ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A259
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 182/2014)
18 Ιουλίου, 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΣΑΚΑΡΟΣ,
2. ΣΟΦΙΑ ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΣΑΣΑΚΑΡΟΥ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΑΝΝΑΣ Μ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Ζ. Νικολαϊδης για Ν.Ε. Νεοκλέους ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Πασιαρδής για Κ. Πρωτοπαπά, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η Εφεσίβλητη-εναγόμενη πώλησε στους Εφεσείοντες-ενάγοντες οικόπεδο στην Τίμη Πάφου, δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου ημερομηνίας 19.9.2007. Οι Εφεσείοντες, ισχυριζόμενοι ότι στην πραγματικότητα το οικόπεδο είναι ολιγότερης έκτασης, κατά 400 τμ περίπου, καταχώρησαν την υπ΄ αριθμό 766/2009 αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, αξιώνοντας νόμιμες αποζημιώσεις για ζημιά και/ή απώλεια την οποία υπέστησαν ως αποτέλεσμα «της εκ μέρους της Εναγομένης υπαιτίου παραβάσεως του πωλητηρίου εγγράφου ημερομηνίας 19/09/2007». Η εκδίκαση της αγωγής ορίστηκε στις 9.1.2014. Την ημέρα εκείνη εμφανίστηκε δικηγόρος εκ μέρους των συνηγόρων των Εφεσειόντων, η κα Παναγιώτα Τσαπούτσιη, η οποία εργαζόταν στο γραφείο επίδοσής τους στην Πάφο, υποβάλλοντας αίτημα για αναβολή της ακρόασης καθότι ο δικηγόρος κ. Νικολαϊδης που χειριζόταν προσωπικά την υπόθεση θα έπρεπε να εμφανισθεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού για την ακρόαση άλλης αγωγής και ως εκ τούτου αδυνατούσε να παρουσιαστεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου. Η αίτηση για αναβολή, στην οποία ενίστατο και η αντίδικη πλευρά, απορρίφθηκε και ακολούθως, λόγω αδυναμίας προώθησης της υπόθεσης, το δικαστήριο προχώρησε και σε απόρριψη της αγωγής.
Στις 23.1.2014 ο δικηγόρος των Εφεσειόντων καταχώρησε αίτηση για επαναφορά της αγωγής, η οποία βασίστηκε στην Δ.33 θ. 1 και 5 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Με σχετική απόφασή του ημερομηνίας 30.4.2014 το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου απέρριψε την αίτηση, επικαλούμενο το πρακτικό του δικαστηρίου ως προς τους λόγους που οδήγησαν σε απόρριψη της αγωγής και κρίνοντας ότι κανένα στοιχείο δεν τέθηκε ενώπιόν του, που να δείχνει ότι η μη έγκριση από το δικαστήριο του αιτήματος για αναβολή της δίκης δεν ήταν δικαιολογημένη και ότι, κατά προέκταση, ήταν ορθό και δίκαιο όπως η αγωγή επαναφερθεί.
Με την υπό κρίση έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης με ένα και μόνο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε στην απόφασή του να μην επαναφέρει την αγωγή. Προβάλλεται, στην αιτιολογία, ότι σε καμία περίπτωση δεν υπήρξε ασέβεια προς τους διαδικαστικούς θεσμούς, ότι δεν λήφθηκε δεόντως υπόψη η μη ύπαρξη ένστασης από την αντίδικη πλευρά και πως αποτέλεσμα της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν η στέρηση από τους Εφεσείοντες του συνταγματικού τους δικαιώματος να έχουν την ευκαιρία να τύχουν δίκαιης δίκης.
Είναι γεγονός ότι δεν υπήρξε ένσταση εκ μέρους του συνηγόρου της Εφεσίβλητης στο αίτημα για επαναφορά, ούτε πρωτόδικα ούτε κατ΄ έφεση. Προβάλλει μάλιστα ο ευπαίδευτος συνήγορος ότι συμφωνεί στον παραμερισμό της προσβαλλόμενης απόφασης και στην επαναφορά της αγωγής, σημειώνοντας πως είχε διαβεβαιώσει τους συναδέλφους του ότι δεν θα είχε καμία ένσταση για αναβολή της ακρόασης, αναγκάστηκε όμως «εκ των πραγμάτων» να αθετήσει την υπόσχεσή του, γεγονός για το οποίο μετάνιωσε και απολογήθηκε τόσο γραπτώς όσο και προφορικώς προς τους συναδέλφους του.
Το ζήτημα βεβαίως δεν τίθεται στη βάση μη ύπαρξης ένστασης εκ μέρους του αντιδίκου συνηγόρου, είτε προς αναβολή ακρόασης είτε προς επαναφορά της αγωγής. Εναπόκειται σε κάθε περίπτωση στο εκδικάζον δικαστήριο η εξέταση θέματος αναβολής ή επαναφοράς υπό το φως των συγκεκριμένων λόγων που προβάλλονται σε κάθε περίπτωση και της υποχρέωσης που έχει για διεκπεραίωση του δικαστικού του έργου σε εύλογο χρονικό διάστημα, προς διασφάλιση της αποτελεσματικότητας και αξιοπιστίας του δικαστικού έργου. Υπό το πρίσμα αυτό, το δικαίωμα του κάθε διαδίκου να ακουστεί η υπόθεσή του, που διασφαλίζεται με το ΄Αρθρο 30.3(β) και (γ) του Συντάγματος, θα πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με το δικαίωμα της διεξαγωγής μιας ακρόασης σε εύλογο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 30.2 του Συντάγματος, που διασφαλίζει την ορθή λειτουργία της δικαστικής εξουσίας. Όπως έχει τονισθεί σχετικά στην υπόθεση Μουγής ν. Σπανούδη (1996) 1 ΑΑΔ 997:
"Το δικαίωμα του εφεσείοντα να ακουσθεί - το οποίο επικαλείται - διασφαλίζεται από το άρθρο 30.3(β) και (γ) του Συντάγματος. Ωστόσο αυτό το δικαίωμα πρέπει να συμβαδίζει με το δικαίωμα της ακρόασης μέσα σε εύλογο χρόνο. Έχει δε νομολογηθεί ότι η απονομή της δικαιοσύνης μέσα σε εύλογο χρόνο, η οποία διασφαλίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος, συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου και συγχρόνως εχέγγυο για τη διασφάλιση της λειτουργικότητας της δικαστικής εξουσίας (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988).
Στον τομέα αυτό η νομολογία μας είναι ταυτόσημη με εκείνη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων η οποία έχει διαμορφωθεί κατά την ερμηνεία του άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το οποίο αντιστοιχεί με το άρθρο 30.2 του Συντάγματος.
Σύμφωνα λοιπόν με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο σκοπός της σχετικής διασφάλισης είναι να προστατεύσει τους διάδικους από υπερβολικές διαδικαστικές καθυστερήσεις (Stogmuller v. Austria, Series A, Publications of the European Court of Human Rights, 1969, σελ. 40). H διασφάλιση υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα απονομής της δικαιοσύνης χωρίς καθυστερήσεις οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία της (H. v. France, Series A, 162-A, Publications of the European Court of Human Rights, παραγ. 58 (1989))."
Όπως εντοπίζεται από το πρακτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου η απουσία του συνηγόρου των Εφεσειόντων, ο οποίος χειριζόταν και προσωπικά την υπόθεση, ήταν ο λόγος που οδήγησε στην απόρριψη του αιτήματος για αναβολή και, ακολούθως, της ίδιας της αγωγής. Επικαλέστηκε στη συνέχεια ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων, κατά την ακρόαση πρωτοδίκως της αίτησης για επαναφορά, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι είχε ήδη ξεκινήσει από τη Λεμεσό για το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου όταν πληροφορήθηκε ότι δεν θα αναβαλλόταν η υπόθεση, προκειμένου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς προώθηση της αγωγής για ακρόαση. Πέραν του ότι το στοιχείο αυτό δεν επιβεβαιώνεται από το πρακτικό του δικαστηρίου, δεν έχει ούτε και δραστική επίδραση ως προς την έκβαση της υπό κρίση περίπτωσης. Ο,τι έχει σημασία τελικά, ήταν η απουσία του κατά τον κρίσιμο χρόνο του ορισμού της υπόθεσης για ακρόαση, λόγω άλλων υποχρεώσεών του. Όπως έχει σημειωθεί και στην υπόθεση Στυλιανού ν. Σκύρα Λίμα Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 1234, 1239:
«Ανεξάρτητα από την πιο πάνω κατάληξη θα θέλαμε να σημειώσουμε αναφορικά με την ουσία της αίτησης ότι ο λόγος της απουσίας του δικηγόρου που χειριζόταν προσωπικά την υπόθεση (άλλες υποχρεώσεις ενώπιον δικαστηρίου και πειθαρχικού συμβουλίου άλλης επαρχίας), δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επαναφορά της αγωγής. Οι δικηγόροι θα πρέπει να προβαίνουν στα κατάλληλα διαβήματα για τον ορθό προγραμματισμό των υποχρεώσεων τους, έτσι που να αποφεύγεται ο ταυτόχρονος ορισμός δύο αγωγών για ακρόαση την ίδια μέρα και ώρα, ιδιαίτερα όταν η μια αγωγή θα ακουσθεί στο δικαστήριο μιας επαρχίας και η άλλη σε δικαστήριο άλλης επαρχίας.»
Το ιστορικό της υπό κρίση περίπτωσης αποτυπώνεται στο φάκελο της πρωτόδικης διαδικασίας και συνοψίζεται από τον ευπαίδευτο πρωτόδικο δικαστή στο κρίσιμο πρακτικό της 9.1.2014. Προκύπτει ότι η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε κατ΄ επανάληψη και ότι η πλειοψηφία των αναβολών οφειλόταν στους Εφεσείοντες. Η υπόθεση είχε οριστεί αρχικά για ακρόαση στις 22.1.2014 από άλλο δικαστή. Δεδομένου όμως του παλαιού της υπόθεσης, οι συνήγοροι ειδοποιήθηκαν από τον δικαστή ο οποίος τελικά τη χειρίστηκε, όπως εμφανιστούν ενώπιόν του στις 9.12.2013, ώστε να δοθεί νέα, ενωρίτερη ημερομηνία για ακρόαση. Το δικαστήριο, στις 9.12.2013, κατόπιν σχετικής παράκλησης του δικηγόρου των Εφεσειόντων, όρισε την υπόθεση στις 10.12.2013, προκειμένου να συμβουλευθεί ο δικηγόρος των Εφεσειόντων το ημερολόγιό του ως προς ημερομηνία κατά την οποία θα είχε την ευχέρεια να χειριστεί σε ακρόαση την υπόθεση. Υπό τις συνθήκες αυτές το δικαστήριο όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 9.1.2014, αφού διαπίστωσε, στη βάση των δηλώσεων των συνηγόρων, ότι κατά την εν λόγω ημερομηνία θα μπορούσαν να εμφανισθούν για να ξεκινήσει η ακροαματική διαδικασία. Με αυτό το υπόβαθρο γεγονότων ως δεδομένο, η απουσία του συνηγόρου των Εφεσειόντων, ο οποίος χειριζόταν την υπόθεση, κατά τον κρίσιμο χρόνο της ακρόασης, αναπόδραστα οδήγησε στην απόρριψη του αιτήματος για αναβολή και, στη συνέχεια, της ίδιας της αγωγής. Εν τέλει, τα γεγονότα που καλύπτουν την παρούσα περίπτωση δεν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν και την επαναφορά της αγωγής καθότι προείχε η υποχρέωση του εκδικάζοντος δικαστηρίου προς διεκπεραίωση του δικαστικού του έργου σε εύλογο χρονικό διάστημα και η διασφάλιση της ορθής λειτουργίας της δικαστικής εξουσίας.
Καταληκτικά, η έφεση απορρίπτεται, χωρίς έξοδα.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.