ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:D190
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 55/2012)
25 Μαΐου, 2017
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.]
ΝΙΚΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ,
Εφεσείων,
και
ΤΑΝΙΑ ΛΟΙΖΙΔΟΥ,
Εφεσίβλητη.
― ― ― ― ―
Εφεσείων προσωπικά.
Καμιά εμφάνιση για την εφεσίβλητη.
― ― ― ― ―
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Ο εφεσείων με επιστολή του ημερομηνίας 24.5.2017 ζητά την εξαίρεσή μου από το να λάβω μέρος στην εκδίκαση της παρούσας έφεσης. Στην αίτησή του αναφέρει πολλά και διάφορα για τον τρόπο που διορίζονται οι Δικαστές, τον τρόπο χειρισμού των υποθέσεων κλπ και εντοπίζονται, στο βαθμό που μπορεί να εντοπισθούν, δύο παράπονά του από δικές μου αποφάσεις, η μια στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αγνώστου χρόνου και αγνώστων στοιχείων διότι δεν αναφέρονται και η άλλη αναφορικά με προσφυγή και αίτηση για παράταση χρόνου καταχώρησης έφεσης. Αναφέρει επίσης νομολογία για εξαίρεση Δικαστού, τα συνταγματικά δικαιώματα διαδίκου κλπ.
Το θέμα εξαίρεσης Δικαστή έχει απασχολήσει το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολλές περιπτώσεις και η νομολογία είναι πλούσια. Το κριτήριο για εξαίρεση Δικαστή έχει αναφερθεί μεταξύ άλλων στην υπόθεση Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1990) 3 ΑΑΔ, σελ. 69, όπου στη σελίδα 80 αναφέρεται:
«Το κριτήριο για εξαίρεση Δικαστή είναι η δημιουργία δικαιολογημένης εντύπωσης ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης από το Δικαστή στο νου του μέσου εχέφρωνα πολίτη, ο οποίος γνωρίζει όλα τα γεγονότα. Εικασίες και καχυποψίες μόνον δεν είναι αρκετές. Η εφαρμογή της αρχής αυτής εξαρτάται από τα ειδικά χαρακτηριστικά και τα γεγονότα και περιστατικά κάθε διαδικασίας.
Οι Δικαστές είναι μέλη της κοινωνίας στην οποία ζουν. Είναι φυσικό να έχουν γνωριμίες, συνεργασία σε κοινωνικά θέματα και φιλία διαφόρων βαθμών με άλλα μέλη της κοινωνίας. 'Οσον και αν είναι επιθυμητό ο Δικαστής να θέτει αυτοπεριορισμούς στον τρόπο ζωής του, δεν είναι δυνατό να απομονωθεί τελείως από την υπόλοιπη κοινωνία.
Προσωπική φιλία με διάδικο είναι λόγος εξαίρεσης Δικαστή. Γνωριμία, απλή σχέση, απλή συνεργασία σε κοινοφελή ιδρύματα δεν είναι δυνατό να δημιουργήσει δικαιολογημένη εντύπωση προκατάληψης του Δικαστή. Μόνο προσωπική φιλία υψηλού βαθμού και στενή είναι δυνατό να προκαλέσει δικαιολογημένα την εντύπωση της πιθανότητας πραγματικής ύπαρξης προκατάληψης και έλλειψης αμεροληψίας. Πρέπει να είναι τέτοιας έκτασης η φιλία που να δημιουργεί εύλογα στο νου του μέσου ανθρώπου την εντύπωση ότι ο διάδικος δεν θα έχει ανεξάρτητη και αμερόληπτη κρίση από το Δικαστή.
Η απονομή της δικαιοσύνης και η μεγάλη αξία της λειτουργίας της είναι ότι οι Δικαστές μπορούν να απονέμουν αμερόληπτη δικαιοσύνη στο λαό της χώρας τους, με πλείστα μέλη του οποίου είναι γνωστοί ή έχουν κάποιου είδους σύνδεση. Εάν δεν ικανοποιείται το πιο πάνω κριτήριο, ο Δικαστής δεν μπορεί να εξαιρεθεί, άλλως δε θα ήταν δυνατό να υπάρχουν Λειτουργοί για την απονομή της δικαιοσύνης στη χώρα μας.»
Εχει επίσης λεχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Βικτώρια Νόρθροπ Κωνσταντίνου ν. Κωστάκη Κωνσταντίνου (2009) 1 ΑΑΔ 761:
«Έχει πια εγκαθιδρυθεί στη συνείδηση όλων, σε σημείο που να μη χρειάζεται καν αναφορά σε νομικές αυθεντίες, ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικαστεί δικαίως, δημοσίως από νόμιμο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. Η βασική αυτή αρχή κατοχυρώνεται τόσο στο Άρθρο 30(2) του Συντάγματος, όσο και στο Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Οι δικαστές δεν θα πρέπει να συναινούν σε αιτήματα εξαίρεσής τους χωρίς πραγματικό και ουσιαστικό λόγο, γιατί αλλιώς θα φτάναμε στο ενδεχόμενο ο διάδικος να επιλέγει το δικαστή που θα τον δικάσει. Το κριτήριο, όπως επισημαίνεται και στις υποθέσεις Piersack v. Belgium [1982] 5 EHRR 169, De Cubber v. Belgium [1984] 7 EHRR 236 και Hauschildt v. Denmark [1989] 12 EHRR 266, είναι η διασφάλιση της διαφάνειας στη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης.
Όπως έχει λεχθεί στην Πίτσιλλος v. Δημοκρατίας κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 268, το κριτήριο για την εξαίρεση δικαστή είναι η δημιουργία στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη που γνωρίζει τα γεγονότα, δικαιολογημένης εντύπωσης ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης δικαστή. Εικασίες μόνο, δεν είναι αρκετές.»
Από τη νομολογία, προκύπτει ότι εκείνος που αποφασίζει για την εξαίρεση ή μη είναι ο ίδιος ο Δικαστής (βλέπε Re Ευθύβουλος Λιασίδης (1999) 1 ΑΑΔ 185) και δεν παραπέμπεται το ζήτημα σε άλλο Δικαστή για εξέταση.
Εις τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, όπως έχω ήδη αναφέρει, δεν έχει τεθεί απολύτως κανένας ουσιαστικός λόγος ο οποίος να με εμποδίζει να λάβω μέρος στην εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης ως μέλος του Μόνιμου Εφετείου. Τα όποια παράπονα του Εφεσείοντα/Αιτητή εντοπίζονται, στο βαθμό που μπορεί να γίνει αυτό, σε παράπονα του για προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις μου τις οποίες θεωρεί άδικες και επιζήμιες για τον ίδιο. Εάν αυτή είναι η γνώμη του δεν είχε παρά να λάβει τα αναγκαία δικαστικά διαβήματα. Όμως αυτός δεν είναι λόγος εξαίρεσης μου. Σύμφωνα με την υπάρχουσα νομολογία, ακόμη και όπου είναι, οι ίδιοι οι διάδικοι, που δεν είναι εδώ, ακόμη και εάν αφορούσε το ίδιο νομικό ζήτημα και διατύπωση θέσεως πάνω σε νομικά ζητήματα από Δικαστή σε προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις δεν αποτελεί κώλυμα να επιληφθεί υπόθεσης μεταξύ των ιδίων ή άλλων διαδίκων στην οποία εγείρεται το ίδιο νομικό ζήτημα - (βλ., μεταξύ άλλων, Razis and Another v. Republic (1983) 3(A) C.L.R. 309, στη σελ. 311· Kritiotis v. Municipality of Paphos (1983) 3 C.L.R. 1460· Αυτοκέφαλος Αγιωτάτη Ορθόδοξος και Αποστολική Εκκλησία της Κύπρου v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Aρ. 1) (1990) 3 A.A.Δ. 54 και Αυτοκέφαλος Αγιωτάτη Ορθόδοξος και Αποστολική Εκκλησία της Κύπρου v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Aρ. 2) (1990) 3 A.A.Δ. 69· Adidas Sportschufabriken Adi Dassier Stiftung and Co. Ltd. v. Krashias Shoe Factory Ltd (Aρ. 1) (1990) 1 A.A.Δ. 873)."
Η υπό εξέταση έφεση αφορά την προσβολή πρωτόδικης απόφασης υπό του Εφεσείοντα/Αιτητή ως εσφαλμένη για τρεις λόγους. Δεν υπάρχει αναγκαιότητα αναφοράς τους. Η Εφεσίβλητη μου είναι εντελώς άγνωστη, δεν εμφανίζεται στη διαδικασία, όπως και πρωτόδικα δεν εμφανίστηκε, και φυσικά δεν εμφανίζεται ούτε δικηγόρος, ούτε εδώ αλλά ούτε πρωτόδικα.
Έχοντας υπόψιν όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι το αίτημα δεν δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις και γι΄ αυτό δεν εξαιρούμαι. Διαφορετική αντιμετώπιση θα σήμαινε ότι οι διάδικοι επιλέγουν πλέον Δικαστή για εκδίκαση της υπόθεσής τους και εγώ ως Δικαστής δεν θα επιτελούσα το καθήκον μου το οποίο είναι η εκδίκαση της υπόθεσης.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΣΦ.