ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A299
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 76/2012
15 Σεπτεμβρίου, 2017
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/Δ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσειόντων/Καθ΄ ων η Αίτηση,
- ΚΑΙ -
ΜΑΡΙΑΣ ΠΕΤΡΑΚΙΔΟΥ-ΡΟΥΣΣΟΠΟΥΛΟΥ,
Εφεσίβλητης/Αιτήτριας,
----------------------
Ανδρέας Χριστοφόρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Μιχάλης Ραφτόπουλος, για την Εφεσίβλητη.
----------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με την οποία κρίθηκε πως η απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας, εφεσείουσας, να τερματίσει την παροχή στην εφεσίβλητη-αιτήτρια ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, συνιστούσε παράβαση της Ειδικής Σύμβασης Απασχόλησης της εφεσίβλητης (στο εξής «η Ειδική Σύμβαση»), δυνάμει της οποίας η εφεσείουσα εργοδοτούσε την εφεσίβλητη από το 2004, και ότι ενήργησε εκτός των πλαισίων του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1971 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς και στις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας. Περαιτέρω, ότι η Δημοκρατία όφειλε να καταβάλει στην εφεσίβλητη όλες τις δαπάνες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στις οποίες υποβλήθηκε από τις 20.8.2008, ημερομηνία κατά την οποία τερμάτισε κάθε παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στην εφεσίβλητη.
Σύμφωνα με τα διαπιστωθέντα από το Δικαστήριο γεγονότα, όπως καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση:
«H Αιτήτρια είναι πολίτης της Δημοκρατίας και από την 1.12.2004 υπηρετεί στη θέση Γραφέα/Αρχειοφύλακα στην Πρεσβεία της Δημοκρατίας στην Αθήνα και αποτελεί μέρος του προσωπικού που υπηρετεί στην εκεί διπλωματική αποστολή.
Η Αιτήτρια προσλήφθηκε ως επιτόπιο προσωπικό. Στη Σύμβαση Απασχόλησης Επιτόπιου Προσωπικού (στο εξής «η Ειδική Σύμβαση»), την οποία η Αιτήτρια αποδέχθηκε, περιλαμβάνονται οι βασικοί όροι απασχόλησης της και τα διάφορα ωφελήματα ή επιδόματα που παραχωρούνται στο επιτόπιο προσωπικό.
Σύμφωνα με τον όρο 11 της Ειδικής Σύμβασης:
«Παρέχεται ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σύμφωνα με τη νομοθεσία της οικείας χώρας όπου τούτο επιβάλλεται δια νόμου, ή σύμφωνα με το εθνικό Σχέδιο Υγείας της χώρας. Όπου τούτο δεν επιβάλλεται με νομοθεσία ή δεν υπάρχει εθνικό Σχέδιο Υγείας, αυτή παρέχεται με βάση τους πιο κάτω όρους:
(α) Στην περίπτωση προσωπικού που προσλαμβάνεται στην Κύπρο αλλά αποστέλλεται στο εξωτερικό ως επιτόπιο προσωπικό θα παρέχεται ιατροφαρμακευτική περίθαλψη όπως στο μόνιμο προσωπικό της οικείας Διπλωματικής Αποστολής.
(β) στην περίπτωση προσωπικού που προσλαμβάνεται στην οικεία χώρα είτε αυτό προέρχεται από πολίτες της χώρας είτε όχι, θα παρέχεται ιατροφαρμακευτική περίθαλψη με βάση τους όρους του μόνιμου προσωπικού της οικείας Διπλωματικής Αποστολής εξαιρουμένων, όμως, των μελών των οικογενειών τους.»
Με την πρόσληψη της, η Αιτήτρια εντάχθηκε στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ελλάδας (ΙΚΑ), καταβάλλοντας σχετικές εισφορές, με αποτέλεσμα να αποκτήσει δικαίωμα δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σύμφωνα με τη νομοθεσία κοινωνικών ασφαλίσεων της Ελλάδας, που παρέχεται σε όλους όσοι είναι εγγεγραμμένοι και καταβάλλουν εισφορές στο ΙΚΑ, ρύθμιση που συνάδει με τον όρο 11 της Ειδικής Σύμβασης.
Κατόπιν αιτήματος της Αιτήτριας ημερ. 6.12.2006, το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Δημοκρατίας αποδέχθηκε όπως η Αιτήτρια καταβάλλει εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Δημοκρατίας από 1.1.2007. Η αποδοχή του αιτήματος έγινε με βάση τις διατάξεις του Κοινοτικού Κανονισμού 1408/71 της Ε.Ε. «Περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας». Παράλληλα μερίμνησε ώστε να διαγραφεί από το ΙΚΑ Ελλάδας. Έτσι από 1.1.2007 η Δημοκρατία παρείχε στην Αιτήτρια δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και η Πρεσβεία άρχισε να καλύπτει τις ιατρικές της δαπάνες, με την προσκόμιση των σχετικών αποδείξεων, όπως γινόταν και με το προσωπικό της διπλωματικής αποστολής που είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι.
Με επιστολή ημερ. 20.6.2008 με θέμα: «Ένταξη Προσωπικού Πρεσβείας Αθηνών στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεως της Κύπρου και παροχής σ΄ αυτό ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης με βάση τον Κανονισμό 1408/71», η Πρεσβεία ζήτησε από την Αιτήτρια όπως συμπληρώσει και υποβάλει στις αρμόδιες ελληνικές αρχές το έντυπο Ε106, ανακοινώνοντας της ότι από την ίδια μέρα της τερμάτιζαν οποιαδήποτε παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και ότι οφείλει να ενεργεί στα πλαίσια του προαναφερόμενου Κανονισμό»
Η εφεσίβλητη, ανέφερε περαιτέρω, καταθέτοντας πρωτοδίκως, ότι παρόλο που το Υπουργείο Υγείας απέστελλε το έντυπο Ε106 κάθε χρόνο σε όλο το προσωπικό δεν το υπέγραφε κανένας. Γι' αυτό, θεώρησε ότι δεν ήταν σωστό να το υποβάλει και μετά από συμβουλή του δικηγόρου της. Με την υποβολή του εντύπου, θα εφοδιαζόταν με βιβλιάριο του ΙΚΑ και θα δικαιούτο δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη από την Ελλάδα, όπως απολάμβαναν κάποιοι συνάδελφοι της από το επιτόπιο προσωπικό που υπέβαλαν το έντυπο. Μετά τις 20.8.2008, υπεβλήθη σε διάφορες ιατρικές δαπάνες, για τις οποίες η Πρεσβεία της Δημοκρατίας στη Ελλάδα αρνήθηκε να της καταβάλει οποιοδήποτε ποσό.
Όπως σημειώνεται και στην πρωτόδικη απόφαση, το έντυπο Ε106 αποτελεί βεβαίωση δικαιώματος παροχών ασθενείας και μητρότητας σε είδος για πρόσωπα που κατοικούν σε χώρα άλλη από την αρμόδια χώρα, εν προκειμένω την Κύπρο.
Υποστηρίχθηκε πρωτοδίκως από την εφεσείουσα ότι σημασία είχε πως το εθνικό Σύστημα Υγείας της Ελλάδας, θα παρείχε δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στην εφεσίβλητη αν το ζητούσε, υποβάλλοντας το έντυπο Ε106 που εκδίδεται από το Υπουργείο Υγείας της Δημοκρατίας στις αρμόδιες Ελληνικές Αρχές. Από τη στιγμή δε που στο κράτος που εργαζόταν η εφεσίβλητη παρέχεται δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη από εθνικό Σύστημα Υγείας, η εφεσίβλητη δεν είχε δικαίωμα για δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη της δικής της επιλογής. Συνεπακόλουθα, δεν είχαν εφαρμογή οι παράγραφοι (α) και (β) του όρου 11 της Ειδικής Σύμβασης.
Από την άλλη πλευρά, ο ευπαίδευτος συνήγορος για την εφεσίβλητη εισηγήθηκε ότι επειδή η εφεσίβλητη ήταν ενταγμένη στο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων της Δημοκρατίας και δεν ήταν ενταγμένη σε σχέδιο υγείας της Ελλάδας, ούτε προβλεπόταν από τη νομοθεσία της Ελλάδας οτιδήποτε σχετικά με την παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, είχε δικαίωμα σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη δυνάμει του όρου 11(β) της Ειδικής Σύμβασης. Δεν είχε δικαίωμα να υποβάλει το έντυπο Ε106 με βάση τα άρθρα 4 και 19 του Κανονισμού (ΕΟΚ)1408/71, όπως ισχυριζόταν η Δημοκρατία, αφού δεν είχε δικαίωμα σε δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη δυνάμει της νομοθεσίας της Δημοκρατίας, το οποίο αποτελούσε προϋπόθεση εφαρμογής των προνοιών του Κανονισμού.
Αποδεχόμενο, ουσιαστικά, τις θέσεις της εφεσίβλητης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι για να έχει εφαρμογή ο Κανονισμός 1408/71 και κατ' επέκταση να παρέχεται το δικαίωμα υποβολής του εντύπου Ε106:
«.θα πρέπει το δικαίωμα σε παροχές ασθένειας και μητρότητας να προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία. Στην προκειμένη όμως περίπτωση δεν υπάρχει νομοθεσία της Δημοκρατίας που να παρέχει στην Αιτήτρια δωρεάν φαρμακευτική περίθαλψη. Τέτοιο δικαίωμα δεν παρέχεται από τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο, όπου η Αιτήτρια είναι ασφαλισμένη, αλλά ούτε και από οποιοδήποτε άλλο εσωτερικό νόμο .
Επομένως το δικαίωμα της Αιτήτριας για δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι καθαρά συμβατικό και προκύπτει μέσα από την Ειδική Σύμβαση. Οι συμβάσεις όμως δεν περιλαμβάνονται εντός της ερμηνευτικής διάταξης του όρου «νομοθεσία» του Κανονισμού 1408/71. Συνεπώς, η παροχή δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στην Αιτήτρια, με βάση τα ενώπιον μας τιθέμενα γεγονότα, δεν εμπίπτει στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού και η Αιτήτρια δικαιολογημένα δεν υπέβαλε στο ΙΚΑ το έντυπο Ε106. »
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με δύο λόγους έφεσης. Ο πρώτος αφορά στην ερμηνεία της Ειδικής Σύμβασης η οποία, κατά την εφεσείουσα, δεν έτυχε σωστής ερμηνείας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού προέβλεπε με σαφήνεια πως αν στον τόπο απασχόλησης υπάρχει Εθνικό Σχέδιο Υγείας - και στην Ελλάδα υφίσταται - τότε ο εργοδότης δεν έχει οποιαδήποτε υποχρέωση παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη δεν είχε υποχρέωση να υποβάλει το έντυπο Ε106 στο ΙΚΑ Ελλάδας για εξασφάλιση δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης από τον εν λόγω Οργανισμό.
Αφετηρία εξέτασης των ζητημάτων που εγείρονται με την έφεση είναι η ίδια η σύμβαση, η οποία ρυθμίζει τους όρους εργοδότησης της εφεσίβλητης, συμπεριλαμβανομένων των περί της ιατροφαρμακευτικής της περίθαλψης, με σκοπό τη διαπίστωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, το θέμα της παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Σε αυτούς εστιάζεται ο πρώτος λόγος έφεσης, στα πλαίσια του οποίου προβάλλεται η θέση της εφεσείουσας, με αναφορά στον όρο 11 της Ειδικής Σύμβασης, ότι ανεξάρτητα από πού ήταν ασφαλισμένη η εφεσίβλητη, η εφεσείουσα απαλλάσσεται των συμβατικών της υποχρεώσεων έναντι της για δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, από τη στιγμή που στη χώρα απασχόλησης λειτουργεί Εθνικό Σχέδιο Υγείας. Αναπτύσσοντας τον λόγο έφεσης στο περίγραμμα αγόρευσης, η εφεσείουσα εισηγείται αυτό που εισηγήθηκε και πρωτόδικα, ότι αφού η εφεσίβλητη θα δικαιούτο σε δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη από το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Ελλάδος, οι παράγραφοι (α) και (β) του όρου 11 της Ειδικής Σύμβασης, δεν εφαρμόζονται.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καίτοι παραθέτει την επίδικη πρόνοια στην απόφαση του, δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ερμηνεία της. Η συμβατική υποχρέωση, βάσει των σαφέστατων προνοιών του όρου 11 της Ειδικής Σύμβασης είναι η παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σύμφωνα με τη νομοθεσία της οικείας χώρας, εδώ της Ελλάδας, όπου τούτο επιβάλλεται δια νόμου, ή σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο Υγείας της χώρας. Στην περίπτωση, λοιπόν, που νόμος το επιβάλλει ή υφίσταται εθνικό Σχέδιο Υγείας, στο οποίο εργοδοτούμενος μπορεί να ενταχθεί ή από το οποίο μπορεί να απολαμβάνει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, οι πρόνοιες του όρου 11(α) και (β) της Ειδικής Σύμβασης δεν εφαρμόζονται. Εν προκειμένω ενδιαφέρει ειδικότερα η παράγραφος (β) του όρου, σύμφωνα με την οποία όταν δεν υπάρχει εθνικό Σχέδιο Υγείας, παρέχεται στο προσωπικό που προσλαμβάνεται στην οικεία χώρα, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη με βάση τους όρους του μόνιμου προσωπικού της οικείας Διπλωματικής Αποστολής. Αυτή την έννοια μεταδίδει το κείμενο του συγκεκριμένου όρου, όπως εντάσσεται στο πλαίσιο της Ειδικής Σύμβασης, στο μέσο λογικό άνθρωπο (βλ. Θεολόγου κ.ά. ν. Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ,(1998) 1 Α.Α.Δ. 407). Μόνο όταν δεν υπάρχει εθνικό Σχέδιο Υγείας, όπως αναφέρεται ανωτέρω, γεννάται δικαίωμα στον εργοδοτούμενο για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη δυνάμει του όρου 11(β). Το δε βάρος απόδειξης βαρύνει αυτό που επικαλείται την ύπαρξη του δικαιώματος, εν προκειμένω την εφεσίβλητη.
Σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε ότι καίτοι σημειώνεται στη σελίδα 6 της εκκαλούμενης απόφασης η θέση της εφεσίβλητης ότι στην Ελλάδα δεν λειτουργεί Σχέδιο Υγείας, θέση που επαναλαμβάνεται στο περίγραμμα αγόρευσης της, δεν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, προφανώς επειδή δεν αποτελούσε επίδικο θέμα με βάση τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων. Μάλιστα, η όλη προσέγγιση του Δικαστηρίου, για την οποία η εφεσίβλητη δεν παραπονείται, παίρνει ως δεδομένο ότι στην Ελλάδα υφίσταται Σχέδιο Υγείας, θεωρώντας ότι το ζητούμενο ήταν το κατά πόσο η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 να επωφεληθεί δωρεάν ιατρικής περίθαλψης δυνάμει του σχεδίου αυτού. Ερώτημα που αναδεικνυόταν και από το λόγο που πρόβαλε η εφεσίβλητη για να δικαιολογήσει τη μη υποβολή του εντύπου Ε106, ότι, δηλαδή, δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 19 του εν λόγω Κανονισμού.
Αποτελεί κοινό τόπο ότι η υποβολή του εντύπου Ε106 στο ΙΚΑ από την εφεσίβλητη θα της εξασφάλιζε δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Ό,τι απαιτείτο από τη Δημοκρατία ήταν η λήψη όλων των αναγκαίων από πλευράς της διαβημάτων, ώστε να καταστεί δυνατή η εκπλήρωση της συμβατικής της υποχρέωσης για παροχή δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στην εφεσίβλητη, σύμφωνα με το εθνικό Σχέδιο Υγείας της οικείας χώρας. Σε αυτό απέβλεπε η αποστολή στην εφεσίβλητη του εντύπου Ε106 - εφόσον η εφεσίβλητη ήταν ασφαλισμένη στη Δημοκρατία - σύμφωνα με το άρθρο 17 του Κανονισμού 574/72[1] στον οποίο προβλέπονταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, οι κανόνες πρακτικής εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71. Αρμόδιος δε φορέας για τους σκοπούς εφαρμογής των άρθρων 16-19 του εν λόγω Κανονισμού στην Ελλάδα ήταν, σύμφωνα με το Παράρτημα 2, το ΙΚΑ. Η εφεσίβλητη επέλεξε, για τους λόγους που πρόβαλε, να μην υποβάλει το έντυπο. Δεν μπορεί να οικοδομήσει επί της δικής της παράλειψης για να διεκδικήσει ωφελήματα στη βάση του όρου 11(β) της Ειδικής Σύμβασης. Δεν έχει αποδειχθεί, εξάλλου, ότι ανεξάρτητα από τη δυνατότητα ή μη εξασφάλισης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης βάσει των σχετικών προνοιών του Κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, υπήρχε αδυναμία επανένταξης της εφεσίβλητης στο ΙΚΑ, από το οποίο είχε αποκτήσει - με την καταβολή σχετικών εισφορών - πριν την ασφάλιση της από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Δημοκρατίας και την επακόλουθη διαγραφή της, δικαίωμα δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σύμφωνα με τη νομοθεσία κοινωνικών ασφαλίσεων της Ελλάδας.
Για τους πιο πάνω λόγους, ο πρώτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει. Ενόψει της κατάληξης μας, δεν συντρέχει λόγος εξέτασης του δεύτερου λόγου έφεσης.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα, τόσον πρωτόδικα όσον κατ' έφεση, υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] «Άρθρο 17
Παροχές εις είδος σε περίπτωση κατοικίας σε Κράτος μέλος άλλο από το αρμόδιο Κράτος
Για να λάβει παροχές εις είδος δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού, ο εργαζόμενος υποχρεούται να εγγραφεί ο ίδιος και τα μέλη της οικογενείας του στον φορέα του τόπου κατοικίας, προσκομίζοντας βεβαίωση που να πιστοποιεί ότι δικαιούται αυτές τις παροχές εις είδος, για τον ίδιο και τα μέλη της οικογενείας του. Η βεβαίωση αυτή εκδίδεται από τον αρμόδιο φορέα, ενδεχομένως βάσει πληροφοριών του εργοδότου. Αν ο εργαζόμενος ή τα μέλη της οικογενείας του δεν προσκομίσουν τη βεβαίωση αυτή, ο φορέας του τόπου κατοικίας απευθύνεται στον αρμόδιο φορέα για να την λάβει.»