ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:D282
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 123/2017)
7 Σεπτεμβρίου 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ALPHA BANK CYPRUS LTD, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ
ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ/ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΙΣ 25/08/2017 ΣΤΗ
ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡ. 191/2017
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ -
ΚΕΦ. 113 ΑΡΘΡΑ 202 Α ΜΕΧΡΙ 202 ΛΗ
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ L.N.D. ESTATES LTD - ΗΕ25680
ΕΚ ΑΓΙΟΥ ΦΙΛΩΝΑ 2, PAPHIESSA HOTEL, ΠΑΦΟΣ
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΕΓΓΥΗΤΟΥ ΤΗΣ L.N.D. ESTATES LTD
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ:
ALPHA BANK CYPRUS LTD
ΑΙΤΗΤΕΣ
- ΚΑΙ -
ΑΝΔΡΕΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΚΑΘ΄ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ
---------------------------------------------
Στ. Πολυβίου (κα) με Ν. Καλλένο, για τους Αιτητές.
-------------------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο Ανδρέας Γεωργίου, μέτοχος και εγγυητής της εταιρείας L.N.D. Estates Ltd, χρησιμοποιώντας το μηχανισμό που προσφέρεται πλέον από το άρθρο 202 Α κ.ε. που εισήχθηκε στον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113, με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 62(Ι)/2015, που ενσωμάτωσε στο βασικό κορμό του Νόμου το Μέρος IV Α, καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου τη Γενική Αίτηση αρ. 191/2017, στις 22.8.2017. Την υποστήριξε με δική του ένορκη δήλωση και αιτήθηκε υπό την παρ. Α αυτής, διάταγμα του Δικαστηρίου προς διορισμό του Μάριου Ιερόπουλου από τη Λευκωσία ως Εξεταστή στην πιο πάνω L.N.D. Estates Ltd, με σκοπό την εξέταση των υποθέσεων της και υπό την παρ. Β, προσωρινό διάταγμα που να διατάσσει όπως η εταιρεία τεθεί υπό την προσωρινή προστασία του Δικαστηρίου για περίοδο 15 ημερών με σκοπό να υποβληθεί η έκθεση του ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα Μάριου Ιερόπουλου ή και των λογιστών-ελεγκτών της εταιρερίας, ονόματι M. Taliotis & Co Ltd.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, στις 25.8.2017, εντός των θερινών δικαστικών διακοπών, αφού ανέφερε ότι η αίτηση της εταιρείας περιορίστηκε στο στάδιο εκείνο στην έκδοση διατάγματος προσωρινής προστασίας για περίοδο 15 ημερών ώστε να δοθεί η δυνατότητα να υποβληθεί η έκθεση του εμπειρογνώμονα, που αποτελεί, όπως ορθά παρατηρεί το Δικαστήριο, εκ του Νόμου προϋπόθεση για να εξεταστεί και εκδοθεί διάταγμα διορισμού εξεταστή, σημείωσε περαιτέρω ότι η ακρόαση της αίτησης έγινε στην παρουσία και συμμετοχή δικηγόρων εκ μέρους παραλήπτη και πιστωτή. Εκδίδοντας το διάταγμα προστασίας για περίοδο 15 ημερών, το Δικαστήριο απάντησε στα προβληθέντα επιχειρήματα από τον παραλήπτη και τον πιστωτή, τα οποία επικεντρώθηκαν στον τύπο που χρησιμοποιήθηκε και τη λανθασμένη διαδικασία που ακολουθήθηκε. Τα σχετικά επιχειρήματα απορρίφθηκαν με το Δικαστήριο να υποδεικνύει την sui generis διαδικασία που καθιερώθηκε με το Μέρος IV Α και το σκοπό του Νομοθέτη, παραπέμποντας στο Προοίμιο του τροποποιητικού Νόμου αρ. 62(Ι)/2015, από το οποίο και άντλησε καθοδήγηση ως προς την ερμηνεία των σχετικών άρθρων του Νόμου. Έκρινε ότι δεν υπήρχε αναγκαιότητα για τη μεταχείριση του διατάγματος προστασίας ως ενός διατάγματος προσωρινού μέτρου που έχρηζε επανεξέτασης σε επιστρεπτέο στάδιο και ότι απλά το Δικαστήριο έπρεπε να ικανοποιηθεί ότι οι προϋποθέσεις για να θέσει την εταιρεία υπό προστασία πληρούνταν στη βάση των όσων αναφέρονται στο άρθρο 202 Γ. Το Δικαστήριο αποφάσισε επίσης ότι δεν χρειαζόταν η καταχώρηση κυρίως αιτήσεως και άλλης μονομερούς αιτήσεως και ότι δεν προβλέπεται από το Νόμο τέτοιος διαχωρισμός. Έκρινε, περαιτέρω, ότι πράγματι δεν ήταν δυνατή η ετοιμασία της έκθεσης του εμπειρογνώμονα έγκαιρα λόγω του μεγάλου αριθμού πληροφοριών, στοιχείων και υπολογισμών που θα έπρεπε να ετοιμαστούν, αλλά και, κυρίως, λόγω του γεγονότος ότι μια ημέρα πριν την καταχώρηση της αίτησης, η Alpha Bank Cyprus Ltd απέστειλε στην εταιρεία τέσσερεις ειδοποιήσεις απαίτησης χρέους στη βάση τεσσάρων ομολόγων κυμαινόμενης επιβάρυνσης απαιτώντας την πληρωμή 5.5 εκατομμυρίων ευρώ εντός 24 ωρών. Οι ειδοποιήσεις αυτές δεν μπορούσαν να ήταν σε γνώση του αιτητή και επομένως η εταιρεία έχρηζε προστασίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Το αιτητικό ως προς το διορισμό εξεταστή ορίστηκε για ακρόαση στις 11.9.2017.
Το Μέρος IV A που προστέθηκε στον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113, διαβάζεται ως έχει και δεν χρειάζεται επανάληψη των προνοιών του. Εν συνόψει, εκείνο το οποίο εξάγεται αβίαστα από τις νομοθετικές αυτές ρυθμίσεις, ιδιαιτέρως υπό το φως και του προοιμίου του τροποποιητικού Νόμου, είναι η προσπάθεια εξισορρόπησης μεταξύ των συμφερόντων του πιστωτή και των συμφερόντων μιας εταιρείας ώστε, εάν είναι δυνατό, να συνομολογηθεί συμβιβασμός καθιστώντας μια εταιρεία ικανή να αποπληρώσει τα χρέη της θέτοντας έτσι και τον πιστωτή σε καλύτερη μοίρα παρά εάν η εταιρεία υπόκειτο σε διαδικασία εκκαθάρισης. Ο διορισμός εξεταστή κατά το άρθρο 202 Α είναι δυνατός όταν μια εταιρεία είναι ή κατά πάσα πιθανότητα θα είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων, ενώ η αίτηση για διορισμό εξεταστή μπορεί να γίνει είτε από την εταιρεία, είτε από πιστωτή ή μέλη της εταιρείας ή οποιονδήποτε εγγυητή. Απαραιτήτως η αίτηση συνοδεύεται από έκθεση εμπειρογνώμονα η οποία περιλαμβάνει αριθμό δεδομένων που αναφέρονται στο εδάφιο (4) του άρθρου 202 Β και είναι σε αυτό το πλαίσιο που, κατά το άρθρο 202 Γ, είναι δυνατή η έκδοση διατάγματος προστασίας της εταιρείας, εάν για λόγους που το Δικαστήριο κρίνει εύλογους, χρειάζεται χρόνος για την ετοιμασία της έκθεσης.
Στο πιο πάνω πλέγμα είναι που η παρούσα επίδικη αίτηση στοχεύει στην πρωταρχική παροχή άδειας προς καταχώρηση αίτησης για ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ημερ. 25.8.2017 και στην αναστολή της περαιτέρω διαδικασίας στη Γενική Αίτηση αρ. 191/2017. Οι κύριοι λόγοι αναζήτησης της προνομιακής θεραπείας από το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρονται στην έκθεση και την ένορκη δήλωση και συνοψίζονται στο ότι δεν υπήρχε ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου οποιοδήποτε υπόβαθρο ή προηγηθέν εναρκτήριο μέσο κατά την εξέταση της αίτησης που οδήγησε στην έκδοση του διατάγματος προστασίας, η οποία μάλιστα χαρακτηρίστηκε ως «μονομερής». Το ίδιο το κατώτερο Δικαστήριο θεώρησε τη μονομερή αίτηση ως κυρίως αίτηση και εξέδωσε τελικό διάταγμα, παρά το ότι η αίτηση επιδίωκε προσωρινό διάταγμα. Επομένως, η όλη διαδικασία έπασχε, ενώ το Δικαστήριο υπερέβηκε τη δικαιοδοσία του εφόσον η Γενική Αίτηση αναφέρεται ότι αφορά ζήτημα άνω των 2 εκατομμυρίων ευρώ και ο Δικαστής που επιλήφθηκε και εξέδωσε το διάταγμα προστασίας, είχε δικαιοδοσία Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή. Δεν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο αμφισβήτησης του χειρισμού που έκαμε το κατώτερο Δικαστήριο και ελέγχου του εκδοθέντος διατάγματος, υπάρχουν δε και εξαιρετικές περιστάσεις λόγω της σοβαρότητας και της φύσης του εκδοθέντος διατάγματος με δεδομένο ότι και η ισχύς αυτού λήγει στις 9.9.2017, ή, το αργότερο στις 11.9.2017. Η αμφιβολία αυτή εκπηγάζει από το γεγονός ότι δεν υπήρξε μέχρι την καταχώρηση της επίδικης αίτησης συνταγμένο διάταγμα. Δεν οικοδομείται όμως οποιοδήποτε επιχείρημα εκ του τελευταίου αυτού θέματος. Άλλωστε, ο Δικαστικός έλεγχος σε επίπεδο προνομιακής δικαιοδοσίας είναι δυνατός εφόσον έχει τεθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η ίδια η απόφαση.
Το ίδια υποστήριξε και η ευπαίδευτη συνήγορος κατά τη συζήτηση της επίδικης αίτησης, στηρίζοντας τις θέσεις της στο ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν ο περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 6, οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας ή οι περί Εταιρειών Θεσμοί ώστε να υπήρχε μια κυρίως αίτηση με άλλη ενδιάμεση, το δε διάταγμα θα έπρεπε να ορίζετο επιστρεπτέο.
Ένα από τα κύρια επιχειρήματα των αιτητών αφορά τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου από την άποψη του αντικειμένου της διαφοράς. Εισηγείται η συνήγορος ότι εφόσον η κλίμακα στην οποία καταχωρήθηκε η Γενική Αίτηση ξεπερνά τα δύο εκατομμύρια ευρώ, τότε ο Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής που επιλήφθηκε της λεγόμενης «Μονομερούς Αιτήσεως», δεν είχε καθ΄ ύλην δικαιοδοσία. Αυτή η εισήγηση θα είχε ενδεχομένως έρεισμα αν αυτό που εξέδωσε κατατάσσετο ως τελικό διάταγμα από την άποψη ότι απεφασίζετο η ουσία της διαφοράς. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το άρθρο 21 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, δίδει δικαιοδοσία σε οποιοδήποτε Δικαστή, ανεξαρτήτως βαθμίδας, να εκδικάζει οποιοδήποτε ζήτημα που δεν διαγιγνώσκει την ουσία της διαφοράς, ανεξαρτήτως κλίμακος. Η εξουσία αυτή δεν αλλοιώνεται λόγω εκδίκασης υποθέσεων κατά τη διάρκεια Δικαστικών διακοπών. Όμως, το εκδοθέν διάταγμα προσωρινής προστασίας είναι ένα sui generis διάταγμα που αποβλέπει στην παροχή μιας ασπίδας προστασίας από το Δικαστήριο ως ένα μέτρο ανάσας μέχρι να ετοιμαστεί η έκθεση του εμπειρογνώμονα ελεγκτή για την όλη οικονομική βιωσιμότητα της εταιρείας. Το να το αντικρύζει κανείς υπό τις παραδοσιακές έννοιες ενός προσωρινού ή ενδιάμεσου διατάγματος ή τελικού δεν έχει νόημα. Εξ ου και ο ίδιος ο νομοθέτης στο άρθρο 202 Γ, δεν οριοθετεί το διάταγμα προστασίας, ούτε το ενδύει με οποιαδήποτε παραδοσιακή έννοια προσωρινότητας ώστε να καθίσταται επιστρεπτέο, ούτε και θα είχε πρακτική σημασία να εξετάζεται το αν καλώς ή κακώς εκδόθηκε το διάταγμα εντός του περιορισμένου χρονικού διαστήματος των δεκαπέντε ημερών. Ο ορισμός δε της αίτησης αυθημερόν ή την επομένη της καταχώρησης της για εξέταση από το Δικαστήριο είναι για να δοθεί η προστασία που επιδιώκεται το ταχύτερον.
Μάλιστα, είναι τέτοια η διατύπωση του άρθρου 202 Γ, που δεν επιβάλλει καν την καταχώρηση ή εισαγωγή χωριστής αίτησης προς έκδοση διατάγματος προστασίας. Είναι πρόδηλο από τη διατύπωση του εδαφίου (1) του άρθρου 202 Γ, ότι το ίδιο το Δικαστήριο δύναται επί τη υποδείξει του αιτητή, ή, και αυτεπαγγέλτως, να αποφασίσει ότι λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων εκτός του ελέγχου του αιτητή, η έκθεση του ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα δεν ήταν διαθέσιμη εγκαίρως για να συνοδεύει την αίτηση και ως αποτέλεσμα να εκδώσει αυτό το μέτρο προστασίας που λειτουργεί ως ασπίδα για τα καλώς νοούμενα συμφέροντα της ίδιας της εταιρείας και, κατ΄ επέκταση, των πιστωτών. Οι δε εναρκτήριες λέξεις του εδαφίου (1), ότι «Σε περίπτωση που αίτηση που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 202 Α ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι ..», εξυπακούουν ότι στην ίδια την αίτηση για διορισμό εξεταστή κατά το άρθρο 202 Α, μπορούν να συνυπάρχουν ή να ενσωματωθούν γεγονότα που καθιστούν την έκδοση του διατάγματος προστασίας, αναγκαία. Όπως έγινε και εδώ.
Αναφέρθηκε η ευπαίδευτη συνήγορος, δίδοντας ιδιαίτερη έμφαση, στο γεγονός ότι η αίτηση ενώπιον του Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή χαρακτηρίστηκε από τον ίδιο τον αιτητή ως ενδιάμεση, ενώ δεν υπάρχει καταχωρημένη άλλη «κυρίως» αίτηση στο πλαίσιο της οποίας να ήταν δυνατή η ταυτόχρονη ή, έστω μετ΄ ολίγου χρόνου, καταχώρηση ενδιάμεσης αίτησης που να στόχευε στην έκδοση του διατάγματος προστασίας. Υποδεικνύεται όμως ότι η αίτηση καταχωρήθηκε ως «Γενική Αίτηση» και έλαβε τον αριθμό 191/2017. Εδράζεται στο άρθρο 202 Α (μέχρι 202 ΑΗ), που είναι το ουσιαστικό άρθρο που παρέχει την εξουσία στο Δικαστήριο να προβεί στο διορισμό εξεταστή για τους λόγους που προσδιορίζονται και υπό τις προϋποθέσεις που καταγράφονται. Ο χαρακτηρισμός της αίτησης στο σώμα της μόνο και όχι στον τίτλο της, ως «μονομερούς» δεν προσθέτει ή αφαιρεί από τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να εξετάσει την αίτηση για διορισμό εξεταστή, που είναι το μείζον ζήτημα που επιδιώκεται με την παράγραφο Α, έναντι της ελάσσονος πρότασης που περιέχεται στην παράγραφο Β, και στην οποία περιορίστηκε το αίτημα του αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης, με το αιτούμενο της παραγράφου Α να έχει οριστεί για εξέταση στις 11.9.2017.
Η ενασχόληση του κατώτερου Δικαστηρίου με το ζήτημα στην παράγραφο 26 της απόφασης του και η θέση που εξέφρασε δεν ήταν αδόκιμη. Το διάταγμα προσωρινής προστασίας που μπορούσε να εκδοθεί από το Δικαστήριο εξαρτάτο από τις προϋποθέσεις του ίδιου του Νόμου και όχι από τον χαρακτηρισμό που έδωσε ο αιτητής. Και αναμφίβολα δεν ήταν και δεν είναι ένα τέτοιο διάταγμα συγκρίσιμο με οποιοδήποτε προσωρινό μέτρο που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 9 του Κεφ. 6, διότι εδώ η διάρκεια του προσωρινού μέτρου προστασίας έχει μέγιστη διάρκεια δεκαπέντε ημερών κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 202 Γ, με συγκεκριμένη πάντοτε στόχευση που είναι η δυνατότητα της παροχής χρόνου ετοιμασίας και κατάθεσης προς υποβοήθηση του έργου του Δικαστηρίου, της έκθεσης του εμπειρογνώμονα. Δεν μπορεί να τίθεται επιστρεπτέο το διάταγμα το οποίο το ίδιο το Δικαστήριο, κατά διακριτική ευχέρεια, εκδίδει ως προστατευτικό μέτρο. Δεν υπάρχουν στην ουσία «επηρεαζόμενοι» στην έννοια του άρθρου 9 του Κεφ. 6, διότι το Δικαστήριο απλώς διασφαλίζει ότι τα πράγματα παραμένουν ως έχουν ώστε να δοθεί η δυνατότητα στην εταιρεία να θέσει όλο το διαθέσιμο υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου για να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατόν. Ο διορισμός παραλήπτη από τους εδώ πιστωτές-αιτητές την ίδια ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης για προστασία δεν αλλοιώνει τα πράγματα διότι για να μην ήταν δυνατή η εξέταση της αίτησης για διορισμό εξεταστή, ο παραλήπτης κατά το εδάφιο (7) του άρθρου 202 Β, έπρεπε να ήταν διορισμένος για τουλάχιστον μια συνεχή περίοδο τριάντα ημερών πριν την υποβολή της αίτησης.
Το ότι δεν πρόκειται για μέτρο που χρήζει επανεξέτασης σε επιστρεπτέο στάδιο, καθίσταται ηλίου φαεινότερον από την πρόνοια του εδαφίου (6) του άρθρου 202 Γ, το οποίο απερίφραστα προνοεί ότι σε περίπτωση που δεν υποβληθεί η έκθεση του εμπειρογνώμονα στην καθορισμένη από το Δικαστήριο περίοδο, τότε η εταιρεία παύει να τελεί υπό την προστασία του Δικαστηρίου. Δεν τίθεται, με άλλα λόγια, ζήτημα περαιτέρω επέκτασης του διατάγματος προστασίας. Ενώ προς την ίδια κατεύθυνση και η πρόνοια του εδαφίου (5), που επιβεβαιώνει το όλο ιδιότυπο της διαδικασίας, αλλά και τη δυνατότητα του ιδίου του Δικαστηρίου χωρίς ξέχωρη αίτηση να εκδώσει διάταγμα προστασίας, καθορίζει ότι αν η έκθεση του εμπειρογνώμονα υποβληθεί στο Δικαστήριο πριν τη λήξη της περιόδου προστασίας, το Δικαστήριο προχωρεί με την εξέταση της αίτησης για διορισμό εξεταστή, μαζί με την έκθεση, «.. Ως εάν αυτές να υποβλήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 202 Α». Συνεπώς, ο ίδιος ο Νομοθέτης αναγνωρίζει ότι απλώς αναχαιτίζεται η απόφαση κατά πόσο θα διοριστεί ή όχι εξεταστής κατά τη χρονική διάρκεια ετοιμασίας της έκθεσης.
Η υπόθεση Cyllenius Holdings Ltd κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 136, δεν έχει καμιά σχέση με την παρούσα. Εκεί καταχωρήθηκε «Γενική Αίτηση Ex parte», προς εγγραφή και εκτέλεση απόφασης της Επιτροπής Καθορισμού Δικηγορικής Αμοιβής του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου. Το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν υπάρχουν Γενικές Αιτήσεις Ex-parte, εφόσον η Γενική Αίτηση είναι εναρκτήριο μέσο που πρέπει να επιδίδεται στον αντίδικο για τις δικές του θέσεις. Εδώ, η Γενική Αίτηση αρ. 191/17 επιδόθηκε όπως παρουσιάζεται από το Τεκμήριο 4 της επίδικης Αίτησης προς όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, περιλαμβανομένων και των πιστωτών Alpha Bank Cyprus Ltd, κατά τα καθοριζόμενα στο άρθρο 202 Δ, περί του δικαιώματος ακροάσεως πριν το Δικαστήριο εκδώσει τυχόν διάταγμα για διορισμό εξεταστή. Αλλά η ακρόαση αυτή αφορά την καθαυτό έκδοση διατάγματος διορισμού εξεταστή και όχι οποιοδήποτε προηγούμενο στάδιο, όπως την έκδοση του διατάγματος προστασίας. Και επ΄ αυτού δεν διατυπώνεται αντιγνωμία από τους αιτητές.
Ούτε και η υπόθεση Fileleftheros Ltd (1988) 1 C.L.R. 344, βοηθά τους αιτητές εφόσον εκεί είχε απλώς καταχωρηθεί ex parte αίτηση χωρίς προηγηθέν ή ταυτόχρονο ένδικο μέσο προβλεπόμενο από τον περί Εταιρειών Νόμο ή τους Κανονισμούς. Εδώ η Γενική Αίτηση αρ. 191/2017 εισήχθηκε ως αποτέλεσμα της δυνατότητας που παρέχεται πλέον από το Μέρος IV A του Κεφ. 113, το άρθρο 202 Β του οποίου προνοεί για την εισαγωγή «Αίτησης».
Όσον αφορά τα λαμβανόμενα στο Ηνωμένο Βασίλειο με βάση τα προνοούμενα από τα Rules of the Superior Courts - Proceedings under Part 10 of the Companies Act 2014 (Examinership) S.I. No. 255 of 2015, και τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα του Mahmud Samad: Court Applications under the Companies Acts σελ. 480, παρ. 12.65, αυτά δεν ισχύουν στη Δημοκρατία, ούτε έχουν γίνει ανάλογες ή παρόμοιες ρυθμίσεις.
Η εμβέλεια των προνομιακών ενταλμάτων είναι πασίγνωστη και τίποτε το χρήσιμο δεν θα προσέθετε η λεπτομερής επανάληψη των αρχών. Πρέπει να διαπιστώνεται υπέρβαση δικαιοδοσίας ή έλλειψη αυτής, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση της φυσικής δικαιοσύνης. Το ορθόδοξο μέσο αντιμετώπισης αποφάσεων των κατώτερων Δικαστηρίων είναι η έφεση και τα προνομιακά εντάλματα δεν έχουν σκοπό να την υποκαταστήσουν και επομένως ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, το προνομιακό ένταλμα δεν χορηγείται εκτός και εάν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω δεν διαπιστώνεται καμία έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου, το οποίο ενήργησε εντός της αρμοδιότητας του και εξέδωσε το διάταγμα προστασίας, δυνατότητα που παρέχεται από το Νόμο ως ένα μέτρο παροχής χρόνου σε εταιρεία να καταχωρήσει την έκθεση του εμπειρογνώμονα προς εξέταση του κυρίως ζητήματος που εκκρεμοδικεί, που είναι ο διορισμός εξεταστή. Είναι σαφές από τη νομολογία ότι ακόμη και λάθος ή παρανόηση στην αντίληψη του Νόμου δεν είναι αρκετά για να αιτιολογήσουν Certiorari. Σχετικές είναι οι αποφάσεις R. v. Northumberland Compensation Appeal Tribunal ex parte Shaw (1952) 1 All E.R. 122 και Χρίστου Μάριος (1996) 1 Α.Α.Δ. 398.
Ούτε έχει πεισθεί το Δικαστήριο ότι δεν παρέχεται το ένδικο μέσο της έφεσης στο στάδιο που θα κριθεί το μείζον θέμα του διορισμού εξεταστή, διαδικασία που είναι σε εκκρεμότητα. Οι πιστωτές δύνανται τότε να ελέγξουν το βάσιμο του τυχόν διορισμού αμφισβητώντας ταυτόχρονα και το διάταγμα προστασίας που δόθηκε στο μεταξύ. Ούτε είναι κατανοητό ποιες είναι οι εξαιρετικές περιστάσεις που θα μπορούσαν να παρακάμψουν αυτό τον κανόνα. Το σύντομο της ισχύος του διατάγματος προστασίας των 15 ημερών δεν αποτελεί εξαιρετική περίσταση. Ούτε και επηρεάστηκαν δικαιώματα κατά τρόπο μη σύννομο ή τελεσίδικο.
Επαναλαμβάνεται ότι το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε εντός της αρμοδιότητας του ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο και δεν μπορεί με οποιονδήποτε τρόπο να λεχθεί ότι έσφαλε κατά τρόπο που να έλκει την προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ