ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Wortham Wilfrid και Άλλοι ν. Ντίνας Κώστα Τσίμον και Άλλων (2001) 1 ΑΑΔ 1442
Σοφοκλέους Σοφοκλής ν. Kυριακής Tσεσμέλογλου (Αρ. 1) (2011) 1 ΑΑΔ 773
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2017:A307
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 6/2014)
20 Σεπτεμβρίου, 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
(Αίτηση/Εφεση 164/2005)
ΑΝΝΟΥΛΛΑ ΑΝΔΡΕΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
Εφεσείουσα/Αιτήτρια,
και
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΚΩΣΤΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσίβλητη/Καθ΄ ης η Αίτηση.
(Αίτηση/Εφεση 165/2005)
ΑΝΝΟΥΛΛΑ ΑΝΔΡΕΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
Εφεσείουσα/Αιτήτρια,
και
1. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗ ΣΚΩΤΤΗ,
2. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΙΩΑΝΝΗ ΣΚΩΤΤΗ,
3. ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΙΩΑΝΝΗ ΣΚΩΤΤΗ,
Εφεσίβλητοι/Καθ΄ ων η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Κ. Χατζηιωάννου και Σιβιτανίδης για Θ. Ιωαννίδη, για την Εφεσείουσα.
Π. Παπαγεωργίου, για τους Εφεσίβλητους και στις δύο εφέσεις.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Το θέμα που απασχολεί εν προκειμένω, είναι εάν έφεση σε σχέση με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου επί αίτησης-έφεσης δυνάμει του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, πρέπει να καταχωρηθεί στην προθεσμία των 14 ημερών. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, η παρούσα έφεση θα πρέπει να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη, εφόσον είναι κοινό έδαφος ότι καταχωρήθηκε 41 ημέρες μετά την εκκαλούμενη απόφαση.
Τίθεται συνεπώς το ερώτημα κατά πόσον ισχύει ο Καν. 13 των περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Κανονισμών του 1956, ο οποίος έχει ως εξής:
«13. Where an appeal lies under the Law from any order of the District Court such appeal should be brought within fourteen days after the making of such order, and the provisions of Order 35 of the Civil Procedure Rules, relating to appeals, shall apply."
Η αίτηση-έφεση καταχωρήθηκε δυνάμει των Κανονισμών του 1956. Σχετική είναι η Δ.35 θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας:
«2. Subject and without prejudice to the power of the Court of Appeal under Order 57, Rule 2, no appeal from any interlocutory order, or from an order, whether final or interlocutory, in any matter not being an action, shall be brought after the expiration of fourteen days, and no other appeal shall be brought after the expiration of six weeks, unless the Court or Judge, at the time of making the order or at any time subsequently, or the Court of Appeal shall enlarge the time. The said respective periods shall be calculated from the time that the judgment or order becomes binding on the intending appellant, or in the case of the refusal of an application, from the date of such refusal. Such deposit or other security for the costs to be occasioned by any appeal shall be made or given as may be directed under special circumstances by the Court of Appeal..»
Σύμφωνα με την εφεσείουσα το ότι η αίτηση εγείρεται με βάση τους Κανονισμούς (Rules) του 1956 δεν είναι το σημαντικό στοιχείο. Το σημαντικό για να κριθεί το θέμα της προθεσμίας είναι το «κατά πόσον η εκκαλούμενη απόφαση είναι διαταγή ή απλώς απόφαση», οπότε και η προθεσμία είναι 42 ημέρες.
Είναι η περαιτέρω εισήγηση της εφεσείουσας ότι εφ΄ όσον το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις-εφέσεις για έκδοση διαταγών που να ακυρώνουν τις αποφάσεις του Διευθυντή του Κτηματολογίου δεν μπορούμε να ομιλούμε για «διαταγή» (order) εντός του Κανονισμού 13 ανωτέρω (και της Δ.35 θ. 2). Το Δικαστήριο, σύμφωνα με τον ως άνω συλλογισμό, εξέδωσε απόφαση απορρίπτοντας τις αιτήσεις, οπότε πρόκειται για «απόφαση» (judgment) με 42 ημέρες προθεσμία.
Από την εφεσείουσα τίθεται ακόμα και θέμα αντισυνταγματικότητας των Κανονισμών του 1956. Επειδή, σύμφωνα με την εφεσείουσα, οι Κανονισμοί αυτοί εκδόθηκαν (υπό του Κυβερνήτου) πριν την ίδρυση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και πριν το Σύνταγμα, δεν διασώζονται από οποιαδήποτε συνταγματική διάταξη. Επικαλείται η πλευρά της Εφεσείουσας παραβίαση του ΄Αρθρου 28 (αρχή της ισότητας) και του ΄Αρθρου 163(1) και (2) (εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδίδει Διαδικαστικούς Κανονισμούς).
Αντίθετη φυσικά είναι η θέση των εφεσιβλήτων, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η έφεση είναι εκπρόθεσμη με βάση κυρίως το ίδιο το περιεχόμενο των ΄Αρθρων 80 και 81 του Κεφ. 224[1]. Περαιτέρω είναι η θέση τους ότι μετά από προηγούμενη απόφαση του Εφετείου στις 9.12.2014, η παρούσα έφεση, «ουσιαστικά λαθροβιώνει».
Η απόφαση αυτή εξεδόθη επί αίτησης της εφεσείουσας ημερομηνίας 21.5.2014 για παράταση του χρόνου καταχώρησης της έφεσης. Σημειώνεται ότι η έφεση είχε καταχωρηθεί χωρίς προηγουμένως να εξασφαλισθεί άδεια. Και η εφεσείουσα διά της τότε αίτησής της ζητούσε «διάταγμα ή δήλωση του Δικαστηρίου ότι η έφεση καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα» αλλά και διάταγμα για παράταση του χρόνου εντός του οποίου μπορεί να καταχωρηθεί έφεση.
Το Εφετείο, εξετάζοντας τις εκατέρωθεν θέσεις και το πιο πάνω ιστορικό, απέρριψε την αίτηση καταλήγοντας ως εξής:
«Εξετάζοντας αρχικά τη θεραπεία (Α), που επιζητείται με την αίτηση, υπό το φως των εισηγήσεων του κ. Ιωαννίδη, προκύπτει ότι αυτό που επιδιώκεται είναι ουσιαστικά η παροχή γνωμάτευσης ως προς την εγκυρότητα της καταχωρηθείσας έφεσης. Προς τούτο μάλιστα, τίθεται προς εξέταση και θέμα κατά πόσο συγκεκριμένοι Διαδικαστικοί Κανονισμοί έχουν επιβιώσει του Συντάγματος. Προκύπτει όμως μία παραδοξότητα από τις υποβληθείσες θέσεις. Η πλευρά της αιτήτριας ακόμη και μετά τη διαπίστωση ότι υπάρχει ο Κανονισμός 13 των περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Διαδικαστικών Κανονισμών του 1956[*], εξακολουθεί να θεωρεί ότι η ορθή προθεσμία καταχώρησης έφεσης στην παρούσα περίπτωση είναι αυτή των 42 ημερών. Άλλωστε, αυτή τη θέση προώθησε ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν αφήνει όμως τη διαδικασία να εξελιχθεί στα πλαίσια της έφεσης, θέλοντας να διαβεβαιώσει, με προκαταρκτική γνωμοδότηση ουσιαστικά από το Εφετείο, ότι η θέση της είναι ορθή και, ακολούθως, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι δεν είναι ορθή, να επιτύχει τη νομιμοποίηση της ήδη καταχωρηθείσας έφεσης με τις επιδιωκόμενες υπό στοιχεία (Β) και (Γ) θεραπείες.
Δεν είναι όμως επιτρεπτό για το Εφετείο, στα πλαίσια εξέτασης της παρούσας αίτησης, να καταστεί γνωμοδοτικό όργανο και να αποφασίσει κατά πόσο η έφεση που καταχωρήθηκε έχει καταχωρηθεί εμπρόθεσμα ή όχι. Ένα τέτοιο ζήτημα αποφασίζεται στα πλαίσια της έφεσης με όλες τις παρεπόμενες συνέπειες.
Αναφορικά με τις θεραπείες που ζητούνται υπό στοιχεία Β και Γ και έχοντας υπόψη ότι στην προκείμενη περίπτωση η εφεσείουσα έχει ήδη προβεί σε καταχώρηση της έφεσης, αυτές παραμένουν άνευ αντικειμένου και, συνεπώς, είναι απορριπτέες. Η Δ.57 θ.2, την οποία επικαλείται η εφεσείουσα για παράταση του χρόνου καταχώρησης έφεσης, όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Σοφοκλέους ν. Τσεσμελόγλου (2011) 1 ΑΑΔ 773, 778, «δεν χρησιμοποιείται για την εκ των υστέρων προώθηση αιτήματος επέκτασης χρόνου όταν το διαδικαστικό διάβημα έχει ήδη ληφθεί. Η διάταξη αυτή θα είχε εφαρμογή εάν η υπό κρίση αίτηση εισαγόταν πριν την καταχώρηση της έφεσης. Η καταχώρηση της καθιστά την αίτηση άνευ αντικειμένου και χωρίς οποιοδήποτε υπόβαθρο.»
Εχουμε μελετήσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις. Βρίσκουμε ότι η ερμηνεία που δίδεται από την εφεσείουσα στον Κανονισμό 13 εκτός του ότι υπήρξε θεμελιακά αντίθετη με τη θέση της να επιδιώκει παράταση, είναι και λανθασμένη.
Η αντιφατικότητα στις θέσεις της εφεσείουσας όπως διαπιστώθηκε και από το Εφετείο ως άνω, θα λέγαμε, ότι συνεχίζει να ισχύει. Δεν είναι συμβατό με τη λογική να θεωρήσουμε ότι, αν το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγηθεί σε απόρριψη ή έγκριση μιας διαδικασίας, ανάλογα με το αποτέλεσμα διαφοροποιείται και η προθεσμία έφεσης. Αν ίσχυε η εισήγηση θα φθάναμε σε παράδοξα φαινόμενα. Περαιτέρω η εισήγηση, παρά την περί του αντιθέτου θέση του κ. Χατζηιωάννου, μ΄ όλο το σεβασμό, δεν συμβαδίζει με τη νομολογία αφού και στην υπόθεση Χαραλάμπους κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (Κύπρου) Λτδ, ΠΕ 311/2012, ημερ. 15.1.2015, ECLI:CY:AD:2015:A14, την οποία ο κ. Χατζηιωάννου επικαλέσθηκε, αναφέρεται ότι: « . εκείνο που μετρά είναι όχι αυτή καθ΄ εαυτή η φύση του διατάγματος που εκδόθηκε αλλά η αίτηση ή η διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε» δηλαδή, θα προσθέταμε, εν προκειμένω, η διαδικασία που προβλέπουν οι Κανονισμοί του 1956. Ακριβώς πρόκειται για ειδική διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας ισχύει ειδική πρόνοια για συγκεκριμένη προθεσμία έφεσης.
Περαιτέρω η, εν πάση περιπτώσει, γενικευμένη εισήγηση ότι δεν ισχύουν οι Κανονισμοί ως αντισυνταγματικοί, παραγνωρίζει τη νομική πραγματικότητα, όπως διαμορφώθηκε κατά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, αφού οι Κανονισμοί αυτοί (όπως και άλλοι) υιοθετήθηκαν ως παρέχοντες τις διαδικαστικές φόρμουλες ομού με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίοι επίσης θεσπίσθηκαν πριν τη Δημοκρατία (βλ. ΄Αρθρο 188 του Συντάγματος και Mildiades Christodoulou and the Republic 1 R.S.C.C. 1, Vassos Constantinou Kyriakides v. The Republic 4 R.S.C.C. 109. Σχετικός είναι επίσης ο Διαδικαστικός Κανονισμός ημερ. 17.12.1960, ο οποίος ορίζει ότι οι μέχρι την ανεξαρτησία θεσμοί εξακολουθούν να ισχύουν). Περαιτέρω, θα ήταν παράλογο να δεχθούμε ότι ενώ η ίδια η αίτηση-έφεση και η όλη διαδικασία έλαβε χώραν δυνάμει του Κεφαλαίου 224 (και δη του ΄Αρθρου 80) και των εν λόγω Κανονισμών, για την έφεση (και μόνον), ο Κ.13 ειδικά δεν θα ίσχυε ή θα ήταν αντισυνταγματικός. Σίγουρα δε η διαφοροποίηση προθεσμίας έφεσης ανάλογα με το θέμα δεν μπορεί να νοηθεί ότι παραβιάζει το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος.
Θα επαναλάβουμε αυτά που τέθηκαν στην Wortham κ.ά. ν. Τσίμον κ.ά. (2001) 1 ΑΑΔ 1442 (με αναφορά στην αγγλική υπόθεση White v. Brunton (1984) 2 All E.R. 606):
«Με αναφορά στην προηγούμενη νομολογία εξηγείται πως, όπως διαμορφώθηκαν τα πράγματα, εκείνο που μετρά είναι όχι αυτή καθ΄ εαυτή η φύση του διατάγματος που εκδόθηκε αλλά η αίτηση ή η διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε. Για το συζητούμενο σκοπό, τελικό είναι το διάταγμα που εκδίδεται στο πλαίσιο αίτησης ή διαδικασίας που θα απέληγε σε τελική επίλυση του επίδικου θέματος, όποιος από τους διαδίκους και αν κέρδιζε.» (ο τονισμός είναι του παρόντος Εφετείου).
Εν προκειμένω, το ίδιο το πλαίσιο της διαδικασίας καθορίζει ρητά την προθεσμία έφεσης και αυτό βεβαίως ισχύει.
Αφ΄ ης στιγμής το αίτημα για παράταση δεν προηγήθηκε της καταχώρησης της έφεσης, η έφεση είναι θνησιγενής και απορρίπτεται. Τα έξοδα, ως θα υπολογισθούν, επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
[1] 80. Κάθε πρόσωπο το οποίο έχει παράπονο κατά οποιασδήποτε διαταγής, ειδοποίησης ή απόφασης του Διευθυντή, που διενεργήθηκε, δόθηκε ή λήφθηκε δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού δύναται, εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτόν της διαταγής αυτής, ειδοποίησης ή απόφασης να υποβάλει έφεση στο Δικαστήριο και το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει επί αυτής τέτοιο διάταγμα ως ήθελε είναι δίκαιο αλλά, κανένα Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται οποιασδήποτε αγωγής ή διαδικασίας επί οποιουδήποτε ζητήματος σε σχέση με το οποίο ο Διευθυντής έχει εξουσία να ενεργεί δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού, εκτός με έφεση όπως προνοείται στο άρθρο αυτό:
Νοείται ότι το Δικαστήριο δύναται, αν ικανοποιηθεί ότι λόγω απουσίας από τη Δημοκρατία, ασθένειας ή άλλης εύλογης αιτίας το παραπονούμενο πρόσωπο εμποδίζετο από του να υποβάλει έφεση εντός της περιόδου των τριάντα ημερών, να παρατείνει την προθεσμία εντός της οποίας δύναται να υποβληθεί έφεση υπό τέτοιους όρους όπως αυτό ήθελε θεωρήσει σκόπιμο.
81. Όταν υποβάλλεται έφεση στο Δικαστήριο όπως προνοείται στο άρθρο 80, το διάταγμα του Δικαστηρίου είναι τελικό και δεν υφίσταται δικαίωμα έφεσης εναντίον αυτού εκτός όταν συνεπάγεται ζήτημα προσωπικού θεσμού ή όταν το ποσό υπό αμφισβήτηση υπερβαίνει τις είκοσι πέντε λίρες:
Νοείται ότι κάθε πρόσωπο, περιλαμβανομένου του Διευθυντή, το οποίο έχει παράπονο κατά οποιουδήποτε διατάγματος του Δικαστηρίου επί οποιασδήποτε έφεσης δυνάμει του άρθρου 80, δύναται να υποβάλει έφεση εναντίον αυτού στο Ανώτατο Δικαστήριο επί οποιουδήποτε νομικού σημείου.