ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Σταματίου, Κατερίνα Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Α.Χαραλάμπους, για Chr.Demetriades amp;amp;amp; Co LLC, για την εφεσείουσα CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-05-03 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ODYSSEY RETRIEVER INC, Πολιτική έφεση αρ.59/16, 3/5/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A156

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                   Πολιτική έφεση αρ.59/16

 

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στες]

 

 

3 Μαϊου, 2017

 

ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

Kαι

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 27-29 ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΕΦ.155

Και

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ODYSSEY RETRIEVER INC ΑΠΟ ΤΙΣ Η.Π.Α. ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI.

Eφεσείουσα Εταιρεία

Kαι

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ TΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡ.23.12.15 ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΟΥ ΣΚΑΦΟΥΣ ODYSSEY EXPLORER ΜΕ ΣΗΜΑΙΑ ΠΑΝΑΜΑ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΕΛΛΙΜΕΝΙΣΜΕΝΟ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΛΕΜΕΣΟΥ.

-------------------

Α.Χαραλάμπους,  για Chr.Demetriades & Co LLC, για την εφεσείουσα

 

---------------------

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΔΗ ομόφωνη απόφαση μας θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στις 23.12.2015 εξέδωσε ένταλμα έρευνας εναντίον του πλοίου Odyssey Explorer, ιδιοκτησίας της εφεσείουσας, που βρισκόταν ελλιμενισμένο στο λιμάνι Λεμεσού.  Το εν λόγω ένταλμα έρευνας εξετελέστη την επομένη, 24.12.2015.  Eίναι η θέση της εφεσείουσας ότι η Αστυνομία σε συνδυασμό με το Τελωνείο Λεμεσού και το Τμήμα Αρχαιοτήτων εκτέλεσε το δικαστικό ένταλμα έρευνας πλην όμως δεν εντοπίσθηκε οτιδήποτε ενοχοποιητικό, απλώς το Τελωνείο Λεμεσού «διαπίστωσε τη διάπραξη τελωνειακού αδικήματος της παράλειψης αναφοράς ότι στο πλοίο μεταφέρονταν κάποια αντικείμενα (αρχαιότητες)».

 

Στις 2.2.2016 η εφεσείουσα κατεχώρισε πολιτική αίτηση για να της δοθεί άδεια ώστε να υποβάλει αίτηση για έκδοση διατάγματος certiorari.  Αδελφός μας δικαστής που επελήφθη της αίτησης, θεώρησε ότι αυτή έπρεπε να απορριφθεί με δύο βασικούς πυλώνες αιτιολογίας   πρώτον ότι κατεχωρήθη καθυστερημένα, εφόσον από τη γνώση της εφεσείουσας από τις 24.12.2015 μέχρι τις 2.2.2016 έχουν περάσει 5 εβδομάδες, κρίνοντας ότι «η παρέλευση του χρόνου αυτού θεωρητικά ίσως να μην είναι τόσο μεγάλη, αλλά από την άλλη και για σκοπούς της παρούσας αιτήσεως  δεν εδόθη καμία δικαιολόγηση από πλευράς αιτήτριας, στην ένορκη δήλωση της αίτησης ...».  Προσθέτως, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αίτηση πρέπει να απορριφθεί και επί της ουσίας κρίνοντας ότι, παρά την περί του αντιθέτου εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας, η ένορκη καταγγελία του αστυνομικού επί της αίτησης για το ένταλμα έρευνας παρείχε σε ικανοποιητικό βαθμό τα στοιχεία εκείνα, τα οποία με βάση το νόμο και τη νομολογία, συνιστούσαν εύλογη υποψία για έκδοση του εντάλματος. 

 

Η απόφαση προσβάλλεται με δύο λόγους έφεσης που αγγίζουν ακριβώς τους δύο πυλώνες άρνησης του Δικαστηρίου να δώσει τη σχετική άδεια και συγκεκριμένα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την αίτηση λόγω καθυστέρησης στην καταχώρησης της (λόγος 1) και ότι λανθασμένα απέρριψε την αίτηση επί της ουσίας (λόγος 2). 

 

Είναι ορθό για να γίνει αντιληπτή τόσο η πρωτόδικη απόφαση όσο και οι λόγοι έφεσης να παραθέσουμε αυτούσιο το περιεχόμενο της ένορκης καταγγελίας του αστυνομικού. 

«υπάρχει εύλογη υποψία βασιζόμενη σε μαρτυρία ότι στο ερευνητικό σκάφος με την ονομασία ODYSSEY EXPLORER με σημαία Παναμά το οποίο βρίσκεται ελλιμενισμένο στο Λιμάνι Λεμεσού, φυλάσσονται παράνομα αρχαιότητες.

 

Συγκεκριμένα την 23/12/2015 λήφθηκε πληροφορία προς την Αστυνομία από το Υπουργείο Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ότι το πλοίο με την ονομασία ODYSSEY EXPLORER που παρακολουθείτο από τις αρχές της Δημοκρατίας τον τελευταίο μήνα να κινείτε ύποπτα σε περιοχή μεταξύ ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας Κύπρου και ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας Λιβάνου διενεργώντας έρευνες στην θαλάσσια περιοχή.

 

Επιπρόσθετα με τις πληροφορίες που διαβιβάστηκαν στην Κυπριακή Δημοκρατία υπάρχουν εύλογες υποψίες ότι το εν λόγω πλοίο καθώς και η ιδιοκτήτρια Αμερικανική εταιρεία Odyssey Marine Exploration Inc ενδεχομένως να έχουν διεξάγει έρευνες για αρχαιότητες στην ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας και ενδεχομένως να ανελκύσαν αρχαιότητες κατά παράβαση του περί αρχαιοτήτων Νόμου Κεφ. 31. Τόσο η έρευνα για αρχαιότητες όσο και η ανέλκυση αρχαιοτήτων στην ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα αποτελούν αδίκημα σύμφωνα με το Νόμο ο οποίος έχει τροποποιηθεί το 2014.

 

Σύμφωνα με το τμήμα αρχαιοτήτων για την διεξαγωγή τέτοιων ερευνών απαιτείται σχετική άδεια η οποία δεν έχει εξασφαλισθεί από τις αρμόδιες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Εν όψει των πιο πάνω αιτούμαι από το Σεβαστό σας Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος έρευνας του πιο πάνω σκάφους προς διευκόλυνση των αστυνομικών εξετάσεων για να διαπιστωθεί εάν πράγματι το πλοίο διεξήγαγε αρχαιολογικές έρευνες σε περιοχή μέσα στην ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας και σε περίπτωση που ανευρεθούν αρχαιότητες επί του πλοίου την ακριβή τοποθεσία ανεύρεσης τους.

 

 Α/Αστ. 1585 Π. Κεραυνός

 

Λήφθηκε ενώπιον μου την 23ην ημέρα του Δεκεμβρίου του 2015 και ώρα 13.45.»

 

Ο Δικαστής  χρησιμοποίησε το ακόλουθο λεκτικό προς έγκριση του αιτήματος. 

Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος. Με βάση το περιεχόμενο του όρκου του αστυφ. 1585 κ. Π. Κεραυνού κρίνω ότι υπάρχουν εύλογες υποψίες που να δικαιολογούν την έκδοση του».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο που επιλήφθηκε της αίτησης για παραχώρηση αδείας για certiorari  κατά την προσπάθεια του να απαντήσει τους λόγους τους οποίους προέβαλε η εφεσείουσα για μη επαρκή και δέουσα αιτιολογία της έκδοσης του εντάλματος όσο και για ανεπάρκεια της ένορκης καταγγελίας, ανέφερε πρωτίστως ότι η αίτηση για έκδοση εντάλματος ερεύνης έχει σκοπό να θέσει ενώπιον του Δικαστή γεγονότα και περιστάσεις που τείνουν να δείξουν ή από τα οποία μπορεί να συναχθεί ότι τα αντικείμενα των οποίων σκοπείται κατάσχεση και που σχετίζονται με εγκληματική δραστηριότητα βρίσκονται στο συγκεκριμένο χώρο.  Τονίζεται στη συνέχεια ότι τέτοιες ένορκες δηλώσεις δεν πρέπει να εξετάζονται μικροσκοπικά και με νομικίστικο τρόπο αλλά με βάση την κοινή λογική.  Επισημαίνεται δε ταυτόχρονα ότι η εξέταση αυτή δεν μπορεί να γίνεται με εντελώς αόριστες ένορκες δηλώσεις για διαπίστωση ύπαρξης πιθανής αιτίας.  Εν τέλει θεώρησε ότι ο Επαρχιακός Δικαστής που επιλήφθηκε του εντάλματος έρευνας έκρινε με βάση τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του ότι ήταν δικαιολογημένη η έκδοση του εντάλματος εφόσον οι παράνομες αρχαιότητες συνδέθηκαν με το υπό αναφορά πλοίο.  Κρίθηκαν ταυτόχρονα αβάσιμοι οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας περί αοριστίας και γενικότητας του όρκου.  Στη συνέχεια καταγράφονται τα ακόλουθα:

«Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή προσεκτική εξέταση της Ενόρκου Δηλώσεως αποκαλύπτει ότι σ΄ αυτή περιέχονται η μαρτυρία, η πηγή της μαρτυρίας αυτής, σύνδεση των αδικημάτων υπό διερεύνηση με το χώρο δια τον οποίο εγένετο η αίτηση και τ' αντικείμενα σε σχέση με τα οποία διεπράχθησαν τα υπό εξέταση αδικήματα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθησαν και/ή τα οποία παρέχουν αποδείξεις διάπραξης των αδικημάτων (βλ. Άρθρο 27). Παρενθετικά αναφέρω ότι η υπόθεση Waterfield (1964) 1 Q.B 164 (C.C.A) στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος δεν τον βοηθά καθότι εκεί αφορούσε υποψία αστυνομικών για κάτι που δεν γνώριζαν, ενώ η υπό εξέταση υπόθεση διαφέρει εις το ότι ο ενόρκως δηλών αστυφύλακας αναφέρετο διά μέσου διαθέσιμης μαρτυρίας τόσο ως προς τα εξεταζόμενα αδικήματα όσο και προς τα αντικείμενα - παράνομες αρχαιότητες.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος προσπάθησε επίσης με την απομόνωση ορισμένων φράσεων ή λέξεων από την Ένορκη Δήλωση να υποδείξει ότι αυτή είναι αόριστη και γενική. Η ανάγνωση και εξέταση της Ενόρκου Δηλώσεως θα πρέπει να γίνει στην ολότητα της και σφαιρικά προκειμένου ο Δικαστής να ικανοποιηθεί ή όχι, προς το ζητούμενο που είναι η ύπαρξη «εύλογης αιτίας να πιστεύεται». Αυτό δε συναρτάται προς την εξ αντικειμένου επάρκεια της ενώπιον του μαρτυρίας (βλ. Αναφορικά με την αίτηση του Χ. Σιακκαλή (2001) 1 Α.Α.Δ. 282). Από το σύνολο δε της Ένορκης Δήλωσης ο Δικαστής στην παρούσα υπόθεση που είναι ο αρμόδιος να αποφασίσει, έκρινε ότι από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του η έκδοση του Εντάλματος ήταν δικαιολογημένη. Τα γεγονότα που κάλυπτε ο όρκος ήταν αρκετά για να οδηγήσουν το Δικαστήριο στην διαπίστωση περί της ύπαρξης της αναγκαίας εύλογης υπόνοιας. Τα αποσπασματικά, απομονωμένα από τον συνήγορο μέρη της Ένορκης Δήλωσης προκειμένου να καταδειχθεί ανεπάρκεια και αοριστία της δεν μπορούν να έχουν καμία τύχη».

 

Ξέχωρη βάση που προβλήθηκε πρωτοδίκως αλλά και ενώπιον μας ως μέρος της αιτιολογίας του δεύτερου λόγου έφεσης υπήρξε το γεγονός ότι εσφαλμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, εφόσον το ένταλμα φέρει την υπογραφή του Δικαστή, όλο το κείμενο αποτελεί την έκφραση του Δικαστή και κανενός άλλου.  Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου διατυπώθηκε ως απάντηση στην εκφρασθείσα πρωτοδίκως θέση της εφεσείουσας ότι εφόσον η ένορκη δήλωση και το ένταλμα ερεύνης είχαν ετοιμαστεί (δακτυλογραφηθεί) εκ των προτέρων, εκτός από την ώρα που συμπληρώθηκε από το Δικαστή, τα ευρήματα και συμπεράσματα δεν είναι του τελευταίου, αλλά του αστυφύλακα.

 

Θα συμφωνήσουμε απόλυτα με την πρωτόδικη κρίση ότι το παράπονο αυτό είναι εντελώς αστήρικτο εφόσον διαφαίνεται από το περιεχόμενο της απόφασης του Επ.Δικαστή που εξέδωσε το ένταλμα ότι διατυπώθηκε δικανική κρίση.  Θα ήταν δε εξίσου ανοικτό το ενδεχόμενο, εάν δεν θεωρούσε ικανοποιητικό τον όρκο, να το απορρίψει.  Εξάλλου, με βάση το άρθρο 28 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155, τα απαραίτητα στοιχεία για την εγκυρότητα του εντάλματος έρευνας είναι η υπογραφή του Δικαστή που το εκδίδει, ημερομηνία και ώρα έκδοσης του, καθώς επίσης και βεβαίωση του Δικαστή ότι έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος.  Είναι σαφές ότι το εν λόγω ένταλμα περιέχει τα πιο πάνω στοιχεία. 

 

Πέραν από την πιο πάνω έκφανση της πρωτόδικης κρίσης η οποία μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους, θα προχωρήσουμε στην εξέταση του ίδιου του όρκου, ώστε να κριθεί εάν σωστά θεωρήθηκε ότι τα στοιχεία τα οποία παρείχε, ήσαν επαρκή με βάση το νόμο και ορθά ο πρωτόδικος Δικαστής οδηγήθηκε στο να απορρίψει την αίτηση για άδεια καταχώρησης certiorari

 

Με βάση το άρθρο 27 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155, ο Δικαστής για να εκδώσει ένταλμα έρευνας, πρέπει να ικανοποιηθεί με έγγραφη ένορκη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιονδήποτε τόπο υπάρχει - (α)  οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε ή (β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος. 

 

Παρατηρείται ότι το άρθρο 27, σε αντίθεση με τα άρθρα που αφορούν την έκδοση του εντάλματος σύλληψης, δεν προβλέπει τη θετικά διατυπωμένη προϋπόθεση ως προς τη διάπραξη του αδικήματος.  Είναι αρκετό να υπάρχει υποψία ότι το αδίκημα διαπράχθηκε για να χρησιμοποιηθούν ακριβώς οι λέξεις της σχετικής πρόνοιας του άρθρου 27(α).  Στη βάση δε αυτού απαντώνται οι ισχυρισμοί του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσείουσας ως προς την απαξία που έδωσε στη λέξη «ενδεχομένως» που χρησιμοποιήθηκε δυο φορές στον όρκο.

 

Εξετάζοντας με πάσα δυνατή προσοχή την εκτενή αιτιολογία του εφετηρίου σε σχέση με τα συμπεράσματα και ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ένορκη δήλωση, θεωρούμε ότι στερείται βασιμότητας.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ασχολείται με όλες τις πτυχές της σχετικής ένορκης δήλωσης και τονίζει την αναγκαιότητα σφαιρικής αντίκρισης της, ορθά καταλήγει ότι ο Δικαστής που την εξέτασε στα πλαίσια του εντάλματος έρευνας, τήρησε τις σχετικές προϋποθέσεις του άρθρου 27 αφού ακριβώς στην ένορκη δήλωση διαφαίνεται πιθανή διάπραξη του αδικήματος της παράνομης κατοχής αρχαιοτήτων αποδίδοντας επ΄αυτού στοιχεία που αφορούν πληροφορίες που λήφθηκαν από συγκεκριμένη πηγή που μάλιστα κατονομάζεται - το Υπουργείο Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας - σε συνάρτηση με τη διακίνηση του πλοίου με τρόπο που θεωρήθηκε ύποπτος σε περιοχές της ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας Κύπρου και Λιβάνου ως προς τη διενέργεια - και πάλιν ως πιθανότητα - ερευνών για αρχαιότητες και ανέλκυση αρχαιοτήτων κατά παράβαση του περί Αρχαιοτήτων Νόμου, Κεφ.31.  Ακόμη τίθεται η θέση του ενόρκως δηλούντα περί μη ύπαρξης αδείας του πλοίου να διεξαγάγει τέτοιες έρευνες.  Προκύπτει συναφώς ότι στοιχειοθετείται για τους σκοπούς του άρθρου 27 η εύλογη αιτία να πιστεύεται πως στο εν λόγω πλοίο διαπράχθηκε το αδίκημα της παράνομης κατοχής αρχαιοτήτων και περαιτέρω ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται πως εντός του πλοίου δυνατόν να ανευρεθούν αντικείμενα τα οποία θα παρέχουν απόδειξη ως προς τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος.  Στη βάση δε αυτού του συμπεράσματος καταρρίπτεται ο ισχυρισμός της εφεσείουσας περί παρερμηνείας εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου της υπόθεσης  Waterfield (1964) 1 Q.B. 164 (C.C.A.).

 

Στην υπόθεση Αντωνίου (2009)1Α Α.Α.Δ. 656, που αφορούσε ακριβώς εξέταση εντάλματος έρευνας και τέθηκαν παρόμοιοι ισχυρισμοί, εκρίθη ότι κατά την έγγραφη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρχε εύλογη υπόνοια βασισμένη σε μαρτυρία η φύση της οποίας εξειδικευόταν.  Τονίστηκε ότι εφόσον το ίδιο το ένταλμα όπως το υπέγραψε ο Δικαστής αναφέρεται ρητά στην ένορκη καταγγελία, όπως τέθηκε ενώπιον του, συνάγεται και η κατάληξη ότι ο Δικαστής ικανοποιήθηκε για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος.  Η κατάληξη αυτή ασφαλώς παραπέμπει στα ίδια και ενσωματώνει τη δική του κρίση πάνω στο θέμα.  Η απόφαση Αντωνίου καταλήγει ως εξής:  «αυτή η κατάληξη, υπογεγραμμένη από τον ίδιο το Δικαστή, είναι δική του και κανενός άλλου».  (βλ. Παναγιώτου (Αρ. 2) (2002) 1 Α.Α.Δ. 1957, Γεωργαλλίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 302, Φωτίου κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 782, Παναγιώτου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1114, Γεωργίου κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1217, Παναγιώτου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1094, Μηλιώτης (2006) 1 Α.Α.Δ. 12, Πολυδώρου, (2008) 1 Α.Α.Δ. 1166, Χρυσάνθου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1175 και  Αίτηση Σ.Σ., πολ.έφ.30/17, 9.3.2017), ECLI:CY:AD:2017:D75.

 

Όπως δε επαναλαμβάνεται στην ΄Εκτορα Μακρίδη, Πολ.έφ.514/12, 2.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:A238 «η διαπίστωση περί ύπαρξης εύλογης υπόνοιας, προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσης, ήταν του εκδόσαντος το ένταλμα δικαστή. Διαπίστωση που αναμφίβολα στηρίχθηκε στο όλο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που ήταν ενώπιόν του. Τα γεγονότα που κάλυπτε ο όρκος ήταν αρκετά για να ικανοποιήσουν λογικά τη δυνατότητα έκδοσης του εντάλματος και να οδηγήσουν το Δικαστήριο στη διαπίστωση περί της ύπαρξης της αναγκαίας εύλογης υπόνοιας. ... Yπόνοια, η οποία αναδυόταν αβίαστα μέσα από τα ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότα και καθιστούσε αχρείαστη την οποιαδήποτε περαιτέρω λεκτική κάλυψη και αιτιολόγηση της κατάληξης για έκδοση του επίδικου εντάλματος. Όπως, δε, ορθά εντοπίζεται και στην προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να τηρεί αυστηρή ή τυπική φραστική διατύπωση στην καταγραφή της απόφασής του για έκδοση εντάλματος, ούτε βεβαίως να αναπαράγει τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιόν του".

 

Συνεπώς κρίνουμε ότι εφόσον η εν λόγω ένορκη καταγγελία περιείχε τα αναγκαία στοιχεία με βάση το άρθρο 27 και δια της δικανικής κρίσεως αυτά έχουν ελεγχθεί, ήταν εύλογη και ορθή η κατάληξη του αδελφού μας Δικαστή, στην απόρριψη της αίτησης.  ΄Επεται πως ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.

 

Ως προς τον 1ο λόγο που αφορά την καθυστέρηση στην υποβολή της αιτήσεως για άδεια certiorari έχουμε εξετάσει τις σχετικές θέσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας καθώς και τη νομολογία που μας εδόθη σε συνάρτηση με το χρόνο που θεωρήθη ότι συνιστά καθυστέρηση στη νομολογιακή διαδρομή του Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά και αγγλικών υποθέσεων. (Βλ. Aeroporos (1988) 1 C.L.R. 202, In re Antonios Mouskos (1977) 1 C.L.R. 100, In re Christofis (1985) 1 C.L.R. 692, In re Charalambous (1985) 1 C.L.R. 746, In re Ellinas (1988) 1 C.L.R. 371, Θεοδούλου (Αρ. 1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 438, Τρύφωνος (1991) 1 Α.Α.Δ. 1124, Μιχαήλ (1992) 1 Α.Α.Δ. 472, Laertis Shipping Ent. (1992) 1 A.A.Δ. 686, Καλοπαίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 114, Πιττάκης κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 297, Beogradska Banka D.D. (1995) 1 A.A.Δ. 737, Ερμής Ασφαλ. Εταιρεία Λτδ. κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 811, Σωτηρούλλα Κωνσταντινίδου (1995) 1 Α.Α.Δ. 827 και Αναφορικά με το ένταλμα έρευνας Ε.Δ.Λεμεσού ημερ. (2002) 1 Α.Α.Δ. 571).

 

Δεν θα παραθέσουμε ολόκληρο τον κατάλογο των σχετικών αυθεντιών διότι είναι αρκετά μεγάλος.  Θα αρκεστούμε να πούμε ότι όντως από την παράθεση αυτών των υποθέσεων προκύπτουν τα εξής χαρακτηριστικά: 

 

(α)  Καθυστέρηση στην υποβολή αιτήσεων για έλεγχο με προνομιακό ένταλμα certiorari αποτελεί λόγο άρνησης έκδοσης του.  Το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας λαμβάνει σοβαρά υπόψη την καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης.  (Ηalsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 1(1), παράγρ.170). 

 

(β)  Το θέμα του χρόνου αντιμετωπίζεται στο γενικότερο πλαίσιο της μακράς και αδικαιολόγητης καθυστέρησης χωρίς να καθορίζονται a priori αυστηρά χρονικά πλαίσια.  Στην Αγγλία ισχύει η προθεσμία των 3 μηνών για την καταχώρηση αιτήσεων για προνομιακά εντάλματα (βλ. Διαταγή 53.4 (1) των Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών), πλην όμως αποτελεί απλώς το ανώτατο επιτρεπτό όριο και αίτηση μπορεί να απορριφθεί λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης ακόμη και αν καταχωρηθεί εντός της επιτρεπομένης προθεσμίας. Στην Κύπρο δεν έχουν θεσπιστεί κανονισμοί ως προς τη διαδικασία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων και καθορισμού προθεσμίας.  ΄Εχει όμως νομολογηθεί ότι ο χρόνος μέσα στον οποίο υποβάλλεται η αίτηση αποτελεί ουσιώδη παράγοντα για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας. 

 

(γ)  Η καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης πρέπει να αιτιολογείται.   ΄Οσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση ανάλογη είναι και η υποχρέωση για αιτιολόγηση της καθυστέρησης. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αρχικά ότι αντικειμενικά η παρέλευση των 5 εβδομάδων δεν συνιστούσε άνευ ετέρου καθυστέρηση.  Ωστόσο η παρέλευση του χρόνου σε συσχετισμό με τα γεγονότα της υπόθεσης και ιδιαίτερα με την παντελή έλλειψη αιτιολόγησης ως προς την καθυστέρηση αξιολογήθηκε εν τέλει από τον πρωτόδικο Δικαστή ότι τω όντι οδηγούσε σε εύρημα καθυστέρησης, καταλήγοντας ως εξής:

«.... λαμβάνοντας υπόψιν ότι υπήρχε δυνατότητα της αιτήτριας από 24.12.15 να αναζητήσει θεραπεία όπως αυτή που τώρα επιζητεί και δεν το έπραξε παρά μόνο στις 2.2.16, ήτοι μετά πάροδο 5 περίπου βδομάδων χωρίς απολύτως καμία δικαιολόγηση. Η αναφορά του συνηγόρου της περί των εορτών δεν μπορεί να έχει καμία τύχη λόγω του ότι δεν προβάλλεται, ως θα έπρεπε, στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, αλλά και διότι κρίνεται ως αβάσιμος. Διαφορετική θεώρηση θα εξουδετέρωνε τις πιο πάνω αρχές που έχουν αναφερθεί. Διά το λόγο αυτό θα απέρριπτα την αίτηση».

 

Προκύπτει από τη νομολογία ότι εφόσον η άδεια για καταχώρηση αίτησης χορηγείται κατά διακριτική ευχέρεια (βλ. Supreme Court Practice 1999, σελ.908) η επέμβαση του Εφετείου χωρεί σε συγκεκριμένα πλαίσια.  Τα πλαίσια αυτά έχουν συνοψιστεί στην υπόθεση Μαρκιτανή (2000)1 Α.Α.Δ. 923 ως εξής:

«(α)  Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.

 

(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 Α.Α.Δ. 710).

 

(γ) Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892)».

 

Με βάση τα πιο πάνω πλαίσια δεν είναι ορθό το Εφετείο απλώς να επαναξιολογήσει τα γεγονότα για να κρίνει το ίδιο αν υπήρξε καθυστέρηση στο διάβημα.  Θα εξετάσει μόνο αν συντρέχει λόγος επέμβασης στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου σε συνάρτηση με τους πιο πάνω λόγους.   Δεν έχουμε διαπιστώσει ότι υπάρχει δυνατότητα επέμβασης μας αφού κανένας από τους πιο πάνω λόγους δεν έχει στοιχειοθετεθεί από την εφεσείουσα. ΄Επεται ότι και ο λόγος 1 απορρίπτεται.

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται στο σύνολο της. 

 

 

                                                                   ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                                   ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

                                                                   ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                                   ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                                   ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο