ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Μιχάλης Σιδεράς με Γιάννη Ηλιάδη, για τους Εφεσείοντες. Πέτρος Μιχαήλ εκ μέρους του Κωνσταντίνου Καλαβά, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-09-28 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο L.C.A. DOMIKI LIMITED ν. ICE DEVELOPERS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 473/2011, 28/9/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A323

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 473/2011)

 

28 Σεπτεμβρίου, 2017.

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

L.C.A. DOMIKI LIMITED,

 

Εφεσείοντες/Ενάγοντες

 

-          ΚΑΙ  -

 

ICE DEVELOPERS LTD,

 

Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι,

------------------------

Μιχάλης Σιδεράς με Γιάννη Ηλιάδη, για τους Εφεσείοντες.

Πέτρος Μιχαήλ εκ μέρους του Κωνσταντίνου Καλαβά, για τους Εφεσίβλητους.

----------------------

  

    ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.

 

----------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

   ΠΑΝΑΓΗ, Δ:-  Οι εφεσείοντες-ενάγοντες, καταχώρησαν την υπ' αρ. Αγωγή 13377/2011 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αξιώνοντας από τους εφεσίβλητους-εναγόμενους το ποσό των €15.386.32 ως οφειλόμενο για πωληθέντα και παραδοθέντα εμπορεύματα, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.  Τόσο οι ενάγοντες όσο και οι εναγόμενοι, όπως φαίνεται από τον τίτλο της διαδικασίας, είναι νομικά πρόσωπα εκ Λευκωσίας και Πάφου, αντίστοιχα.

 

Έξι μήνες περίπου μετά την καταχώρηση υπεράσπισης από τους εφεσίβλητους, οι εφεσείοντες καταχώρισαν αίτηση για συνοπτική απόφαση.  Ανάμεσα στα όσα οι εφεσίβλητοι διατύπωσαν ως λόγους ένστασης πρόβαλαν ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στερείτο κατά τόπο αρμοδιότητας να εκδικάσει την μεταξύ των διαδίκων διαφορά και ότι αρμόδιο, όπως διατείνονταν, ήταν το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου.  Θέση η οποία προβλήθηκε επίσης, ως προδικαστική ένσταση, στην ήδη καταχωρηθείσα υπεράσπιση.

 

Το Δικαστήριο θεώρησε ότι προτεραιότητα είχε η εξέταση του ζητήματος της δικαιοδοσίας, λόγω της πιθανής καταλυτικής του σημασίας για την περαιτέρω προώθηση της αίτησης αλλά και της αγωγής.  Εξετάζοντας το ζήτημα, σημείωσε ότι το εγγεγραμμένο γραφείο των εφεσιβλήτων βρισκόταν στην Πάφο, ενώ ο υπεύθυνος του καταστήματος των εφεσειόντων στην Πάφο, ομνύων στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση τους, επιβεβαίωσε πως όλες οι πωλήσεις προς τους εφεσίβλητους λάμβαναν χώρα μέσω του ιδίου, δηλαδή από το εν λόγω κατάστημα της Πάφου, και εκτελούνταν σύμφωνα με τις οδηγίες των εφεσιβλήτων.   Μετά δε από κάθε παράδοση εμπορευμάτων, ο ίδιος προσωπικά επικύρωνε ανελλιπώς, με εκπρόσωπο των εφεσιβλήτων, ότι οι παραδόσεις γίνονταν κανονικά.  Για τον τόπο πληρωμής, δεν αναφερόταν οτιδήποτε στην έκθεση απαίτησης αλλά ούτε στην αίτηση για συνοπτική απόφαση ή στη συνοδευτική της ένορκη δήλωση, ενώ η θέση των εφεσιβλήτων στη δική τους ένορκη δήλωση, ότι όλες οι πληρωμές προς τους εφεσείοντες γίνονταν στην Πάφο, όπως παρατήρησε, παρέμεινε αναντίλεκτη.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε και στη νομική πτυχή του θέματος, ιδιαίτερα στις πρόνοιες του άρθρου 21(1)(α)(β) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν14/60, όπως έχει τροποποιηθεί καθώς και σε σχετική επί του θέματος νομολογία[1], αποδέχτηκε τη θέση των εφεσιβλήτων, κρίνοντας ότι στερείτο κατά τόπο αρμοδιότητας να εκδικάσει την μεταξύ των διαδίκων αγωγή και πως αρμόδιο ήταν το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου. Συνακόλουθα, ανέστειλε την ενώπιον του διαδικασία και παρέπεμψε την υπόθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου για την εκδίκαση της από το στάδιο στο οποίο βρισκόταν.

 

Η έφεση, όπως έχει περιοριστεί κατά τη συζήτηση της ενώπιόν μας, μετά και την απόσυρση του δεύτερου λόγου έφεσης, στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στερείτο κατά τόπο δικαιοδοσίας να επιληφθεί της αγωγής, ως εσφαλμένης.

 

 Θεωρούν οι εφεσείοντες ότι το Δικαστήριο ενήργησε κάτω από πλάνη αναφορικά με το νόμο και τη νομολογία επί του θέματος και παρερμήνευσε το σκεπτικό υποθέσεων στις οποίες παρέπεμψε.  Ιδιαίτερη αναφορά από τους εφεσείοντες γίνεται στη Sartas (ανωτέρω) με την παρατήρηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε το σκεπτικό της μειοψηφίας, αγνοώντας  παντελώς το σκεπτικό της πλειοψηφίας, σύμφωνα με το οποίο ο προσδιορισμός του ενάγοντος, όπως και του εναγομένου, καθώς και η πλήρης διεύθυνσή τους προβλέπονται από τη Δ.2, θ.3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών ως συστατικά στοιχεία της οντότητας και της ταυτότητάς τους·  στην περίπτωση δε εταιρείας, το εγγεγραμμένο γραφείο της αποτελεί τη διεύθυνσή της.

 

Υποστηρίζοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλη της την έκταση, οι εφεσίβλητοι υπογραμμίζουν ότι οι μεταξύ των διαδίκων ρητές και εξυπακουόμενες συμφωνίες καθ' όλη τη διάρκεια της μεταξύ τους συνεργασίας, επέβαλλαν οι πληρωμές να πραγματοποιούνται στα εμπορικά καταστήματα των εφεσειόντων στην Πάφο, γι' αυτό και το πρωτόδικο Δικαστήριο, επικαλούμενο την υπόθεση Theofanous (ανωτέρω) έκρινε ότι αρμόδιο για να εκδικάσει την υπόθεση είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου.  

 

Όπως ορθά αναφέρεται στην εκκαλούμενη απόφαση, η νομολογία ορίζει ότι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να επιληφθεί οποιασδήποτε διαφοράς προσδιορίζεται από τα γεγονότα που συνθέτουν την απαίτηση και αποκλειστική πηγή αναζήτησης τους είναι η έκθεση απαίτησης, (βλ., μεταξύ άλλων, Sartas (ανωτέρω) και Μουρτζινός ν Global Cruises S.A. (1992) 1 ΑΑΔ 1160).  Ορθή είναι και η παρατήρηση του Δικαστηρίου ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν αναφερόταν οτιδήποτε στην έκθεση απαίτησης ή στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση για συνοπτική απόφαση για τον τόπο πληρωμής, σε αντίθεση με την ένορκη δήλωση που υποστήριζε την ένσταση των εφεσιβλητων στην οποία αναδεικνυόταν ως τόπος πληρωμής η Πάφος.  Δεν συμφωνούμε όμως με τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ενόψει της θέσης των εφεσιβλήτων αναφορικά με το ζήτημα της τοπικής αρμοδιότητας, οι εφεσείοντες έφεραν σχετικό βάρος απόδειξης στοιχειοθέτησης της ύπαρξης τοπικής αρμοδιότητας με μαρτυρία, κάτι που οι εφεσείοντες παρέλειψαν να πράξουν, με αποτέλεσμα η θέση των εφεσιβλήτων να παραμένει αναντίλεκτη.

 

Η θεώρηση αυτή των πραγμάτων από το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνωρίζει τη φύση της διαδικασίας της Δ.18 των περί Πολιτικής Δικονομίας  Θεσμών και, αναλόγως, της δικαιοδοσίας του δυνάμει αυτής. Σκοπός της συγκεκριμένης διάταξης είναι η παροχή στον ενάγοντα της δυνατότητας να πετύχει την έκδοση απόφασης, παρακάμπτοντας τη συνηθισμένη διεξαγωγή δίκης (trial), εφόσον ο ενάγων ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις που τίθενται στη Δ.18, Θ.1[2] το βάρος μετατοπίζεται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι έχει καλή υπεράσπιση και/ή ότι υπάρχουν τέτοια γεγονότα που να του δίνουν το δικαίωμα να υπερασπιστεί.  Συνοπτική απόφαση εκδίδεται μόνο όπου το Δικαστήριο διαπιστώνει πως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα διαφορά ώστε να δικαιολογείται η δίκη.  Όπως αναφέρεται στην Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ κ.ά. ν Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (Αρ.1) (2001) 1 ΑΑΔ 418: «Τέτοια διαπίστωση γίνεται όταν το πράγμα είναι προφανές και όχι ως εγχείρημα αξιολόγησης και στάθμισης».

 

Στην προκειμένη περίπτωση, αν και δεν εγείρεται συγκεκριμένος λόγος με την έφεση, διαπιστώνεται η ανάγκη να μας απασχολήσει, ως θέμα δικαιοδοσίας, ο τρόπος με τον οποίο το Δικαστήριο χειρίστηκε την ενώπιον του αίτηση (βλ. Ironfx Global Limited v. Χριστάκης Αλεξάνδρου & Υιοί Λίμιτεδ, Πολιτική Έφεση αρ. Ε338/2016, ημερομηνίας 23.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:A103). Με την ικανοποίηση από τους εφεσείοντες των προϋποθέσεων που τίθενται στη Δ.18,θ.1, το βάρος μετατοπίστηκε στους εφεσίβλητους να αποδείξουν ότι είχαν καλή υπεράσπιση. Το ζητούμενο δεν ήταν αν τα γεγονότα ήταν πράγματι όπως ισχυρίζονταν οι εφεσίβλητοι, αλλά κατά πόσο οι ισχυρισμοί που προβάλλονταν από αυτούς θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παραχώρηση άδειας να προβάλουν υπεράσπιση σε σχέση με την απαίτηση των εφεσειόντων. Οι δε εφεσείοντες δεν είχαν υποχρέωση να απαντήσουν σε όλα όσα οι εφεσίβλητοι προέβαλαν με σκοπό να αποδείξουν την ύπαρξη καλής υπεράσπισης, η κατάδειξη της οποίας θα σφράγιζε την τύχη της αίτησης των εφεσειόντων παραπέμποντας τη διαφορά σε κανονική δίκη. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, λοιπόν, δεν έπρεπε, κατά την κρίση μας, στο στάδιο της αίτησης να αποφασίσει τελικά σε σχέση με τους ισχυρισμούς γεγονότων που πρόβαλλαν οι εφεσίβλητοι στην ένορκη δήλωση τους αναφορικά με την κατά τόπο αρμοδιότητα του, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τα όσα σχετικά διατείνονταν στην υπεράσπιση που είχαν ήδη καταχωρίσει. Το κατάλληλο στάδιο εξέτασης και απόφασης επί των θεμάτων που εγείρονταν στην ένορκη δήλωση και ειδικότερα το θέμα της κατά τόπο δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, ήταν αυτό της κανονικής ακροαματικής διαδικασίας.  Τότε είναι που οι δύο πλευρές θα έχουν την ευκαιρία να παρουσιάσουν τη μαρτυρία τους και το Δικαστήριο να προβεί στην αξιολόγηση της και στην εξαγωγή των συμπερασμάτων και ευρημάτων του σε σχέση με το θέμα της κατά τόπο δικαιοδοσίας. Ενεργώντας όπως ενήργησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπερέβη της δικαιοδοσίας που του παρείχετο δυνάμει της Δ.18.

 

Για τους πιο πάνω λόγους δικαιολογείται η επέμβαση μας προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Περαιτέρω, οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταδεικνύουν την ύπαρξη καλής υπεράσπισης ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους εφεσίβλητους να υπερασπισθούν στην εναντίον τους αγωγή στη βάση της ήδη καταχωρηθείσας υπεράσπισης.

 

Συνακόλουθα, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η διαταγή αναφορικά με τα έξοδα ακυρώνεται, ενώ η αίτηση για συνοπτική απόφαση απορρίπτεται.  Ως αποτέλεσμα, η αγωγή 1377/2011 να επιστραφεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας προς συνέχιση της εκδίκασης της.

 

Ενόψει της επιτυχίας της έφεσης αφενός και της αποτυχίας της αίτησης για συνοπτική απόφαση αφετέρου, δεν επιδικάζουμε έξοδα σε σχέση με την έφεση και την αίτηση για συνοπτική απόφαση.

 

 

                                                                                    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

                                                                                    Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

                                                                                    Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

/ΣΓεωργίου

  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Μεταξύ άλλων, Theofanous v. Georghiou (1969) 1 C.L.R. 203 και Sartas Importers-Distributors Ltd v. Μαρουλλή (2003) 1 Α.Α.Δ. 1446.

[2] 1.(a)  Where the defendant appears to a writ of summons specially indorsed under Order 2,Rule 6, the plaintiff may on affidavit made by himself, or by any other person who can swear positively to the facts, verifying the cause of action, and the amount claimed (if any), and stating that in his belief there is no defence to the action, apply for judgment for the amount so indorsed, together with interest (if any), or for the recovery of the land (with or without rent), or for the delivering up of a specific chattel, as the case may be, and costs.  And judgment for the plaintiff may be given thereupon, unless the defendant shall satisfy the Court that he has a good defence to the action on the merits, or disclose such facts as may be deemed sufficient to entitle him to defend.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο