ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A260
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 264/2011)
18 Ιουλίου, 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ Δ/στές]
ALPHA BANK CYPRUS (ΠΡΩΗΝ ALPHA BANK LTD),
Εφεσείοντες,
ΚΑΙ
ΕΝ ΠΤΩΧΕΥΣΕΙ: ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ
Εφεσίβλητος.
_________________________
Γ. Ζαχαρίου (κα.), για τους Εφεσείοντες.
Α. Μαθηκολώνης, για τον Εφεσίβλητο.
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Κατά την εμφάνιση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων, ενώπιον του Εφετείου στις 30.3.2017, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου ήγειρε θέμα, εισηγούμενος ότι το Εφετείο θα πρέπει να διακόψει και να απορρίψει την παρούσα έφεση επειδή η υπόθεση, η οποία αφορά σε διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του εφεσίβλητου, καταχωρήθηκε στις 6.9.2009 και από τότε εκκρεμεί ενώπιον των δικαστηρίων, δηλαδή για σχεδόν 8 χρόνια.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων δήλωσε ότι για πρώτη φορά πληροφορείτο για τέτοιο αίτημα, και το δικαστήριο έδωσε χρόνο στις δύο πλευρές να ετοιμάσουν γραπτές αγορεύσεις προς υποστήριξη των θέσεων τους και όρισε την υπόθεση στις 25.5.2017 για διευκρινίσεις αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα που ήγειρε ο κ. Μαθηκολώνης, δηλαδή το κατά πόσον, μετά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος, είναι ορθό και δίκαιο το Εφετείο να απορρίψει την έφεση χωρίς να εξετάσει την ουσία της.
Οι δύο πλευρές καταχώρισαν γραπτές αγορεύσεις αναφορικά με το προαναφερόμενο προδικαστικό θέμα.
Εκ μέρους του εφεσίβλητου έγινε αναφορά στο ιστορικό της υπόθεσης και συγκεκριμένα στο ότι αίτηση για έκδοση διατάγματος παραλαβής της περιουσίας του εφεσίβλητου καταχωρήθηκε στις 6.7.2009 και στις 29.6.2011 εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση με την οποίαν η αίτηση απορρίφθηκε. Στις 13.7.2011 καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση και την 1.11.2016 ορίστηκε για πρώτη φορά η έφεση για ακρόαση. Παρήλθαν δηλαδή 7 ½ χρόνια από την καταχώριση της αίτησης μέχρι τον ορισμό της ακρόασης της έφεσης και σχεδόν 8 χρόνια μέχρι την ημερομηνία του περιγράμματος του εφεσιβλήτου στις 12.4.2017.
Ο κ. Μαθηκολώνης βασιζόμενος σε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε πρωτοβάθμια δικαιοδοσία, την Αίτηση αρ. 5/2001 του Ιορδάνη Ιωάννου για την έκδοση ακυρωτικού εντάλματος Certiorari (2001) 1 ΑΑΔ, 138, εισηγήθηκε ότι μια αίτηση πτωχεύσεως, όπως η παρούσα, θα έπρεπε να είχε εκδικαστεί πολύ ενωρίτερα, σύμφωνα με τα συνταγματικά θέσμια και επομένως τίθεται το ερώτημα κατά πόσον μετά από τέτοια καθυστέρηση έχει οποιοδήποτε νόημα η συνέχιση της διαδικασίας. Αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου, μεταξύ άλλων, στη συνταγματική υποχρέωση εκδίκασης των υποθέσεων εντός ευλόγου χρόνου αλλά και στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 4 του περί Πτωχεύσεων Νόμου, Κεφ. 5, να εκδώσει ή να μην εκδώσει διάταγμα παραλαβής. Στην προκείμενη περίπτωση η εισήγηση του κ. Μαθηκολώνη ήταν ότι το παρόν Εφετείο δεν είναι δυνατόν να εκδώσει τέτοιο διάταγμα μετά από παρέλευση σχεδόν 8 χρόνων από την ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης.
Από την πλευρά της η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων, στο δικό της περίγραμμα, ήγειρε, μεταξύ άλλων, τα εξής θέματα:
1. Το υπό εξέταση θέμα δεν εγέρθηκε στο περίγραμμα εφέσεως του εφεσίβλητου αλλά ούτε και στην αντέφεση που καταχώρησε εναντίον της πρωτόδικης απόφασης. Μέχρι την 30.3.2017 ο κ. Μαθηκολώνης ουδέν έπραξε αναφορικά με το ζήτημα της καθυστέρησης αν και από τις 6.7.2009 είχαν παρέλθει σχεδόν 8 χρόνια.
2. Ο εφεσίβλητος κωλύεται να προωθεί το θέμα της καθυστέρησης εφόσον ο ίδιος είναι ο πρωταρχικός ή ο μοναδικός υπαίτιος αυτής της μακράς καθυστέρησης.
3. Ο εφεσίβλητος απέκρυψε από το δικαστήριο το σημαντικό γεγονός ότι, στην αίτηση παραλαβής της περιουσίας του, αυτός δεν εμφανίστηκε και εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής, ερήμην του, το 2009, το οποίο μετά από αίτηση παραμερισμού πέτυχε να το ακυρώσει το Φεβρουάριο του 2011. Ο εφεσίβλητος δηλαδή απέκρυψε ότι η εφεσιβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση του 2011 εκδόθηκε μετά από παραμερισμό προηγούμενης απόφασης και διατάγματος για παραλαβή της περιουσίας του, επειδή αυτός και ο δικηγόρος του δεν είχαν εμφανιστεί στο δικαστήριο κατά την ημερομηνία και ώρα της ακρόασης.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι οι θέσεις των εφεσειόντων είναι ορθές. Είναι ορθό ότι ο εφεσίβλητος ούτε στο περίγραμμα, που καταχώρησε στα πλαίσια της παρούσας έφεσης το 2016, αλλά ούτε και στην αντέφεση του εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, ήγειρε οποιοδήποτε ζήτημα καθυστέρησης στην προώθηση της επίδικης διαδικασίας, ούτε και ζήτημα απόρριψης της έφεσης, εκ προοιμίου, λόγω καθυστέρησης. Είναι επίσης ορθό ότι ο εφεσίβλητος είναι υπεύθυνος και υπόλογος για το μεγαλύτερο τουλάχιστον μέρος της καθυστέρησης που σημειώθηκε. Αρχικά προκάλεσε καθυστέρηση με την απουσία του από την πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία και την έκδοση απόφασης ερήμην του και στη συνέχεια με τον παραμερισμό της απόφασης εκείνης, διαδικασία που διήρκησε σχεδόν 2 χρόνια. Στη συνέχεια προκάλεσε καθυστέρηση εξαιτίας αναβολών που ζήτησε και άλλων διαδικασιών που επέλεξε καθώς και κωλυσιεργείας που επέδειξε, στην οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια.
Είναι ακόμα ορθό ότι στο περίγραμμα του ο εφεσίβλητος δεν αναφέρει καθόλου τί μεσολάβησε μεταξύ της 6.7.2009, που καταχωρήθηκε η αίτηση για έκδοση διατάγματος παραλαβής της περιουσίας του και της απόρριψης της αίτησης του στις 29.6.2011. Ήταν σημαντικό να αναφέρει ότι αρχικά εκδόθηκε απόφαση και διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του, ερήμην του, και στη συνέχεια έγιναν διαδικασίες εκ μέρους του για παραμερισμό του διατάγματος, που διήρκησαν σχεδόν 2 χρόνια.
Όσον αφορά τη νομική πλευρά του προδικαστικού θέματος που ήγειρε ο κ. Μαθηκολώνης παρατηρούμε ότι εκτός από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, το οποίο επιτάσσει την εκδίκαση των υποθέσεων εντός ευλόγου χρόνου, και τη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 4 του περί Πτωχεύσεων Νόμου, Κεφ. 5, η μόνη απόφαση στην οποία βασίζεται ο εφεσίβλητος είναι η προαναφερόμενη απόφαση Ιωάννου, η οποία εκδόθηκε κατά την άσκηση της πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και δεν είναι δεσμευτική.
Στην υπόθεση Ιωάννου (ανωτέρω), η οποία, όπως αναφέραμε, ήταν αίτηση για προνομιακό ένταλμα Certiorari, εκδόθηκε το ζητούμενο προνομιακό ένταλμα και ακυρώθηκε διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του αιτητή, παρά το ότι εκκρεμούσε έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης. Έγινε αναφορά στον Κανονισμό 60 των περί Πτωχεύσεων Κανονισμών σύμφωνα με τον οποίον δεν επιτρέπεται αναβολή ακρόασης αίτησης πτώχευσης πέραν των 7 ημερών και δεν παρέχεται ανεξέλεγκτη εξουσία στο δικαστήριο για συνεχείς αναβολές αιτήσεων πτωχεύσεως για διαστήματα έστω και 7 ημερών. Το διάστημα των 3 ετών που είχε παρέλθει στην υπόθεση εκείνη ήταν πολύ μεγαλύτερο από το εύλογο χρονικό διάστημα εντός του οποίου θα έπρεπε να είχε εκδικαστεί αίτηση πτώχευσης, σύμφωνα με τα συνταγματικά θέσμια.
Συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο Δικαστή, ο οποίος εξέδωσε την απόφαση Ιωάννου (ανωτέρω), ότι η αίτηση πτώχευσης θα πρέπει να εκδικάζεται τάχιστα και ότι τα δικαστήρια οφείλουν να μην αναβάλλουν επανειλημμένα την εκδίκαση τέτοιων αιτήσεων.
Στην προκείμενη όμως περίπτωση δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι η αίτηση παραλαβής, ημερ. 6.7.2009, κατέληξε σε απόφαση έκδοσης διατάγματος παραλαβής της περιουσίας του εφεσίβλητου στις 2.11.2009, δηλαδή πολύ σύντομα, δεδομένου ότι ο χρεώστης-εφεσίβλητος και ο δικηγόρος του δεν εμφανίστηκαν την ημέρα εκείνη που η αίτηση ήταν ορισμένη για ακρόαση. Στη συνέχεια ο εφεσίβλητος καταχώρησε αίτηση παραμερισμού του διατάγματος παραλαβής και αίτηση για προσωρινή αναστολή του διατάγματος μέχρι την εκδίκαση της αίτησης παραμερισμού. Η αίτηση παραμερισμού αναβλήθηκε μερικές φορές λόγω προβλήματος υγείας του δικηγόρου του εφεσίβλητου και επίσης επειδή, με νέα αίτηση, ο εφεσίβλητος ζήτησε άδεια καταχώρησης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης η οποία απορρίφθηκε στις 25.10.2010. Τελικά η αίτηση παραμερισμού εκδικάστηκε στις 26.11.2010 και έγινε αποδεκτή με ενδιάμεση απόφαση ημερ. 25.2.2011.
Στη συνέχεια οι εφεσείοντες καταχώρησαν τροποποιημένη αίτηση η οποία, αφού εκδικάστηκε, απορρίφθηκε με την, υπό έφεση, πρωτόδικη απόφαση ημερ. 29.6.2011.
Πέραν της προαναφερόμενης καθυστέρησης, όπως ήδη παρατηρήσαμε, ο εφεσίβλητος ευθύνεται για κωλυσιεργεία πολλών χρόνων κατά την έφεση. Από τις 14.3.2012 που καταχωρήθηκε το περίγραμμα των εφεσειόντων, μέχρι να καταχωρήσει το δικό του περίγραμμα εφέσεως και αντεφέσεως, που τελικά καταχώρησε την 15.11.2016, πέρασαν 4 ½ χρόνια.
Με το προαναφερόμενο ιστορικό των εξαιρετικά μεγάλων καθυστερήσεων και κωλυσιεργείας που προκάλεσε ο εφεσίβλητος με τις δικές του ενέργειες, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ΄ έφεση, και με την έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς κυρίως στο περίγραμμα εφέσεως και αντεφέσεως του αλλά και στην ίδια την αντέφεσή του, για το ζήτημα της καθυστέρησης, καθώς και την απόκρυψη, από μέρους του, ουσιωδών γεγονότων που δείχνουν την ευθύνη του στην καθυστέρηση, θεωρούμε ορθό και δίκαιο να απορρίψουμε το αίτημα που έθεσε, προδικαστικά ο εφεσίβλητος για απόρριψη της έφεσης, εκ προοιμίου, και χωρίς εξέταση της ουσίας της.
Κατά συνέπεια, το προδικαστικό αίτημα που ήγειρε ο εφεσίβλητος απορρίπτεται. Τα έξοδα της διαδικασίας αυτής επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εις βάρος του εφεσιβλήτου, να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή, στο τέλος, και να εγκριθούν από το δικαστήριο.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.