ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.48
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2017:D185
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 64/2017)
23 Μαΐου, 2017
[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,
ΤΟ ΑΡΘΡΟ 6 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΗ
Δ.48, Θ. 1-9 ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ,
ΤΑ ΑΡΘΡΑ 4, 7 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 29 ΚΑΙ 32 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ 14/60, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 203, 209, 211(ε), 212-217, 218(2), 220, 224, 226, 227, 230, 231 ΚΑΙ 255 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 113
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ AZOVMASHINVEST HOLDING LTD, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ WRIT OF PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΗΣ Ε. ΔΙΚΑΣΤΟΥ ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 18/1/2017, ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 13/1/17, ΠΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ CLOSED JOINT-STOCK COMPANY "ALFA BANK UKRAINE", ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ, ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ 380/14 Ε.Δ. ΛΕΜΕΣΟΥ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΙΟΡΙΣΤΗΚΕ Ο κ. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ (ΚΡΙΣ) ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ, ΩΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ AZOVMASHINVEST HOLDING LTD, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ, ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΩΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ
________________________
Ανδρέας Χαραλάμπους, για Chrysses Demetriades & Co. L.L.C., για την Αιτήτρια.
Γιώργος Χριστοδούλου, για Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Στέλιος Σκουφάρης, για τον Επίσημο Παραλήπτη.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Με την παρούσα διά κλήσεως αίτηση, η οποία καταχωρίστηκε κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου, δοθείσας στην Πολιτική Αίτηση Αρ. 11/2017, ζητείται η έκδοση εντάλματος certiorari και, επικουρικά, η έκδοση εντάλματος prohibition, κατ' επίκληση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του ΄Αρθρου 155.4 του Συντάγματος. Σκοπός του πρώτου είναι η ακύρωση του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερομηνίας 18.1.2017, για το διορισμό προσωρινού εκκαθαριστή, σε σχέση με την αιτήτρια εταιρεία Azovmashinvest Holding Ltd. Το εν λόγω διάταγμα εκδόθηκε κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της αίτησης (petition) εκκαθάρισης αρ. 380/2014, η οποία καταχωρίστηκε από την Closed Joint-Stock Company "Alfa Bank Ukrain", (η Alfa Bank), επιδιώκοντας την εκκαθάριση της αιτήτριας.
Τα σχετικά γεγονότα εκτίθενται στη δήλωση (statement) και στην ένορκη δήλωση που υποστήριζαν την αίτηση για άδεια. Αυτές συνοδεύουν και την παρούσα αίτηση, ως προνοείται στο O. 53, r. 6 των Rules of the Supreme Court της Αγγλίας[1], το οποίο έχει υιοθετηθεί από τη νομολογία και εφαρμόζεται στην Κύπρο σε τέτοιας φύσεως διαδικασία. Σύμφωνα με τα γεγονότα, η Alfa Bank, εκκρεμούσης της αίτησης (petition) για εκκαθάριση, στη βάση ότι η αιτήτρια παρέλειψε να συμμορφωθεί με θεσμική απαίτησή της, (statutory demand), αιτήθηκε, μονομερώς, από το εκδικάζον αυτή Δικαστήριο, το διορισμό προσωρινού εκκαθαριστή, σε σχέση με την αιτήτρια. Η αίτηση, η οποία είχε ως βάση το άρθρο 227 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, (Κεφ. 113), έγινε δεκτή. Το Δικαστήριο, εκδίδοντας, στις 18.1.2017, την αιτιολογημένη απόφασή του, έθεσε όρους στο περιληφθέν σε αυτή διάταγμα, όσον αφορά τις εξουσίες του διορισθέντος προσωρινού εκκαθαριστή. Δεν το όρισε, όμως, επιστρεπτέο, ούτε έδωσε οδηγίες επίδοσής του σε οποιοδήποτε, ούτε καν στην αιτήτρια. Εντούτοις, προνόησε όπως αυτό «ισχύει μέχρι την τελική εκδίκαση της κυρίως αίτησης ή μέχρι να πετύχει οιοσδήποτε έχει δικαίωμα να αποταθεί για την ακύρωση ή τον παραμερισμό του». Συγχρόνως, έδωσε οδηγίες να ενημερωθεί για την έκδοσή του ο Επίσημος Παραλήπτης.
Ανεξάρτητα από τις πιο πάνω οδηγίες, το εν λόγω διάταγμα, όπως προκύπτει από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, όταν αυτό συντάχθηκε, (drawn up), στις 23.1.2017, με πρωτοβουλία, προφανώς, των δικηγόρων της Alfa Bank, επιδόθηκε αυθημερόν στην αιτήτρια. Επιπρόσθετα, ο συνήγορος ο οποίος εκπροσωπεί την αιτήτρια δήλωσε πως είχε και ο ίδιος πληροφορηθεί για την ύπαρξή του στις 18.1.2017, ημερομηνία έκδοσής του. Αφού δε προέβη σε σχετική έρευνα και έλαβε από το φάκελο της υπόθεσης όλα τα αναγκαία έγγραφα, περιλαμβανομένης της αιτιολογημένης απόφασης και του συνταγμένου διατάγματος, προχώρησε στην καταχώριση της προηγηθείσας μονομερούς αίτησης για άδεια.
΄Οπως διαπιστώνεται από το αιτητικό της υπό εξέταση αίτησης, με το ένταλμα certiorari, επιδιώκεται η ακύρωση του προαναφερθέντος διατάγματος, στη βάση ότι, κατά τη διαδικασία έκδοσής του, υπήρξε παραβίαση δικαιώματος που προβλέπεται στο ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος και, δη, αυτού που καθιερώνεται από την αρχή της φυσικής δικαιοσύνης, η οποία επιβάλλει όπως, σε κάθε περίπτωση, δίδεται η ευκαιρία σε πρόσωπο το οποίο επηρεάζεται από δικαστική απόφαση να ακούγεται ενώπιον του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της υπόθεσης, (audi alteram partem). Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας τόνισε, ιδιαίτερα, την παράλειψη του εκδώσαντος το εν λόγω διάταγμα Δικαστηρίου να το ορίσει, ως θα έπρεπε, κατά την εισήγησή του, επιστρεπτέο, συμφώνως των προνοιών του άρθρου 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, (Κεφ. 6), και την αδυναμία, στην οποία, συνακόλουθα, περιήλθε η αιτήτρια, η ίδια να αμφισβητήσει, διά της οδού αυτής, την ορθότητα της έκδοσής του. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Alfa Bank, προβάλλοντας τη δική του θέση, εισηγήθηκε ότι το υπό αναφορά διάταγμα, λόγω του νομικού πλαισίου εντός του οποίου αυτό εκδόθηκε και της φύσεώς του, δεν επιβαλλόταν να οριστεί επιστρεπτέο, ενώ, για τη μετακίνηση του εκκαθαριστή, ο οποίος διορίστηκε από το Δικαστήριο, εφαρμογή είχε, πιθανώς, το άρθρο 230 του Κεφ. 113. Η αίτηση δε προς το σκοπό αυτό, όπως εισηγήθηκε περαιτέρω, μπορούσε να υποβληθεί δυνάμει της Δ.48, κ. 8(4) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, (Κ.Π.Δ.).
Η συζήτηση που ακολουθεί λαμβάνει υπόψη τα γεγονότα που έχουν προαναφερθεί και προκύπτουν, κυρίως, από την απόφαση, καθώς, επίσης, τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η πλευρά της αιτήτριας, όσον αφορά τη γνώση της για την έκδοση του υπό αναφορά διατάγματος. Αντικείμενο δε αυτής είναι, κατά κύριο λόγο, η κατά νόμο ορθότητα ή μη του χειρισμού που διενήργησε το εκδώσαν το διάταγμα Δικαστήριο, όπως προκύπτει, ειδικά, από την αιτιολογημένη απόφασή του, όσον αφορά την πιο πάνω πτυχή, και οι συνέπειες, εξ αυτού, στο προαναφερθέν δικαίωμα της αιτήτριας.
Στην προκειμένη περίπτωση, το εν λόγω διάταγμα εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 227 του Κεφ. 113. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, το δικαστήριο, στο πλαίσιο αίτησης (petition) για εκκαθάριση εταιρείας και πριν από την έκδοση της τελικής απόφασής του, δύναται να προβαίνει στο διορισμό εκκαθαριστή σε προσωρινή βάση. Σε ό,τι αφορά την υποβαλλόμενη αίτηση, σχετικοί, κατ' αρχάς, είναι οι περί Εταιρειών Κανονισμοί, στη σελίδα 279 του Τόμου ΙΙ των Δικαστικών Κανονισμών, (οι «Κανονισμοί»), οι οποίοι εφαρμόζονται και διέπουν, από δικονομικής άποψης, την επίκληση των εξουσιών που παρέχει το Κεφ. 113 στο αρμόδιο δικαστήριο. Σημαντικός, εν προκειμένω, είναι ο Κ. 3, στον οποίο προβλέπονται τα εξής:-
"3. The Rules of Court for the time being in force relating to civil actions, and the general practice and procedure of the Courts in the Colony (or, in default of local provision, the practice and procedure observed by the Courts in England), shall apply as regards all proceedings in relation to applications to which these rules relate so far as may be practicable, except if and so far as the Law or these rules otherwise provide."
Η αίτηση για ενεργοποίηση της εξουσίας του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 227 του Κεφ. 113 είναι ενδιάμεσης φύσεως, αφού αυτή υποβάλλεται στο πλαίσιο αίτησης (petition) για εκκαθάριση εταιρείας, η οποία είναι εναρκτήρια, ως προς τη φύση της, όπως και το κλητήριο ένταλμα το οποίο χρησιμοποιείται για την έναρξη αστικής αγωγής (civil action). Σε σχέση με την αίτηση του είδους petition, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί πως δεν υπάρχει, στο Κεφ. 113 ή στους Κανονισμούς, οποιαδήποτε πρόνοια ως προς τον τύπο της. Προβλέπεται μόνο, στον Κ. 4(1) των Κανονισμών, το περιεχόμενο του τίτλου της, καθώς, επίσης, το περιεχόμενο του τίτλου όλων των ενδιάμεσων αιτήσεων και διαδικασιών που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο αυτής, ο οποίος πρέπει να είναι ο ίδιος. Στη βάση, όμως, των προνοιών του Κ. 3 των Κανονισμών, υιοθετήθηκε και χρησιμοποιείται ο τύπος της αίτησης (petition) που προβλέπεται στο R. 26 των Companies (Winding up) Rules, 1949 της Αγγλίας. Στους Κανονισμούς, δεν προβλέπεται, επίσης, ο τύπος του σώματος της ενδιάμεσης αίτησης που έχει προαναφερθεί, οπότε, είναι αναγκαία η προσφυγή, και πάλι, στον Κ. 3 αυτών.
Η διαδικασία που διεξάγεται στο πλαίσιο της άσκησης της εξουσίας του άρθρου 227 του Κεφ. 113 δεν είναι δυνατό να προσομοιάζει με την ενδιάμεση διαδικασία που διεξάγεται στο πλαίσιο αστικής αγωγής, όπως ούτε και η αίτηση (petition) για εκκαθάριση μιας εταιρείας και η διαδικασία εκδίκασής της είναι δυνατό να προσομοιάζουν με το κλητήριο ένταλμα σε αγωγή και τη διαδικασία ακρόασής της. Βέβαια, στην περίπτωση της ενδιάμεσης αίτησης δυνάμει του άρθρου 227, μπορεί να χρησιμοποιηθούν οι τύποι των αιτήσεων που προβλέπονται στη Δ.48, κ. 8 και 9 των Κ.Π.Δ. Πέραν, όμως, αυτού, δε διαπιστώνεται να υπάρχει οτιδήποτε στους Κ.Π.Δ., που, με βεβαιότητα, να καθοδηγεί ως προς την περαιτέρω διαδικασία. Επομένως, ως εκ της σχετικής πρόνοιας στον Κ. 3 των Κανονισμών, εφαρμόζονται οι αγγλικοί The Companies (Winding up) Rules, 1949 και, δη, ο R. 32. Αυτός προβλέπει για την εφαρμογή του αντίστοιχου του άρθρου 227 του Κεφ. 113 αγγλικού άρθρου, ενώ, ο R. 8 προβλέπει πως κάθε αίτηση προς το δικαστήριο, προς ενεργοποίηση της σχετικής εξουσίας, πρέπει να γίνεται διά κλήσεως. Μάλιστα, σύμφωνα με την καθιερωμένη, από αυτούς, πρακτική, αίτηση για διορισμό προσωρινού εκκαθαριστή, όταν αυτή δε γίνεται με την έγκριση της υπό εκκαθάριση εταιρείας, κατά κανόνα, πρέπει να επιδίδεται σε αυτή. Περαιτέρω, αναγνωρίζεται, όμως, η δυνατότητα όπως τέτοιο διάταγμα εκδίδεται μονομερώς, εφόσον συντρέχει κατεπείγον λόγος.
Δεδομένων των πιο πάνω διαδικαστικών προνοιών και της πρακτικής, που ισχύουν στο ημεδαπό δίκαιο ως εκ του Κ. 3 των Κανονισμών, σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία εκδίδεται διάταγμα για διορισμό προσωρινού εκκαθαριστή δυνάμει του άρθρου 227 του Κεφ. 113, η εταιρεία πρέπει, είτε πριν είτε μετά την έκδοσή του, να λαμβάνει γνώση, σχετικά, ώστε να έχει λόγο στην έκδοσή του, ή να της παρέχεται η ευκαιρία να αιτηθεί την ακύρωσή του, αναλόγως της περίπτωσης. Η ύπαρξη των υπό αναφορά προνοιών και της πρακτικής, που διέπουν το θέμα που έχει πιο πάνω εξεταστεί, καθιστά φανερό πως δεν τυγχάνουν εφαρμογής, σε αίτηση δυνάμει του άρθρου 227, είτε το άρθρο 9 του Κεφ. 6 είτε και η Δ.48, Κ. 8(4) των Κ.Π.Δ., (βλ. Printek Dataforms Express Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ. 1193). Τυγχάνει, όμως, εφαρμογής η αρχή της φυσικής δικαιοσύνης, που επιβάλλει όπως, σε κάθε περίπτωση, δίδεται η ευκαιρία σε επηρεαζόμενο από τη διαδικασία πρόσωπο το ίδιο να εκθέτει τις απόψεις του ενώπιον του εκδικάζοντος δικαστηρίου, με την οποία αρχή η προαναφερθείσα πρακτική συνάδει πλήρως.
Στην προκειμένη περίπτωση, η παράλειψη του εκδώσαντος το υπό αναφορά διάταγμα Δικαστηρίου να δώσει ρητές οδηγίες για την επίδοσή του στην αιτήτρια, αφού αυτό έκρινε ορθό να το εκδώσει μονομερώς, προκειμένου η ίδια να λάμβανε γνώση, διά της μεθόδου αυτής, περί της ύπαρξής του, συνιστά, μάλλον, τυπική παραβίαση της προαναφερθείσας αρχής. Στην πραγματικότητα, η αιτήτρια έλαβε εγκαίρως επαρκή γνώση του σχετικού διατάγματος και, συνεπώς, μπορούσε να αποταθεί στο εκδώσαν αυτό Δικαστήριο, ως και οι οδηγίες του στο ίδιο το διάταγμα, και να επιδιώξει την ακύρωσή του. Εν ολίγοις, η αιτήτρια, λόγω του προαναφερθέντος χειρισμού του Δικαστηρίου, δεν απώλεσε, τελικώς, το δικαίωμά της να αμφισβητήσει, ενώπιόν του, την έκδοση του εν λόγω διατάγματος. Επομένως, κρίνεται ότι δεν υπήρξε ουσιαστική παραβίαση της πιο πάνω αρχής. Στη βάση δε της κατάληξης αυτής και ως θέμα άσκησης διακριτικής εξουσίας, διαπιστώνεται πως δε δικαιολογείται η έκδοση του εντάλματος certiorari, εξαιρετικού, ως θεραπεία, μέτρου, για ακύρωση απόφασης κατώτερου δικαστηρίου.
Περαιτέρω, έχει, επίσης, τεθεί και εξετάζεται, πλέον, παρεμπιπτόντως, κατά πόσο υπήρχε καθιερωμένο εναλλακτικό ένδικο μέσο, στο οποίο η αιτήτρια θα μπορούσε να είχε καταφύγει, για ακύρωση του υπό αναφορά διατάγματος. Το πιο πάνω θέμα έχει τεθεί, ως εκ του ότι το ένταλμα certiorari δεν αποτελεί θεραπεία που αποδίδεται στον αιτούντα διάδικο δικαιωματικά, ακόμα και στην περίπτωση που διαπιστώνεται ότι υπάρχει παραβίαση αρχής η οποία αποτελεί καθιερωμένη βάση για την έκδοσή του. Αν υπάρχει άλλο δικονομικό μέσο για την επιδίωξη θεραπείας, προς ικανοποίηση του ίδιου, βασικά, σκοπού, δηλαδή την ακύρωση διατάγματος ή απόφασης του εκδίδοντος αυτά δικαστηρίου, τότε δεν εκδίδεται ένταλμα certiorari. Τοιουτοτρόπως, τονίζεται, έτι περαιτέρω, η εξαιρετικότητα, που ενέχει η ενάσκηση από το Ανώτατο Δικαστήριο της δικαιοδοσίας του δυνάμει του ΄Αρθρου 155.4 του Συντάγματος, προς απόδοση της θεραπείας του συγκεκριμένου εντάλματος, η οποία αποκλείεται, ως η ενδεδειγμένη πορεία, αν, υπό τις περιστάσεις, διαπιστώνεται ότι ο αιτητής μπορούσε να αποταθεί στο εκδώσαν το διάταγμα ή την απόφαση Δικαστήριο για την ακύρωσή τους. Στην προκειμένη περίπτωση, η πρόνοια που περιέλαβε στο υπό αναφορά διάταγμα το εκδώσαν αυτό Δικαστήριο, σε συνδυασμό με την πρακτική που έχει προαναφερθεί, παρείχαν στην αιτήτρια τη δυνατότητα η ίδια να ζητήσει την αναθεώρησή του, πορεία την οποία μπορούσε να ακολουθήσει, δεδομένου ότι, στην πραγματικότητα και ανεξαρτήτως της έλλειψης σχετικών οδηγιών, αυτή είχε λάβει γνώση του διατάγματος και, μάλιστα, από τις 18.1.2017, ημερομηνία έκδοσής του, όπως έχει, ήδη, διαπιστωθεί.
Εν κατακλείδι, σημειώνεται και το γεγονός, για το οποίο υπήρξε πληροφόρηση από τους συνηγόρους των μερών κατά τη διάρκεια της ακρόασης, ότι η διαδικασία εκδίκασης της αίτησης (petition) εκκαθάρισης αρ. 380/2014 ολοκληρώθηκε και επιφυλάχθηκε απόφαση. Επομένως, πρέπει να θεωρείται βέβαιο πως η έκδοσή της σε σύντομο χρόνο, όπως επιβάλλεται, ειδικά, για τέτοιου είδους υποθέσεις, θα δώσει τέλος στο ενδιάμεσο διάταγμα που αποτέλεσε αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.
Για τους λόγους, ανωτέρω, η αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Γ.Ν. Γιασεμής,
Δ.
/ΜΠ
[1] Δέστε: "The Supreme Court Practice (1982), τόμος 1, σελίδες 862 έως 863.