ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Λιάτσος, Αντώνης Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Μ. Μουαΐμης, για την Εφεσείουσα. Λ. Λουκαΐδης, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-07-11 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΤΖΙΗ ν. ΦΟΥΚΑΡΙΔΗΣ amp;amp; ΣΙΑ ΛΤΔ, ΕΡΓΟΛΑΒΟΙ ΕΛΑΙΟΧΡΩΜΑΤΙΣΤΕΣ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 40/2011, 11/7/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A258

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 40/2011)

 

11 Ιουλίου, 2017

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

 

ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΤΖΙΗ,

 

Εφεσείουσα-Εναγομένη,

ν.

 

 

ΦΟΥΚΑΡΙΔΗΣ & ΣΙΑ ΛΤΔ, ΕΡΓΟΛΑΒΟΙ ΕΛΑΙΟΧΡΩΜΑΤΙΣΤΕΣ,

 

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

________________________

 

Μ. Μουαΐμης, για την Εφεσείουσα.

Λ. Λουκαΐδης, για την Εφεσίβλητη.

Διευθυντής Εφεσίβλητης παρών.

________________________

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Με την παρούσα έφεση, αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του εκδικάσαντος Δικαστηρίου να δεχτεί την απαίτηση της εφεσίβλητης, ενάγουσας εταιρείας στην αγωγή αρ. 2421/2007, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.  Με αυτήν, η εφεσίβλητη αξίωνε την καταβολή, από την εφεσείουσα, εναγομένη, ποσού ΛΚ5.415,15, που, κατ' ισχυρισμό, της είχε παραχωρήσει υπό μορφή δανείου, το οποίο, στο μεταξύ, κατέστη πληρωτέο.  Η εφεσείουσα, με την υπεράσπισή της, αρνήθηκε τον πιο πάνω ισχυρισμό και, περαιτέρω, δήλωσε ότι:  «ουδέποτε οι Ενάγοντες[1] την εδάνεισαν οποιοδήποτε ποσό και κατ' επέκταση ουδέν ποσό τους οφείλει»    

 

Με δεδομένες τις πιο πάνω, αντίστοιχες, δικογραφημένες θέσεις, διεξήχθη δίκη, κατά την οποία η εφεσίβλητη προσκόμισε τη μαρτυρία του διευθυντή της, κ. Σάββα Φουκαρίδη, προκειμένου να αποδείξει το δανεισμό του προαναφερθέντος ποσού στην εφεσείουσα.  Επιπρόσθετα, πρόσφερε τη μαρτυρία του κ. Πέτρου Γεωργίου, υπαλλήλου της Ελληνικής Τράπεζας, για απόδειξη της παράδοσης του εν λόγω ποσού, διά επιταγών, εκδοθεισών στο όνομα είτε της εφεσείουσας, προσωπικά, είτε της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, για λογαριασμό της.

 

Στο στάδιο εκείνο, ο κ. Γεωργίου κατέθεσε, ως τεκμήρια, χωρίς ένσταση, δέσμη αντιγράφων δώδεκα επιταγών, οι οποίες είχαν εκδοθεί, όπως αναφέρεται πιο πάνω, κατά την περίοδο μεταξύ Μαΐου και Σεπτεμβρίου 2005 και αφορούσαν, συνολικά, ΛΚ5.415,15, όσο και το ποσό της απαίτησης της εφεσίβλητης.  Σημειώνεται πως τα ανωτέρω αποτελούν μέρος των ευρημάτων του εκδικάσαντος Δικαστηρίου και δεν έχουν αμφισβητηθεί με την έφεση.  Επομένως, καθίσταται άνευ αντικειμένου, ως ανεδαφικός, ο λόγος σε αυτήν, με τον οποίο γίνεται εισήγηση πως η μη κατάθεση, ως τεκμηρίων, δέσμης αντιγράφων των ίδιων πιο πάνω επιταγών, οι οποίες είχαν κατατεθεί, αρχικά, από τον κ. Φουκαρίδη ως τεκμήρια για αναγνώριση, δημιουργεί δυσαναπλήρωτο κενό.  Υπό το φως της αποδοχής της μαρτυρίας, ανωτέρω, του κ. Γεωργίου, η μετατροπή τους σε κανονικά τεκμήρια δεν ήταν, πλέον, χρήσιμη.

 

Η ίδια η εφεσείουσα δεν κατέθεσε ως μάρτυρας στη διεξαχθείσα δίκη.  Προσκόμισε, όμως, τη μαρτυρία ενός τρίτου προσώπου, του αστυνομικού Γεώργιου Καούλλα.  Αυτός ανέφερε ότι διεξήγαγε έρευνα σε σχέση με καταγγελία που είχε κάμει ο κ. Φουκαρίδης στην Αστυνομία στις 3.11.2005, η οποία έφερε την εφεσείουσα να του είχε αποσπάσει περιουσία με απειλές, τις οποίες είχε διατυπώσει εναντίον του κάποιο τρίτο πρόσωπο μέσω τηλεμηνυμάτων (SMS).  Η εν λόγω δε απόσπαση επιτελέστηκε διά της έκδοσης προς την εφεσείουσα, προσωπικά, των δέκα από τις προαναφερθείσες δώδεκα επιταγές.  Στο πλαίσιο της έρευνάς του, έλαβε, όπως είπε, κατάθεση από τον κ. Φουκαρίδη, η οποία, όμως, σημειώνεται, δεν παρουσιάστηκε ως μαρτυρία στη δίκη.  Τέλος, ο κ. Καούλλας ανέφερε ότι η εξέταση την οποία διεξήγαγε δεν απέδωσε οτιδήποτε και, έτσι, η υπόθεση δεν προχώρησε περαιτέρω.

 

Την εφεσείουσα ενδιέφερε όχι η κατάληξη της έρευνας της πιο πάνω καταγγελίας του κ. Φουκαρίδη στην Αστυνομία αλλά η σοβαρή αντίφαση που, όπως είναι η θέση της, διαπιστώνεται να υπάρχει ανάμεσα στην εκδοχή αυτή, όπως περιγράφεται πιο πάνω από τη μαρτυρία του αστυνομικού Καούλλα, και την εκδοχή του δανείου, την οποία η εφεσίβλητη πρόβαλε διά του δικογράφου της και την οποία ο κ. Φουκαρίδης υποστήριξε με μαρτυρία.     

 

Με το πέρας, λοιπόν, της δίκης, το εκδικάσαν Δικαστήριο είχε ενώπιόν του, σε μαρτυρία, τη δικογραφημένη εκδοχή του δανείου, την οποία κατέθεσε ο κ. Φουκαρίδης.  Αφού την αξιολόγησε, έκρινε ότι αυτή αντιπροσώπευε την αλήθεια και βάσισε την τελική απόφασή του σε αυτήν.  ΄Οσον αφορά την εκδοχή την οποία η εφεσείουσα πρόσφερε διά του μοναδικού μάρτυρά της, κ. Καούλλα, διαπίστωσε το προφανές, ότι αυτή δε δικογραφείτο.  Κατέστησε, έτσι, σαφές ότι, υπό τις περιστάσεις ανωτέρω, η προαναφερθείσα εκδοχή της καταγγελίας δεν αποτελούσε αποδεκτή μαρτυρία προς εξέταση, κατά τη διεργασία διαπίστωσης της αλήθειας, μαζί με την υπόλοιπη μαρτυρία.  Ως εκ τούτου, δεν την έλαβε υπόψη, βασιζόμενο ως προς τούτο σε σχετική νομολογία.

 

Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης επικεντρώνονται, ουσιαστικά, στην αμφισβήτηση της ορθότητας της απόφασης του εκδικάσαντος Δικαστηρίου να αποδεχθεί την εκδοχή του δανείου που προβλήθηκε από τον κ. Φουκαρίδη, εκ μέρους της εφεσίβλητης, και να αντιπαρέλθει, ως μη δικογραφημένη, τη φερόμενη ως αντίθετη εκδοχή της καταγγελίας που, κατ' ισχυρισμό, διενήργησε ο κ. Φουκαρίδης στην Αστυνομία.

 

Σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας, η δίκη σε αστική αγωγή διεξάγεται, αυστηρά, με αναφορά στα θέματα τα οποία καθίστανται επίδικα με τη συμπλήρωση της εκατέρωθεν δικογραφίας, (βλ. Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24, Ayia Napa Nissi Ltd κ.α. ν. Παπαμιχαήλ (1992) 1 Α.Α.Α. 549 και Latifundia Prop. Ltd v. Ψακή κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 670).  Οποιαδήποτε μαρτυρία κατατίθεται κατά τη διάρκειά της, ακόμα και χωρίς ένσταση, η οποία εκφεύγει του προκαθορισθέντος, ως άνω, δικονομικού πλαισίου, δε λαμβάνεται υπόψη από το εκδικάζον Δικαστήριο, κατά τη διεργασία αξιολόγησης και εκτίμησης της μαρτυρίας και εξαγωγής των ευρημάτων του από αυτήν, προς διαπίστωση της αλήθειας, (βλ. Βοσκού κ.ά. ν. Ζήνωνος (2003) 1 Α.Α.Δ. 695 και Μελάς ν. Κυριάκου (2003) 1 Α.Α.Δ. 826).  Σε διαφορετική περίπτωση, θα παραβιάζεται ο κανόνας του αντιπαραθετικού συστήματος, ο οποίος υπαγορεύει ότι τα διάδικα μέρη έχουν τον πρώτο λόγο στον προσδιορισμό της επίδικης διαφοράς μεταξύ τους.  Το δικάζον δικαστήριο διατηρεί το ρόλο του ανεξάρτητου κριτή, βεβαιούμενο ότι η δίκη διεξάγεται όπως δικονομικά δρομολογείται, για εξασφάλιση, στο πλαίσιο αυτής, των αντίστοιχων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων, προς επίτευξη του απώτερου σκοπού της, ήτοι της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, ο οποίος βρίσκει την έκφρασή του στην τελική του απόφαση.  Τοιουτοτρόπως, θα παραβιάζεται, συγχρόνως, η αρχή της διαφάνειας, την οποία καθιερώνει η Δ.19, κ. 13 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας και, ειδικά, η πτυχή αυτής που είναι σχετική, εν προκειμένω, και προβλέπει ότι:  "The defendant ..., must raise by his pleading ... all such grounds of defence, ... as if not raised would be likely to take the opposite party by surprise, ...", (βλ. Βαριάνου ν. Βορκά (2010) 1 Α.Α.Δ. 1541, σελίδα 1562).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η υπεράσπιση της εφεσείουσας δε θα μπορούσε να ήταν πιο γενική, αφού αυτή, ως προς τον ουσιαστικό ισχυρισμό στην έκθεση απαιτήσεως, απλώς, αρνείται ότι η εφεσίβλητη της δάνεισε οποιοδήποτε ποσό.  Δεν αντιπαραβάλλει, στην υπεράσπισή της, οποιοδήποτε θετικό ισχυρισμό, ο οποίος να αναιρεί τον πιο πάνω ισχυρισμό της εφεσίβλητης.  Δεν αναφέρει, ειδικά, την εκδοχή της καταγγελίας στην Αστυνομία, για απόσπαση χρημάτων με απειλές.  Στην υπόθεση Κοφτερού ν. Παναγίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 2147, όπου αντιμετωπίστηκε ανάλογη περίπτωση, υποδείχθηκε, στη σελίδα 2150, πως ο συγκεκριμένος ισχυρισμός «... δεν είχε προβληθεί στην υπεράσπιση και έτσι ήταν εκτός δικογράφων και δεν μπορούσε εν πάση περιπτώσει να θεωρηθεί ως επίδικο θέμα στην αγωγή που να ήταν αναγκαίο να επιληφθεί το δικαστήριο.»

 

Το Δικαστήριο, βέβαια, δεν παρέλειψε να εξετάσει αυτοτελώς την εκδοχή του δανείου που είχε προβάλει ο κ. Φουκαρίδης, για λογαριασμό της εφεσίβλητης, προκειμένου το ίδιο να βεβαιωθεί κατά πόσο αυτή αποδείχθηκε, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, όπως απαιτείται σε αστική αγωγή, γεγονός για το οποίο, δικαιολογημένα, ικανοποιήθηκε.  ΄Αλλωστε, η εφεσείουσα δεν προσβάλλει, με σχετικό λόγο έφεσης, την αξιοπιστία των μαρτύρων της εφεσίβλητης ή τα ευρήματα του Δικαστηρίου, όσον αφορά την εκδοχή του δανείου, ανεξάρτητα από τη, δήθεν, αντίθετη εκδοχή της καταγγελίας στην Αστυνομία.  Πρόβαλε τη δεύτερη, προκειμένου, ακριβώς, να καταδείξει ότι η εφεσίβλητη, υποστηρίζοντας την πρώτη εκδοχή, είναι ασυνεπής, θέση η οποία, όπως έχει εξηγηθεί, δεν έγινε, τελικώς, δεκτή.  Επομένως, το έργο, ανωτέρω, του εκδικάσαντος Δικαστηρίου δεν παρουσίαζε, πλέον, οποιαδήποτε δυσκολία.  Αυτό δε, αφού αξιολόγησε τη χωρίς αντιφάσεις και ασάφειες, όπως διαπίστωσε, μαρτυρία των δύο μαρτύρων που κατέθεσαν εκ μέρους της εφεσίβλητης, κατέληξε, δικαιολογημένα, στην αποδοχή της εκδοχής του δανείου και εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας, αναλόγως.  ΄Οπως έχει, ήδη, εξηγηθεί, η αντιμετώπιση από το εκδικάσαν Δικαστήριο της όλης υπόθεσης και των διαφόρων επί μέρους πτυχών της διενεργήθηκε με ιδιαίτερη προσοχή, η δε απόφασή του, ως προς την τελική κατάληξή της, κρίνεται ορθή.

 

Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500,00, συν Φ.Π.Α. 

 

 

 

 

 

                                                             Κ. Παμπαλλής, Δ.

 

 

 

 

 

                                                             Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.

 

 

 

 

 

                                                             Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

 

 

 

 

/ΜΠ



[1] Εννοούσε την ενάγουσα εταιρεία, εφεσίβλητη στην παρούσα έφεση.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο