ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A306
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 179/2011)
20 Σεπτεμβρίου 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
1. CHRISTOPHER SCOTTIS LTD,
2. OTHON GHALANOS LTD,
Εφεσείοντες
- ΚΑΙ -
1. SCOTTISH & NEWCASTLE INTERNATIONAL LTD,
2. H.P. BULMERS LTD,
Εφεσιβλήτων
------------------------------------------------
Μ. Παπαπέτρου (κα) για Σκορδή, Παπαπέτρου & Σια ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Πυρκώτου (κα) για Α. Νεοκλέους & Σια ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
-----------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Με βάση το πρωτοδίκως καταχωρηθέν ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, οι ενάγουσες-εφεσείουσες ήταν εταιρείες που ασχολούνταν με την εισαγωγή και διανομή οινοπνευματωδών ποτών, ενώ οι εναγόμενες-εφεσίβλητες ήσαν εταιρείες εγγεγραμμένες στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι διάδικοι με επιστολή ημερ. 16.11.1990, συμφώνησαν όπως οι εφεσείουσες καταστούν οι αποκλειστικοί αντιπρόσωποι και διανομείς των προϊόντων των εφεσιβλήτων από 1.2.1990, για όλη την επικράτεια της Δημοκρατίας. Η συμφωνία προνοούσε ότι αυτή θα ανανεωνόταν αυτομάτως κάθε δύο έτη, με εξάμηνη προειδοποίηση τερματισμού πριν τη λήξη κάθε διετίας. Η ανανέωση της συμφωνίας έλαβε χώραν για τελευταία φορά την 1.2.2004, με ισχύ επομένως μέχρι τις 31.1.2006, πλην όμως οι εφεσίβλητες με επιστολή τους ημερ. 29.3.2004, ήτοι, δεκαέξι μήνες νωρίτερα, τερμάτισαν τη συμφωνία με αποτέλεσμα, κατά τον ισχυρισμό των εφεσειουσών, να προκύψουν διάφορες ζημιές για τις οποίες και ήγειραν την αγωγή.
Τα ποσά που αξιώνονταν από τις εφεσείουσες αφορούσαν τα εξής: (i) ΛΚ332.257 απώλεια πωλήσεων για την περίοδο των δεκαέξι μηνών που κάλυπτε η επιστολή των εφεσιβλήτων που δόθηκε κατά παράνομο τρόπο πολύ προηγούμενα του δικαιώματος να τερματίσουν τη συμφωνία έξι μήνες πριν τη λήξη της διετίας, στη βάση των υπολογιζομένων πωλήσεων 33.460 χαρτονίων προς ΛΚ9.93 ανά κιβώτιο. (ii) ΛΚ185.890 λόγω της παραγγελίας 18.720 χαρτονίων μηλίτη που κατατέθηκε στις 7.7.2004 κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της συμφωνίας. (iii) ΛΚ109.885 για άλλη παραγγελία 17.160 χαρτονίων μηλίτη που δόθηκε στις 3.3.2004. (iv) ΛΚ12.188 ως έξοδα διαφημίσεως και προώθησης των προϊόντων των εφεσιβλήτων στη Δημοκρατία. (v) ΛΚ71.144 ως αποτέλεσμα της παράλειψης των εφεσιβλήτων να αποπληρώσουν συμφωνηθείσες χρεωστικές σημειώσεις αναφορικά με τα έξοδα διαφήμισης για το 2004. Τέλος (vi) το ποσό των €7.793 ή το ισάξιο σε Κυπριακές λίρες, για ζημιές που οι εφεσείουσες υπέστησαν για προϊόντα που ήσαν ληξιπρόθεσμα ή είχαν σύντομη ημερομηνίας λήξης. Αξιούνταν επίσης γενικές αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης και/ή αδικαιολόγητο μονομερή τερματισμό της συμφωνίας.
Οι εφεσίβλητες, παραδεχόμενες τη μεταξύ τους συμφωνία, η οποία ήταν στη μορφή της ανταλλαγής επιστολής,αρνήθηκαν κάθε αξίωση των εφεσειουσών ισχυριζόμενες ότι ορθά έδωσαν αρχικά προειδοποίηση έξι μηνών, με αποτέλεσμα η συμφωνία να λήξει στις 31.1.1994. Η οποιαδήποτε συνεργασία των διαδίκων συνεχίστηκε, αλλά όχι στη βάση πια της συμφωνίας ημερ. 16.11.1990, αλλά σε μια διαφορετική βάση με αποτέλεσμα στις 29.3.2004 να δοθεί προειδοποίηση έξι μηνών για τον τερματισμό της οποιασδήποτε συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων ούτως ώστε η συνεργασία να είχε λήξει τελεσίδικα στις 27.9.2004.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε και αξιολόγησε την ενώπιον τουμαρτυρία και ανέλυσε τη νομική πτυχή, κατέληξε ότι η μεταξύ των διαδίκων σχέση δεν ήταν αντιπροσωπεία, είτε στην έννοια του άρθρου 142 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, είτε στην έννοια του εμπορικού αντιπροσώπου στη βάση του περί Ρύθμισης των Σχέσεων Εμπορικού Αντιπροσώπου και Αντιπροσωπευόμενου Νόμου αρ. 51(Ι)/92. Η επιστολή - συμφωνία ημερ. 16.11.1990 - αναφερόταν μεν σε αποκλειστικό εισαγωγέα και διανομέα, αλλά δεν ήταν στην έννοια του αντιπροσώπου εφόσον στην πραγματικότητα οι εφεσείουσες καθίσταντο ιδιοκτήτριες των εμπορευμάτων που αγόραζαν, με αποτέλεσμα να τα εμπορεύονται στην Κυπριακή αγορά για ίδιο όφελος, απολαμβάνοντας έτσι τα κέρδη από την εμπορία τους, αλλά και επωμιζόμενες τις τυχόν ζημιές. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι έχοντας υπόψη ότι κατ΄ έτος γίνονταν διαφημίσεις για προώθηση των προϊόντων, τα οποία πωλούντο κατά κύριο λόγο τους καλοκαιρινούς μήνες, η εύλογη προειδοποίηση λήγουσα στο τέλος του καλοκαιριού, ήταν αυτή που κάλυπτε εξάμηνη χρονική περίοδο.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και οι διάφορες παραγγελίες με τις αντίστοιχες ποσότητες, οι διαφημίσεις, τα προβληματικά προϊόντα και το θέμα του μετριασμού των ζημιών, εξετάστηκαν επίσης από το Δικαστήριο, η κατάληξη του οποίου ήταν ότι οι εφεσείουσες δικαιούνταν σε απόφαση μόνο στο ποσό των €28.617,48 πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα στην αντίστοιχη κλίμακα. Το ποσό αυτό, όπως μπορεί να εξαχθεί από το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, χωρίς να προκύπτει με την απαραίτητη σαφήνεια, προερχόταν από τον αριθμό των χαρτονίων που το Δικαστήριο δέχθηκε ότι θα πωλούνταν κατά την περίοδο των δεκαέξι μηνών με κέρδος ΛΚ3.56 ανά χαρτόνι,αντί του ποσού των ΛΚ9.93 που ζητούσαν οι εφεσείοντες, πλέον ένα ποσό για προβληματικά προϊόντα.
Με έξι λόγους έφεσης που αναλύονται ιδιαίτερα εκτεταμένα στο περίγραμμα των εφεσειουσών, αμφισβητούνται όλες οι καταλήξεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εγείρονται θέματα όπως ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του έγγραφα τα οποία δεν είχαν αποκαλυφθεί από τις εφεσίβλητες, παρά το σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου αποκάλυψης, ούτε είχαν δικογραφηθεί οι σχετικοί ισχυρισμοί οι οποίοι περιέχονταν στα εν λόγω έγγραφα, ούτε και τέθηκαν κατά την αντεξέταση των εφεσειουσών ώστε να ήταν δυνατό γι΄ αυτές να τα σχολιάσουν ή να τα αντικρούσουν. Κατά παρόμοιο τρόπο, λανθασμένα λήφθηκε υπόψη μαρτυρία που δεν καλυπτόταν από τη δικογραφία, παρά τις σχετικές ενστάσεις, με αποτέλεσμα οι εφεσείουσες να είχαν καταληφθεί εξ απίνης σε πολλά σημεία κατά την ακροαματική διαδικασία, με μόνη μια γενική άρνηση των ζημιών από πλευράς των εφεσιβλήτων. Το Δικαστήριο έσφαλε και κατά την έκδοση απόφασης επί αιτήσεως για παροχή περαιτέρω και καλύτερων λεπτομερειών όταν η αίτηση των εφεσειουσών απερρίφθη με αποτέλεσμα και πάλι οι εφεσείουσες να μην είχαν την πλήρη εικόνα κατά την ακροαματική διαδικασία των θέσεων που προβάλλονταν από τις εφεσίβλητες.
Ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του μαρτυρία ότι η ειδοποίηση τερματισμού ημερ. 30.7.1993, είχε μεταγενέστερα ανακληθεί, εν τούτοις θεώρησε ότι η συμφωνία είχε τερματιστεί στις 30.7.1993, παρά το πρόσθετο γεγονός ότι η συνεργασία των διαδίκων συνεχίστηκε για ακόμη δέκα έτη υπό τους ίδιους όρους. Η σαφής μαρτυρία από πλευράς των εφεσειουσών ήταν ότι οι εφεσίβλητες είχαν καταστήσει αποκλειστικές αντιπροσώπους και διανομείς τις εφεσείουσες στην Κύπρο από 1.2.1990. Ουδέποτε δόθηκε η νενομισμένη προειδοποίηση, με αποτέλεσμα οι εφεσίβλητες να τερματίσουν παράνομα τη συμφωνία δεκαέξι μήνες νωρίτερα. Τέλος, οι εφεσείουσες αμφισβητούν τις διάφορες καταλήξεις του Δικαστηρίου ως προς τον τρόπο και τις ζημιές που υπολόγισε, ενώ εσφαλμένα απέρριψε τη θέση ότι ο πλέον ενδεδειγμένος και ορθός τρόπος υπολογισμού των ζημιών θα ήταν ο μέσος όρος των πωλήσεων των προηγουμένων ή των τελευταίων ετών. Συναφώς, όλη η αξιολόγηση της μαρτυρίας επί του προκειμένου, που αποτελεί και τον έκτο λόγο έφεσης, ήταν λανθασμένη και αδικαιολόγητη υπό τις περιστάσεις.
Η αντίθετη θέση των εφεσιβλήτων είναι ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε και η αμφισβήτηση της αξιολόγησης της μαρτυρίας δεν γίνεται αποδεκτή με ευκολία από το Εφετείο κατά πάγια νομολογία. Όλα τα αναγκαία έγγραφα είχαν αποκαλυφθεί, ουδείς αιφνιδιασμός υπήρξε από πλευράς των εφεσιβλήτων με το Δικαστήριο να είχε λάβει υπόψη του όλα όσα είχαν τεθεί από τη μαρτυρία που ήταν σύμφωνη με τη δικογραφία. Οι δηλώσεις των διαδίκων ήσαν σύμφωνες με τη ανάλογη δικογραφία και δεν τέθηκε οτιδήποτε εκτός των ισχυρισμών των δικογράφων. Οι εφεσίβλητες δίνουν πλείστες όσες λεπτομέρειες στο περίγραμμα τους και μάλιστα με πολλή ανάλυση ως προς τις αποζημιώσεις που είχαν ζητηθεί, ενώ ορθά το Δικαστήριο έκρινε ότι η συμφωνία ημερ. 16.11.90 είχε τερματιστεί στις 10.7.1993, τερματισμός που δεν είχε αναβληθεί στις 24.8.1993, με αποτέλεσμα η συνεργασία των διαδίκων να συνεχιστεί σε άλλη βάση και εν πάση περιπτώσει όχι στη βάση της συμφωνίας ημερ. 16.11.90.
Η εξέταση της έφεσης θα πρέπει να έχει έναυσμα την ίδια τη συμφωνία που συνομολογήθηκε μεταξύ των διαδίκων και την πορεία που αυτή ακολούθησε ώστε κατά λογική σειρά να αποφασιστεί ποια ήταν η ακριβής σχέση των μερών κατά την έγερση της αγωγής. Οι εφεσίβλητες απέστειλαν την υπό ημερ. 16.11.1990, ακόλουθη επιστολή:
«KMA 16 November 1990
Dear Sir
Christopher Scottis Limited
We are writing to confirm that Chistopher Scottis Limited were appointed as our exclusive importers and distributors for our cider and soft drinks products for the Cyprus duty paid and duty free market as from 1st February 1990 for a period of two years. It is intended that this appointment will be automatically renewed at the end of the initial two year period (in February 1992) and thereafter at the end of each successive period of two years unless a written notice by registered mail is given by either party to the other six months before the expiration or each two year period of that party's intention not to renew the agreement.
It has also been agreed with Christopher Scottis Limited that we will both use our best endeavours to replace this letter with a formal distribution agreement as soon as possible.»
Στη συνέχεια, στάληκε η ακόλουθη επιστολή ημερ. 30.7.1993 από τους εφεσίβλητους 2, τερματισμού της συμφωνίας, ως εξής:
«Accordingly, in order to enable us to put in place a formal agreement, we need to put an end to the existing agreement between us which is contained in our letter to you of 16th November 1990. Please treat this letter, therefore, as giving you six month's notice of termination, with effect from 31st January 1994, of the existing agreement between us in accordance with the terms of that letter.»
Αυτή ήταν η καταληκτική παράγραφος της εν λόγω επιστολής. Στις προηγηθείσες, αναφερόταν η προσπάθεια που καταβαλλόταν για να εξευρεθεί μια κοινώς αποδεκτή λύση των προβλημάτων που είχαν αναφυεί στη συνεργασία της προώθησης των εμπορευμάτων στην Κύπρο. Στην τρίτη παράγραφο περιέχονταν τέσσερεις επιλογές, τονίζοντας, όμως, ότι «in the final scenario we do want to work closely together». Η επιλογή ήταν να σταματήσει η προώθηση των 275 ml φιαλών, να μετακυλίσουν την άνοδο της τιμής και να αλλάξουν την προώθηση στην αγορά, να γίνουν αλλαγές προς την κατεύθυνση των 330ml φιαλών και να τερματίσουν τη σχέση («We terminate our relationship»).
Ακολούθησε αντίδραση από τους εφεσείοντες με αποτέλεσμα στις 4.8.1993,οι εφεσίβλητοι να εξηγήσουν με τηλεομοιότυπο ότι η επιλογή περί τερματισμού «.. only indicates that is one of the options available and it is clearly an option if we are unable to conclude an agreement as in the final scenario if we were unable to agree pricing terms then it would not be worth our while working together in Cyprus markets. Itrustthathisclarifiesthesituation.».
Για να ακολουθήσει στις 31.8.1993, τηλεομοιότυπο από τους εφεσίβλητους με το εξής περιεχόμενο:
«I refer to my recent fax/letter dated July 30th and would like you to consider that the option four as set out in the above fax is now withdrawn and please consider that this option in reality never existed.
We have agreed that it is absolutely necessary to finalise a full and detailed contract and that this will be finalized by March 31st 1994.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε την εξής θεώρηση επί των πιο πάνω δεδομένων, επιμαρτυρούμενων από την ανταλλαγή των επιστολών-τηλεομοιοτύπων. Ότι οι επιλογές που δόθηκαν με την επιστολή ημερ. 30.7.1993, δεν ήταν για τις εφεσείουσες προς επιλογή. Ήταν επάναγκες να βρεθεί μια λύση και ότι υπό την προϋπόθεση ότι οι εφεσείουσες θα συμφωνούσαν σε κάποια από τις τρεις πρώτες επιλογές, θα ακολουθούσε γραπτή συμφωνία μέχρι τη 1.1.1994. Εν πάση περιπτώσει όμως ήταν σαφές ότι η επιστολή έδωσε ειδοποίηση τερματισμού της συμφωνίας ημερ. 16.11.1990, η τέταρτη δε επιλογή δεν θα ενεργοποιείτο παρά μόνο αν τα μέρη δεν κατέληγαν σε άλλη διαφοροποιημένη συμφωνία. Η μεταγενέστερη επιστολή ημερ. 31.8.1993, ότι αποσύρετο η τέταρτη επιλογή και θα έπρεπε να θεωρείτο ως μηδέποτε γενόμενη, αφορούσε, κατά το Δικαστήριο, μόνο την επιλογή τερματισμού και σε καμιά περίπτωση δεν σήμαινε αναβίωση της συμφωνίας ημερ. 6.11.90, η οποίο είχε οριστικώς τερματιστεί. Επομένως, η σχέση των διαδίκων ναι μεν συνεχίστηκε, αλλά πάνω σε άλλη βάση ώστε η εύλογη προειδοποίηση να ήταν αυτή των έξι μηνών όπως προνοούσε η αρχική συμφωνία, η οποία και δόθηκε ώστε να έληγε στο τέλος του καλοκαιριού, εφόσον και τα προϊόντα διαφημίζονταν ήδη με στόχο κυρίως τις καλοκαιρινές πωλήσεις, ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις.
Όλοι οι πιο πάνω συλλογισμοί του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθοί. Ο οποιοσδήποτε τερματισμός της συμφωνίας υπό ημερομηνία 16.11.1990, θα έπρεπε να γινόταν δίδοντας προειδοποίηση τέτοια που να παρείχε στους εφεσείοντες εξάμηνη προειδοποίηση που να έληγε στην ανανέωση της συμφωνίας για την επόμενη διετία. Το λεκτικό της ήταν σαφές. Η συμφωνία μπορούσε να τερματιστεί μόνο όταν οποιοδήποτε μέρος έδιδε έγγραφή προειδοποίηση με συστημένη επιστολή έξι μήνες πριν την εκπνοή εκάστης διετούς περιόδου ανανέωσης. Από την αρχική περίοδο που άρχιζε, 1.2.1990 (προχρονολογημένα δηλαδή της συμφωνίας) και έληγε 1.2.1992, οι επόμενες περίοδοι ανανεώνονταν αυτομάτως εκτός εάν τερματιζόταν στη λήξη της ανανεωμένης διετίας με προηγούμενη εξάμηνη προειδοποίηση.
Το γεγονός ότι οι διάδικοι είχαν συμφωνήσει όπως χρησιμοποιήσουν τις καλύτερες δυνατές υπηρεσίες τους προς αντικατάσταση της συμφωνίας-επιστολής με ένα επίσημο συμφωνητικό αντιπροσωπείας το συντομότερο, δεν αλλοίωνε την πιο πάνω βασική τοποθέτηση. Τέτοια προειδοποίηση,όμως, όπως οφειλόταν να δοθεί από τις εφεσίβλητες, δόθηκε. Η επιστολή ημερ. 30.7.1993 τερμάτιζε τη συμφωνία με ισχύ από 31.1.1994. Ορθά το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσίβλητες δεν ήσαν διατεθειμένες να συνεχίσουν τη συμφωνία χωρίς τη συνομολόγηση μιας επακριβούς και λεπτομερούς συμφωνίας, γι΄ αυτό και θεώρησαν επάναγκες να τερματίσουν τη συμφωνία που συνομολογήθηκε με την επιστολή ημερ. 16.11.1990.
Οι επόμενες κινήσεις των εφεσιβλήτων με τις επιστολές τους ημερ. 24.8.1993 και 31.8.1993, δεν διαφοροποίησαν τα πράγματα. Ήταν φανερό ότι οι διάδικοι και ιδιαίτερα οι εφεσίβλητες έψαχναν τρόπους επίλυσης των διαφορών,ειδικά στην τιμολόγηση, που είχαν προκύψει. Μια από τις επιλογές ήταν και ο τερματισμός εξ ολοκλήρου της συνεργασίας. Η τέταρτη λεγόμενη επιλογή, σ΄ αυτό προδήλως στόχευε. Η απόσυρση της εν τέλει από τις εφεσίβλητες ως αποτέλεσμα της ενόχλησης και διαμαρτυριών των εφεσειόντων, δεν αναβίωσε τη συμφωνία ημερ. 16.11.1990. Πουθενά δεν γίνεται λόγος για κάτι τέτοιο στις επιστολές. Η θέση των εφεσειουσών στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα ήταν ότι η συμφωνία ημερ. 16.11.1990, ανανεωνόταν δυνάμει των όρων της μέχρι το 2004 χωρίς όμως αναφορά στη μεταγενέστερη επιστολή τερματισμού. Και στην Απάντηση τους, όταν ηγέρθηκε από την Υπεράσπιση ότι αυτή η συμφωνία είχε τερματιστεί, έθεσαν ζήτημα ότι ο τερματισμός είχε ανακληθεί. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Η συμφωνία τερματίστηκε, δεν αναβίωσε με οποιοδήποτε τρόπο και η ανάκληση αφορούσε πράγματι μόνο την πιθανότητα τερματισμού της συνεργασίας ως μια, η τέταρτη, από τις επιλογές που είχαν θέσει οι εφεσίβλητες.
Το ότι η συνεργασία των διαδίκων συνεχίστηκε και μετά την 31.1.1994, ακριβώς έδειχνε ότι και τα δύο μέρη είχαν την επιθυμία να προχωρήσουν τη συνεργασία μέχρις ότου συνομολογηθεί μια κανονική συμφωνία εμπεριεχόμενη πλέον σε έγγραφο, ή, μέχρι ότου λύσουν τις αναφυείσες διαφορές. Ο όρος όμως περί προηγούμενης εξάμηνης προειδοποίησης που να έληγε στην εκπνοή της κάθε διετίας, δεν υφίστατο πλέον. Ορθά επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι η προειδοποίηση που δόθηκε τελικά στις 29.3.2004 για τερματισμό της συνεργασίας από 27.9.2004 ήταν εύλογη και αφορούσε εξάμηνη περίοδο. Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τη χρονική συνεργασία των διαδίκων που διήρκησε με τη μια ή την άλλη μορφή, από το 1990 μέχρι το 2004, τη φύση των προϊόντων που πωλούνταν, το είδος τους και τη φυσιολογικά περισσότερη κατανάλωση τους κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, καθώς και τις διαφημίσεις για προώθηση των προϊόντων. Έπεται ότι οι εφεσίβλητες δεν παραβίασαν οποιαδήποτε συμφωνία με το να δώσουν την προειδοποίηση που έδωσαν.
Παραμένουν τα υπόλοιπα θέματα προς εξέταση όσον αφορά τις επιδικασθείσες αποζημιώσεις. Είναι βεβαίως πλέον κατανοητό ότι η χρονική περίοδος αποζημιώσεων λογίζεται στην εξάμηνη προειδοποίηση που δόθηκε, και όχι στη δεκαεξάμηνη προειδοποίηση που ζητούσαν οι εφεσείοντες.
Η αξιολόγηση των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο έκλινε υπέρ των εφεσιβλήτων δεδομένου ότι ο Χρίστος Χρίστου διοικητικός σύμβουλος των εφεσειουσών και οικονομικός διευθυντής αυτών, μοναδικός μάρτυρας για την πλευρά τους, παρουσιάστηκε, παρά τη σοβαρότητα με την οποία υποστήριξε τη μαρτυρία του, ανακριβής σε διάφορα σημεία, ενώ σημειώθηκαν ουσιαστικές παρεκκλίσεις στη διά ζώσης μαρτυρία αυτού από το κείμενο της γραπτής του δήλωσης που ενόρκως υιοθέτησε και το οποίο, συμπληρώνεται, ήταν πολυσέλιδο με πλείστα όσα τεκμήρια. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν μπορούσε να βασιστεί στο μάρτυρα αυτό όπου οι θέσεις του δεν συνέπλεαν με την έγγραφη μαρτυρία του. Από την άλλη, θεώρησε τον John Howkins, Μ.Υ.1,ως μάρτυρα αληθείας που του έκανε άριστη εντύπωση δεδομένου ότι περιορίστηκε στο να καταθέσει όσα είχαν περιπέσει στη δική του αντίληψη και δεν είχε δισταγμό να δηλώσει άγνοια για ζητήματα που όντως δεν γνώριζε. Την ίδια εξαιρετική εντύπωση προξένησε στο Δικαστήριο και ο Μιχάλης Πολυδωρίδης, Μ.Υ.2, ορκωτός λογιστής με πολυετή πείρα ο οποίος είχε κληθεί ως εμπειρογνώμονας για επί μέρους θέματα. Το Δικαστήριο θεώρησε τη μαρτυρία του ειλικρινή, αλλά περιορισμένης σημασίας για την υπόθεση.
Είναι γνωστή η νομολογιακή αρχή που θέλει το πρωτόδικο Δικαστήριο να είναι ο κατ΄ εξοχήν κριτής της ενώπιον του παρουσιασθείσας μαρτυρίας. Δεν θα μπορούσε εδώ βάσιμα να υποστηριχθεί ότι η αξιολόγηση των μαρτύρων αυτών ήταν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο ελλειμματική ή λανθασμένη ώστε το Εφετείο να επέμβει στα ευρήματα του. Η καταγραφή από το Δικαστήριο σε μία σελίδα των γενικών σχολίων του για την αξιοπιστία των μαρτύρων, θα πρέπει να ιδωθεί στη βάση του όλου σκεπτικού του Δικαστηρίου διότι σε πολλά σημεία το Δικαστήριο αναλύοντας τις διάφορες τοποθετήσεις των μαρτύρων επί των προϊόντων που αγοράζονταν και πωλούνταν και των τιμών αυτών, είχε την ευκαιρία να σχολιάσει τις επί μέρους τοποθετήσεις τους και ιδιαίτερα αυτές του Χρίστου, κρίνοντας τις, για ικανοποιητικούς λόγους που κατέγραψε, υπερβολικές σε διάφορα σημεία σε μια προσπάθεια να τεκμηριώσουν τις αξιώσεις τις οποίες είχαν έναντι των εφεσιβλήτων.
Με δεδομένο το εύλογο της αντίληψης του Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων, οι διάφοροι επί μέρους λόγοι έφεσης αφορούν τόσο το εύρημα του Δικαστηρίου για την τιμή πώλησης κάθε χαρτονίου, όσο και για την ποσότητα των χαρτονίων που πωλούνταν ανά περίοδο. Για λόγους που εκτενώς κατέγραψε το Δικαστήριο, έκρινε ότι το κέρδος ανά χαρτόνι δεν ήταν ΛΚ9.93, όπως διατείνονταν οι εφεσείουσες, αλλά ΛΚ3.56 ανά χαρτόνι. Ο συλλογισμός του Δικαστηρίου εκτείνεται σε σχέση με το θέμα αυτό σε πέντε σελίδες και είναι περιεκτικά καταγραμμένος, αλλά ορθός στη βάση του. Εξήγησε το Δικαστήριο ότι οι εφεσείουσες αγόραζαν από τις εφεσίβλητες τα προϊόντα στην τιμή των ΛΚ7.10 ανά χαρτόνι. Υπήρχαν έξοδα παραλαβής ΛΚ0.46 ανά χαρτόνι έτσι ώστε το κόστος αγοράς και παραλαβής των προϊόντων των εφεσιβλήτων να ανερχόταν στις ΛΚ7.56. Ήταν επίσης σαφές από τη μαρτυρία του Χρίστου ότι η τιμή πώλησης ήταν ΛΚ17.49. Όμως έπρεπε να αφαιρεθούν διάφορα έξοδα που αφορούσαν τη διανομή των προϊόντων και που εισπράττονταν από μία συνδεδεμένη με τις εφεσείουσες εταιρεία, τη Ghalanos Distributors Ltd, η οποία κρατούσε μέρος και πλήρωνε στις εφεσείουσες ένα μικρότερο ποσό, ενώ υπήρχαν και ετήσια έξοδα διαφήμισης, τα οποία, αφαιρουμένης της συνεισφοράς των εφεσιβλήτων, έπρεπε να κατανεμηθούν στα χαρτόνια που πωλήθηκαν κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου έτους, δηλαδή, του 2004 που το Δικαστήριο χρησιμοποίησε ως βάση για τον υπολογισμό του, σε σχέση τουλάχιστον με την τιμή πώλησης.
Το Δικαστήριο θεώρησε λοιπόν ότι η τιμή πώλησης ανά χαρτόνι δεν θα μπορούσε να ήταν ΛΚ17.49, όπως ο Χρίστου είχε αναφέρει στην ένορκη του δήλωση, διότι έπρεπε να αφαιρεθεί η έκπτωση που γινόταν στους πελάτες και να προστεθούν τα λειτουργικά έξοδα και τα έξοδα διαφήμισης. Η Ghalanos Distributors Ltd λάμβανε προμήθεια 12.5%, δηλαδή, ΛΚ2.55 ανά χαρτόνι, ενώ αποκαλύφθηκε από την εξέταση της απαίτησης για τα προβληματικά προϊόντα ότι υπήρχαν και εισαγωγικοί δασμοί, πριν την ένταξη της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και οι οποίοι έπρεπε να προστεθούν στο κόστος των εφεσειουσών με αποτέλεσμα το κέρδος τους να μειωθεί ανάλογα. Εδώ το Δικαστήριο έκρινε ότι το δεδομένο αυτό απεκρύβη κατά τους υπολογισμούς τους από τις εφεσείουσες. Από την άλλη το Δικαστήριο έκρινε ότι ο Howkins δεν παρουσίασε κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο αναφορικά με το κέρδος να ήταν μεταξύ €2.97 με €3.57 ανά χαρτόνι που ήταν κατά τη μαρτυρία του το κέρδος των επόμενων αντιπροσώπων μετά τη λήξη της συνεργασίας τους με τις εφεσείουσες.
Το Δικαστήριο εν τέλει προσέθεσε ΛΚ2.55 και ΛΚ3.82 ως εισαγωγικό δεσμό ανά χαρτόνι αφαιρώντας τα ποσά αυτά από τις ΛΚ9.93 που ήταν το ποσό που πρότειναν οι εφεσείουσες ως το καθαρό κέρδος τους. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το κέρδος περιοριζόταν στις ΛΚ3.56 ανά χαρτόνι.
Ο σχετικός λόγος έφεσης δεν είναι βάσιμος παρά τα όσα αναφέρουν στο περίγραμμα τους οι εφεσείουσες. Πέραν του ότι τα θέματα αυτά στην ουσία καλύπτονται από τον ευρύτερο λόγο αξιολόγησης της μαρτυρίας, η οποία δεν κρίνεται να πάσχει, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε τον τρόπο υπολογισμού στη βάση των ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένων με αναφορά στο ότι το κόστος, όπως δηλώθηκε από τον Χρίστου, αφορούσε έξοδα αγοράς και παραλαβής μόνο, ενώ έπρεπε να αφαιρούνταν και άλλες χρεώσεις όπως προμήθεια της Ghalanos Distributors Ltd και ο εισαγωγικός δασμός που στη βάση των τεκμηρίων που κατατέθηκαν καταβαλλόταν από τις εφεσείουσες.
Παραπονούνται επίσης οι εφεσείουσες ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τον ισχυρισμό ότι ο πλέον ενδεικτικός και ορθός τρόπος υπολογισμού των ζημιών ήταν στη βάση του μέσου όρου των πωλήσεων των προηγούμενων ή τελευταίων ετών. Όμως το Δικαστήριο εύλογα έκρινε στη βάση και πάλι των λεπτομερών στοιχείων που είχε ενώπιον του ότι το έτος 2004, όταν σταμάτησε η συνεργασία των διαδίκων, δεν μπορούσε να αποτελούσε ενδεικτικό έτος διότι υπήρχε ο παράγων της σκοπιμότητας με τις εφεσείουσες να υποβάλλουν παραγγελίες εντός της περιόδου της εξάμηνης προειδοποίησης.Δεν αναμενόταν από τον κατασκευαστή ή τον προμηθευτή, δηλαδή, τις εφεσίβλητες, να έχουν έτοιμες προς διάθεση ανεξάντλητες ποσότητες, αλλά μόνο την υποχρέωση να ανταποκρίνονται σε παραγγελίες που ήσαν στο πλαίσιο των συνήθων μεγεθών παραγγελίας. Επομένως ο συνυπολογισμός και του έτους 2004 δεν θα απέβαινε στο πλέον ορθό και δίκαιο αποτέλεσμα. Πρόσθετα το Δικαστήριο εύλογα σημείωσε στη βάση της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του, ότι από το 2000 μέχρι το 2003, υπήρξε μια αξιοσημείωτη πτωτική τάση στη διάθεση των προϊόντων των εφεσιβλήτων, δεδομένο που δεν μπορούσε να παραγνωριστεί.
Γενικότερα, ο τρόπος με τον οποίο οι εφεσείουσες υπολόγισαν το κέρδος για σκοπούς αποζημίωσης βασίστηκε και στο μέσο όρο αγοράς κιβωτίων για τα έτη 2000 έως 2003 και για το 2004. Στη βάση των υπολογισμών τους θεώρησαν ότι θα έπρεπε να είχαν πωλήσει στην περίοδο των 16 μηνών που θεωρούσαν ότι ήταν η ορθή προειδοποίηση, 28.166 χαρτόνια και αυτός ήταν ο ορθός αριθμός που θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ως ο μέσος όρος των τελευταίων πέντε ετών. Όμως είναι ορθές οι εφεσίβλητες όταν στο περίγραμμα τους αντιπροτείνουν ότι οι υπολογισμοί αυτοί ήταν εντελώς θεωρητικοί διότι βασίστηκαν στο μέσο όρο των τελευταίων τριών ετών χωρίς όμως να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά ποσά πωλήσεων, ενώ θεωρούν επίσης ότι οι υπολογισμοί αφορούν εισαγωγές και όχι ποσοστά πωλήσεων και άρα κέρδους. Περαιτέρω είχαν παραγγελθεί κατά το 2004 άλλα 18.720 χαρτόνια που δεν είχαν όμως παραληφθεί και αυτά δεν λήφθηκαν υπόψη από τις εφεσείουσες.
Το Δικαστήριο εξέτασε και τις συγκεκριμένες παραγγελίες της 3.3.2004 και της 7.7.2004 για να καταλήξει ότι η θέση των εφεσειουσών ότι παρέμειναν χωρίς αποθέματα διότι δεν εκτελέστηκαν οι παραγγελίες, δεν ευσταθούσε και οι εφεσείουσες δεν απέδειξαν την όποια ζημιά υπέστησαν κατά την περίοδο 3.3.2004 με 15.7.2004. Το Δικαστήριο δεν ικανοποιήθηκε, για τους λόγους που εκτενώς καταγράφει, ότι δεν είχαν επαρκείς ποσότητες για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση του καλοκαιριού έχοντας υπόψη ότι η ζήτηση και πώληση του μηλίτη είναι εποχιακή και ότι υπήρχε πτώση στην κατανάλωση, δικαιολογούμενη εν μέρει και από τη μείωση του τουρισμού, αλλά και τη διαφοροποίηση στην προτίμηση για το προϊόν.
Οι εφεσείουσες παραπονούνται επίσης ότι λήφθηκε υπόψη μαρτυρία που δεν καλυπτόταν από τα δικόγραφα και ή από την αποκάλυψη των εγγράφων ημερ. 17.7.2008 που είχε προηγουμένως σχετικά διαταχθεί. Θεωρούν ότι σε αρκετά σημεία της ακροαματικής διαδικασίας αιφνιδιάστηκαν και η δικογραφία της υπεράσπισης εμπεριείχε γενική άρνηση ισχυρισμών που δεν έδινε το δικαίωμα στις εφεσίβλητες να παρουσιάσουν μαρτυρία που δεν καλυπτόταν από τη δικογραφία. Έχοντας εξετάσει τα επί μέρους αυτά ζητήματα,είναι ορθή η θέση των εφεσιβλήτων ότι για τα τεκμήρια 19 και 20, για τα οποία παραπονούνται οι εφεσείουσες καμία αναφορά δεν έγινε από το Δικαστήριο, παρά την προς το αντίθετο εισήγηση των εφεσειουσών, ούτε στήριξε τα ευρήματα του ή οποιαδήποτε από αυτά, στα εν λόγω τεκμήρια που είναι απλά αναλύσεις πωλήσεων και τιμοκατάλογος για το 1997. Όσον αφορά το τεκμήριο 21(1), έγγραφο της Στατιστικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας ως προς τον τουρισμό της Κύπρου, που απλώς έδειχνε αύξηση του τουρισμού κατά 2% το 2004 σε σχέση με το 2003, το ζήτημα ηγέρθηκε από τις ίδιες τις εφεσείουσες και επομένως αυτές δεν αιφνιδιάσθηκαν ούτε είχαν στερηθεί από του να προσκομίσουν οποιοδήποτε τεκμήριο. Ο ίδιος ο Χρίστου στη μαρτυρία του δέχθηκε ότι κατά τα έτη 2000-2004,ο όγκος πωλήσεων ήταν ανάλογος με το είδος του τουρισμού και οι πωλήσεις εξαρτώντο από τις διάφορες τάσεις που υπήρχαν ανά περίοδο.
Όσον αφορά το ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη μαρτυρία μη καλυπτόμενη από τη δικογραφία,το Εφετείο δεν έχει ικανοποιηθεί, έχοντας υπόψη το σύνολο των δεδομένων, ότι οι εφεσείουσες απώλεσαν οποιοδήποτε δικονομικό πλεονέκτημα. Το προσχέδιο συμφωνίας δεν είχε εν τέλει οποιαδήποτε σημασία διότι δεν ήταν αυτή η βάση πάνω στην οποία ηγέρθηκε η αγωγή. Οι παραγγελίες 3.3.2004, 7.7.2004, τα θέματα τουρισμού, οι δαπάνες διαφήμισης, η κατ΄ ισχυρισμόν απώλεια κέρδους και άλλα καλύπτονταν από τις παραγράφους 9 έως 13 της υπεράσπισης και δεν ήταν αναγκαίο για τις εφεσίβλητες να καταγράψουν κάθε λεπτομέρεια στην υπεράσπιση τους διότι ο σκοπός της δικογραφίας είναι να θέσει τους βασικούς ισχυρισμούς των διαδίκων και όχι τη μαρτυρία.
Ειδικότερα παραπονούνται οι εφεσείουσες ότι λανθασμένα το Δικαστήριο άφησε το περιεχόμενο των παραγράφων 20, 27, 39-48 και 50-94 της γραπτής δήλωσης του John Howkins, Τεκμ. 17 (και της μετάφρασης του Τεκμ. 19), να ληφθούν υπόψη. Παρατηρούνται συναφώς τα ακόλουθα: Η δήλωση Howkins κατατέθηκε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του κατά την ακρόαση της 10.1.2011. Τόσο το αγγλικό πρωτότυπο, όσο και το ελληνικό κείμενο, κατατέθηκαν χωρίς ένσταση παρά το ότι ως δηλώθηκε από τη συνήγορο των εφεσειουσών δεν είχαν πλήρη χρόνο μελέτης. Δήλωσε όμως ετοιμότητα. Η δήλωση περιείχε και 21 Τεκμήρια. Κατά την έναρξη της αντεξέτασης ηγέρθηκε τότε για πρώτη φορά ζήτημα ότι οι πιο πάνω παράγραφοι έπρεπε να διαγραφούν διότι περιείχε μαρτυρία που δεν καλυπτόταν από τη δικογραφία. Το Δικαστήριο με μια εκτεταμένη σχετικά ενδιάμεση απόφαση από την έδρα, αφού άκουσε τη σχετική επιχειρηματολογία, κατέγραψε το αυτονόητο. Ότι απαράδεκτη μαρτυρία δεν θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να λαμβανόταν υπόψη και θα αγνοείτο. Έκρινε όμως ότι το ζήτημα που ηγέρθηκε ήταν διαδικαστικής φύσης, αν δηλαδή το στάδιο εκείνο ήταν το κατάλληλο ως προς την έγερση ένστασης σε σχέση με τη δεκτότητα μαρτυρίας. Αφού αναφέρθηκε στην κατάσταση πραγμάτων όπως αυτή ίσχυε πριν και μετά την τροποποίηση του Κεφ. 9, έκρινε ότι η παρουσίαση γραπτής δήλωσης δεν αντιστρατευόταν οποιοδήποτε αποδεικτικό κανόνα και η γραπτή δήλωση δεν σήμαινε ότι μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως όχημα για την εισαγωγή μη αποδεκτή ή άσχετης μαρτυρίας. Ότι οι όποιες ενστάσεις πρέπει να εγείρονται και να αποφασίζονται κατά την ώρα της προσαγωγής της μαρτυρίας αλλά ακόμη και αν παρεισφρύσει μαρτυρία μη αποδεκτή, το Δικαστήριο διατηρεί πάντοτε τη δυνατότητα, αλλά και την υποχρέωση, να βασιστεί στο τέλος της δίκης μόνο σε αποδεκτή μαρτυρία, αγνοώντας οτιδήποτε μη επιτρεπτό. Κατέληξε ότι κατά την παρουσίαση του Τεκμηρίου 17, η πλευρά των εφεσειόντων είχε την ευκαιρία να θέσει το ζήτημα. Αυτό, εν πάση περιπτώσει δεν σήμαινε ότι το Δικαστήριο θα αποδεχόταν οποιαδήποτε μαρτυρία άσχετη ή απαράδεκτη.
Δεν μπορεί να υπάρχει διαφωνία με την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου. Ορθά κατευθυνόμενο από τη νομολογία και το Νόμο, απέρριψε μεταχρονολογημένο αίτημα διαγραφής. Εν πάση περιπτώσει, οι εν λόγω παράγραφοι αφορούσαν θέματα που δεν αποτέλεσαν εν τέλει τροφή για την πρωτόδικη τελική απόφαση. Οι παρ. 20 και 27 αφορούσαν την εταιρεία με την οποία οι εφεσίβλητες θα συνεργάζονταν με τον τερματισμό της συνεργασίας τους με τις εφεσείουσες. Οι παρ. 39-48 σχετίζονταν με «Claims for damaged and short-dated stock». Οι παρ. 50-94, αφορούσαν τις παραγγελίες 3.3.2004 και 7.7.2004, την αξίωση περί απώλειας κέρδους και συναφή θέματα.
Υπενθυμίζεται ότι στη βάση τη Δ.21 θ.5, είναι αχρείαστη οποιαδήποτε άρνηση ή υπεράσπιση ως προς την αξίωση για αποζημιώσεις, ή, το ποσό ή ποσά που επιδιώκονται με την απαίτηση. Εκτός και αν ειδικώς γίνονται παραδεκτές, λογίζονται ως μη παραδεκτές. Πρόσθετα, όλες οι παραγράφοι εμπεριείχαν μαρτυρία. Αλλά η ίδια γραπτή δήλωση ήταν πλέον και από μόνη της μαρτυρία. Και η μαρτυρία δεν τίθεται στα δικόγραφα. Το Δικαστήριο βάσισε την απόφαση του στο ότι ήταν αναγκαίο και δεν στηρίχθηκε σε μη αποδεκτή ή μη σχετική μαρτυρία. Αντίθετα, εστίασε στην ουσία της υπόθεσης, παραγνωρίζοντας μαρτυρία περιφερειακής σημασίας που εκ των πραγμάτων, σε μια τέτοια σύνθετη διαφορά, δόθηκε και από τις δύο πλευρές.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η έφεση κρίνεται αβάσιμη και ως εκ τούτου απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειουσών και υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.