρησε ότι η συγκεκριμενοποίηση, μεταξύ άλλων, των ποσοτήτων που περιλαμβάνονται στις επί μέρους κατηγορίες αλλοιώνουν την φύση των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες εκδόθηκε το ΕΕΣ. Οι  αξιόποινες πράξεις, των οποίων ακόμα και αυτή η μεταβολή επιτρέπεται συντρεχουσών των προϋποθέσεων της νομολογίας, ήταν και παραμένουν οι προαναφερθείσες, ήτοι της συνωμοσίας προς διάπραξη Κακουργήματος, της Εισαγωγής Ελεγχόμενων Φαρμάκων Τάξεως Α και Τάξεως Β, Προμήθειας Ελεγχόμενου Φαρμάκου Τάξεως Β, της Κατοχής Ελεγχόμενων Φαρμάκων Τάξεως Α και Β, και Κατοχής με σκοπό την προμήθεια Ελεγχόμεων Φαρμάκων Τάξεως A και Β και μάλιστα εντός της περιόδου που καθορίζεται στο ΕΕΣ (Αύγουστος 2014 - Αύγουστος 2015).

 

6.    Τοιουτοτρόπως το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας υπέπεσε στο επιπλέον καταφανές νομικό σφάλμα να θεωρήσει ότι οι ακριβείς ποσότητες των ναρκωτικών ουσιών αποτελούν συστατικό στοιχείο των αδικημάτων της εισαγωγής, προμήθειας, κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια, ερμηνεύοντας λανθασμένα τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου 29/1977.

 

7.    Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, κατά νομική πλάνη πρόδηλη στο πρακτικό (σελίδα 12 της Ενδιάμεσης Απόφασης) και αγνοώντας τις πρόνοιες του άρθρου 4(γ) του Νόμου 133(Ι)/2004, θεώρησε ότι οι κατηγορίες 12 - 17 δεν καλύπτονταν από το ΕΕΣ. Σύμφωνα με το άρθρο 4(γ) του Νόμου 133(Ι)/2004, μνεία απλώς των εθνικών ενταλμάτων (Απόφασης) επί των οποίων βασίζεται το ΕΕΣ απαιτείται και όχι επισύναψη αυτών επί του ΕΕΣ προκειμένου τα γεγονότα να είναι υπόψη των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους εκτέλεσης του ΕΕΣ. Ως εμφαίνεται στο μέρος (β) του ΕΕΣ, γίνεται η εκ του Νόμου απαιτούμενη μνεία των τριών εθνικών ενταλμάτων επί των οποίων βασίστηκε το ΕΕΣ στα οποία περιλαμβάνονται και τα αδικήματα των κατηγοριών 12 - 17. Κατά συνέπεια οι εν λόγω κατηγορίες νομοτύπως ενσωματώνονταν και συνεπώς καλύπτονταν από το ΕΕΣ.

 

8.    Δεν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο, εκτός από τη διαδικασία της παρούσας αίτησης, για αντιμετώπιση της κατάστασης που δημιουργήθηκε με την έκδοση της υπό κρίσης απόφασης. Τα αιτούμενα Προνομιακά Εντάλματα είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο μπορεί να κριθεί η νομιμότητα της εν λόγω Απόφασης καθότι δεν υπόκειται σε εναλλακτικό ένδικο μέσο, αφού δεν πρόκειται για αθωωτική και/ή τελεσίδικη απόφαση.»

 

Την αίτηση συνοδεύει Ένορκη Δήλωση του κ. Πανίκου Σταύρου, Αστυνόμου Β, Υποδιοικητή Επιχειρήσεων και Υποστήριξης της Υπηρεσίας Καταπολέμησης Ναρκωτικών Αρχηγείου (Υ.ΚΑ.Ν).  Εις αυτήν αναφέρονται τα κατ'  ισχυρισμό περιβάλλοντα την υπόθεση γεγονότα και στοιχεία.

 

Σημείο αναφοράς της όλης υπόθεσης είναι η Ενδιάμεση Απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας ημερ. 20.9.2017 με την οποία αποφάσισε ότι η συμπερίληψη στο κατηγορητήριο των κατηγοριών 12-17 παραβιάζει τον κανόνα της Ειδικότητας ο οποίος προβλέπεται από το Άρθρο 36 του Νόμου 133(Ι)/2004, με αποτέλεσμα ν'  απαλλάξει τον Κατηγορούμενο αρ.1 στις εν λόγω κατηγορίες.

 

Η απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας ημερ. 20.9.2017 επισυνάπτεται εις την πιο πάνω Ένορκη Δήλωση του κ. Πανίκου Σταύρου.  Παρατίθεται από την απόφαση το τελευταίο μέρος της ώστε να γίνει πιο κατανοητό το παράπονο του Αιτητή:

 

«Στα περιστατικά της παρούσης υπόθεσης, κρίνουμε, χωρίς δισταγμό, πως η μεταβολή στο κατηγορητήριο έχει τέτοιες διαστάσεις που δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να θεωρήσει ότι οι κατηγορίες 12 - 17, καλύπτονται από το ΕΕΣ.  Αρκεί, πιστεύουμε, να υποδείξουμε ότι οι κατηγορίες αυτές αφορούν εισαγωγή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια, μεταξύ Μαΐου 2015 και Ιουνίου 2015, κάνναβης συνολικού βάρους 80 κιλών ενώ στο ΕΕΣ παρατίθενται στοιχεία για την εμπλοκή του στη συνωμοσία και την εισαγωγή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια, κατά το μήνα Αύγουστο 2015, κάνναβης συνολικού βάρους 51 κιλών περίπου και κοκαΐνης 3,5 κιλών περίπου.  Είναι προφανές ότι πρόκειται για πρόσθετες και διαφορετικές ποσότητες (80 κιλών κάνναβης) από τις ποσότητες που αναφέρονται στο ΕΕΣ (51 κιλά κάνναβη και 3,5 κιλά κοκαΐνη) οι οποίες καλύπτονται από τις κατηγορίες 1 εώς 11.

 

Η διαφοροποίηση στο χρόνο διάπραξης των αδικημάτων αλλά, κυρίως, στις ποσότητες των ναρκωτικών ουσιών, δημιουργούν εύλογα την εντύπωση πως πρόκειται για διαφορετικές αξιόποινες πράξεις, οι οποίες δεν καλύπτονται από το ΕΕΣ. 

 

Με βάση την πιο πάνω κατάληξη μας, οι κατηγορίες 12 - 17 σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 1, απορρίπτονται.  Ο Κατηγορούμενος 1 απαλλάσσεται από τις κατηγορίες αυτές.»

 

Να σημειωθεί ότι ακόμη η εκδίκαση της υπόθεσης δεν άρχισε και το μοναδικό ζήτημα που εξέτασε μέχρι τώρα είναι το πιο πάνω.  Η υπόθεση ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας είναι ορισμένη για ακρόαση στις 19.10.2017.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Αιτητή προέβη σε υπεράνθρωπες, πραγματικά, προσπάθειες να πείσει για το βάσιμο του αιτήματος.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης και η σοβαρότητα των Κατηγοριών 12-17 στις οποίες το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας απάλλαξε τον Κατηγορούμενο αρ.1 και οι οποίες αφορούσαν, μεταξύ άλλων, την εισαγωγή, κατοχή με σκοπό την προμήθεια και προμήθεια μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών ουσιών, με προβλημάτισαν σε μεγάλο βαθμό.  Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις για παροχή της αιτούμενης άδειας.

 

Οι αρχές βάσει των οποίων παρέχεται άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος είναι καλά θεμελιωμένες.  Στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. ν. Παντελίδου, (2012) 1 Α.Α.Δ. 878 λέχθηκαν τ' ακόλουθα σχετικά:

 

«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα.  (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State (1986) 1 All E.R. 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και  Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλιδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247).  Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή «ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα».  Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ. επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552).  Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»

 

(βλ. Base Metal Trading Ltd. v. Fastact Developments Ltd. κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, ERIN RESOURCES S.A. κ.α. ν. Prime Int. Alliance Inc., Πολ. Έφεση 104/2013 και 124/2013, ημερ. 10/1/14).

 

Περαιτέρω σύμφωνα με τη νομολογία, βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Marewave Shipping & Trading Company Ltd. (1992) 1 A.A.Δ. 116, αντικείμενο της διαδικασίας όπως η παρούσα δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά της νομιμότητας της. Εκεί όπου εκ πρώτης όψεως προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία και ότι η διαδικασία εξελίχθηκε κανονικά το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προχωρεί στην έκδοση προνομιακού διατάγματος επειδή ενδεχομένως το πρωτόδικο δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα ένα νομικό σημείο (βλ. Αναφορικά με το Μάριο Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 398).  Το ίδιο συμβαίνει εκεί όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι έχει υπερβεί ή ότι καταχράστηκε τη δικαιοδοσία του απλώς και μόνο επειδή ερμήνευσε λανθασμένα ένα νομοθέτημα.  Δεν τίθεται θέμα αντικατάστασης, της κρίσης που διαμόρφωσε κατώτερο δικαστήριο αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Στο σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα» του Πέτρου Αρτέμη, σελ. 127-128, αναφέρεται ότι ο έλεγχος των κατωτέρων Δικαστηρίων με εντάλματα της φύσεως certiorari ή mandamus δεν περιλαμβάνει νομικά εσφαλμένες αποφάσεις ή λανθασμένη ερμηνεία νόμου.

 

Εις τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, είμαι ικανοποιημένος ότι ο Αιτητής απεκάλυψε, με το υλικό που παρουσίασε, συζητήσιμο στην ουσία θέμα.  Η υπόθεση Leymann και Aleksei Pustovarou, Υπόθεση C-388/08 PPU, ημερ. 1.12.2008 του Δ.Ε.Ε., στην οποία στηρίχθηκε το Κακουργιοδικείο, ξεκαθάρισε τις επιτρεπόμενες μεταβολές, μεταξύ των στοιχείων του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης (ΕΕΣ) βάσει στου οποίου εξεδόθη ο εκζητούμενος και των στοιχείων ου περιλαμβάνονται στο Κατηγορητήριο στη μεταγενέστερη ποινική διαδικασία.  Οι σκέψεις 57 και 63 της άνω απόφασης επί της οποίας στηρίχθηκε και το Κακουργιοδικείο αναφέρουν:

 

"57.   Για να προσδιοριστεί αν πρόκειται ή όχι για άλλη παράβαση πλην εκείνης η οποία προκάλεσε την παράδοση, πρέπει να εξακριβώνεται αν τα στοιχεία που συνθέτουν την αξιόποινη πράξη, σύμφωνα με τη νομική περιγραφή της εντός του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, είναι εκείνα για τα οποία παραδόθηκε ο καταζητούμενος και αν υπάρχει επαρκής αντιστοιχία μεταξύ των περιλαμβανομένων στο ένταλμα συλλήψεως στοιχείων και εκείνων της μεταγενέστερης διαδικαστικής πράξεως.  Μεταβολές όσον αφορά τον χρόνο και τον τόπο είναι αποδεκτές, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι απορρέουν από στοιχεία συλλεγέντα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που κινήθηκε εντός του κράτους εκδόσεως του εντάλματος σχετικά με τις πράξεις που περιγράφονται στο ένταλμα συλλήψεως, ότι δεν αλλοιώνουν τη φύση της αξιόποινης πράξεως και ότι δεν συνεπάγονται λόγο μη εκτελέσεως βάσει των άρθρων 3 και 4 της αποφάσεως - πλαισίου»

 

          ...........................

 

63.     Κατά συνέπεια, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, σε περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, μεταβολή στην περιγραφή της παραβάσεως, που αφορά την κατηγορία ναρκωτικών, δεν είναι ικανή από μόνη της να προσδιορίσει μιαν άλλη παράβαση πλην εκείνης η οποία προκάλεσε την παράδοση υπό την έννοια του άρθρου 27, παράγραφος 2, της αποφάσεως - πλαισίου.»

 

(η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

Παρενθετικά αναφέρεται ότι στην πιο πάνω υπόθεση ο ένας εκ των Κατηγορουμένων (Α. Leymann) συνελήφθη με Ε.Ε.Σ. για εισαγωγή παρανόμως στη Φινλανδία, με την βοήθεια συνεργών, μεγάλης ποσότητας αμφεταμινών, με σκοπό την μεταπώληση της.  Κατηγορήθηκε τελικά ότι εισήγαγε στην Φινλανδία 26 κιλά χασίς προς μεταπώληση.

 

Έχοντας υπόψιν τα πιο πάνω, η κατάληξη του Κακουργιοδικείου, είμαι της γνώμης ότι έχει καταδειχθεί από τον Αιτητή ότι υπάρχει στην ουσία συζητήσιμο θέμα. Το θέμα όμως δεν τελειώνει μέχρι εδώ.  Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Αιτητή προσπάθησε με αναφορά σε Νόμο, νομικά λεξικά και νομολογία, να πείσει ότι ο Αιτητής δεν έχει στη διάθεση του άλλο ένδικο μέσο.  Η ουσία της εισήγησης της, στηριζόμενη στα άρθρα 131 και 137 της Ποινικής Δικονομίας, ΚΕΦ. 155, είναι ότι ο Αιτητής δεν έχει στη διάθεση του το ένδικο μέσο της Έφεσης καθότι ο Κατηγορούμενος αρ. 1 δεν αθωώθηκε αλλά απαλλάγηκε από τις κατηγορίες 12-17.  Η απαλλαγή, σύμφωνα με την ευπαίδευτη συνήγορο, δεν σημαίνει και αθώωση.

 

Στην Γενική Εισαγγελέας (Αρ.4) (1995) 1 Α.Α.Δ. 537 (μονομελές σύνθεση), το Κακουργιοδικείο απήλλαξε τον Κατηγορούμενο γιατί  έκρινε πως παραβιάστηκε το συνταγματικό  του δικαίωμα για διάγνωση των εις βάρος του Κατηγοριών μέσα σε εύλογο χρόνο.  Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε «πως στην έννοια της αθώωσης εμπεριέχεται και η απαλλαγή όταν το Κακουργιοδικείο ασκεί τη δικαιοδοσία που του αναθέτει ο Νόμος».  Εν συνεχεία, ακολούθησε η Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γαβριήλ κ.α. (2004) 2 Α.Α.Δ. 596, όπου υιοθετήθηκαν τα όσα λέχθησαν στην Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 4) (άνω).  Εδώ δεν αμφισβητήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει το ζήτημα που ηγέρθη ενώπιον του.  Απόρροια όλων των πιο πάνω είναι ότι ο Γενικός Εισαγγελέας (Αιτητής) φαίνεται να έχει στη διάθεση του το ένδικο μέσο της Έφεσης έναντι της προσβαλλόμενης απόφασης σύμφωνα με το Άρθρο 137(Ι), εφόσον, σύμφωνα με την νομολογία, πρόκειται περί αθωωτικής απόφασης.

 

Δεδομένης της διαπίστωσης αυτής και το γεγονός ότι ο Αιτητής δεν προώθησε την αίτηση του επί τη βάσει ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις, καμία μνεία δεν υπάρχει περί αυτών στην αίτηση, οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα (βλ. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρείας Λτδ (άνω), η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.  Να σημειωθεί ότι και η ευπαίδευτος συνήγορος, σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου κατά την ακρόαση της αίτησης, δήλωσε ότι δεν προωθεί την αίτηση επί τη βάσει των εξαιρετικών περιστάσεων.

 

Δι΄ όλους τους πιο πάνω λόγους η Αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

                                                          Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο