ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Α. Πολυδώρου με Λ. Αντωνίου (κα) για τον εφεσείοντα Χ. Ιωάννου για την εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-05-31 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΛΕΞΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΝΗΣ ν. ΣΤΕΛΛΑΣ ΦΡΑΝΤΖΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 328/2011, 31/5/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A202

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

                             ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 328/2011

 

 

31 Mαϊου, 2017

 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

 

 

ΑΛΕΞΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΝΗΣ

Eφεσείων/Ενάγων

 

- ΚΑΙ -

 

ΣΤΕΛΛΑΣ ΦΡΑΝΤΖΗ

Εφεσίβλητης/Καθ' ής η αίτηση

 

------------------------

Α. Πολυδώρου με Λ. Αντωνίου (κα) για τον εφεσείοντα

Χ. Ιωάννου για την εφεσίβλητη

 

...........................

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

Θα δώσει η Δικαστής Πούγιουρου

 

....................................

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ:   Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 9/5/11 στην αγωγή αρ. 2663/06, σύμφωνα με την οποίαν ο εφεσείων/ενάγων κρίθηκε αποκλειστικά υπεύθυνος για τροχαίο δυστύχημα με αποτέλεσμα να απορριφθεί η αγωγή του για αποζημιώσεις και να διαταχθεί ο ίδιος στην πληρωμή γενικών και ειδικών αποζημιώσεων στην εφεσίβλητη/εναγομένη επί της Ανταπαίτησης.

 

Το τροχαίο δυστύχημα επεσυνέβη το βράδυ της 28/10/04 στην οδό Παναγιώτη Αναγνωστοπούλου στη Λεμεσό με εμπλεκόμενα αυτοκίνητα το υπ' αρ. εγγραφής ΒΑΥ 740 που οδηγείτο από τον εφεσείοντα-ενάγοντα και το υπ' αρ. ΗΥΝ 416 που οδηγείτο από την εφεσίβλητη-εναγόμενη.

 

Η πρωτόδικη απόφαση βάλλεται με πέντε λόγους έφεσης.  Με τους λόγους έφεσης 1-4 αμφισβητείται η ορθότητα του τελικού συμπεράσματος της αμφισβητούμενης πρωτόδικης απόφασης με την οποία απαλλάχθηκε η εφεσίβλητη-εναγόμενη από οποιανδήποτε ευθύνη για το δυστύχημα, ως λανθασμένο.  Στηρίζει ο εφεσείων την εισήγηση του κυρίως στο γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία ενώ παραγνώρισε εντελώς ότι η εφεσίβλητη αμέσως πριν το δυστύχημα εξήλθε από πάροδο στο κύριο δρόμο και ότι δεν έλαβε κανένα μέτρο προς αποφυγή της σύγκρουσης.   Παραγνώρισε επίσης την «αγωνία της στιγμής» και το πανικό που προκάλεσε η εφεσίβλητη στον εφεσείοντα με την έξοδο της από το αλτ που είναι σημαντικά, κατά τη γνώμη του εφεσείοντα,  για τον καταμερισμό της ευθύνης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας την οποία αντιπαράθεσε με τις έγγραφες προτάσεις και τα επιχειρήματα των δικηγόρων των διαδίκων κατά τις αγορεύσεις τους,  προέβη στα εξής ευρήματα επί των γεγονότων:

 

«α)  Η σκηνή του δυστυχήματος απεικονίζεται στα Τεκμήρια 1 και 2 και ό,τι σημειώνεται σ' αυτό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και αποδίδει την αλήθεια.

 

β)  Στις 28.10.04 περί ώρα 23.40 η Εναγόμενη οδηγούσε το όχημα της ΗΥΝ 416 στην οδό Αδαμαντίου.  Όταν έφτασε στη συμβολή της με την οδό Αναγνωστοπούλου, σταμάτησε κανονικά στο ΑΛΤ.  Έλεγξε το δρόμο και αφού βεβαιώθηκε ότι δεν εκινούντο οχήματα σ' αυτόν, προχώρησε και εισήλθε στην οδό Αναγνωστοπούλου με κατεύθυνση δεξιά ως η πορεία της.  Όταν το αυτοκίνητο της ευθυγραμμίστηκε στην αριστερή πλευρά του δρόμου, αντιλήφθηκε το όχημα του Ενάγοντα ΒΑΥ 740 να κινείται από την αντίθετη κατεύθυνση, με υπερβολική ταχύτητα και εισήλθε στο δικό της ρεύμα κυκλοφορίας.  Αμέσως ακινητοποίησε το όχημα της και σε δευτερόλεπτα το όχημα του Ενάγοντα συγκρούστηκε με το όχημα της στη δική της λωρίδα κυκλοφορίας, στο σημείο Χ μετωπικά.  Ο Ενάγοντας χρησιμοποίησε τα φρένα του μήκους 34, 50 μέτρα και εκινείτο με ταχύτητα 120-125 χ.α.ω. ενώ το όριο ταχύτητας στην οδό Αναγνωστοπούλου ήταν 50 χ.α.ω.  Η ορατότητα για την Εναγόμενη στο σημείο ΑΛΤ ήταν περιορισμένη λόγω καμπής της οδού Αναγνωστοπούλου.»

 

Eξετάσαμε με προσοχή τους λόγους έφεσης που αφορούν στο θέμα της ευθύνης για το δυστύχημα, που αποδόθηκε εξ ολοκλήρου στον εφεσείοντα. 

 

Κατά την πρωτόδικη διαδικασία για το θέμα της ευθύνης κατέθεσαν ως μάρτυρες από πλευράς εφεσείοντα εκτός από τον ίδιο και ο αστυφύλακας 2960 Κλείτος Νικολαϊδης (Μ.Ε.1) αστυνομικός εξεταστής της υπόθεσης, ενώ από πλευράς εφεσίβλητης η ίδια (Μ.Υ.1) και ο Παντελάκης Χατζηχριστοδούλου (Μ.Υ.3).   Το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει στα πιο πάνω ευρήματα αποδέχθηκε κατ' αρχάς τη μαρτυρία του Μ.Ε.1, εκτός από δύο σημεία για τα οποία προτίμησε τη μαρτυρία του Μ.Υ.3, τον οποίο έκρινε ως εμπειρογνώμονα, δηλαδή εκείνο που αφορούσε στην ορατότητα από το άλτ της παρόδου, από την οποία εξήλθε η εφεσίβλητη, προς τα δεξιά επί του κύριου δρόμου και στη ταχύτητα με την οποία οδηγείτο το αυτοκίνητο του εφεσείοντα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως ασφαλέστερη τη μέθοδο του Μ.Υ.3 για υπολογισμό της ορατότητας και για τις άλλες μετρήσεις, ο οποίος χρησιμοποίησε οχήματα του ίδιου τύπου και κατάστασης με εκείνα των διαδίκων, από τη μέθοδο που χρησιμοποίησε ο Μ.Ε.1 ο οποίος καθόρισε την ορατότητα με το να σταθεί πεζός στο σημείο του  άλτ.  Ως προς τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 που αφορούσε στον καθορισμό της ταχύτητας του εφεσείοντα στη βάση των ιχνών τροχοπέδησης, το Δικαστήριο από τη μια θεώρησε ότι τα μαθήματα που ο Μ.Ε.1 παρακολούθησε στην Αστυνομική Ακαδημία δεν τον καθιστούσαν ως ειδικό εμπειρογνώμονα και από την άλλη έδωσε έμφαση στην παράλειψη του να επεξηγήσει κατά τη μαρτυρία του τον τρόπο που εφαρμόζεται ο πίνακας για μέτρηση της ταχύτητας (τεκμ. 3) που είχε χρησιμοποιήσει για να καταλήξει ότι η ταχύτητα του εφεσείοντα ήταν 80 χ.α.ω.  Σημειώνεται ότι ο εφεσείων με την έφεση του δεν προσβάλλει την κατάληξη αυτή του Δικαστηρίου να θεωρήσει δηλαδή τον Μ.Υ.3 ως εμπειρογνώμονα για τα θέματα που μαρτύρησε και ως καθόλα αξιόπιστο.

 

Η εκδοχή του εφεσείοντα ως προς τον τρόπο που έγινε το δυστύχημα δεν έγινε δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο λόγω αντιφάσεων μεταξύ της μαρτυρίας του και εκείνης του εμπειρογνώμονα (Μ.Υ.3) και των γραπτών καταθέσεων του στην Αστυνομία, ειδικά σ' όσον αφορά τη ταχύτητα με την οποία οδηγούσε το αυτοκίνητο του αμέσως πριν το δυστύχημα.  Δεν αποδέχθηκε επίσης τη θέση του ότι η εφεσίβλητη δεν σταμάτησε στο αλτ, εφόσον αντιστρατεύετο άλλου σημείου της μαρτυρίας του ότι δεν είδε το αυτοκίνητο της στην πάροδο, παρά μόνο είδε την αντανάκληση των φώτων του όταν αυτό βρισκόταν στη δική του πλευρά.

 

Αντίθετα το πρωτόδικο Δικαστήριο προτίμησε την εκδοχή της εφεσίβλητης, που επιβεβαιώνετο από τα εξής:  Από τις ζημιές των δυο αυτοκινήτων που στο μεν αυτοκίνητο του εφεσείοντα ήταν σε ολόκληρο το μπροστινό του μέρος σ' εκείνο δε της εφεσίβλητης στο δεξιό μπροστινό μέρος,  που υποδηλούσαν ότι η σύγκρουση ήταν μετωπική αλλά και σφοδρή.  Από τη μαρτυρία επίσης του Μ.Υ.3 ότι η εφεσίβλητη από το σημείο του αλτ, δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί το αυτοκίνητο του εφεσείοντα αφ' ενός μεν , λόγω της καμπής που υπήρχε στον κύριο δρόμο στα δεξιά της, σε απόσταση περίπου 92 μέτρων από το αλτ και αφ' ετέρου της ταχύτητας των 120-125 χ.α.ω. που κινείτο το αυτοκίνητο του εφεσείοντα.  Ο Μ.Υ.3 εξήγησε ότι ο εφεσείων με την ταχύτητα αυτή ήταν σε θέση να αντιληφθεί το σημείο σύγκρουσης Χ και συνακόλουθα την παρουσία του αυτοκινήτου της εφεσίβλητης από απόσταση 111-114,31 μέτρα.

 

Τελικά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντα.

 

Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι ο τρόπος που αξιολογούνται οι μάρτυρες, αποτελεί ένα από τα πρωταρχικά καθήκοντα του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο είναι σε πλεονεκτική θέση να παρακολουθεί τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δικαστικής αίθουσας, προτού τους αξιολογήσει (βλ.   ΧατζηΠαύλου ν. Κυριάκου κ.α. (2006) 1 Α ΑΑΔ 236 και Τσιαττές ν. Κ. Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1B ΑΑΔ 974).  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο που το δικαστήριο αξιολογεί την αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1E ΑΑΔ 691 και Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1A ΑΑΔ 339).  Αυτό γίνεται όταν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής.  Όπως αναφέρθηκε στην Χρίστου ν. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 Α ΑΑΔ 676 η μαρτυρία του κάθε μάρτυρα κρίνεται κατά κύριο λόγο από το περιεχόμενο της το οποίο ελέγχεται με τη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας ως προς την αναμενόμενη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων της ζωής.

 

Σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας, το Εφετείο επεμβαίνει στον καταμερισμό ευθύνης μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όταν θεωρηθεί ότι ο καταμερισμός της ευθύνης από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν καταφανώς εσφαλμένος (βλ. Κλεάνθους κ.α. ν. Ευαγγέλου (1998) 1 (Γ) ΑΑΔ 1681 και Σαμαρά κ.α. ν. Πιπονίδου κ.α. (2013) 1 (Α) ΑΑΔ 629, 647).

 

Στην προκειμένη περίπτωση με όσα υποστήριξε ο δικηγόρος του εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσης του δεν μας έπεισαν ως προς το λανθασμένο της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Όχι μόνο τα ευρήματα του συνάδουν με τη μαρτυρία αλλά ήταν και τα μόνα ορθά που μπορούσαν να εξαχθούν, υπό τις περιστάσεις.  Συνιστούν αδιαμφισβήτητα γεγονότα ότι η εφεσίβλητη εξήλθε από το σημείο του αλτ της παρόδου με πρόθεση να κινηθεί δεξιά εντός της  οδού Αναγνωστοπούλου, που ήταν κύριος δρόμος και ότι στο σημείο του άλτ είχε ορατότητα προς τα δεξιά της μέχρι 92 μέτρα.  Ο εφεσείων καταλογίζει ευθύνη στην εφεσίβλητη κυρίως γιατί δεν έλαβε κανένα μέτρο για να αποφύγει τη σύγκρουση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναλύει στην απόφαση του τις ευθύνες και τα καθήκοντα των οδηγών που εξέρχονται από πάροδο στο κύριο δρόμο, όπως έχουν καθοριστεί από την πλούσια νομολογία, καταλήγει στα εξής ως προς την ευθύνη της εφεσίβλητης:

 

«Ειδικά σε σχέση με τις ευθύνες και τα καθήκοντα των οδηγών που όπως και στην παρούσα υπόθεση προσεγγίζουν κύριο δρόμο από πάροδο, υπάρχει πλούσια νομολογία.  Η αυτονόητη γενική αρχή είναι ότι οι οδηγοί επί της κύριας οδού έχουν προτεραιότητα για τη χρήση του δρόμου η οποία πρέπει να γίνεται σεβαστή από τους οδηγούς που προσεγγίζουν τον κύριο δρόμο από πάροδο.  Οι τελευταίοι οφείλουν προσεγγίζοντας τον κύριο δρόμο, να σταματήσουν και μόνο τότε να συνεχίσουν την πορεία τους όταν βεβαιωθούν ότι με την ενέργεια τους αυτοί δεν θα θέσουν σε κίνδυνο οχήματα που χρησιμοποιούν τον κύριο δρόμο.

 

Υπό τα περιστατικά της εξεταζόμενης υπόθεσης, η Εναγόμενη είχε καθήκον προσεγγίζοντας τον κύριο δρόμο δηλαδή την οδό Αναγνωστοπούλου, να συμμορφωθεί προς το σήμα ΑΛΤ και τότε μόνο να εισέλθει σ' αυτήν, με κατεύθυνση προς τα δεξιά της, αφού βεβαιωνόταν ότι η ενέργεια της αυτή δεν θα έθετε σε κίνδυνο οχήματα που εκινούντο από τα δεξιά της, την προτεραιότητα των οποίων για τη χρήση του δρόμου όφειλε να σεβαστεί.  Το καθήκον αυτό, που η εναγόμενη είχε έναντι του ενάγοντα, το εκπλήρωσε πλήρως.  Συμμορφώθηκε με το σημείο ΑΛΤ, σταμάτησε και έλεγξε ως όφειλε το δρόμο και από τα δεξιά της, από την κατεύθυνση δηλαδή που εκινείτο ο Ενάγοντας και εισήλθε στην οδό Αναγνωστοπούλου αφού βεβαιώθηκε ότι δεν εκινείτο κανένα όχημα από τα δεξιά της.  Μόνο αφού ευθυγραμμίστηκε στην αριστερή λωρίδα του δρόμου, αντιλήφθηκε το όχημα του Ενάγοντα από την αντίθετη κατεύθυνση, ακινητοποίησε αμέσως το όχημα της αλλά σε δευτερόλεπτα επήλθε η σύγκρουση στη δική της λωρίδα κυκλοφορίας.  Οι ενέργειες αυτές της Εναγόμενης, κατά την άποψη μου, με κανένα τρόπο δεν συνιστούν αμέλεια εκ μέρους της.»

 

Η πιο πάνω κατάληξη ήταν εύλογα επιτρεπτή στη βάση της αποδεχθείσας μαρτυρίας.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα (Μ.Υ.3) η οποία έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εφεσίβλητη κατά το χρονικό σημείο που αποφάσισε να εξέλθει από το αλτ με σκοπό να στρίψει δεξιά εντός του κύριου δρόμου δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί το αυτοκίνητο του εφεσείοντα που ήλαυνε επί του κύριου δρόμου, αφ' ενός μεν λόγω της καμπής στα δεξιά της που εμπόδιζε την ορατότητα της και αφ' ετέρου της ταχύτητας με την οποία οδηγούσε ο εφεσείων.   Η ενέργεια της να εξέλθει εκ της παρόδου όταν βεβαιώθηκε ότι θα ήταν ασφαλής, εφόσον ο δρόμος στα δεξιά της ήταν καθαρός, δεν έθετε κανένα σε κίνδυνο.  Αντιλήφθηκε για πρώτη φορά το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, όταν ήδη είχε προλάβει να εξέλθει του αλτ και να ευθυγραμμίσει το αυτοκίνητο της στην αριστερή πλευρά του κύριου δρόμου σύμφωνα με την πορεία της.  Αμέσως σταμάτησε εφόσον αντιλήφθηκε ότι το αυτοκίνητο του εφεσείοντα οδηγείτο στο κέντρο του δρόμου και κατευθύνετο προς τη δική της πλευρά.  Αυτά μαρτύρησε η ίδια, τη μαρτυρία της οποίας είχε αποδεχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο ως καθόλα αξιόπιστη.  Η μετωπική σύγκρουση μεταξύ των δυο αυτοκινήτων επήλθε στην αριστερή πλευρά του δρόμου σύμφωνα με την πορεία της εφεσίβλητης, γεγονός που επιβεβαιώνεται από το σχεδιάγραμμα της σκηνής του δυστυχήματος, όπου το σημείο σύγκρουσης Χ, που δεν αμφισβητήθηκε, βρίσκεται στην πλευρά της.  Δεν ήταν μόνο το Χ που βρισκόταν στην πλευρά της αλλά και ολόκληρο το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, στη βάση των ιχνών τροχοπέδησης που άφησε στη σκηνή καθώς και από τις ζημιές των δυο αυτοκινήτων.

 

Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη συμπεριφορά της εφεσίβλητης λίγο πριν τη σύγκρουση, η κατάληξη του  να μην της καταλογίσει οποιαδήποτε ευθύνη για το δυστύχημα αλλ' αντίθετα να θεωρήσει τον εφεσείοντα αποκλειστικά υπεύθυνο ήταν εύλογα επιτρεπτή.  Η εφεσίβλητη έλαβε εκείνες τις προφυλάξεις εξερχόμενη του αλτ που έκρινε λογικά αναγκαίες να αντιμετωπίσει πιθανό κίνδυνο, δηλαδή σταμάτησε στη συμβολή και έλεγξε το δρόμο προς τα δεξιά της και αφού  βεβαιώθηκε ότι δεν ερχόταν αυτοκίνητο, εφόσον σύμφωνα με τις μετρήσεις του Μ.Υ.3 ο εφεσείων βρισκόταν εκτός του πεδίου ορατότητας της, εισήλθε στο κύριο δρόμο.   Μόλις  δε ευθυγράμμισε το αυτοκίνητο της μέσα στην αριστερή πλευρά του δρόμου, σύμφωνα με την πορεία της, αντιλήφθηκε για πρώτη φορά το αυτοκίνητο του εφεσείοντα να έρχεται από απέναντι.  Σημειώνεται ότι κατά το χρονικό σημείο που εξήλθε του αλτ, δεν είχε οποιαδήποτε προειδοποίηση η ένδειξη ότι άλλος οδηγός που χρησιμοποιεί τον κύριο δρόμο θα εισερχόταν στην πορεία της με μεγάλη ταχύτητα και την αγνόησε.  Το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδηλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών (βλ. Θρασυβούλου ν. Κουλέρμου κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 293 και Μάριος Ουλουπή ν. Χρίστου κ.α. (1999) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1508).

 

Δεν βρίσκουμε ότι η εφεσίβλητη θα μπορούσε υπό τις περιστάσεις να λάβει οποιοδήποτε άλλο μέτρο προς αποφυγή της σύγκρουσης, ενόψει της θέσης του αυτοκινήτου της στο δρόμο, όταν αντιλήφθηκε για πρώτη φορά τον εφεσείοντα.  Ούτε και ο δικηγόρος του εφεσείοντα κατάφερε να υποδείξει στο Δικαστήριο οποιοδήποτε τέτοιο μέτρο.

 

Σ' όσον αφορά την ευθύνη του εφεσείοντα για το δυστύχημα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής στην απόφαση του:

 

«Το θέμα που χρήζει εξέτασης είναι κατά πόσο μπορεί να αποδοθεί αμέλεια στον Ενάγοντα.  Όπως είναι νομολογημένο (βλ. Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1 (Ε) ΑΑΔ 178) υποχρέωση για τήρηση της αριστερής πλευράς του δρόμου υπάρχει μόνο όταν το επιβάλλουν τα δικαιώματα άλλου προσώπου για χρήση του ίδιου δρόμου όπως εκείνων που έρχονται από την αντίθετη κατεύθυνση.  Υπό τα περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης, η υποχρέωση αυτή βάραινε πλήρως τον Ενάγοντα.  Παρόλο που οδηγούσε στην οδό Αναγνωστοπούλου και βρισκόταν σε απόσταση πέραν των 97.29 μέτρων από το σημείο σύγκρουσης Χ, όταν αντιλήφθηκε το όχημα της Εναγόμενης ευθυγραμμισμένο στην αριστερή λωρίδα του δρόμου ως η πορεία της, παρέλειψε να τηρήσει την υποχρέωση που είχε να κινείται στην αριστερή πλευρά του δρόμου (βλ. η δική του πορεία) και ως επέβαλλαν τα δικαιώματα της Εναγόμενης που εκινείτο στην αντίθετη κατεύθυνση.  Αντίθετα, οδηγούσε στη μέση του δρόμου, με υπερβολική ταχύτητα, και όταν αντιλήφθηκε το όχημα της Εναγόμενης  στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας από απόσταση 111 - 114,31 μέτρων, ανεξήγητα και προφανώς υπό κατάσταση πανικού, οδήγησε το όχημα του στη λανθασμένη πλευρά του δρόμου, επεμβαίνοντας στο δικαίωμα που είχε η Εναγόμενη για ελεύθερη και ανεμπόδιστη χρήση της πλευράς του δρόμου που αντιστοιχούσε στην πορεία της.  Εδώ, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, συνίσταται η αμέλεια του.  Εάν ο Ενάγοντας αντί να χρησιμοποιήσει τα φρένα του και να κινηθεί στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, επέλεγε να συνεχίσει κανονικά την πορεία του, δεν θα επέρχετο η σύγκρουση, η οποία έγινε στο σημείο Χ και εντός της λωρίδας κυκλοφορίας της Εναγόμενης.  Κατά συνέπεια, ο Ενάγοντας κρίνεται ένοχος αμέλειας.  Οι εν λόγω ενέργειες του Ενάγοντα, συνιστούν τη γενεσιουργό αιτία του δυστυχήματος και τον καθιστούν αποκλειστικά υπεύθυνο για την πρόκληση του.»

 

Είναι νομολογημένο ότι ο οδηγός αυτοκινήτου έχει καθήκον να διατηρεί κατά την οδήγηση την αριστερή πλευρά του δρόμου, ιδιαίτερα πλησιάζοντας σε καμπή.

 

Από τη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου και ευρήματα του, ο εφεσείων οδηγούσε με ταχύτητα 120-125 χ.α.ω ενώ το όριο ταχύτητας ήταν 50 χ.α.ω. δηλαδή κατά δυόμισι φορές μεγαλύτερη του επιτρεπόμενου.  Είναι νομολογιακά γνωστό ότι η υπερβολική ταχύτητα από μόνη της δεν αρκεί για να εξαχθεί συμπέρασμα αμέλειας.  Η ταχύτητα όμως με την οποία οδηγούσε ο εφεσείων δεν μπορεί να ιδωθεί μεμονωμένα αλλά σε συνάρτηση με την περιορισμένη ορατότητα, λόγω της ύπαρξης της καμπής, και της οδήγησης στο κέντρο του δρόμο.  Κάτω από αυτές τις συνθήκες η ταχύτητα ήταν παράγοντας που συνέβαλε τα μέγιστα στην πρόκληση του δυστυχήματος.  Σημαντικό είναι το σημείο από τη μαρτυρία του Μ.Υ.3 ότι αν ο εφεσείων οδηγούσε με το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας των 50 χ.α.ω. ή έστω 80 χ.α.ω. θα αποφεύγετο η σύγκρουση.  Το γεγονός ότι ο εφεσείων από το κέντρο του δρόμου που οδηγούσε επέλεξε να κινηθεί δεξιότερα και να εισέλθει στην πορεία κυκλοφορίας της εφεσίβλητης, που ήταν ακινητοποιημένο το αυτοκίνητο της, πατώντας ταυτόχρονα τα φρένα του αυτοκινήτου του δεν τον απαλλάσσουν από την αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα.   Ακόμη και η προσπάθεια του αυτή αποφυγής της σύγκρουσης να οφείλετο στην αγωνία της στιγμής ή σε πανικό του ιδίου όταν αντιλήφθηκε το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης, ως η εισήγηση του δικηγόρου του, ο ίδιος έθεσε τον εαυτό του σ' αυτή την κατάσταση με την οδήγηση του αυτοκινήτου του κάτω από τις προαναφερθείσες συνθήκες και όχι οι πράξεις της εφεσίβλητης.

 

Είναι γνωστές οι αρχές που διέπουν το θέμα της αμέλειας και δεν θεωρούμε αναγκαίο να τις επαναλάβουμε.  Απλά παραπέμπουμε, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις Κυριάκος Χριστοδούλου ν. Γρηγόρη Γρηγορίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 178, Christoforou (No. 2) v. Asproftas and Another (1988) 1 C.L.R. 441, Βλάσιος ν. Αντωνίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 815 και ΧατζηΓιάννης ν. Κουμάση κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 150.

 

Ως εκ των ανωτέρω συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να κρίνει αποκλειστικά υπεύθυνο τον εφεσείοντα για το δυστύχημα και δεν διαπιστώνεται οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης προς ανατροπή της κατάληξης του αυτής.  Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 1-4 απορρίπτονται.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης αμφισβητείται το ύψος των επιδικασθεισών προς την εφεσίβλητη γενικών αποζημιώσεων εκ €10.000 ότι είναι υπέρμετρα υπερβολικές.

 

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσης του παραπέμπει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τους τραυματισμούς της εφεσίβλητης, ότι δεν δικαιολογούν το ποσό των €10.000 ως γενικές αποζημιώσεις που της επιδικάστηκε.    Συνιστά εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη συνεπεία του δυστυχήματος, «υπέστη διάστρεμμα αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και αιμωδίες άνω άκρων, θλάση προσθίου θωρακικού τοιχώματος και μώλωπες στην περιοχή στέρνου.  Έγινε θεραπεία με τοποθέτηση αυχενικού κολλάρου για 15 μέρες, χορηγήσεως αναλγητικών και αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, φυσιοθεραπεία και ανάπαυση».  Αποδέχθηκε περαιτέρω το Δικαστήριο  ότι οι ενοχλήσεις που παρουσιάζονται σήμερα είναι άλγος, δυσκαμψία του αυχένα και αιμωδίες άνω άκρων και μόνο κατά τις αλλαγές του καιρού ή όταν κουράζεται αρκετά.

 

Είναι εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι για τους πιο πάνω τραυματισμούς ένα ποσό της τάξης των €3.000-3.500 είναι λογική και δίκαιη αποζημίωση στη βάση της νομολογίας και όχι το ποσό των €10.000 που επιδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο, που θεωρεί ως έκδηλα υπερβολικό.

 

   Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία.   Πρέπει να λεχθεί ότι το Εφετείο δεν δικαιολογείται να επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου σ' όσον αφορά τις αποζημιώσεις, εκτός αν πεισθεί είτε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε στη βάση λανθασμένων νομικών αρχών, είτε ότι το ποσό των αποζημιώσεων είναι τόσο έκδηλα υπερβολικό ή τόσο έκδηλα ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων δικαιούται ο ενάγων (βλ. Antoniou v. Iordanous and Another (1976) 1 C.L.R. 341, Φοινικαρίδης κ.α. v. Γεωργίου κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, Κωνσταντίνου ν. Σταύρου (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 453, Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 396, Παναγιώτου ν. Φραγκέσκου κ.α. (1999) 1 (Α) Α.Α.Δ. 687,  Χαριλάου ν. Νικολάου (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1460, 1473-1475 και Χαραλάμπους ν. Χριστοφόρου (2012) 1 (Γ) ΑΑΔ 2812).

 

Είναι νομολογιακά γνωστό ότι προηγούμενες αποφάσεις επί του θέματος των αποζημιώσεων δεν αποτελούν κατ' ανάγκη δεσμευτικό προηγούμενο ενόψει των διαφορετικών γεγονότων της κάθε υπόθεσης σε σχέση με τους τραυματισμούς.  Παρέχουν μόνο απλή καθοδήγηση.  Η συνεχής μείωση της αξίας του χρήματος λαμβάνεται επίσης σοβαρά υπόψη.  (βλ. G & L Calibers Ltd. ν. Λεμεσιανού  (2003) 1 (Β) AAΔ 948, Tαμπούρας ν. Κολάνη (2008) 1 (Α) AAΔ 384 και Χρυσόστομος Λαγοποδίδης ν. Αναστασίου Αναστασιάδη κ.α. Πολ. Εφ. 250/11, ημερ. 18/5/17), ECLI:CY:AD:2017:A180

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε στην απόφαση του σε νομολογία για παρόμοιους τραυματισμούς με της εφεσίβλητης για τον καθορισμό του ύψους των αποζημιώσεων που δικαιούτο η εφεσίβλητη.  Απλά έκρινε στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων του ότι ένα ποσό της τάξης των €10.000 είναι ικανοποιητικό για το πόνο και ταλαιπωρία που υπέστη η εφεσίβλητη συνεπεία του δυστυχήματος.

 

Από δική μας έρευνα για το θέμα των γενικών αποζημιώσεων εντοπίσαμε τις εξής δυο υποθέσεις που κρίνουμε σχετικές με το υπό εξέταση θέμα.  Η πρώτη είναι η υπόθεση L.P. Transbeton Ltd v. Κώστα Σταύρου (2009) 1 (Α) ΑΑΔ 304 στην οποία επικυρώθηκε από το Εφετείο η πρωτόδικη απόφαση με την οποία επιδικάσθηκαν Λ.Κ.2.500 σε άντρα ηλικίας 37 ετών ως γενικές αποζημιώσεις για αιμάτωμα περιοφθαλμικά του αριστερού ματιού και βλεφάρου, εγκεφαλική διάσειση και διάστρεμμα της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, εξαιτίας των οποίων παρέμεινε για περίπου δύο μήνες εκτός εργασίας.

 

Η άλλη είναι η υπόθεση Κεζαρίδης ν. Κωνσταντινου (2007) 1 (Β) ΑΑΔ 1373, στην οποία κάμνει επίσης αναφορά ο δικηγόρος της εφεσίβλητης στο περίγραμμα αγόρευσης του, όπου το Εφετείο άνκαι έκρινε ότι οι επιδικασθείσες πρωτόδικα γενικές αποζημιώσεις εκ Λ.Κ.6.000 για σοβαρό διάστρεμμα της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, κακώσεις στην κεφαλή και εγκεφαλική διάσειση πλησιάζουν στο ανώτατο όριο, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση εφόσον θεώρησε ότι οι αποζημιώσεις δεν ήταν σε εκείνο το βαθμό που καθιστούσε την περίπτωση κατάλληλη για μείωση τους.

 

Ασφαλώς οι τραυματισμοί στην τελευταία υπόθεση ήσαν πολύ πιο σοβαροί εφόσον υπήρχαν και κακώσεις κεφαλής, απ' εκείνους που υπέστη η εφεσίβλητη στην παρούσα περίπτωση.  Λαμβανομένων υπόψη των σωματικών βλαβών τις οποίες υπέστη η εφεσίβλητη και καταγράφησαν ανωτέρω και ότι για 15 μέρες φορούσε αυχενικό κολλάρο ενώ τα κατάλοιπα σήμερα είναι άλγος, δυσκαμψία του αυχένα και αιμωδίες άνω άκρων και μόνο κατά την αλλαγή του καιρού και μετά από κόπωση κρίνουμε ότι το ποσό των €10.000 ως γενικές αποζημιώσεις που υπολόγισε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι υπερβολικό γι' αυτό και χρειάζεται η επέμβαση μας.

 

Κρίνουμε ότι το ποσό των €7.000 είναι δίκαιο και εύλογο για το πόνο και ταλαιπωρία που η εφεσίβλητη υπέστη και εξακολουθεί να υφίσταται εξαιτίας του δυστυχήματος.

 

Συνεπώς ο λόγος έφεσης 5 επιτυγχάνει και το ποσό των €10.000 ως γενικές αποζημιώσεις αντικαθίσταται με το ποσό των €7.000.

 

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει μερικώς όπως υποδεικνύεται πιο κάτω:

Η πρωτόδικη κατάληξη περί γενικών αποζημιώσεων παραμερίζεται και το επιδικασθεν ποσό μειώνεται σε €7.000 με νόμιμο τόκο προς 8% ετησίως επί του ποσού αυτού από 28/10/04 μέχρι 14/10/08 και νόμιμο τόκο προς 5.5% ετησίως από 15/10/08 μέχρι εξόφλησης.

 

Eνόψει αποτυχίας της έφεσης ως προς το βασικό θέμα της ευθύνης που αφορούσαν οι λόγοι έφεσης 1-4 κρίνουμε ότι είναι ορθό και δίκαιο η μη έκδοση οποιασδήποτε διαταγής για τα έξοδα της έφεσης.  Η πρωτόδικη διαταγή για τα έξοδα παραμένει, προσαρμοσμένη στην τυχόν διαφοροποίηση της κλίμακας ως αποτέλεσμα της μερικής επιτυχίας της έφεσης.

 

                                                                  Στ. Ναθαναήλ, Δ.

 

                                                                  Κ. Σταματίου, Δ.

 

                                                                  Α. Πούγιουρου, Δ.

 

/ΚΑΣ

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο