ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A212
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 35/2012)
2 Ιουνίου 2017
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, T.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δικαστών]
1. ΑΝΔΡΕΑ ΧΡ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ
2. ΧΑΡΙΚΛΕΙΑΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ
Εφεσειόντων/Εναγομένων 1 & 2
ΚΑΙ
ΛΕΥΚΙΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα
_________
Α. Δημητριάδης, για τους εφεσείοντες.
Χρ. Φρακάλας με Α. Παπακωνσταντίνου (κα), για Ιωαννίδης Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τον εφεσίβλητο.
_________
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο Kenneth Carmalt Jones, τέως από την Πάφο, απεβίωσε στις 16.10.2009 στην Πάφο έχοντας αφήσει δύο διαθήκες. Η πρώτη, ημερομηνίας 11.4.2009, κατονόμαζε ως κληροδόχο την Magdalena Rydz Smith και όριζε ως εκτελεστή της τον εφεσίβλητο-ενάγοντα. Η δεύτερη, ημερομηνίας 28.9.2009, κατονόμαζε ως κληροδόχους τους εφεσείοντες/εναγόμενους 1 και 2. Αποτέλεσε κοινό τόπο ότι η κληροδόχος της πρώτης διαθήκης είχε προαποβιώσει του διαθέτη, εφόσον απεβίωσε στις 26.9.2009.
Το άρθρο 31(α) του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, Κεφ. 195, ορίζει ότι η κληροδοσία σε πρόσωπο το οποίο, κατά το χρόνο του θανάτου του διαθέτη, ήταν ανύπαρκτο, δεν είναι έγκυρη, με μόνη εξαίρεση τις περιπτώσεις που καθορίζονται στις επιφυλάξεις του. Αυτές πραγματεύονται ειδικά την κληροδοσία σε τέκνο ή άλλο απόγονο του διαθέτη, ο οποίος δεν ευρίσκεται εν ζωή κατά το χρόνο του θανάτου του είτε γιατί αυτό κυοφορείται είτε γιατί έχει αποβιώσει. Στις ειδικές αυτές περιπτώσεις, παρά την ανυπαρξία του κληροδόχου κατά το χρόνο του θανάτου του διαθέτη, η κληροδοσία διασώζεται κατ΄εξαίρεση προς τον αποκλεισμό που θέτει το άρθρο 31(α) του Νόμου (Στιβαδώρου κ.α. ν. Χατζηκώστα κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 497).
Με το Νόμο να ορίζει με σαφήνεια τα παραπάνω και με δεδομένο ότι η κατονομαζόμενη ως η κληροδόχος στην πρώτη διαθήκη δεν υπήρχε εν ζωή κατά το χρόνο θανάτου του διαθέτη, οι εφεσείοντες ζήτησαν, με βάση τη Δ.27, κ.3, παραμερισμό αγωγής, που είχε κινήσει ο εφεσίβλητος υπό την ιδιότητά του ως εκτελεστής της πρώτης διαθήκης, με την οποία ζητούσε την επικύρωση της πρώτης διαθήκης και την ακύρωση της δεύτερης, τόσο λόγω μη τήρησης των νομικών προϋποθέσεων ως προς τη σύνταξή της, όσο και λόγω ισχυρισμών για πνευματική ανικανότητα του διαθέτη ή άσκηση ψυχικής πίεσης κατά το χρόνο σύνταξής της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις πρόνοιες της Δ.27, κ.3, με αναφορά στη σχετική νομολογία, περιλαμβανομένης της απόφασης In Re Pelmako Development Ltd (1991) 1 AAΔ 246, στην οποία επαναλήφθηκε η αρχή ότι η διαγραφή δικογράφου και ιδιαίτερα της έκθεσης απαίτησης αποτελεί εξαιρετικό μέτρο το οποίο δικαιολογείται μόνο όπου το δικόγραφο κρίνεται ως αναντίλεκτα ανυπόστατο. Διαφορετική, χωρίς φειδώ, προσέγγιση θα συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη, το οποίο διασφαλίζεται ως θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα (Άρθρο 30.1 του Συντάγματος).
Αυτή, όμως, η ιδιαίτερη προσοχή που επιβάλλεται σε τέτοιες περιπτώσεις, βάρυνε υπέρμετρα, με αποτέλεσμα το πρωτόδικο Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση χωρίς να αξιολογήσει στα πλαίσια του άρθρου 31(α) το γεγονός του ότι η κληροδόχος είχε προαποβιώσει. Θεώρησε ότι έλειπε το πραγματικό υπόβαθρο που θα μπορούσε να αξιολογηθεί με την απαιτούμενη βεβαιότητα για να μπορούσε να δοθεί μια τόσο δραστική θεραπεία, προσδιόρισε δε ως το απαιτούμενο υπόβαθρο το περιεχόμενο της διαθήκης.
Τέτοιο όμως έλλειμμα στα γεγονότα δεν υπήρχε. Ήταν παραδεκτό από τον εφεσίβλητο ότι η Magdalena ήταν η κατονομαζόμενη κληροδόχος της πρώτης διαθήκης και αυτό κατέγραψε το Δικαστήριο ως διαπίστωσή του. Ήταν, επίσης, ως άνω, κοινός τόπος ότι η Magdalena είχε προαποβιώσει του διαθέτη. Το περιεχόμενο της διαθήκης δεν είχε να προσθέσει οτιδήποτε άλλο σχετικό.
Η νομική συνέπεια των δύο αυτών δεδομένων ενώπιον του Δικαστηρίου, ήταν η ακυρότητα της κληροδοσίας και συνεπακόλουθα της διαθήκης, εφόσον η δικαιούχος της κληροδοσίας και της διαθήκης ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο. Όπως εξηγήθηκε από τον Γ.Μ. Πική, Π., στην υπόθεση Στιβαδώρου, η κληροδοσία αποτελεί δωρεά με διαθήκη και, ως δωρεά προϋποθέτει την ύπαρξη δωρητή και δωρεοδόχου. Η απουσία του δωρεοδόχου στερεί τη δωρεά του αντικειμένου της. Δεν ηγέρθη από τον εφεσίβλητο η θέση ότι η περίπτωση καλυπτόταν από τις επιφυλάξεις του άρθρου 31(α). Ίσχυε ο κανόνας ο οποίος αποκλείει την κληροδοσία σε ανύπαρκτο πρόσωπο.
Εισηγήθηκε, βέβαια, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσίβλητου ότι το άρθρο 31 αφορά την εγκυρότητα κληροδοσίας, ενώ το επίδικο εν προκειμένω ζήτημα είναι η εγκυρότητα των διαθηκών, με τη δεύτερη διαθήκη να προσβάλλεται για λόγους που αφορούν την ικανότητα και τη βούληση του διαθέτη, θέματα που θα πρέπει να αποφασιστούν στο τέλος, όπως είπε. Όμως, ο εφεσίβλητος δεν είχε νομιμοποίηση άλλη εκτός από εκείνη που αντλούσε ως εκτελεστής της πρώτης διαθήκης. Συνεπώς, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι, παρά την ακυρότητα της διαθήκης που τον καθιστούσε εκτελεστή, είχε τίτλο και θα μπορούσε να προσβάλει την εγκυρότητα της δεύτερης διαθήκης, ενεργώντας προς όφελος των νομίμων κληρονόμων, όπως εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του. Τα δικά τους συμφέροντα είναι σε άλλα πλαίσια που μπορούν να προωθηθούν. Με τον δέοντα σεβασμό διαφωνούμε και με την εισήγηση ότι το άρθρο 31 αφορά τον χρόνο κατάρτισης της διαθήκης. Το εδάφιο (α) αναφέρεται ρητώς στο χρόνο του θανάτου του διαθέτη (Βλ. και Στιβαδώρου, ανωτ.).
Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου η δικανική κρίση είναι το αποτέλεσμα νομικής ανάλυσης και όχι άσκησης διακριτικής ευχέρειας, το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, επί του ιδίου υποβάθρου να καταλήξει στα δικά του νομικά συμπεράσματα (Χατζηκυριάκος ν. Κυθρεώτη (1992) 1 ΑΑΔ 1119). Η κατάληξη είναι πως η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να παραμεριστεί.
Ένα τελευταίο πρόβλημα που ανακύπτει, είναι ότι με την αίτηση οι εφεσείοντες είχαν ζητήσει τόσο τον παραμερισμό της αγωγής, όσο και την έκδοση «συνοπτικής απόφασης» εναντίον του εφεσίβλητου «καθότι η έκθεση απαίτησης δεν περιέχει εύλογο αγώγιμο δικαίωμα κ.α.». Αποτέλεσε δε ξεχωριστό λόγο έφεσης το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «δεν διαχώρισε τις δύο διαφορετικές θεραπείες» και ο δικηγόρος των εφεσειόντων αγόρευσε με αναφορά στις αρχές που ισχύουν για την έκδοση συνοπτικής απόφασης στα πλαίσια της Δ.18. Θεωρούμε ότι πρόκειται για παρανόηση που δημιουργήθηκε από μια σχετική αναφορά στα Halsbury's Laws of England, 4th Ed., Vol. 17(2), p. 163, para. 293[1]. Δεν έχει εν προκειμένω θέση και νόημα η έννοια της συνοπτικής απόφασης της Δ.18. Το σχετικό απόσπασμα αναφέρεται στη δυνατότητα απόρριψης μιας αγωγής για επικύρωση διαθήκης κατά τρόπο συνοπτικό.
Η πρωτόδικη απόφαση, περιλαμβανομένης της διαταγής για έξοδα, παραμερίζεται. Η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα, περιλαμβανομένης της υπό έφεση αίτησης, υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσιβλήτου. Έξοδα της έφεσης υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσιβλήτου. Τα έξοδα να υπολογιστούν και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. Παναγή, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π
[1] «The court may give summary judgment against a claimant in a probate claim on the whole of the claim, or on a particular issue, if it considers that that claimant has no real prospect of succeeding on the claim or issue and there is no other reason why the case or issue should be disposed of at a trial.»