ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A318
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
27 Σεπτεμβρίου, 2017
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στες]
ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΒΒΑ,
Εφεσείων/Εναγόμενος,
και
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσίβλητος/Ενάγων,
---------- --------- -------
Λ.Λουκαϊδης, για τον Εφεσείοντα
Μιχ.Βασιλειάδης, για τον Εφεσίβλητο
-------- ----------- --------
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η κα Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αποδέχθηκε τη μαρτυρία της πλευράς του εφεσίβλητου-ενάγοντα και απέρριψε αυτή της πλευράς του εφεσείοντα-εναγομένου, διετύπωσε τα ακόλουθα ευρήματα:
«Ο ενάγοντας που ασχολείται με χωματουργικές εργασίες και με το χτίσιμο πέτρας με δικούς του εκσκαφείς και φορτηγά, στον ουσιώδη χρόνο συνήψε προφορική συμφωνία με τον εναγόμενο, δυνάμει της οποίας ανέλαβε να του ισοπεδώσει το τεμάχιο 341 που βρίσκεται στην τοποθεσία «Πικρόνερα» στην Τσάδα, κατά τρόπο ώστε οι τρεις αναβαθμίδες από τις οποίες αποτελείτο να γίνουν μια. Η εν λόγω συμφωνία διαλάμβανε και το κτίσιμο ενός τοίχου αντιστήριξης (πετρότοιχου) προς £55,00 το τ.μ., πλέον Φ.Π.Α. Στην τιμή αυτή περιλαμβανόταν η αγορά και μεταφορά της πέτρας, το κτίσιμο της καθώς και χόλιασμα (φόλιασμα, κατά τον εναγόμενο), του τοίχου με χαλίκι. Για την ισοπέδωση συμφωνήθηκε το ποσό των £1.500,00, πλέον Φ.Π.Α.
Ο ενάγοντας άρχισε τις παραπάνω εργασίες αρχές Αυγούστου, 2005 και τις ολοκλήρωσε περί το τέλος του ίδιου μήνα, 2005. Το συνολικό εμβαδόν του τοίχου που κατασκεύασε ανέρχεται σε 319,32 τ.μ.
Το συνολικό ποσό για τις εργασίες του ανέρχεται σε £19.045,00, πλέον Φ.Π.Α., ως ακολούθως: £1.500,00 για την ισοπέδωση του τεμαχίου του εναγόμενου και 319 τ.μ. τοίχος αντιστήριξης Χ £55,00 το τ.μ. = £17.545,00. Σύνολο £19.045,00, πλέον Φ.Π.Α.
Ο εναγόμενος έναντι του ποσού αυτού του κατέβαλε σε τρεις δόσεις το συνολικό ποσό των £9.000,00, οπότε παραμένει υπόλοιπο το ποσό των £10.455.00, πλέον Φ.Π.Α., επί του ποσού των £19.045,00 (£2.856,75). Οφείλει δηλαδή στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των £12.901,75».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που εξηγεί διεξοδικά έκρινε πως ο εφεσίβλητος εκτέλεσε ικανοποιητικά την εργασία που ο εφεσείων του ανέθεσε και εκπλήρωσε τις συμβατικές του υποχρεώσεις. Στη βάση δε της ικανοποιητικής εκτέλεσης της επίδικης εργασίας, απέρριψε την ανταπαίτηση του εφεσείοντα με την οποία ισχυριζόταν κυρίως «ελαττωματική εκτέλεση της ανατεθείσας εργασίας». - εργασία, την οποία, κατά τη θέση του, έπρεπε ο εφεσίβλητος να εκτελέσει με βάση γραπτή συμφωνία κατατεθείσα ως τεκμήριο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στα πλαίσια της αξιολόγησης και αποδεχόμενο τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και αντιστοίχως απορρίπτοντας αυτή του εφεσείοντα, διετύπωσε σαφές εύρημα ότι δεν αποδεχόταν τη γραπτή συμφωνία ως προερχόμενη από τον εφεσίβλητο, για τους λόγους που εξήγησε, συναρτώντας την κρίση του με την ποιότητα της μαρτυρίας του εφεσίβλητου αφενός και την απαξία της μαρτυρίας του εφεσείοντα αφετέρου.
Ο εφεσείων προσβάλλει με διάφορους τρόπους το έργο της αξιολόγησης, ιδιαίτερα σε σχέση με τους διάδικους. Πρόκειται για τους λόγους έφεσης 1 (α) και (β) και 3 (α) και (β). Η αξιολόγηση που αφορά τους δύο εμπειρογνώμονες που έδωσαν μαρτυρία για τους δύο διάδικους πλήττεται με το λόγο έφεσης 5 «επί το ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το αντίστοιχο επίπεδο των προσόντων τους χωρίς όμως να λάβει υπόψη εάν τα προσόντα ήταν επαρκή για το έργο της συμφωνίας».
Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το ότι η συμφωνία ήταν προφορική και όχι γραπτή πλήττεται με το λόγο έφεσης 2 (α) και (β). Το κύριο επιχείρημα αυτής της θέσης έγκειται στο λανθασμένο της πρωτόδικης σχετικής κρίσης αφού, κατά τον εφεσείοντα, δεν υπήρχε καμιά μαρτυρία η οποία να αντικρούει «την αντικειμενική μαρτυρία», δηλαδή το έγγραφο αυτό καθεαυτό.
Με το ίδιο θέμα συναρτάται και ο λόγος έφεσης 9 με τον οποίο ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «έλαβε υπόψη του έγγραφο που του έστειλε η Αστυνομία για το πόρισμα της σε σχέση με τη γνησιότητα της υπογραφής του εφεσείοντα χωρίς να τα δώσει στους διάδικους, κατά παράβαση της δίκαιης δίκης».
Να σημειωθεί ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος κατά την ακρόαση της έφεσης απέσυρε τους λόγους έφεσης 4, 6, 7 και 8.
Όπως είναι εδραιωμένο από παλιά στο δικαιϊκό μας σύστημα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός εάν διαπιστώνεται εσφαλμένη ή ανεπαρκής αξιολόγηση ή αν οι διαπιστώσεις ως προς τα γεγονότα βρίσκονται σε αντίθεση με τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη. Το Εφετείο επεμβαίνει όταν θεωρήσει ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία (βλ. Αντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd, (2010)1A, Α.Α.Δ. 317 και Supatan ν. Περιστιάνη (2007)1Β Α.Α.Δ. 1286). Εξάλλου στη Νικολαϊδης ν. Δημοκρατίας (2001)2 Α.Α.Δ. 485 λέχθηκε ότι επί της αξιολόγησης της μαρτυρίας, το Εφετείο επεμβαίνει όταν διαπιστώσει πως η πρωτόδικη αξιολόγηση της αξιοπιστίας ήταν αυθαίρετη ή ολωσδιόλου λανθασμένη, ενόψει σταθερών στοιχείων που οδηγούν τη συνετή σκέψη σε αντίθετη κρίση. Αντιφάσεις ή αδυναμίες στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης, εκτός αν ήταν τόσο σημαντικές, ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη. (βλ.Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990)2 Α.Α.Δ. 41). Μόνο όπου υπάρχει αντικειμενικό έρεισμα δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου (βλ. Ευγενίου ν. Αστυνομίας, (2000)2 Α.Α.Δ. 540 και Σκορδέλλη ν. Δημοκρατίας ποιν.εφ.101/13, 6.6.2016), ECLI:CY:AD:2016:B267.
Στη βάση των πιο πάνω κατευθύνσεων της νομολογίας, έχουμε στρέψει την προσοχή μας στα σημεία που ο εφεσείων προσβάλλει ως περιέχοντα εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. ΄Εδωσε ιδιαίτερη σημασία ο κ.Λουκαϊδης στο μέρος της εκκαλούμενης απόφασης όπου ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής σχολιάζει ότι ο εφεσείων παραμένοντας κατά πάντα χρόνο εντός της αίθουσας του Δικαστηρίου, «οχυρωνόταν» πίσω από θέσεις του ΜΥ1 (Κ.Κακογιάννης - πολιτικός μηχανικός), η μαρτυρία του οποίου προηγήθηκε, προκειμένου «να τεκμηριώσει» τους δικούς του ισχυρισμούς, είτε ακόμη να προβάλλει μερικούς από τους ισχυρισμούς του συγκεκριμένου μάρτυρα ως δικούς του».
Εισηγείται ο κ.Λουκαϊδης ότι ο ως άνω τρόπος προσέγγισης της αξιοπιστίας του ίδιου του εφεσείοντα, μόλυνε το όλο έργο της αξιολόγησης. Η εισήγηση αυτή, εκτός του ότι απομονώνει την πρόταση από το όλο το σκεπτικό του Δικαστηρίου ως προς την αξιολόγηση του εφεσείοντα, αδικεί τον λεπτομερή και συγκροτημένο τρόπο που ο πρωτόδικος δικαστής προέβη στο συνολικό έργο επί της εξέτασης της αξιοπιστίας. ΄Αλλωστε, το τι σχολίασε το Δικαστήριο δεν ήταν η αδιαμφισβήτητα δικαιωματική παρουσία του εφεσείοντα, ως διαδίκου, κατά την ακρόαση, αλλά, ως άνω, κατέγραψε τη διαπίστωση του ότι ο εφεσείων εκμεταλλεύθηκε, κατ΄ουσία, την ευκαιρία ώστε να «οχυρωθεί πίσω από τους ισχυρισμούς του μάρτυρα».
Ακριβώς το Δικαστήριο, χωρίς να επαναπαύεται στη θετική εντύπωση του για τον εφεσίβλητο ή την αρνητική για τον εφεσείοντα στο εδώλιο του μάρτυρα, προέβη σε εξονυχιστική εξέταση της μαρτυρίας, αντιπαραβάλλοντας συγχρόνως τις αντίστοιχες εκδοχές και με γενική και ειδική αιτιολογία παράθεσε τους λόγους της αντίστοιχης αποδοχής ή άρνησης όλων των μαρτύρων. Σαν παράδειγμα αρνητικής κατάταξης του εφεσείοντα ήταν η επίπλαστη θέση του για το «συμφωνημένο» εμβαδό, εφόσον δεν προηγήθηκαν σχέδια ή μελέτη σε σχέση με τον υπό κατασκευή τοίχο αντιστήριξης. Εύλογα τίθεται το ερώτημα από το Δικαστήριο πως ήταν δυνατόν για τους διάδικους να προσδιορίσουν το συνολικό εμβαδόν, όταν θα έπρεπε να προηγηθεί εκσκαφή και επιχωμάτωση.
Εξηγήθηκε επίσης γιατί η θέση του εφεσείοντα για το ποσό της συμφωνίας αντιμαχόταν τη μαρτυρία και των δύο εμπειρογνωμόνων. Το ίδιο ισχύει και στο γιατί δεν μπορούσε να γίνει πιστευτή η θέση του για το είδος της πέτρας που θα τοποθετείτο. Δεν κρίνουμε σκόπιμο να υπεισέλθουμε ειδικά στο μεγάλο αριθμό σημείων αναξιοπιστίας που το Δικαστήριο υπέδειξε. Το όλο έργο της αξιολόγησης καλύπτει σχεδόν 14 πυκνογραμμένες σελίδες και σίγουρα δεν πρόκειται για πλημμελή ή ανεπαρκή αξιολόγηση. Αναφορικά δε ειδικά με τους εμπειρογνώμονες - μηχανικούς Μ.Ε.2 και Μ.Υ.1, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άφησε κενά ή ρήγματα στην αιτιολογία του να αποδεχτεί το ΜΕ2, παρατηρώντας μάλιστα ότι η μαρτυρία του τελευταίου έμεινε σε μεγάλο βαθμό αναντίλεκτη.
Δεν βρίσκουμε μεμπτό ότι το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο ΜΕ2 (Χρυσόστομος Ιταλός - πολιτικός μηχανικός) διέθετε περισσότερα προσόντα. Θα ήταν βεβαίως λάθος αν περιοριζόταν σ΄αυτή την παρατήρηση για να κρίνει την αξιοπιστία. Αντιθέτως, προέβη σε ευρεία ανάλυση των λόγων αποδοχής του, εστιαζόμενο στο ότι ο ΜΕ2 παρείχε τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια που θα επέτρεπαν στο Δικαστήριο να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα. ΄Αξιον παρατήρησης επίσης είναι η μη ταύτιση του μάρτυρα με τα συμφέροντα του εφεσίβλητου, όπως την καταγράφει το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε αντιδιαστολή με τον ΜΥ1. Χαρακτηριστικό δε παράδειγμα της μη αποδοχής του ΜΥ1 είναι ο απαξιωτικός τρόπος που απαντούσε επί των τεθέντων από την άλλη πλευρά επιστημονικών θέσεων του ΜΕ2, μη προβάλλοντας αντίστοιχα τη δική του θέση.
Είναι στους ώμους του εφεσείοντα το βάρος να πείσει το Εφετείο ότι το Δικαστήριο έσφαλε με το να πιστέψει ή όχι ένα μάρτυρα (βλ. Μylonas and others v. Kali (1967)1 CLR 37, Φραντζής ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία) 2010 1Α ΑΑΔ 254 και Βαρνάβα ν. Alico Πολ.΄Εφ. 49/2010, 30.3.2015), ECLI:CY:AD:2015:A228. Αυτό το βάρος κρίνουμε ότι δεν το απέσεισε ο εφεσείων. Όλα όσα ανέφερε η πλευρά του στους σχετικούς λόγους που αφορούν την αξιολόγηση δεν μπορούν να πλήξουν, ούτε επ΄ελάχιστον, το έργο που το πρωτόδικο Δικαστήριο επιτέλεσε.
Τώρα σε σχέση με τον ισχυρισμό του εφεσείοντα για ύπαρξη γραπτής συμφωνίας και την προβαλλόμενη πλημμέλεια του ευρήματος του Δικαστηρίου να θεωρήσει ότι η συμφωνία των διαδίκων ήταν προφορική και όχι γραπτή, θα αναφέρουμε το αυτονόητο. Η θέση αυτή ήταν μέρος της εκδοχής του εφεσείοντα - εκδοχή που συνολικά απορρίφθηκε. Δεν θα μπορούσε λοιπόν το θέμα να ξεχωριστεί από τη μαρτυρία, όπως αναλύθηκε και αξιολογήθηκε. Οι επιμέρους θέσεις και τα επιχειρήματα του εφεσείοντα δεν μπορούν συνεπώς να έχουν αυτοδυναμία και συναρτώνται με τους λόγους που αφορούν την αξιοπιστία, λόγοι που απέτυχαν συλλήβδην.
Αναφορικά με το λόγο έφεσης 9 που αφορά την επίκληση ακυρότητας της δίκης διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «έλαβε υπόψη πόρισμα του ΤΑΕ που είδε» αφού του παραδόθηκε, ενώ οι διάδικοι δεν είδαν και δεν παρουσιάστηκε στη δίκη. Ο λόγος αυτός ομοίως στερείται βάσης αφού σε κανένα μέρος της αιτιολογίας ή της όλης απόφασης δεν αναφέρεται και δεν λαμβάνεται υπόψη το ούτω καλούμενο «πόρισμα», το οποίο βεβαίως και δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη. Κατά τα λοιπά είναι σχετικά αυτά που λέχθηκαν στη Σάββα ν. Αντωνίου, Πολ.Εφ.134/09 ημερ.16.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:A266.
Στη διαπίστωση αυτή και ο λόγος αυτός καταρρίπτεται.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε, η έφεση απορρίπτεται στην ολότητα της, με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου εκ ποσού €2,500 πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει).
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.