ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:D222
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 75/2017)
14 Ιουνίου 2017
[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΕΝΤΑΛΜΑΤΑ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΧΡΕΟΥΣ ΩΣ ΕΠΙΣΥΝΗΜΜΕΝΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΤΙΣ ΑΓΩΓΕΣ ΩΣ Ο ΕΠΙΣΥΝΗΜΜΕΝΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΤΙΜΩΝ ΕΠΙΒΛΗΘΕΝΤΩΝ ΣΕ ΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ/Η ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΔΟ ΕΞΙ ΕΤΩΝ ΕΚ ΤΗΣ
ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΤΙΜΩΝ
----------------------------------------------------
Ο αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά.
----------------------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο αιτητής επιδιώκει την εξασφάλιση αδείας του Δικαστηρίου «για την καταχώριση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari και/ή Prohibition για ακύρωση εκτέλεσης των ενταλμάτων για την είσπραξη προστίμων επιβληθέντων σε αστικές και/ή ποινική υπόθεση, μετά την πάροδο έξι ετών εκ της επιβολής των προστίμων ως επισυνημμένος κατάλογος» καθώς επίσης και «την έκδοση διατάγματος Prohibition που να απαγορεύει την εκτέλεση των υπό αναφορά ενταλμάτων μέχρι την εκδίκαση της αίτησης και/ή μέχρι νεωτέρων οδηγιών του Δικαστηρίου και/ή όπως δοθούν οι αναγκαίες και επακόλουθες οδηγίες.».
Σύμφωνα με τον αιτητή τα εντάλματα δεν θα έπρεπε να εκδοθούν χωρίς πρώτα να γίνει συμμόρφωση προς τη Δ.40 θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ο οποίος τυγχάνει εφαρμογής σε εντάλματα που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 120 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155. Προς επίρρωση της θέσης του ο αιτητής παραπέμπει σε δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε μονομελή σύνθεση: την In re Yerolemides (1984) 1 C.L.R. 555 και Yerolemides v. M/ty Nicosia (1985) 1 C.L.R. 104.
Είναι η θέση του, όπως προκύπτει από την έκθεση γεγονότων και τη σχετική ένορκη δήλωση, ότι τα συγκεκριμένα εντάλματα, οι αριθμοί των οποίων καταγράφονται σε σχετικό Παράρτημα, δέον να ακυρωθούν από το Ανώτατο Δικαστήριο γιατί «χρειάζεται άδεια του Δικαστηρίου για εκτέλεση απόφασης λόγω παρέλευσης «έξι ετών» από την ημερομηνία που εκδόθηκε η απόφαση ως ο επισυνημμένος κατάλογος.» (Να σημειώσω βέβαια ότι η ρύθμιση εκ της Δ.40 θ.8 αναφέρει μετά από τροποποίηση δέκα έτη αντί έξι όπως ο αιτητής εισηγείται.)
Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια την ένορκη δήλωση του αιτητή όπου τίθεται το υπόβαθρο των γεγονότων τα οποία, κατά τη θεώρηση του, συνιστούν βάση για την αιτούμενη θεραπεία:
«2) Όλα τα υπό αναφορά εντάλματα αφορούν αστικές υποθέσεις που είτε έχουν πτωχεύσει είτε έχουν αποθάνει οι ενδιαφερόμενοι.
Οι δικηγόροι των υποθέσεων δεν έχουν κανένα φάκελο και/ή δεν δέχονται καμίαν επίδοση οποιασδήποτε αίτησης αφορά τις υποθέσεις αυτές.
Κανένας φάκελος δεν υπάρχει στο Πρωτοκολλητείο και έχουν καταστραφεί οι φάκελοι.
Τα εντάλματα αυτά δεν έπρεπε να ευρίσκονται στα χέρια της αστυνομίας αλλά στο ίδιο το Πρωτοκολλητείο μετά την απόφαση της Βουλής για μη φυλάκιση. Δεν έχει γίνει ποτέ ανανέωση απόφασης και αυτό διαπιστώνεται και από τον αριθμό εντάλματος.
Δεν υπάρχει επιβεβαίωση χρέους από το δικαστήριο.
Μετά από μεγάλη προσπάθεια κατόρθωσα να έχω νέα στοιχεία που αφορούν τις υποθέσεις και αριθμούς ενταλμάτων και ποσών το οποίο επισυνάπτω όπως μου το έχουν παραδώσει την περασμένη Δευτέρα 24/4/17. Προηγουμένως η Αστυνομία ουδέποτε μας έδωσε ολοκληρωμένη εικόνα και αρνείτο όπως μας δώσει τα αναγκαία στοιχεία έτσι ώστε να γίνει η ορθή χρήση τους με την καταχώρηση της αίτησής μου. Σήμερα είναι διαθέσιμα και τα καταχωρώ στο δικαστήριο όπως τα έχω πάρει και μου έχει δοθεί άδεια από το Δικαστήριο για την συμπληρωματική Ένορκο Δήλωση και καταχώρηση της.
3) Δύο εντάλματα είναι ποινικά το 17716/95 που πριν φύγω από το δικαστήριο πλήρωσα και στην έφεση ακυρώθηκε η απόφαση. Μέχρι σήμερα περιμένω τα λεφτά μου και 11204/05 ουδέποτε ανανεώθηκε απόφαση. Ο Πρωτοκολλητής μαρτυρά ότι κατεστράφη ο φάκελος 17716/95.»
Ο επισυνημμένος κατάλογος παρουσιάζει απλώς τρεις στήλες με αριθμό υπόθεσης, αριθμό εντάλματος και ποσό. Το κύριο ζητούμενο βεβαίως είναι η ημερομηνία απόφασης η οποία και αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας των δέκα ετών σύμφωνα με το σχετικό Θεσμό. Σημειώνεται ότι η ημερομηνία αυτή δεν καταγράφεται.
Η Δ.40 θ.8 έχει ως εξής:
«8. Όταν παρέλθουν δέκα έτη από την απόφαση ή την ημερομηνία του διατάγματος, ή όταν έχει γίνει οποιαδήποτε αλλαγή στους διαδίκους οι οποίοι δικαιούνται ή υπόκεινται σε εκτέλεση, ο διάδικος ο οποίος ισχυρίζεται ότι δικαιούται σε εκτέλεση μπορεί να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο ή το Δικαστή για άδεια να εκτελέσει ανάλογα. Και το Δικαστήριο ή ο Δικαστής εάν ικανοποιηθεί ότι ο διάδικος, ο οποίος υποβάλλει την αίτηση αυτή, δικαιούται να εκτελέσει, μπορεί να εκδώσει διάταγμα προς αυτό το σκοπό, ή μπορεί να διατάξει όπως οποιοδήποτε επίδικο θέμα ή ζήτημα αναγκαίο για να αποφασιστούν τα δικαιώματα των διαδίκων εκδικαστεί με οποιοδήποτε από τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να εκδικαστεί οποιοδήποτε ζήτημα σε αγωγή. Και σε κάθε μια από τις περιπτώσεις το Δικαστήριο ή ο Δικαστής μπορεί να επιβάλει τέτοιους όρους ως προς τα έξοδα ή διαφορετικά, οι οποίοι θα είναι δίκαιοι.»
Σε σχέση με την ερμηνεία της Δ.40 θ.8 σχετικές είναι οι αποφάσεις Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Κοντέας ν. Α.Α. Μιχαήλ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1604 και Κτωρίδη ν. Alpha Bank Cyprus Ltd, Πολ. Έφ. αρ. 290/2010, ημερ. 19.6.2014.
Σχετική είναι και η πρόνοια του άρθρου 120 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 η οποία έχει ως εξής:
«120.-(1) Κάθε φορά που Δικαστήριο διατάσσει την πληρωμή χρηματικής ποινής, αυτό δύναται, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 128 να ορίσει την περίοδο φυλάκισης την οποία το πρόσωπο που επηρεάζεται θα εκτίσει λόγω παράλειψης πληρωμής της χρηματικής ποινής και η περίοδος αυτή δύναται να περιληφθεί σε οποιοδήποτε ένταλμα που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου.
(2) Κάθε φορά που Δικαστήριο διατάσσει την πληρωμή χρηματικής ποινής από πρόσωπο, αυτή δύναται να εισπραχτεί δυνάμει εντάλματος εκτέλεσης επί της κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας του προσώπου αυτού, όπως εκτίθεται στο άρθρο 121:
Νοείται ότι δεν κατάσχεται η ακίνητη περιουσία του εν λόγω προσώπου, εκτός αν φαίνεται ότι η κινητή του περιουσία δεν είναι επαρκής προς ικανοποίηση του εντάλματος.
(3) Ένταλμα δυνάμει του άρθρου αυτού εκτελείται συνήθως εντός των τοπικών ορίων της δικαιοδοσίας του Δικαστή που το εκδίδει αλλά δύναται να εκτελεστεί με πώληση οποιασδήποτε περιουσίας εκτός των ορίων αυτών η οποία ανήκει στο εν λόγω πρόσωπο αν οπισθογραφείται από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου εντός των τοπικών ορίων της δικαιοδοσίας του οποίου βρίσκεται η περιουσία αυτή.
(4) Το πρόσωπο το οποίο επηρεάζεται από οποιοδήποτε ένταλμα δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού δύναται να καταβάλει στο λειτουργό που εκτελεί το διάταγμα το ποσό που αναφέρεται σε αυτό, μαζί με το ποσό των εξόδων της εκτέλεσης μέχρι του χρόνου πληρωμής και, για το λόγο αυτό ο λειτουργός παύει την εκτέλεση.»
Τα προνομιακά εντάλματα είναι ένα εξαιρετικό μέτρο και η απόδοση τους ασκείται πάντοτε με φειδώ στα πλαίσια της νομολογίας. Οφείλει η πλευρά του αιτητή να ικανοποιήσει το Δικαστήριο για την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεση που να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της αιτούμενης αδείας. Η διαδικασία αυτή έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της νομιμότητας μιας απόφασης. (βλ. Λυσιώτης (1996) 1Β Α.Α.Δ. 739 και Αναφορικά με την αίτηση της Marewave Shipping & Trading Co. Ltd IT (1992) 1 Α.Α.Δ. 116). Το ερώτημα λοιπόν που πρέπει να απαντηθεί είναι εάν από τα γεγονότα που ο αιτητής έχει παρουσιάσει στοιχειοθετείται συζητήσιμη υπόθεση. Στη βάση αυτής δε της ανάγκης, όπως έχει νομολογηθεί, υφίσταται υποχρέωση του αιτητή να παραθέτει ο,τιδήποτε σχετικό αφενός και αφετέρου κατά το δυνατόν να παρουσιάζει τεκμήρια που να ενισχύουν τις προβαλλόμενες θέσεις του.
Στην υπόθεση Κωνσταντίνου Αργυρίδη, Πολιτική Αίτηση αρ. 304/2015, ημερ. 21.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:A566, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Από τα νομολογηθέντα προκύπτει ότι η αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης certiorari πρέπει να υποστηρίζεται από έκθεση στην οποία να αναφέρεται το όνομα και η περιγραφή του αιτητή, η θεραπεία που ζητείται και οι λόγοι για τους οποίους ζητείται. Η έκθεση πρέπει να καταχωρηθεί ομού με ένορκη δήλωση η οποία να επιβεβαιώνει τα γεγονότα που εκτίθενται σε αυτή. (βλ. το Σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα του Πέτρου Αρτέμη σελ. 39). Χρήσιμη αναφορά στην αναγκαιότητα αυστηρής συμμόρφωσης στον τύπο επί της αίτησης για λήψη αδείας και επί των εγγράφων που δέον να καταχωρούνται δίδει η Γεωργιάδης (αρ. 2) (2002) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1428 (ειδικά σελ. 1437/1438).
Ο αιτητής για να εξασφαλίσει άδεια πρέπει να αποδείξει ότι έχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση ή ότι υπάρχει συζητήσιμο θέμα. Για να το πράξει αυτό πρέπει να θέτει ενόρκως τις θέσεις του, γι΄ αυτό τόσο η ένορκη δήλωση όσο και η έκθεση γεγονότων είναι απαραίτητα προαπαιτούμενα της διαδικασίας η έναρξη της οποίας σηματοδοτείται με την ex parte αίτηση. Στο ίδιο Σύγγραμμα ανωτέρω, στη σελίδα 45, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Ο προσδιορισμός του λόγου για τον οποίο επιζητείται η έκδοση προνομιακού εντάλματος συνιστά το ουσιωδέστερο στοιχείο της αίτησης. Η παροχή άδειας για υποβολή αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος είναι συνυφασμένη με τους λόγους για τους οποίους επιδιώκεται και συναρτάται με αυτούς. (βλ. Αίτηση 96/90, εκδόθηκε στις 27.9.30 και θα δημοσιευθεί στο (1990) 1 Α.Α.Δ.).»
Σε συνάρτηση με την παρούσα αίτηση έχοντας μελετήσει τις θέσεις του αιτητή οφείλω να αναφέρω ότι από το ίδιο το περιεχόμενο της Δ.40 θ.8 των Θεσμών προκύπτει ότι η αφετηρία προσμέτρησης της περιόδου των δέκα ετών είναι η ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Στοιχείο που εντελώς ελλείπει από το βάθρο των γεγονότων που ο αιτητής έχει προβάλει. Ο αριθμός της υπόθεσης που φαίνεται στην πρώτη στήλη του επισυνημμένου καταλόγου δεν σημαίνει οτιδήποτε σε σχέση με την ημερομηνία απόφασης. Δεν παρέχεται ούτε πληροφόρηση για το αν έγινε προσπάθεια εκτέλεσης και πότε. Περαιτέρω, εν αντιθέσει με τις προϋποθέσεις που πληρούντο στην υπόθεση Yerolemides - ανωτέρω -, εν προκειμένω ο αιτητής δεν καταθέτει τα ίδια τα αντίγραφα ενταλμάτων ως τεκμήρια ώστε να δύναται το Δικαστήριο να ελέγξει τη βασιμότητα των ισχυρισμών του. Ακριβώς στην Yerolemides τα αντίγραφα των ενταλμάτων είχαν κατατεθεί ως τεκμήρια.
Όπως υποδείχθηκε στον αιτητή και σε παρόμοια αίτηση του ενώπιον της αδελφού μου Δικαστού Σταματίου (Αίτηση Αρ. 59/17 Νίκος Ευαγγέλου, ημερ. 4.5.2017):
«Διαπιστώνεται, ότι πέραν των δύο πιο πάνω αναφερομένων καταλόγων των υποθέσεων και ενταλμάτων που αφορά η παρούσα αίτηση, δεν δίδεται άλλο στοιχείο. Δεν δίδονται οποιεσδήποτε λεπτομέρειες ως προς τις αποφάσεις που κατ΄ ισχυρισμό δεν έχουν ανανεωθεί σύμφωνα με τη Δ.40 θ.8.»
Και παρακάτω:
«Γενικά, τόσο στην έκθεση, όσο και στις ενόρκους δηλώσεις, δεν επεξηγείται πώς και γιατί υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση.»
Με βάση την πιο πάνω διαπίστωση δεν βρίσκω πως η κατάσταση που ο αιτητής παρουσίασε ενώπιον της Σταματίου, Δ. έχει αλλάξει. Παρά το ότι αναφέρεται ότι έχει στην κατοχή του «νέα στοιχεία», στην πραγματικότητα οι ελλείψεις παρουσιάζονται να είναι οι ίδιες ή παρόμοιες ώστε να τίθεται άμεσα θέμα και δεδικασμένου. (Βλ. Carter David Lee (αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 403 και Πολιτική Αίτηση αρ. 166/15 Στέλιος Καλλή, ημερ. 18.12.2015).
Ο αιτητής προφορικά ενώπιον μου αναφέρθηκε σε «αίτημα που έγινε σε Επαρχιακό Δικαστήριο για ανεύρεση των φακέλων», όμως ούτε αυτό το αίτημα επισυνάφθηκε, κατά παράβαση των νομολογηθέντων.
Εν πάση περιπτώσει, τα ελλείμματα που ο αιτητής παρουσιάζει στο αίτημα του, εξακολουθούν να υφίστανται.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει η αίτηση είναι έκθετη σε απόρριψη.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου,
Δ.
/ΕΘ