ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Για τους αιτητές: κ. Ν. Παναγιώτου. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-09-26 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 119/2017, 26/9/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:D316

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 119/2017

 

 

26 Σεπτεμβρίου 2017

 

 

[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO AΡΘΡO 155.4 TOY ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

KAI

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 15, 16, 33 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 2, 3, 27, 28, 29, 32, 33 ΚΑΙ 34 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΚΑΙ ΨΥΧΟΤΡΟΠΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΝΟΜΟΥ 29/77, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 4 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ, ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΑΜΦΟΤΕΡΩΝ ΕΚ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ (α) ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΩΝ ΤΩΝ ΑΙΤΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΑΡΤΑΣ 14, ΡΑΝΕΛΣΟΝΣ ΚΩΡΤ, ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ 22 ΣΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΚΑΙ (β) ΤΟΥ ΟΧΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΗΕΕ 656, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΤΗΝ 13.6.2017, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ

------------------

Για τους αιτητές:  κ. Ν. Παναγιώτου.

 

-----------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Οι αιτητές, γιος και μητέρα, ζητούν άδεια για να καταχωρίσουν προνομιακό ένταλμα φύσεως certiorari με σκοπό την ακύρωση εντάλματος έρευνας «το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας» στις 13.6.2017, με το οποίο εξουσιοδοτήθηκε τόσο η έρευνα της οικίας μητέρας, στη Λάρνακα, όπου διαμένει με τον αιτητή όσο και η έρευνα οχήματος που χρησιμοποιεί ο αιτητής. Αφορούσε δε, διερεύνηση αδικημάτων παράνομης καλλιέργειας φυτών κάνναβης, παράνομης κατοχής και παράνομης κατοχής κάνναβης με σκοπό την προμήθεια.  Εξ αρχής διαπιστώνεται ότι το προαναφερθέν ένταλμα δεν εκδόθηκε από το Δικαστήριο Λευκωσίας, αλλά από το Δικαστήριο Λάρνακας.  Αυτό το σφάλμα στην αίτηση δεν διορθώθηκε στην πορεία.

 

Το ένταλμα έρευνας δόθηκε επί ένορκης δήλωσης αστυνομικού της ΥΚΑΝ Λάρνακας, στην οποία, αφού προσδιορίζεται κατά τρόπο συγκεκριμένο το υποστατικό ως διαμέρισμα που ανήκει στη μητέρα του υπόπτου, αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Λήφθηκε πληροφορία από αξιόπιστο πληροφοριοδότη ο οποίος συνεργάστηκε και στο παρελθόν με την αστυνομία και είναι σε θέση να καταλαβαίνει τα φυτά κάνναβης, ότι ο ύποπτος ο οποίος διαμένει στην πιο πάνω διεύθυνση είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών και έχει στο διαμέρισμα του και καλλιεργά φυτά κάνναβης.  Ο ύποπτος χρησιμοποιεί για τις διακινήσεις του το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής . το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο όνομά του.  Ο ύποπτος δεν ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματος σε πρόσωπα που τον καλούν να ανοίξει την πόρτα και φαίνεται σύμφωνα με τη συμπεριφορά του σαν να κρύβει κάτι.»

 

Επί αυτής της μαρτυρίας, Επαρχιακός Δικαστής του Δικαστηρίου Λάρνακας, αναφερόμενος σε εύλογη αιτία και καταγράφοντας ότι έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος, εξέδωσε το ένταλμα έρευνας «δυνάμει του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/1977».

 

Ο πρώτος λόγος για τον οποίο ζητείται άδεια αφορά τον ισχυρισμό ότι δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστή που εξέδωσε το ένταλμα ικανοποιητική ή και οποιαδήποτε μαρτυρία ότι στους συγκεκριμένους τόπους αποκρύπτονταν «τα αναφερόμενα στο ένταλμα πράγματα».  Ο λόγος όμως αυτός δεν είναι βάσιμος σε σχέση με το διαμέρισμα, εφόσον ρητά αναφέρθηκε η πληροφορία ότι στο συγκεκριμένο διαμέρισμα όπου ο ύποπτος διαμένει καλλιεργεί φυτά κάνναβης.  Εγείρεται όμως ζήτημα αναφορικά με το όχημα.

 

Ως δεύτερος λόγος επιχειρείται να προβληθεί το επιχείρημα ότι η εύλογη αιτία στην οποία αναφέρθηκε ο Δικαστής δεν αποτελούσε δικό του εύρημα αλλά συμπέρασμα της αστυνομικού που προέβη στην ένορκη δήλωση. Η γνώμη του ενόρκως δηλούντος αναμφίβολα δεν είναι αρκετή (Πολυκάρπου (1991) 1 ΑΑΔ 207, Αναφορικά με την Αίτηση του Έκτορα Μακρίδη, Πολ. Εφ. Αρ. 514/2012, ημερομηνίας 2.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:A238)

 

Στην Σ.Σ., Πολιτική Αίτηση Αρ. 30/2017, ημερομηνίας 9.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:D75, είχα την ευκαιρία να αναφερθώ στη νομολογία που καθορίζει το υπό εξέταση θέμα ως ακολούθως:

 

«Από την άλλη, στην υπόθεση Αντωνίου (2009) 1 ΑΑΔ 656 (660) (Κωνσταντινίδης, Δ.), αφού ελέχθη ότι κάθε περίπτωση κρίνεται στη βάση των δικών της ιδιαίτερων περιστατικών, κρίθηκε ότι η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του εκδώσαντος το ένταλμα δικαστή στοιχειοθετούσε εύλογη υπόνοια με τέτοιο τρόπο ώστε η κατάληξη πως ο Δικαστής ικανοποιήθηκε λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος, χωρίς ο ίδιος να έχει παραπέμψει σε εύλογη υποψία της αστυνομίας, ασφαλώς ενσωμάτωσε τη δική του κρίση πάνω στο θέμα.  Λέχθηκαν χαρακτηριστικά τα ακόλουθα:

 

«Αυτή η κατάληξη υπογραμμένη από τον ίδιο το δικαστή είναι δική του και κανενός άλλου, ενσωματώνει τη δική του υποψία στη βάση των δεδομένων που ενόρκως τέθηκαν ενώπιον του .»

 

Στην υπόθεση Παναγιώτου (2004) 1 ΑΑΔ 1094, επιβεβαιώθηκε τελικά από την Ολομέλεια ότι το τί αποτελεί δέουσα αιτιολογία εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της υπόθεσης.  Μια δικαστική απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη όταν παρέχεται η δυνατότητα στο Εφετείο να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην εκκαλούμενη απόφαση.  Υπ΄αυτό το πρίσμα και υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης εκείνης, θεωρήθηκε πως η συμπερίληψη της απαιτούμενης βεβαίωσης περί λογικής ικανοποίησης για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος (σύλληψης ή έρευνας) δεν μπορούσε παρά να σημαίνει πως η αναγκαιότητα της έκδοσης του εντάλματος προέκυπτε από τα αναφερόμενα στην ένορκη δήλωση.

 

Εν προκειμένω, η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του δικαστή δημιουργούσε εύλογη υπόνοια για τις ανάγκες έκδοσης του εντάλματος.  Ο δικαστής δεν αναφέρθηκε, δεν στηρίχθηκε σε εύλογη υπόνοια της αστυνομίας.  Έχοντας υπόψη του τη μαρτυρία η οποία τέθηκε ενώπιον του, στην οποία ρητώς αναφέρθηκε, η κατάληξή του πως ικανοποιήθηκε λογικά για την ύπαρξη ανάγκης έκδοσης του εντάλματος, δεν μπορούσε παρά, υπό τις περιστάσεις, να είχε την έννοια ότι στο δικό του μυαλό είχε σχηματίσει την απαιτούμενη εύλογη υπόνοια πως στη διεύθυνση του αναφέρεται στο ένταλμα μπορεί να βρίσκονται τα αναζητούμενα αντικείμενα, όπως ρητώς αναφέρθηκε στο αιτιολογικό μέρος του εντάλματος»

 

 

Τα παραπάνω αρμόζουν, τόσο ως προς την αιτιολογία, όσο και ως προς την κατάληξη επί του θέματος και εν προκειμένω.

 

Ως τρίτος λόγος προβάλλεται η θέση ότι το ένταλμα είναι παντελώς αναιτιολόγητο επειδή ο Δικαστής δεν είχε αξιώσει εχέγγυα σε σχέση με την αξιοπιστία του πληροφοριοδότη και επειδή στην ένορκη δήλωση δεν αναφέρεται ο τρόπος απόκτησης των πληροφοριών από τον πληροφοριοδότη.  Σε σχέση με το ζήτημα αυτό ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή παρέπεμψε σε νομολογία του Καναδά με αναφορά, μεταξύ άλλων, στην απόφαση Garofoli v. Q. [1990] 2 S.C.R. 1421, η οποία αν και αφορούσε εξουσιοδότηση για παρακολούθηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, θεωρείται ως η βασική αυθεντία σε σχέση με εντάλματα έρευνας.  Στην υπόθεση εκείνη αναγνωρίσθηκε ότι η εξουσιοδότηση για έρευνα μπορεί να δοθεί επί τη βάσει εξ ακοής πληροφορίας.  Διευκρινίστηκε, όμως, περαιτέρω, ότι μια ανώνυμη πληροφορία (tip), από μόνη της, δεν επαρκεί προς στοιχειοθέτηση εύλογων και πιθανών λόγων (reasonable and probable grounds) και ότι η βασιμότητα τέτοιας πληροφορίας θα πρέπει να αξιολογείται με αναφορά στο σύνολο των περιστάσεων.  Χωρίς να καθορίζεται προδιαγεγραμμένο κριτήριο, υποδεικνύεται ότι θα πρέπει το Δικαστήριο να λάβει υπόψη διάφορους παράγοντες, περιλαμβανομένου του βαθμού λεπτομερειών της πληροφορίας, της πηγής γνώσης του πληροφοριοδότη και ενδείξεις αναφορικά με την αξιοπιστία του, όπως είναι η προηγούμενη συνεργασία.

 

Εν προκειμένω, ο ενόρκως δηλών αστυνομικός ανέφερε ότι ο πληροφοριοδότης ήταν αξιόπιστος, παραπέμποντας σε προηγούμενη συνεργασία του με την αστυνομία και στη γνώση του για τα φυτά κάνναβης.  Με αναφορά και πάλι στην καναδική νομολογία υποδεικνύεται ότι ο Δικαστής δεν έχει υποχρέωση να διερευνήσει τους λόγους της πεποίθησης του ενόρκως δηλούντος (R. vDonaldson, 1990, CanLII 630).  Εν προκειμένω δε, δεν προωθήθηκε στους Λόγους Αίτησης ο ισχυρισμός ότι το ένταλμα εκδόθηκε κατόπιν ψευδορκίας ή δόλου, όπως υπονοείται μέσα από τις ένορκες δηλώσεις των αιτητών, όπου αναφέρεται ότι η Αστυνομία γνώριζε ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε παράνομο στο διαμέρισμα και ζήτησε το ένταλμα ως πρόσχημα για να εισέλθουν σ΄αυτό και να κακοποιήσουν τον αιτητή.  Ούτε αμφισβητήθηκε ευθέως με προβολή Λόγου περί ψευδορκίας ή δόλου και συνομωσίας η αξιοπιστία του πληροφοριοδότη στους Λόγους Αίτησης, υπό την έννοια που τέθηκε, ως άνω, στις ένορκες δηλώσεις.  Ό,τι ετέθη, όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, ήταν ζήτημα ελλιπούς στοιχειοθέτησης επαρκώς αξιόπιστης μαρτυρίας.

 

Είναι γεγονός ότι στην υπό εξέταση ένορκη δήλωση δεν παρέχονται περαιτέρω λεπτομέρειες.  Όμως, αντλώντας και πάλι από την πλούσια και φιλελεύθερη νομολογία του Καναδά, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι οι ένορκες δηλώσεις σε αυτές τις περιπτώσεις ετοιμάζονται από αστυνομικά όργανα σε χρόνο που δεν έχουν στην κατοχή τους όλη τη μαρτυρία και χωρίς νομική συμβουλή.  Συνεπώς, δεν μπορεί να απαιτείται το επίπεδο σύνταξης που θα χαρακτήριζε ένα δικηγόρο ή το επίπεδο ποιότητας ενός δικογράφου, αλλά τέτοιες ένορκες δηλώσεις πρέπει να προσεγγίζονται πρακτικά, όχι τεχνικά, με κοινή λογική (R. v. Sanchez, 1994 CanLII 5271, Re Lubell and the Queen (1973), 11 CCC (2d) 188 (Ont. H.C.)).  Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση R. v. Loewen, 2016 BCCA 351: «A search warrant is an investigative tool.  Its justification rests on reasonable grounds, not proof beyond a reasonable doubt.»  Ο ρόλος δε του δικαστή που καλείται να αναθεωρήσει το ένταλμα δεν είναι να υποκαταστήσει υποκειμενικά τον δικαστή που το εξέδωσε, αλλά να διαπιστώσει κατά πόσο υπήρχε, εν πάση περιπτώσει, επαρκής μαρτυρία ώστε εύλογα να εκδόθηκε το ένταλμα (Garofoli, ανωτέρω, R. V. Araujo, 2000 SCC 65, R. v. Morelli [2010] 1 S.C.R. 253).

 

Το ζητούμενο είναι κατά πόσο αποκαλύπτεται μαρτυρία που να στοιχειοθετεί, σ΄αυτό το στάδιο, εύλογη πιθανότητα σε σχέση με την αναφερόμενη οικία ή υποστατικό.  Όπως παρατηρεί ο Γεώργιος Μ. Πικής, με αναφορά στις πρόνοιες του άρθρου 27 του Κεφ. 155, «η πιθανότητα ύπαρξης οποιουδήποτε τεκμηρίου στα υποστατικά, συνδεομένου με τη διάπραξη του αδικήματος, αποτελεί ικανοποιητικό λόγο για την έκδοση εντάλματος.» (Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ. 69).  Περί πιθανότητας, λοιπόν, ο λόγος, η οποία, ασφαλώς, πρέπει να είναι εύλογη υπό τις περιστάσεις.

 

Εν προκειμένω η αστυνομία δεν έκανε αναφορά μόνο σε μια ανώνυμη πληροφορία, αλλά αναφέρθηκε σε συγκεκριμένο αξιόπιστο πληροφοριοδότη της.  Περαιτέρω, δεν περιορίστηκε στη δήλωσή του περί κατοχής φυτών κάνναβης από τον ύποπτο, αλλά όπως προκύπτει από την περαιτέρω αναφορά περί ύποπτης συμπεριφοράς του τελευταίου, διερεύνησε ή και παρακολούθησε περαιτέρω το θέμα. Η μαρτυρία που είχε ενώπιον του ο δικαστής ο οποίος εξέδωσε το ένταλμα, θα μπορούσε βεβαίως να είναι πιο λεπτομερής, τηρουμένης πάντοτε, από την άλλη, της απαιτούμενης προσοχής ώστε να μην αποκαλυφθεί ο ανώνυμος πληροφοριοδότης.  Όμως, παρά ταύτα,  αποτελούσε εν τέλει η ένορκη δήλωση επαρκή βάση, ώστε να μην μπορεί τώρα να λεχθεί ότι ο δικαστής δεν ενήργησε εύλογα, ότι δηλαδή ενήργησε έξω από τα λογικά πλαίσια, ώστε να δικαιολογείται ακυρωτικής φύσεως παρέμβαση.

 

Οι υπόλοιποι λόγοι που επικαλείται ο αιτητής έχουν σχέση με την εισήγηση ότι ο δικαστής αν και εξέδωσε το ένταλμα, όπως ρητά καταγράφεται σε αυτό, με βάση τον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο, Ν. 29/1977, στο άρθρο 29(3) του οποίου γίνεται λόγος περί ύπαρξης «εύλογης υποψίας», αναφέρθηκε σε ύπαρξη «εύλογης αιτίας», που είναι η προϋπόθεση έκδοσης εντάλματος με βάση το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Λανθασμένα, συνεπώς, θεώρησε ο Δικαστής τις δύο έννοιες ταυτόσημες, ενώ στην πραγματικότητα η «εύλογη αιτία» συνεπάγεται ανώτερο και αυστηρότερο βαθμό απόδειξης, που εν προκειμένω δεν στοιχειοθετήθηκε. 

 

Η διαφοροποίηση μεταξύ «εύλογης αιτίας» και «εύλογης υποψίας», που φαίνεται να έχει σημασία σε ξένη νομολογία στην οποία ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή παρέπεμψε, δεν βρήκε έρεισμα στη δική μας νομολογία.  Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Έκτωρα Μαρκίδη, Πολιτική Έφεση Αρ. 514/2012, ημερομηνίας 2.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:A238 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου δέχθηκε ότι το κριτήριο των άρθρων 29(3) του Ν. 9/1977 και 27 του Κεφ. 155 είναι ουσιαστικά ενιαίο, εφόσον απαιτείται όπως ο δικαστής ικανοποιηθεί ότι υπάρχει «εύλογη αιτία να πιστεύεται» ή «εύλογη υποψία».

 

Όπως σημειώθηκε ανωτέρω, θα μπορούσε να εγερθεί εκ πρώτης όψεως ζήτημα σε σχέση με την εξουσιοδότηση για έρευνα του οχήματος, ενόψει του γεγονότος ότι δεν αποκαλύφθηκε μαρτυρία περί πιθανότητας ύπαρξης των υπό αναζήτηση τεκμηρίων σ΄αυτό. 

 

Είναι, όμως, σαφής η θέση του αιτητή στην ένορκη δήλωσή του, που συνοδεύει την αίτηση, ότι η έρευνα στο όχημα δεν οδήγησε στην ανεύρεση ναρκωτικών ή άλλου παράνομου αντικειμένου, όπως άλλωστε και στο διαμέρισμα.  Εφόσον δεν ζήτησα από τον ευπαίδευτο δικηγόρο του αιτητή να τοποθετηθεί σχετικά, επέλεξα να μην εξετάσω γενικότερα το ζήτημα κατά πόσο η αίτηση στο σύνολό της στερείται σκοπού και αντικειμένου, εάν σκοπός της ακύρωσης ενός εντάλματος έρευνας είναι η παρεμπόδιση παρουσίασης των ανευρεθέντων σε δίκη, που εδώ δεν ανευρέθηκαν.

 

Από τη στιγμή, όμως, που η έρευνα στο διαμέρισμα κρίθηκε ότι είχε, εν πάση περιπτώσει, νόμιμο έρεισμα, η επιδίωξη επιμέρους ακύρωσης του εντάλματος σε ότι αφορά το όχημα και μόνο, θα αποτελούσε θεωρητικό εγχείρημα, με αλυσιτελές αποτέλεσμα, σε ότι αφορά τη γενικότερη νομιμότητα του εντάλματος.  Άλλο είναι το ζήτημα των ισχυρισμών που προβάλλουν οι αιτητές περί βίαιης συμπεριφοράς και κακοποίησης του αιτητή από αστυνομικούς κατά την εκτέλεση του εντάλματος και γενικότερα.  Έχουν υποβληθεί παράπονα στην Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας η οποία αποφάσισε να προχωρήσει σε σχετική διερεύνηση.  Τα τυχόν δικαιώματα του αιτητή δεν επηρεάζονται από τη μη επιμέρους ακύρωση του εντάλματος, εφόσον σχετίζονται με ισχυρισμούς που δεν αφορούν τη νομιμότητα έκδοσης, αλλά τη μετέπειτα συμπεριφορά των αστυνομικών οργάνων.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

                                                          Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ»Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο