ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Παρπαρίνος, Λεωνίδας Σταματίου, Κατερίνα Γ. Παπαθεοδώρου, για τους Εφεσείοντες. Σ. Κώστα για Στ. Αμερικάνο, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-07-07 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ «ΛΕΥΚΟΝΟΙΚΟ» ΛΤΔ ν. ΝΙΚΟΥ ΛΟΦΙΤΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 42/2011, 7/7/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A252

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 42/2011

 

7 Ιουλίου, 2017

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/Δ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ «ΛΕΥΚΟΝΟΙΚΟ» ΛΤΔ,

                                                  Εφεσειόντων/Εναγόντων,

 

-ΚΑΙ-

 

ΝΙΚΟΥ ΛΟΦΙΤΗ,

Εφεσίβλητου/Εναγόμενου.

----------------------

Γ. Παπαθεοδώρου, για τους Εφεσείοντες.

Σ. Κώστα για Στ. Αμερικάνο, για τον Εφεσίβλητο.

----------------------

       ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΤην ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Η εφεσείουσα, δημόσια  εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείτο, μεταξύ άλλων, και στον τομέα των επενδύσεων, καταχώρησε την Αγωγή αρ. 4708/07 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αξιώνοντας, από τον εφεσίβλητο, το ποσό των                Λ.Κ. 300.000 δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου ή γραμματίου ή χρεωστικού ομόλογου ή εγγράφου αναγνωρίσεως χρέους ημερομηνίας 29.6.2001. 

 

Ο εφεσίβλητος, με την υπεράσπισή του, δεν αμφισβήτησε ότι υπέγραψε το εν λόγω έγγραφο, ούτε ότι του παραχωρήθηκε το ποσό των ΛΚ300.000, το οποίο κατατέθηκε σε λογαριασμό του, ούτε ότι δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό έναντι του ισχυριζόμενου χρέους.  Αμφισβήτησε, όμως, την εγκυρότητα του εγγράφου ισχυριζόμενος ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 78 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί γραμμάτιο συνήθους τύπου, και ότι αποσκοπούσε στην καταστρατήγηση της Νομοθεσίας και/ή είχε ως παράνομο σκοπό τη χειραγώγηση μετοχών προς αποκόμιση οφέλους. Επίσης αμφισβήτησε τη δικογραφημένη θέση της εφεσείουσας ότι είχε κληθεί από την τελευταία σε διάφορες ημερομηνίες, πριν από την καταχώρηση της αγωγής, να εξοφλήσει το ισχυριζόμενο χρέος.

Αποτέλεσε, τελικά, κοινό τόπο ότι το παραπάνω έγγραφο, στο οποίο για σκοπούς ευκολίας θα αναφερόμαστε ως «γραμμάτιο», δεν μπορούσε να θεωρηθεί γραμμάτιο συνήθους τύπου διότι προνοούσε για την πληρωμή τόκου πέραν του 9% με εξάμηνο ανατοκισμό, γεγονός που το έθετε εκτός των προϋποθέσεων του άρθρου 78 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, για να θεωρηθεί γραμμάτιο συνήθους τύπου. Ωστόσο, προωθήθηκε η  θέση εκ μέρους της εφεσείουσας, ότι επρόκειτο για γραμμάτιο σε διαταγή, υπό την έννοια των σχετικών προνοιών του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, και η εκ μέρους του εφεσίβλητου δικογραφημένη θέση ότι η συναλλαγή, στα πλαίσια της οποίας υπεγράφη το γραμμάτιο, είχε παράνομο σκοπό.

 

Προς ολοκλήρωση της εικόνας που αναδύεται μέσα από τα όσα διαπιστώθηκαν και καταγράφηκαν ως παραδεκτά γεγονότα στην πρωτόδικη απόφαση ή προέκυψαν από τη μαρτυρία ως αδιαμφισβήτητα, σημειώνονται τα ακόλουθα: Για το ποσό που αναφέρεται στο «γραμμάτιο», η εφεσείουσα εξέδωσε σε διαταγή του εφεσίβλητου επιταγή ημερομηνίας 3.7.2001.  Ο δε εφεσίβλητος, προς εξασφάλιση της αποπληρωμής του ποσού, στις 29.1.2001 ενεχυρίασε προς όφελος της εφεσείουσας 600,000 μετοχές αξίας Λ.Κ.150.000, που κατείχε στην εταιρεία Alkioni Fish Farms Ltd (στο εξής «Alkioni»), οι μετοχές της οποίας εισήχθησαν στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (στο εξής «ΧΑΚ») το Μάιο του 2000, αφού είχε μετατραπεί από το  προηγούμενο έτος από ιδιωτική σε δημόσια εταιρεία. Στις 2.7.2001, δηλαδή μια μέρα πριν την έκδοση της επιταγής (από την εφεσείουσα) για το ποσό του γραμματίου, ο εφεσίβλητος εξέδωσε δύο επιταγές για το ποσό των ΛΚ150.000 έκαστη σε διαταγή φιλικών του προσώπων, των Μ. Αγαθοκλέους και Λ. Κυριακίδου αντίστοιχα, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν από την εταιρεία Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή Λτδ (στο εξής «Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή») για να ανοίξει επενδυτικούς λογαριασμούς επ' ονόματί τους. Αφού τις οπισθογράφησαν, οι Μ. Αγαθοκλέους και Λ. Κυριακίδου, παρέδωσαν τις επιταγές αυτές στον εφεσίβλητο, ο οποίος τις απέστειλε αυθημερόν, δηλαδή στις 2.7.2001, με courier, στην εφεσείουσα.  Ως πρόσθετη εξασφάλιση της εφεσείουσας, οι Μ. Αγαθοκλέους και Λ. Κυριακίδου, στις 29.6.2001, εκχώρησαν στην εφεσείουσα όλα τα δικαιώματα τους που απέρρεαν από συμφωνίες διαχείρισης του χαρτοφυλακίου τους υπό τον τίτλο «Συμφωνία Ανάθεσης Διαχείρισης Χαρτοφυλακίου με Διακριτική Ευχέρεια», που είχαν συνάψει επίσης στις 29.6.2001 με την Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή και εξουσιοδότησαν την τελευταία «.να παραδώσει και/ή πληρώσει οποιαδήποτε αξία και/ή χρηματικό ποσό .» που τους ανήκε ή θα τους ανήκε στο μέλλον προς την εφεσείουσα, χωρίς οι ίδιοι να μπορούν να απαιτήσουν οτιδήποτε από το χαρτοφυλάκιο τους εκτός αν εξασφάλιζαν προηγουμένως τη συγκατάθεση της εφεσείουσας. Το ποσό του «γραμματίου», κατέληξε στους              Μ. Αγαθοκλέους και Λ. Κυριακίδου, οι οποίοι το κατάθεσαν στη Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή, ως οι μεταξύ τους συμφωνίες ημερομηνίας 29.6.2001 και χρησιμοποιήθηκε, κατά κύριο λόγο, για την αγορά μετοχών της Alkioni

 

Η εφεσείουσα ήταν μητρική της Λευκονοίκου Χρηματιστηριακής.  Κατείχε επίσης το 10% του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου της Δήμητρας Επενδυτικής Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (στο εξής «η Δήμητρα Επενδυτική»), η οποία κατείχε 9,9% του μετοχικού κεφαλαίου της Alkioni.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία, η εκδοχή της εφεσείουσας προωθήθηκε μέσω του μοναδικού της μάρτυρα, Ν. Μιχαηλά, ο οποίος, κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν υπεύθυνος του Τμήματος Ερευνών και Αναλύσεων της εφεσείουσας. Ως μέλος και της διευθυντικής ομάδας της εφεσείουσας, έκαμε εισηγήσεις στο Διοικητικό Συμβούλιο της εφεσείουσας για παροχή του δανείου στο οποίο, ως υποστήριξε, αφορούσε το γραμμάτιο, το ποσό του οποίου είναι καταχωρημένο ως χρέος στα βιβλία της εφεσείουσας. Παρά τις γραπτές και πολλές προφορικές προσπάθειες της εφεσείουσας για την αποπληρωμή του ποσού από τον εφεσίβλητο, ο τελευταίος δεν ανταποκρίθηκε, δηλώνοντας αδυναμία να πληρώσει το ποσό αυτό. 

Η εκδοχή του εφεσίβλητου ότι το γραμμάτιο δεν αφορούσε γνήσιο δάνειο, υποστηρίχθηκε με τη μαρτυρία του ιδίου και του                        Μ. Αγαθοκλέους. Σύμφωνα με τη συνδυασμένη μαρτυρία τους, τον Μάιο του 2001, ο διευθύνων σύμβουλος της εφεσείουσας, Ανδρέας Χατζηξενοφώντος, ο οποίος μαζί με την ’ντρη Φιερού διοικούσαν την εφεσείουσα, υπέδειξε στον εφεσίβλητο ότι η εφεσείουσα, μέσω των θυγατρικών και άλλων συνδεδεμένων εταιρειών, βρέθηκε να κατέχει και να διαχειρίζεται πέραν του 15.45% των εισηγμένων στο ΧΑΚ μετοχών της Alkioni που είχε αγοράσει η Δήμητρα Επενδυτική μέσω της Λευκόνοικο Χρηματιστηριακής το Δεκέμβριο του 2000, με αποτέλεσμα να παραβιάζονται οι κανονισμοί του ΧΑΚ και να υπάρχει τεράστιος κίνδυνος να αποβληθεί η Alkioni από το ΧΑΚ και να επιβληθεί στη Δήμητρα Επενδυτική και/ή τη Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή τεράστιο πρόστιμο, εκτός αν οι εταιρείες αυτές προχωρούσαν στην άμεση πώληση στο πάτωμα αριθμού μετοχών της Alkioni.  Αυτό όμως θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στη μετοχή της Alkioni και θα επηρέαζε τα συμφέροντα των μελών της οικογένειας του εφεσίβλητου, τα οποία μαζί με τον τελευταίο, κατείχαν ποσοστό 70% των μετοχών της Alkioni, αλλά και τα συμφέροντα της Δήμητρας Επενδυτικής. Πρότεινε, στον εφεσίβλητο, ο                     Α. Χατζηξενοφώτος, «πακέτο» ενεργειών, το οποίο ο εφεσίβλητος αποδέχθηκε, με σκοπό να μειωθεί ο αριθμός των μετοχών που κατείχε η Δήμητρα Επενδυτική χωρίς να υπάρχει κίνδυνος μείωσης της τιμής της μετοχής της Alkioni, ήτοι:

 

(1) να μετακινηθούν 515.000 μετοχές της Alkioni από την οικογένεια του εφεσίβλητου σε άλλα πρόσωπα της εμπιστοσύνης τους, ώστε το ποσοστό των μετοχών της να μειωθεί στο 65%, πράγμα που θα επέτρεπε στη Δήμητρα Επενδυτική να κατέχει, νόμιμα πλέον, ποσοστό πέραν του 5% των μετοχών της Alkioni και έτσι δεν θα υπήρχε πρόβλημα με την ευρεία διασπορά∙

 

(2) να πωλήσει η Δήμητρα Επενδυτική 600.000 μετοχές προς τρίτα πρόσωπα, ώστε το ποσοστό της να μειωθεί κάτω του 10% και να μην αναγκάζεται η Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή, βάσει των Κανονισμών του ΧΑΚ, να ανακοινώνει τις εκάστοτε αγοραπωλησίες, και

 

(3) να γίνει χειραγώγηση της τιμής της μετοχής Alkioni για να στηριχθεί στα ίδια επίπεδα, ώστε να μην επηρεασθεί η αξία του χαρτοφυλακίου, είτε της εφεσείουσας, είτε της οικογένειας του εφεσίβλητου.

 

Στην όλη συμφωνία και συνεννόηση συμμετείχε ενεργά και η ’ντρη Φιερού. Όταν άρχισε να καταρρέει η μετοχή της Alkioni, ο                      Α. Χατζηξενοφώντος διαβεβαίωνε τον εφεσίβλητο ότι θα ακυρωνόταν το «γραμμάτιο», καθώς και όλα τα άλλα έγγραφα ενεχυρίασης των μετοχών και τα συναφή με τους επενδυτικούς λογαριασμούς των Αγαθοκλέους και Κυριακίδου, μόλις μετέφερε τις μετοχές από τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια τους προς το χαρτοφυλάκιο της Δήμητρας Επενδυτικής.  Η εφεσείουσα ουδέποτε ζήτησε από τον εφεσίβλητο, πριν από την καταχώρηση της αγωγής να πληρώσει οποιοδήποτε ποσό, για το λόγο ότι ουδέποτε επωφελήθηκε ο εφεσίβλητος οποιουδήποτε ποσού.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από λεπτομερή εξέταση της μαρτυρίας, δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Ν. Μιχαηλά, την οποία και απέρριψε, ενώ  δέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και του μάρτυρα υπεράσπισης Μ. Αγαθοκλέους, κρίνοντας πως όλα τα σημεία της μαρτυρίας των τελευταίων εναρμονίζονταν με τα έγγραφα που παρουσιάσθηκαν στο Δικαστήριο και διαφώτιζαν τις εν γένει πτυχές της μεταξύ των διαδίκων συναλλαγής, την οποία χαρακτήρισε ως παράξενη.  Η δε απουσία του Α.  Χατζηξενοφώντος από το εδώλιο του μάρτυρα, είχε ως αποτέλεσμα να παραμείνουν αναντίλεκτα. Σημείωσε, περαιτέρω, ότι «. κατ΄ ακολουθία της συναλλαγής ο αριθμός των μετοχών ALKIONI που είχε η ΔΗΜΗΤΡΑ μειώθηκε από τις 1.594.304 στις 914.454, ενώ ο αριθμός των μετοχών επ΄ ονόματι των Αγαθοκλέους και Κυριακίδου αυξήθηκε από τις 515.000 στις 860.323 .».

 

Με βάση τη μαρτυρία που αποδέχτηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το «γραμμάτιο» υπογράφηκε από τον εφεσίβλητο «στο πλαίσιο συναλλαγής, η οποία απέβλεπε στη διατήρηση της τιμής των μετοχών ALKIONI προς αμοιβαίο όφελος των διαδίκων. Είχε επομένως παράνομο σκοπό (άρθρο 67(α) και (β) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Νόμο του 1993, όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο) και ενόψει τούτου η επίδικη συναλλαγή είναι άκυρη (άρθρο 24 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ.149)», και απέρριψε την αγωγή.  Διαπίστωση η οποία σφράγιζε την τύχη της αγωγής, ακόμη και στην περίπτωση που το «γραμμάτιο» συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά του γραμματίου σε διαταγή, όπως ισχυριζόταν η εφεσείουσα. 

 

Η εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με έξι λόγους έφεσης. Ο πυρήνας των παραπόνων της αφορά σε θέματα  αξιολόγησης της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσαχθείσας και κατατεθείσας μαρτυρίας, τη μη εξέταση από το Δικαστήριο κατά πόσο το «γραμμάτιο» ήταν ή όχι γραμμάτιο σε διαταγή, σύμφωνα με τα άρθρα 3(1) και 83(1) του περί Συναλλαγματικών Νόμου,       Κεφ. 262, τη λανθασμένη, κατά την εφεσείουσα, θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το «γραμμάτιο» υπογράφηκε στα πλαίσια συναλλαγής η οποία είχε παράνομο σκοπό και ότι η Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή και η Δήμητρα Επενδυτική είναι η «ίδια εταιρεία» με την εφεσείουσα.  Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η αξίωση της εφεσείουσας, όπως είχε δικογραφηθεί στην Έκθεση Απαίτησης, δεν εδραζόταν σε δάνειο ή οφειλή χρέους αλλά στο επίδικο «γραμμάτιο».

 

Έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το κατά πόσο ο σκοπός του «δανείου» ήταν ή όχι η διατήρηση της τιμής των μετοχών Alkioni, δεν μπορούσε να κριθεί στη βάση της μαρτυρίας του Ν. Μιχαηλά, ο οποίος δεν ισχυρίσθηκε ότι έλαβε μέρος στις σχετικές επαφές με τον εφεσίβλητο, τοποθέτηση που η εφεσείουσα αμφισβητεί στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης θεωρώντας την εσφαλμένη. Το παράπονο της εφεσείουσας είναι αβάσιμο. Καταθέτοντας ενώπιον του Δικαστηρίου, ο Ν. Μιχαηλάς  δήλωσε, όντως, γνώστης της υπόθεσης, αφού το «όλο θέμα» συζητήθηκε στη διευθυντική ομάδα που έκαμε εισηγήσεις για παροχή αυτού του «δανείου» και της οποίας ήταν μέλος.  Δεν είχε όμως οποιαδήποτε άλλη εμπλοκή στην υπόθεση και δη στη συναλλαγή, προϊόν της οποίας ήταν το «γραμμάτιο», στην οποία άμεση εμπλοκή εκ μέρους της εφεσείουσας είχε ο                          Α. Χατζηξενοφώντος, ο οποίος δεν κατάθεσε ως μάρτυρας στη διαδικασία για να αντικρούσει τα όσα προβάλλονταν με την υπεράσπιση περί παρανομίας. Το γεγονός αυτό ορθά προκάλεσε την παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απλή διάψευση από τον Ν. Μιχαηλά των θέσεων του εφεσίβλητου, δεν διαφώτιζε ουσιώδεις πτυχές της μεταξύ των διαδίκων συναλλαγής.   

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιόρισε την αξιολόγησή του στην αποτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, αλλά επεκτάθηκε και σε προβληματισμό για την αντικειμενική υφή των εκατέρωθεν θέσεων.  Θεώρησε πως τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής, ως εκ των εγγράφων που είχε το Δικαστήριο ενώπιον του, την καθιστούσαν παράξενη, για τους λόγους που εξήγησε.  Αυτοί αναφέρονταν στην παραχώρηση του «δανείου» μετά την παράδοση από τον εφεσίβλητο, «δανειολήπτη», οπισθογραφημένων δικών του επιταγών στην εφεσείουσα, «δανειστή», για αντίστοιχο ποσό∙ τη χρήση των ποσών αυτών από θυγατρική εταιρεία της εφεσείουσας για άνοιγμα επενδυτικών λογαριασμών επ' ονόματι των Αγαθοκλέους και Κυριακίδου∙ και τη διαχείριση των εν λόγω λογαριασμών από τη θυγατρική εταιρεία κατ' απόλυτη διακριτική της ευχέρεια, χωρίς να μπορεί να αποδώσει στους δικαιούχους των λογαριασμών αυτών οποιοδήποτε ποσό ή αξία χωρίς τη συγκατάθεση της εφεσείουσας, ούτε τους «αναγνώριζε λόγο στη διαχείριση των ποσών που τα έγγραφα τους παρουσίαζαν ότι κατέθεσαν».  Ο χαρακτηρισμός της συναλλαγής ως «παράξενης», υπό το φως των  παρατηρήσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν ήταν ούτε λανθασμένος ούτε αυθαίρετος, όπως υποστηρίζει η εφεσείουσα.

 

Πέραν τούτων, η μη αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας του Ν. Μιχαηλά για οχλήσεις της εφεσείουσας, γραπτές και προφορικές, προς τον εφεσίβλητο για αποπληρωμή του χρέους - για την οποία επίσης παραπονείται η εφεσείουσα -  βρίσκει έρεισμα, όσον αφορά, τουλάχιστον, τις όποιες γραπτές οχλήσεις, στη μη παρουσίαση οποιασδήποτε τέτοιας ειδοποίησης από την εφεσείουσα. Δικαιολογημένη ήταν και η απόρριψη της μαρτυρίας  του Ν. Μιχαηλά για προφορικές οχλήσεις, στη βάση ότι οι οχλήσεις αυτές δεν προσδιορίστηκαν με αναφορά στο χρόνο και τον τόπο που έγιναν. Πρόσθετα, ήταν και η εντύπωση που αποκόμισε το πρωτόδικο Δικαστήριο παρακολουθώντας τον Ν. Μιχαηλά να καταθέτει ενώπιον του, ότι  τέτοιες προφορικές οχλήσεις εκ μέρους του δεν έγιναν.  Σύμφωνα με παγίως καθιερωθείσα νομολογία, το θέμα της αξιολόγησης της προσαχθείσας μαρτυρίας ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου έχει ο εκδικάσας Δικαστής, ο οποίος έχει το πλεονέκτημα της παρακολούθησης των μαρτύρων όταν καταθέτουν ενώπιόν του. Επέμβαση, με τον παραγκωνισμό ευρημάτων που σχετίζονται με την αξιοπιστία, δικαιολογείται, κατά κύριο λόγο, όταν αυτά είναι εξ αντικειμένου αντινομικά ή ανυπόστατα ή προσκρούουν στην κοινή λογική.  Δεν βλέπουμε να δικαιολογείται η επέμβαση μας σε αυτή την αξιολόγηση.

 

Προβάλλεται, επίσης, με την έφεση, ότι  το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου και πως η αξιολόγηση της μαρτυρίας του                    Μ. Αγαθοκλέους είναι λανθασμένη και ενάντια στο περιεχόμενο των εγγράφων που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο (2ος και 3ος λόγοι έφεσης).

 

Όπως αναφέρεται στην εκκαλούμενη απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων με προσοχή, έχοντας κατά νου τις έγγραφες προτάσεις, το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας και τα όσα οι συνήγοροι των διαδίκων υποστήριξαν με τις αγορεύσεις τους.  Επεσήμανε ότι όλα τα σημεία της μαρτυρίας του εφεσίβλητου και του μάρτυρα Μ. Αγαθοκλέους, εναρμονίζονταν με την έγγραφη μαρτυρία που είχε προσαχθεί ενώπιον του και διαφώτιζαν τις εν γένει πτυχές της μεταξύ των διαδίκων συναλλαγής, ενώ παρέμειναν και αναντίλεκτα ως εκ της απουσίας του κ. Χατζηξενοφώντος από το εδώλιο του μάρτυρα. Βάσει αυτών των παρατηρήσεων και επισημάνσεων, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης προβαίνοντας σε ανάλογα ευρήματα.  

Οι δικαστικές αποφάσεις, όπως επιτάσσει το άρθρο 30.2 του Συντάγματος, αλλά και η σχετική επί του θέματος νομολογία, πρέπει να είναι αιτιολογημένες.  Αυτό συνεπάγεται τον ορθό προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων, τη σύνοψη του ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας,  το συσχετισμό της με τα ευρήματα και συμπεράσματα, καθώς και τη συνάρτηση της ετυμηγορίας με τα επίδικα θέματα και τα ευρήματα του Δικαστηρίου (Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35).  Η απόφαση του Δικαστηρίου κρίνεται ως ενιαίο σύνολο. Αποτελεί υποχρέωση του εκδικάζοντος Δικαστηρίου να αξιολογεί το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται και να προβαίνει σε διαπιστώσεις πάνω σε όλα τα αμφισβητούμενα γεγονότα, έτσι ώστε η τελική απόφαση του να περιέχει την απαραίτητη δικαστική κρίση πάνω στα επίδικα θέματα (Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου (1996) 1 Α.Α.Δ. 552).  Δεν απαιτείται όμως λεπτομερής αξιολόγηση·  η έκταση της αξιολόγησης εξαρτάται από την έκταση και το χαρακτήρα της μαρτυρίας που παρουσιάζεται. Ούτε υπάρχει άκαμπτος τρόπος ή πρότυπο συγγραφής αποφάσεων, θέμα το οποίο επαφίεται στην κρίση του δικαστή. 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η πρωτόδικη απόφαση, κατά την άποψή μας, περιέχει τα αναγκαία γνωρίσματα αξιολόγησης.  Υπάρχει και ανάλυση και επεξήγηση, με την απαραίτητη αιτιολογία γιατί το Δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις της εφεσείουσας και αποδέχθηκε τις θέσεις των εφεσιβλήτων και για τη βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκαν τα τελικά του ευρήματα αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Έχοντας απορρίψει τη μαρτυρία του Ν. Μιχαηλά αναφορικά με τα  αμφισβητούμενα γεγονότα, η θέση του ότι το «γραμμάτιο» δεν αφορούσε παράνομο σκοπό κατέρρευσε· η δε μαρτυρία του εφεσίβλητου και του Μ. Αγαθοκλέους έγινε αποδεκτή επειδή παρέμεινε αναντίλεκτη, ενώ συνήδε και με τα έγγραφα, τεκμήρια που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο. Το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να επισημάνει το κάθε σημείο της μαρτυρίας των μαρτύρων υπεράσπισης που εναρμονιζόταν με τα έγγραφα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια.  Ως προς τη θέση της εφεσείουσας ότι το Δικαστήριο δεν αποφάσισε ποιο μέρος της μαρτυρίας του Μ. Αγαθοκλέους δεχόταν και ποιο όχι, θέμα το οποίο εγείρεται με τον τρίτο λόγο έφεσης, δεν είναι απαραίτητο για το Δικαστήριο να δεχθεί το σύνολο της μαρτυρίας ενός μάρτυρα.  Στην περίπτωση όμως που το Δικαστήριο αποδέχεται μέρος της μαρτυρίας του, οφείλει να αιτιολογήσει την απόφαση του δεόντως.  Εν προκειμένω, είναι σαφές πως η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου «Δέχομαι επομένως τη μαρτυρία τους» αναφερόταν στην αποδοχή του συνόλου της μαρτυρίας των μαρτύρων υπεράσπισης.

 

Οι σχετικοί λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.

Μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, το Δικαστήριο κατέληξε ότι το «γραμμάτιο» υπογράφτηκε στα πλαίσια συναλλαγής η οποία είχε παράνομο σκοπό.  Αυτό όμως, χωρίς να προηγηθεί η εξέταση και η διαμόρφωση δικαστικής κρίσης, κατά πόσο το επίδικο έγγραφο, το οποίο αποτελούσε την αποκλειστική βάση αγωγής της εφεσείουσας, ήταν γραμμάτιο σε διαταγή, όπως υποστήριζε η τελευταία. Θεωρούμε ότι η ορθότερη σειρά εξέτασης των εν λόγω επίδικων θεμάτων ήταν να απασχολήσει το Δικαστήριο πρώτα κατά πόσο το εν λόγω έγγραφο επρόκειτο για γραμμάτιο σε διαταγή ή όχι. Σε περίπτωση που η απάντηση στο ερώτημα ήταν θετική, τότε μόνο θα απαιτείτο η εξέταση της θέσης του εφεσίβλητου περί παρανομίας. Η εισήγηση όμως του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσείουσας ότι η παραπάνω παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου καθιστά αναγκαία την επέμβαση μας, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Κατ΄ αρχάς, δεν διατυπώνεται σχετικός λόγος έφεσης. Η παράλειψη του Δικαστηρίου προβάλλεται ως μέρος της αιτιολογίας του πέμπτου λόγου έφεσης, με τον οποίο προσβάλλεται ως λανθασμένη και αντινομική η κατάληξη του ότι ακόμη και αν το επίδικο έγγραφο συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά του γραμματίου σε διαταγή, η εφεσείουσα δεν θα δικαιούτο στην αξίωση της.  Ούτε η απόφαση Μιχαήλ ν. Νεοκλή (2001) 1 Α.Α.Δ. 820, στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, βοηθά την υπόθεση της, αφού στην υπόθεση εκείνη, η οποία αφορούσε, μεταξύ άλλων, παράνομη επέμβαση, διατάχθηκε η επανεκδίκαση επειδή η μη διερεύνηση των πραγματικών συνθηκών κάτω από τις οποίες η οικία περιήλθε στην κατοχή του εναγομένου δεν επέτρεπε την εξέταση της νομικής πτυχής του θέματος, με προοπτική τη διατύπωση τελικού συμπεράσματος. Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης προέβηκε σε ευρήματα τόσο για την ύπαρξη της συναλλαγής, όσο και για τις επιμέρους πτυχές της.  Η παράλειψη εξέτασης της φύσης του επίδικου εγγράφου, το οποίο υπεγράφη στα πλαίσια της εν λόγω συναλλαγής, με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης, δεν εμπόδιζε τη διατύπωση συμπεράσματος σε σχέση με την προβληθείσα από τον εφεσίβλητο υπεράσπιση της παρανομίας και τη διατύπωση τελικού συμπεράσματος αναφορικά με την αγωγή της εφεσείουσας.  

 

Με την έφεση προσβάλλεται και η αποδοχή της θέσης του εφεσίβλητου και η συνεπακόλουθη κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το «γραμμάτιο» υπογράφτηκε από τον εφεσίβλητο στο πλαίσιο συναλλαγής η οποία είχε παράνομο σκοπό και ενόψει τούτου ήταν άκυρη, γιατί απέβλεπε στη διατήρηση της τιμής των μετοχών Alkioni προς αμοιβαίο όφελος των διαδίκων (4ος λόγος έφεσης). Το εύρημα του Δικαστηρίου στηρίζεται στις πρόνοιες του άρθρου 67(α) και (β) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Νόμου του 1993, όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο[1], και στο άρθρο 24 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149[2]

 

Η εφεσείουσα προβάλλει ότι η εν λόγω κατάληξη είναι το αποτέλεσμα εσφαλμένης αξιολόγησης του ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρικού υλικού και  λανθασμένης νομικής ερμηνείας του άρθρου 67 του παραπάνω Νόμου του 2003, αφού η εφεσείουσα κανένα όφελος δεν είχε αναφορικά με τη τιμή της μετοχής Alkioni, ούτε ήταν παράνομο κατά τον επίδικο χρόνο να αποβλέπει η συναλλαγή στη διατήρηση της τιμής των μετοχών Alkioni.  Αναφέρει ακόμη ότι δεν είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου οποιοδήποτε στοιχείο που να αφορούσε τη διενέργεια δόλιων ή άλλων ενεργειών, όπως απαιτείται από το άρθρο 67(α) και (β) του Ν.14(Ι)/93, ή για παραπλάνηση του κοινού.

 

Το άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, καθιστά άκυρη κάθε συμφωνία, της οποίας ο σκοπός ή η αντιπαροχή είναι παράνομη. Παράνομη είναι κάθε συμφωνία της οποίας, είτε ο σκοπός είτε η αντιπαροχή, απαγορεύεται από το νόμο ή είναι τέτοιας φύσης ώστε να καταστρατηγεί τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου (βλ. επίσης το άρθρο 30 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262). Η υπεράσπιση της παρανομίας εξετάζεται με αναφορά στους σκοπούς μιας σύμβασης (Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 1026 και Alam v. Τουμαζίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 968). 

 

Δεν  διατηρούμε οποιαδήποτε αμφιβολία για την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η επίδικη συναλλαγή ενέπιπτε στις πρόνοιες των εδαφίων (α) και (β) του άρθρου 67 του Ν.14(Ι)/1993. Ότι η εφεσείουσα είχε συμφέρον να διατηρηθεί η τιμή της μετοχής Alkioni γιατί ήταν μεγαλομέτοχος της Δήμητρα Επενδυτικής (η οποία ήταν μεγαλομέτοχος της Alkioni), αποτέλεσε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ορθό κατά την άποψή μας, ενόψει της σχέσης μητρικής και θυγατρικής εταιρείας μεταξύ της εφεσείουσας και της Δήμητρα Επενδυτικής. Το δε σχέδιο που επινόησε ο Διευθυντής της εφεσείουσας, Α. Χατζηξενοφώντος, και υλοποίησαν οι διάδικοι από κοινού, προνοούσε για τη χρήση διαφόρων παραπλανητικών μεθοδεύσεων και ενεργειών, μεταξύ άλλων, για τη δημιουργία τεχνητών δεδομένων, όπως η διενέργεια συναλλαγών μέσω λογαριασμών με εικονικούς δικαιούχους/επενδυτές, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά, κατά κύριο λόγο μετοχών της Alkioni. Όλα αυτά απέβλεπαν, ουσιαστικά, στην παραπλάνηση του κοινού, με στόχο τη διατήρηση της τιμής της μετοχής Alkioni προς αμοιβαίο όφελος των διαδίκων. Υπήρξε και απόκρυψη ουσιώδους πληροφορίας αναφορικά με την εφαρμογή του σχεδίου των διαδίκων, μέρος του οποίου ήταν η αγοραπωλησία χρηματιστηριακών πραγμάτων (μετοχών-αξιών) και, ειδικότερα, σε σχέση με το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου πραγματικά διενεργούνταν οι συναλλαγές μέσω των παραπάνω επενδυτικών λογαριασμών.

 

Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την επιφύλαξη του άρθρου 67, ο προσπορισμός αθέμιτης ωφέλειας τεκμαίρεται εφόσον πρόσωπο ενεργεί κατά τρόπο που αναφέρεται στο ίδιο το άρθρο.

Έπεται πως ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

 

Προβάλλεται επίσης ως λόγος έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι η εφεσείουσα και οι εταιρείες Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή και Δήμητρα Επενδυτική είναι μία και η αυτή εταιρεία, ήτοι είναι η ίδια εταιρεία με την εφεσείουσα, τις οποίες τρεις εταιρείες τις θεώρησε και τις χειρίστηκε ως διάδικους στην υπόθεση.  Στο περίγραμμα αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσείουσας, γίνεται παραπομπή σε συγκεκριμένες αναφορές στην πρωτόδικη απόφαση οι οποίες, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο, υποστηρίζουν την πιο πάνω θέση. Επίσης εισηγείται, ότι δεν ήταν επιτρεπτή η εμπλοκή από το Δικαστήριο των εταιρειών Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή και Δήμητρα Επενδυτική ως διαδίκων, χωρίς να είχαν καταστεί διάδικοι με τη χρήση των σχετικών διαδικαστικών μηχανισμών.

 

Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο, οι παραπάνω θέσεις του δεν βρίσκουν έρεισμα στην πρωτόδικη απόφαση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη σελ. 14 της απόφασης του, αναφέρει με σαφήνεια ποια ήταν η σχέση μεταξύ της εφεσείουσας και των εταιρειών Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή και Δήμητρα Επενδυτική αντίστοιχα, ενώ οι αναφορές που έπονται έγιναν μόνο και μόνο για να καταδειχθεί ότι οι εταιρείες αυτές χρησιμοποιήθηκαν για σκοπούς υλοποίησης του σχεδίου του Διευθυντή της εφεσείουσας,                Α. Χατζηξενοφώντος, ως είχε αναλυθεί στη μαρτυρία του εφεσίβλητου (βλ. σελ. 6-7 ανωτέρω). Σε καμία, όμως, περίπτωση δεν αντιμετωπίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως διάδικοι.

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους, όλοι οι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι. Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

                                                                                    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

                                                                                    Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                                                    Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 

 

 

 



[1] «67. Πρόσωπο το οποίο ΅ε σκοπό τον προσπορισ΅ό αθέ΅ιτης ωφέλειας —

 (α) Μετέρχεται ΅έσα επιτήδεια για παραπλάνηση του κοινού χάριν επηρεασ΅ού των τι΅ών του Χρη΅ατιστηρίου· ή

 (β) παρέχει πληροφορία ή προβαίνει σε δήλωση, υπόσχεση ή πρόβλεψη παραπλανητική, ψευδή ή απατηλή ή αποκρύπτει ουσιώδη πληροφορία ΅ε επιδίωξη τη δη΅όσια εγγραφή, την αγορά ή την πώληση χρη΅ατιστηριακών πραγ΅άτων 

   διαπράττει αδίκη΅α που τι΅ωρείται ΅ε φυλάκιση ΅έχρι επτά έτη ή ΅ε χρη΅ατική ποινή ΅έχρι είκοσι χιλιάδες λίρες ή και ΅ε τις δύο ποινές: 

   Νοείται ότι σε περίπτωση που πρόσωπο ενεργεί κατά τον τρόπο που αναφέρεται στο παρόν άρθρο, τεκ΅αίρεται ότι αυτό είχε σκοπό τον προσπορισ΅ό αθέ΅ιτης ωφέλειας.»

[2] «24.Αν οποιοδήποτε ΅έρος ΅ιάς και ΅όνης αντιπαροχής για ένα ή περισσότερους σκοπούς ή ΅ία οποιαδήποτε αντιπαροχή ή οποιοδήποτε ΅έρος ΅ιας από περισσότερες αντιπαροχές για ένα και ΅όνο σκοπό, είναι παράνο΅ος, η συ΅φωνία είναι άκυρη.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο