ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Α. Κουκούνης, για την Εφεσείουσα. Μ. Πελεκάνος, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-05-31 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΛΟΗ ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΤΑΤΣΟΥ ν. ΑΧΜΕΤ ΧΙΛΜΙ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 300/2011, 31/5/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A201

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 300/2011)

 

31 Μαΐου, 2017

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δικαστές]

 

ΧΛΟΗ ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΤΑΤΣΟΥ,

 

Εφεσείουσα/Ενάγουσα,

 

ΚΑΙ

 

1.  ΑΧΜΕΤ ΧΙΛΜΙ,

2.  ΝΑΝΤΙΑ ΑΧΜΕΤ ΧΙΛΜΙ,

Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι.

----------

Α. Κουκούνης, για την Εφεσείουσα.

 

Μ. Πελεκάνος, για τους Εφεσίβλητους.

----------

 

ΝAΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.

 

----------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία το Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση της εφεσείουσας-ενάγουσας για ακύρωση της εγγραφής του οικοπέδου με αριθμό εγγραφής D1437, Τεμάχιο 1019, Φ/σχ. 55.Ι.ΙΙ, τοποθεσία Λυκαβητός, Παλλουριώτισσα (στο εξής το επίδικο κτήμα), στην εγγονή της, εφεσίβλητη 2, πλέον γενικές αποζημιώσεις εναντίον και των δύο εφεσιβλήτων. Οι εφεσίβλητοι, από την άλλη, ήγειραν αντέφεση, ισχυριζόμενοι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ασχολήθηκε με το θέμα της ανεπίτρεπτης επιρροής και πως λανθασμένα δεν απέρριψαν την αγωγή ως άκυρη διαδικασία.

 

Στις 11.1.2006 η εφεσείουσα, τότε 74 ετών, μεταβίβασε δυνάμει δωρεάς το επίδικο κτήμα στην εγγονή της, εφεσίβλητη 2, διατηρώντας το δικαίωμα να κατοικεί στο σπίτι του κτήματος εφ΄ όρου ζωής. Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η μεταβίβαση δεν έγινε με την ελεύθερη θέλησή της, αλλά ήταν προϊόν εξαναγκασμού και/ή ψυχικής πίεσης και/ή απάτης και/ή δόλου και/ή ψευδών παραστάσεων των εφεσιβλήτων. Ενώ στο δικόγραφο επικαλείται αριθμό επιλήψιμων πράξεων των εφεσιβλήτων, κατά την ακροαματική διαδικασία προώθησε μόνο ότι, ενώ η επιθυμία της ήταν η σύνταξη διαθήκης με την οποία θα κληροδοτούσε το κτήμα στην εγγονή της, οι εφεσίβλητοι την ξεγέλασαν και την πήραν στο Κτηματολόγιο όπου, αντί για διαθήκη, υπέγραψε τα έγγραφα μεταβίβασης του ακινήτου. Τον Ιούλιο του ιδίου χρόνου αντελήφθηκε την απάτη που έγινε σε βάρος της, όταν οι εφεσίβλητοι προσπάθησαν «τεχνηέντως» να την εκδιώξουν από την οικία του κτήματος για να το εκμεταλλευτούν. Τότε απέστειλε επιστολή μέσω δικηγόρου, ημερομηνίας 24.8.2006, με την οποία ζητούσε επαναμεταβίβαση του κτήματος επ΄ ονόματί της.

 

Με την υπεράσπισή τους ο εφεσίβλητος 1, πρώην γαμπρός της εφεσείουσας, και η εφεσίβλητη 2 ισχυρίζονται ότι διατηρούσαν πάντοτε καλές σχέσεις μαζί της και η μεταβίβαση έγινε προς υλοποίηση δικής της επιθυμίας και αφού έτυχε νομικής συμβουλής. Περαιτέρω, κατά τη μεταβίβαση της εξηγήθηκε η φύση των εγγράφων και οι συνέπειες της υπογραφής τους από αρμόδιο κτηματολογικό λειτουργό. Προβάλλεται επίσης ότι η αλλαγή της στάσης της τον Αύγουστο του 2006 οφείλεται προφανώς σε πιέσεις που δέχτηκε από το γιο της, ο οποίος, μετά από αρκετά χρόνια, ήρθε από το Λονδίνο όπου κατοικούσε να την επισκεφθεί και ζητούσε το κτήμα με στόχο να ανεγείρει πολυκατοικία.

 

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατέθεσαν συνολικά δέκα μάρτυρες, τέσσερις εκ μέρους της ενάγουσας και έξι εκ μέρους των εναγομένων. Το Δικαστήριο παρέθεσε ως ευρήματά του τα ακόλουθα παραδεκτά ή μη επιδεχόμενα αμφισβήτησης γεγονότα, τα οποία δίδουν και το γενικό πλαίσιο της υπόθεσης:

 

     «Η ενάγουσα (ΜΕ.4) είναι μητέρα 4 παιδιών, τριών θυγατέρων και ενός γιου, και από αρκετά χρόνια ζει μόνη στην οδό Τομπόζη 1 στην Παλλουριώτισσα - όπου και το κτήμα - λόγω του ότι τα παιδιά της είχαν μεταναστεύσει στην Αγγλία, ενώ με το σύζυγο της είχε διακόψει κάθε επαφή.

 

          Το 1982 η κόρη της ενάγουσας Φωτεινή (ΜΕ.3) παντρεύτηκε στην Αγγλία τον εναγόμενο 1 (ΜΥ.5)  και λίγο μετά το γάμο τους επέλεξαν να εγκατασταθούν στην Κύπρο.  Πού ακριβώς δεν διευκρινίσθηκε, αλλά από τη μαρτυρία των δύο πρώην συζύγων και της εναγόμενης 2 (ΜΥ.6) προκύπτει ότι κατοίκησαν στην περιοχή των Κοκκινοχωριών και μέχρι το 1994 φαίνεται να μην είχαν οποιαδήποτε σχέση με την ενάγουσα.  Παρόλο που στο μεταξύ απέκτησαν και πέντε (5) παιδιά, μεταξύ των οποίων και την εναγόμενη 2 η οποία γεννήθηκε το 1985.

 

          Το 1998-1999 η συζυγική σχέση Φωτεινής και εναγόμενου 1 διαταράχθηκε, με τελική κατάληξη το διαζύγιο το οποίο εκδόθηκε το 2001.  Όπως δε γίνεται αντιληπτό ο χωρισμός είχε συνέπειες και στα παιδιά, την κηδεμονία των οποίων διεκδίκησαν αμφότεροι και σχετικά επακολούθησαν δικαστικές διαδικασίες τόσο στην Κύπρο όσο και στην Αγγλία όπου επέστρεψε η Φωτεινή, παίρνοντας μαζί της και τον μικρότερο της γιο.  Ποιες ήταν αυτές οι διαδικασίες δεν ενδιαφέρουν την παρούσα υπόθεση.  Ό,τι εδώ ενδιαφέρει είναι ότι τελικά και τα πέντε (5) παιδιά κατέληξαν να ζουν με τον πατέρα τους στην Ορμήδεια και από τότε τόσο ο εναγόμενος 1 όσο και τα παιδιά άρχισαν να έχουν πιο στενή σχέση με την ενάγουσα, την οποία επισκέπτονταν  στο σπίτι της στη Λευκωσία - κυρίως τα Σαββατοκύριακα - όπου η ενάγουσα τους έκαμνε και το τραπέζι.  Σε μια λοιπόν απ΄ αυτές τις επισκέψεις ο εναγόμενος 1 πρόσεξε ότι η πρώην πενθερά του δεν μιλούσε κανονικά και την μετάφερε για εξετάσεις στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, όπου διαγνώσθηκε ότι είχε υποστεί αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και κρατήθηκε για νοσηλεία.  Σχετικό είναι το αδιαμφισβήτητο ιατρικό πιστοποιητικό του Δρ. Σ. Χειμωνίδη (ΜΕ.2) που κατατέθηκε ως τεκμ. 3, βάσει του οποίου επιβεβαιώνεται ότι η ενάγουσα εισήχθη στο Νοσοκομείο με καλό επίπεδο συνείδησης στις 11.12.05 και εξήλθε σε βελτιωμένη κατάσταση στις 16.12.05 με οδηγίες λήψης φαρμακευτικής αγωγής.

 

          Με τη λήψη του εξιτηρίου ο εναγόμενος 1 μετέφερε την ενάγουσα στο σπίτι του στην Ορμήδεια, την οποία φιλοξένησε εκεί για μερικές εβδομάδες.  Είναι μέσα σ΄ αυτή την περίοδο που η ενάγουσα εξέφρασε την επιθυμία - επανέλαβε σύμφωνα με τους εναγόμενους - να κληροδοτήσει το κτήμα με διαθήκη στην εγγονή της εναγόμενη 2 και για το λόγο αυτό ο εναγόμενος 1 διευθέτησε συνάντηση με το δικηγόρο Ευάγγελο Πελεκάνο (ΜΥ.4).

 

          Η συνάντηση της ενάγουσας με το δικηγόρο Ε. Πελεκάνο (ΜΥ.4) έγινε τέλος Δεκεμβρίου 2005 αρχές Ιανουαρίου του 2006 στο γραφείο του δικηγόρου, όπου την μετέφερε ο εναγόμενος 1 και είχε ως αποτέλεσμα αντί για διαθήκη να γίνει μεταβίβαση του κτήματος αξίας €598.000 δυνάμει δωρεάς στην εναγόμενη 1.  Για να γίνει δε αυτό χρειάστηκε να εμφανισθούν οι διάδικοι ενώπιον του Κτηματολογίου Λάρνακος δύο φορές - στις 10.1 και 11.1.06 - και στη συνέχεια τα υπογραφέντα έγγραφα διαβιβάστηκαν στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας, το οποίο προχώρησε σε έκδοση τίτλου επ΄ ονόματι της εναγόμενης 2.  Σχετική είναι η αδιαμφισβήτητη μαρτυρία του Κτηματολογικού Λειτουργού Α. Τσίγκη (ΜΕ.1), ο οποίος παρουσίασε στο Δικαστήριο τόσο το πιστοποιητικό εγγραφής (τεκμ.1) όσο και τη δήλωση μεταβίβασης (τεκμ.2) βάσει της οποίας εκδόθηκε.  Με την προσθήκη ότι σύμφωνα με τον εν λόγω μάρτυρα οι οδηγίες της διεύθυνσης του Κτηματολογίου προς τους λειτουργούς  που δέχονται δηλώσεις μεταβιβάσεων ακινήτων είναι σαφείς. Αφενός μεν ο κτηματολογικός λειτουργός πρέπει να κρίνει ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι ικανά για δικαιοπραξία και αφετέρου θα πρέπει  να τους εξηγεί το λόγο που βρίσκονται στο κτηματολόγιο, ποιο ακίνητο είναι αντικείμενο της πράξης που γίνεται και στην περίπτωση που υπάρχει επιφύλαξη για δικαίωμα του δικαιοπαρόχου να κατοικεί στο μεταβιβαζόμενο ακίνητο θα πρέπει να εξηγεί και αυτή την παράμετρο.  Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται ότι ο κτηματολογικός λειτουργός που δέχθηκε στις 11.1.06 τη δήλωση μεταβιβάσεως του κτήματος της ενάγουσας ήταν η Π. Χρίστου (ΜΥ.1), η μαρτυρία της οποίας αμφισβητείται από την ενάγουσα και σ΄ αυτή θα γίνει αναφορά στο κατάλληλο στάδιο.

 

          Λίγες ημέρες μετά την ολοκλήρωση της πράξης στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας η ενάγουσα εξέφρασε την επιθυμία να μεταφερθεί στο σπίτι της στη Λευκωσία, επιθυμία που ο εναγόμενος 1 ικανοποίησε.  Δεν παρήλθαν όμως πολλές μέρες που ο εναγόμενος 1 την επαναμετάφερε στο σπίτι του στην Ορμήδεια λόγω προβλήματος στο αριστερό της πόδι.  Σχετική είναι η αδιαμφισβήτητη μαρτυρία του ιατρού - παθολόγου Π. Καλλή (ΜΥ.2) σύμφωνα με την οποία μεταξύ 2.1.06 και 19.4.06 τον επισκέφθηκε στο ιατρείο του η ενάγουσα, την οποία πάντα συνόδευε ο εναγόμενος 1, ένδεκα (11) φορές λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε.  Απ΄ αυτές οι δύο πρώτες ημερ. 2.1 και 19.1 αφορούσαν το πρόβλημα ζαχαρώδη διαβήτη και υπέρτασης, για το οποίο της χορήγησε φαρμακευτική αγωγή, ενώ οι υπόλοιπες εννέα (9) αφορούσαν πρόβλημα στο μεγάλο δάκτυλο του αριστερού ποδιού το οποίο εξελίχθηκε σε γάγγραινα.  Συγκεκριμένα, για πρώτη φορά το πρόβλημα στο πόδι διαπιστώθηκε στις 30.1 και για αντιμετώπισή του χορήγησε στην ενάγουσα αντιβιοτικά και αντιφλεγμονώδη, φαρμακευτική αγωγή που σύστησε να συνεχιστεί και κατά τη δεύτερη επίσκεψη ημερ. 3.2.  Στην τρίτη όμως επίσκεψη ημερ. 10.2 η κατάσταση στο πόδι χειροτέρεψε και της σύστησε να επισκεφθεί χειρούργο, σύσταση που της επανέλαβε και στις 12.2 γιατί το πόδι είχε προσβληθεί από γάγγραινα και έπρεπε να καθαρισθεί.  Κατά τις επόμενες όμως επισκέψεις ημερ. 22.2, 27.2, 3.3, 10.3, 10.4 και 19.4.06 διαπίστωσε βελτίωση και η σύσταση του ήταν η συνέχιση της αντιβίωσης και η λήψη φαρμάκων για την υπέρταση.

 

          Τέλος, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι μετά την τελευταία επίσκεψη της ενάγουσας στον ΜΥ.2, ο εναγόμενος 1 την μετέφερε στο σπίτι της στη Λευκωσία όπου και την επισκεπτόταν κατά διαστήματα.  Σε μια λοιπόν απ΄ αυτές τις επισκέψεις εφοδίασε την ενάγουσα με δακτυλογραφημένη επιστολή ημερ. 15.7.06 (τεκμ.8), την οποία η ενάγουσα υπέγραψε για αποστολή στον Υπουργό Εσωτερικών με αίτημα να της παραχωρηθεί οικία ενός υπνοδωματίου στο συνοικισμό προσφύγων Α.Η.Κ. Δεκέλειας.  Και αυτό, με το αιτιολογικό ότι ήταν αδελφή ήρωα της ΕΟΚΑ και η οικία στην οποία διέμενε μόνη και εγκαταλειμμένη από στενούς συγγενείς ήταν ετοιμόρροπη και ακατάλληλη για διαμονή, ενώ αν ικανοποιείτο το αίτημα της θα ήταν κοντά στην Ορμήδεια όπου κατοικούσε με τα εγγόνια της ο γαμβρός της εναγόμενος 1 ο οποίος είχε πρόθεση να τη βοηθά στην εν γένει διαβίωσή της.  Ποια ήταν η τύχη του αιτήματος δεν ενδιαφέρει, αφού στις 24.8.06 η ενάγουσα απέστειλε μέσω των δικηγόρων της επιστολή στους εναγόμενους (τεκμ. 4α και 4β) με την οποία απαιτούσε να της επαναμεταβιβάσουν το κτήμα, προβάλλοντας ότι την ξεγέλασαν και την εκμεταλλεύτηκαν, ισχυρισμοί που απερρίφθησαν από το δικηγόρο των εναγομένων με επιστολή ημερ. 30.8.06 (τεκμ.5).  Περαιτέρω η ενάγουσα απέστειλε άλλη χειρόγραφη επιστολή στον εναγόμενο 1 χωρίς ημερομηνία (τεκμ. 6), στην οποία πρόβαλλε τον ισχυρισμό ότι ναι μεν πήγε στο Κτηματολόγιο, αλλά δεν υπόγραψε (τη δήλωση μεταβίβασης) και η υπογραφή είναι κάποιου άλλου και διερωτάτο κατά πόσο η υπογραφή τέθηκε από το δικηγόρο του εναγόμενου 1.»

 

 

Περαιτέρω, μετά από αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:

 

«Η ενάγουσα ήθελε να κάμει διαθήκη με την οποία να κληροδοτήσει το κτήμα στα παιδιά του εναγόμενου 1.  Την επιθυμία της αυτή την υλοποίησε ο εναγόμενος 1, ο οποίος την πήρε στο δικηγόρο Ε. Πελεκάνο.  Ο δικηγόρος της εξήγησε ότι αν έκαμνε διαθήκη, τα παιδιά της μπορούσαν να την προσβάλουν λόγω νόμιμης μοίρας και την πληροφόρησε ότι μπορούσε να κάμει δωρεά και να έχει δικαίωμα να κατοικεί στο σπίτι εφόρου ζωής, κάτι που η ενάγουσα υιοθέτησε και ακολούθως για υλοποίηση της πράξης μετέβησαν στο Κτηματολόγιο δύο φορές.  Εκεί η κτηματολογικός λειτουργός εξήγησε τόσο στην ενάγουσα όσο και στην εναγόμενη 2 τη φύση της πράξης και τη φύση της επιφύλαξης που τέθηκε στη δήλωση μεταβίβασης και κάτω απ΄ αυτές τις συνθήκες έγινε η μεταβίβαση.  Όμως τον Αύγουστο του 2006 εμφανίσθηκε μετά από πολλά χρόνια απουσίας από την Κύπρο ο γιος της και όταν αυτός και οι κόρες της πληροφορήθηκαν ότι το κτήμα ήδη μεταβιβάσθηκε στην εναγόμενη 2 έγιναν έξω φρενών και ο γιος της την πήρε σε δικηγόρο στον οποίο ανάθεσαν να επανεκδικήσει το κτήμα με την παρούσα αγωγή.»

 

Στη βάση του άρθρου 16 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, και της επ΄ αυτού νομολογίας κρίθηκε ότι μεταξύ των διαδίκων υπήρχε ειδική σχέση και, κατά συνέπεια, ενεργοποιείτο το τεκμήριο της ψυχικής πίεσης του άρθρου 16(2). Κατέληξε, περαιτέρω, το Δικαστήριο ότι οι εφεσίβλητοι απέσεισαν το βάρος απόδειξης ότι η δωρεά δεν ήταν προϊόν ψυχικής πίεσης της εφεσείουσας, αλλά έγινε προς υλοποίηση δικής της επιθυμίας, με αποτέλεσμα να απορριφθεί η αγωγή.

 

Με πέντε λόγους έφεσης η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης, ενώ οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αντέφεση με δύο λόγους. Η εφεσείουσα προβάλλει ότι (α) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η συμβουλή που έλαβε από το δικηγόρο Ε. Πελεκάνο ήταν  ανεξάρτητη (β) λανθασμένα κρίθηκε ότι οι εφεσίβλητοι απέσεισαν το βάρος απόδειξης ότι η δωρεά της εφεσείουσας προς την εφεσίβλητη 2 δεν ήταν προϊόν ψυχικής πίεσης, (γ) εσφαλμένα κρίθηκε ως αναξιόπιστη η μαρτυρία της ΜΕ3 Φωτεινής Χρίστου, (δ) τα έξι σημαντικά στοιχεία στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο στερούνται βάσης στη μαρτυρία που προσκομίστηκε, και (ε) υπήρξε λανθασμένη αξιολόγηση της προσκομισθείσας από τους εφεσίβλητους μαρτυρία.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας αναπτύσσοντας τον πρώτο λόγο έφεσης αναφέρθηκε στο περίγραμμά αγόρευσής του με περισσή λεπτομέρεια τόσο στην αγγλική όσο και στην κυπριακή νομολογία που πραγματεύεται τον όρο «ανεξάρτητη συμβουλή». Εισηγήθηκε, συναφώς, ότι η συμβουλή που έδωσε ο δικηγόρος Ε. Πελεκάνος δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητη, γιατί ο εφεσίβλητος 1 ήταν πελάτης του γραφείου του.

 

Αναφορικά με το ζήτημα αυτό, το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγοντας ότι η εφεσείουσα έλαβε ανεξάρτητη νομική συμβουλή από τον εν λόγω δικηγόρο, ανέφερε τα εξής:

 

«Έχω την άποψη ότι ο χαρακτηρισμός μιας νομικής συμβουλής ως ανεξάρτητης ή όχι δεν ταυτίζεται με το πρόσωπο του δικηγόρου που τη δίδει, αλλά από το περιεχόμενο και το βαθμό πληρότητας της (βλ. και υπόθεση Κεφάλας, ανωτέρω).  Υπό τα περιστατικά της υπόθεσης ο δικηγόρος Πελεκάνος κλήθηκε να καταρτίσει διαθήκη για υλοποίηση της επιθυμίας της ενάγουσας ώστε «αποθανόντα της»  το κτήμα να περιέλθει μόνο στα παιδιά του εναγόμενου 1 και με τη δήλωση  ότι δεν ήθελε να πάρουν οτιδήποτε τα παιδιά της.  Κάτι  τέτοιο,  όπως ορθά της εξήγησε ο δικηγόρος, δεν μπορούσε να διασφαλισθεί  λόγω του ότι θα προσέβαλλε τη νόμιμη μοίρα των παιδιών της, τα οποία μπορούσαν να προσβάλουν τη διαθήκη.  Η ενάγουσα κατά την άποψή μου κατάλαβε πλήρως αυτά που της εξήγησε  ο δικηγόρος και όπως θα αναμενόταν ο δικηγόρος της έθεσε και τη δυνατότητα της δωρεάς, με την επιφύλαξη να ζει στο σπίτι εφόρου ζωής ώστε αφενός μεν να υλοποιηθεί η επιθυμία της και αφετέρου να διασφαλισθούν και τα συμφέροντα της.  Και αυτό έγινε και κάτω απ΄ αυτά τα δεδομένα κρίνω ότι η συμβουλή ήταν ανεξάρτητη, τόσο από απόψεως περιεχομένου όσο και από απόψεως πληρότητας, και το γεγονός ότι ως αποτέλεσμα της συμβουλής η ενάγουσα διαμόρφωσε την επιθυμία να προβεί στην επίδικη δωρεά επιβεβαιώνεται και από την στάση που τήρησε στο Κτηματολόγιο όταν η ΜΥ.1 της εξήγησε τη φύση της πράξης και το αντικείμενο της.  Η δωρεά επομένως έγινε οικειοθελώς από την ενάγουσα χωρίς οποιαδήποτε επιρροή είτε από την εναγόμενη 2 είτε από τον πατέρα της, αλλά στη βάση της ολοκληρωμένης πληροφόρησης που έτυχε από το δικηγόρο Πελεκάνο και των εξηγήσεων που της δόθηκαν από την ΜΥ.1 όταν μετέβη στο Κτηματολόγιο για υλοποίηση της επιθυμίας της.»

 

Στην υπόθεση Μιχαήλ Κεφάλας κ.ά. ν. Μυριάνθης Κυριάκου Νικόλα (2000) 1 ΑΑΔ 1226, στην οποία έγινε παραπομπή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Το περιεχόμενο και ο βαθμός πληρότητας της συμβουλής είναι στοιχεία τα οποία καθορίζουν γενικά την επάρκεια της συμβουλής. Οι παράγοντες με βάση τους οποίους κρίνεται το κατά πόσο η συμβουλή είναι "ανεξάρτητη" είναι διαφορετικοί όμως δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει αυτή η όψη του θέματος.

 

Στην προκείμενη περίπτωση θα μπορούσε για παράδειγμα, να λεχθεί στην εφεσίβλητη ότι η καταβολή των χρημάτων μπορούσε να γίνει σταδιακά έτσι ώστε να διδόταν στο μεταξύ η ευκαιρία να δοκιμαστεί στην πράξη η ποιότητα της φροντίδας που θα παρείχαν οι εφεσείοντες και να διαπιστωθεί κατά πόσο και σε ποιο βαθμό οι εφεσείοντες θα τηρούσαν τις υποσχέσεις που έδωσαν. Θα μπορούσε ακόμα να εξηγηθεί στην εφεσίβλητη ότι και η μεταβίβαση της οικίας θα ήταν καλύτερα αν γινόταν σταδιακά και ότι υπήρχε η δυνατότητα εγγραφής του δικαιώματος για κατοχή και χρήση της οικίας εφ΄ όρου ζωής στο Κτηματολόγιο. Τέλος, θα μπορούσε να εξηγηθεί στην εφεσίβλητη ότι θα ήταν καλύτερα αν οι εφεσείοντες παρείχαν κάποιας μορφής εγγύηση για την τήρηση των υποχρεώσεων που ανέλαβαν. Ομως, τίποτε από αυτά δεν ειπώθηκε στην εφεσίβλητη υπό μορφή συμβουλής και συμφωνούμε με την διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστή ότι η εφεσίβλητη δεν είχε ανεξάρτητη συμβουλή. Υπενθυμίζουμε ότι ο δικηγόρος κ. Κωνσταντίνου σ΄ ερώτηση που του υποβλήθηκε κατά την αντεξέταση αν είχε καθήκον να εξηγήσει στην εφεσίβλητη τις συνέπειες που αυτή θα είχε να υποστεί κλπ ο μάρτυρας απάντησε πως αυτό ήταν θέμα που δεν τον αφορούσε και δεν έκαμε οποιαδήποτε προσπάθεια να την επηρεάσει θετικά ή αρνητικά. Νομίζουμε ότι αυτή ήταν η κατάλληλη περίπτωση, δεδομένου του ύψους της περιουσίας που θα μεταβιβαζόταν, που καθώς προκύπτει δεν υπήρχε ούτε και άλλη, η εφεσείουσα θα έπρεπε να τύχει ανεξάρτητης νομικής ή άλλης συμβουλής. Βλ. Credit Lyonnais Bank Nederland NV v. Burch [1997] 1 All E. R. 144. Το γεγονός ότι η εφεσίβλητη δήλωσε στο δικηγόρο ότι κατάλαβε το περιεχόμενο της συμφωνίας και συγκατατίθεται δεν είναι από μόνο του αρκετό για την ανατροπή του τεκμηρίου που έχει δημιουργηθεί. Βλ. Morely v. Loughnan [1893] 1 Ch.D. 736, Powell v. Powell [1900] 1 Ch.D. 243, Inche Noriah v. Shaik Allie Bin Omar (1928) All E.R. Rep. 189

 

Κατ΄ αρχάς σημειώνουμε ότι δεν αμφισβητείται η αποδοχή της μαρτυρίας του Ε. Πελεκάνου από το Δικαστήριο. Άλλωστε, η όλη επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας κινήθηκε γύρω από τη μαρτυρία του εν λόγω δικηγόρου. Με αυτό ως δεδομένο δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του Δικαστηρίου. Το γεγονός ότι ενήργησε στο παρελθόν ως δικηγόρος του εναγομένου 1, δεν είναι καθοριστικής σημασίας για το κατά πόσο είναι «ανεξάρτητος». Ούτε, βεβαίως, το γεγονός ότι δεν γνώριζε ακριβώς πόσα παιδιά είχε η εφεσείουσα ή και άλλες λεπτομέρειες των προσωπικών της συνθηκών. Το γεγονός παραμένει ότι η εφεσείουσα ζήτησε τη βοήθειά του με στόχο να κάνει διαθήκη για να κληροδοτήσει το επίδικο ακίνητο, όχι στα παιδιά της, αλλά στα εγγόνια της. Συνεπώς, το γεγονός και μόνο ότι ο δικηγόρος γνώριζε ότι είχε παιδιά και παρά ταύτα επιθυμία της ήταν να αφήσει το εν λόγω περιουσιακό στοιχεία στα εγγόνια της, δεν απαιτούσε περαιτέρω διερεύνηση εκ μέρους του. Η συμβουλή που δόθηκε από το δικηγόρο ήταν ότι τα παιδιά της θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την εγκυρότητα της διαδικασίας, κάτι για το οποίο δεν υπάρχει αμφισβήτηση. Περαιτέρω, η συμβουλή για μεταβίβαση του ακινήτου επ΄ ονόματι του προσώπου στο οποίο η ίδια επιθυμούσε να δώσει, συνοδευόταν και από παρότρυνση για εφ΄ όρου ζωής δικαίωμα της ίδιας να διαμένει στην οικία που βρισκόταν εντός του ακινήτου. Αυτό που ελλείπει ενδεχομένως από τη συμβουλή που της δόθηκε με αναφορά στην υπόθεση Κεφάλας (πιο πάνω), είναι ότι θα έπρεπε να διασφαλιστεί ότι θα υπήρχαν δεσμεύσεις για τη συντήρηση και τη φροντίδα της εφεσείουσας ως μίας ηλικιωμένης γυναίκας η οποία επισκέφθηκε το δικηγόρο με στόχο να  προβεί σε διαθήκη και κατέληξε να αποξενώνεται το μοναδικό και τελευταίο περιουσιακό της στοιχείο. Είναι γεγονός ότι αυτό το στοιχείο δεν περιλαμβάνετο στα θέματα που εξέτασε ο δικηγόρος ή ανέφερε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο στην εφεσείουσα. Όμως, αυτό από μόνο του δεν κρίνουμε ότι καθιστά τη συμβουλή που δόθηκε μη ανεξάρτητη.

 

Ένα άλλο θέμα που εγέρθηκε είναι η φυσική κατάσταση της εφεσείουσας κατά τον επίδικο χρόνο. Αποτελεί αποδεκτό γεγονός ότι είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδειο λίγες ημέρες προηγουμένως. Βεβαίως το ότι είχε υποστεί αυτό το επεισόδειο είναι ο εφεσίβλητος 1 που το διαπίστωσε κατά την επίσκεψη του στο σπίτι της εφεσείουσας και είναι με δική του παρότρυνση που επισκέφθηκε το νοσοκομείο. Δεν επρόκειτο για σοβαρής μορφής εγκεφαλικό όπως άλλωστε προκύπτει από την ιατρική μαρτυρία. Ελλείπει δε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι η εφεσείουσα δεν είχε πλήρη αντίληψη της πραγματικότητας και διαύγεια πνεύματος κατά τον επίδικο χρόνο. Άλλωστε δεν υπάρχει τέτοιος δικογραφημένος ισχυρισμός. Υπό αυτές τις συνθήκες θεωρούμε ότι ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα αμφισβητεί την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η δωρεά δεν ήταν προϊόν ψυχικής πίεσης. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι το συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα είχε εκφράσει επανειλημμένα την επιθυμία να κληροδοτήσει το επίδικο ακίνητο στα παιδιά του εφεσίβλητου 1 και ότι είχε αναπτυχθεί μεταξύ της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης 2 μια ιδιαίτερα στενή σχέση, στηρίζεται στη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, χωρίς οι θέσεις αυτές να υποβληθούν στην εφεσείουσα κατά την αντεξέταση.

 

Κατ΄ αρχήν, επισημαίνουμε ότι το κατά πόσο μία σύμβαση θεωρείται ότι συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης, προνοείται στο άρθρο 16 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, το οποίο προβλέπει ως ακολούθως:

 

"16.1 Η σύμβαση θεωρείται ότι συνάφθηκε συνεπεία "ψυχικής πίεσης" όταν οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των μερών είναι τέτοιες ώστε το ένα από αυτά να είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του άλλου.

 

2. Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της πιο πάνω αρχής, θεωρείται ότι είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, κάθε πρόσωπο το οποίο -

 

(α) Εχει πραγματική ή προφανή εξουσία επί του άλλου ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης έναντι του άλλου ή

 

(β) καταρτίζει σύμβαση με πρόσωπο του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης.

 

3. Οταν πρόσωπο το οποίο είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, συμβάλλεται μαζί με αυτόν και η συναλλαγή φαίνεται από μόνη της ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάχθηκαν, ότι είναι υπέρμετρα επαχθής, το βάρος απόδειξης ότι η σύμβαση δεν συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης φέρει το πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου."

 

Οι πρόνοιες της πιο πάνω νομοθετικής διάταξης υπήρξαν αντικείμενο εξέτασης σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, Χ"Aντώνη ν. Μιχαήλ κ.ά., Πολιτική Έφεση 323/2009, ημερομηνίας 16.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:A280 και Σεργίδη ν. Χατζηπαύλου, Πολιτική Έφεση 317/2010, ημερομηνίας 16.5.2016, ECLI:CY:AD:2016:A240). Στην υπόθεση Κεφάλας, πιο πάνω, έγινε εκτενής ανάλυση του εγειρόμενου ζητήματος. Παραπέμπουμε σχετικά στις σελίδες 1237-9:

 

«Στο Chitty on Contracts, General Principles, 27η έκδ., παρ. 7-024 δίδεται ο εξής ορισμός της ψυχικής πίεσης:

 

"Equitable doctrine of undue influence. The equitable doctrine of undue influence is a comprehensive phrase covering cases of undue influence in particular relations and also cases of coercion, domination or pressure outside those special relations. .................................................. .................................................. .................................................. .................................................. ..........

 

At common law, the presence of duress was traditionally justified on the ground that the duress prevented the party constrained from forming a full and independent resolution to contract. In equity however, the application of the doctrine of undue influence was intended rather to ensure that no person should be allowed to retain the benefit of his own fraud or wrongful act."

 

Στην Allcard v. Skinner [1887] 36 Ch.D. 145, η θέση του δίκαιου της επιείκειας αναδύεται σύντομα και περιεκτικά μέσα από τις πιο κάτω γραμμές:

 

"This is not a limitation placed on the action of the donor; it is a fetter placed upon the conscience of the recipient of the gift, and one which arises out of public policy and fair play."

 

 

 

Eκ των ανωτέρω, καθίσταται πρόδηλο ότι η ψυχική πίεση, ως δόγμα του δικαίου της επιείκειας, δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις εξαναγκασμού αλλά επεκτείνεται σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες γίνεται κατάχρηση της εμπιστοσύνης που αποκτάται ή όπου έχει προδοθεί η εμπιστοσύνη που δόθηκε.

 

Η έννοια της ψυχικής πίεσης δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια από τη νομολογία και συνεπώς δεν υπάρχουν στεγανά. Τα αγγλικά δικαστήρια έχουν περιγράψει την ψυχική πίεση ως some unfair and improper conduct, some coercion from outside, some overreaching, some form of cheating and generally, though not always, some personal advantage obtained by the guilty party". Βλ. Allcard v. Scinner (ανωτέρω).

 

Στην Allcard v. Skinner (ανωτέρω) ο Cotton L.J. προσέγγισε το θέμα με τον εξής τρόπο:

 

"First, where the court has been satisfied that the gift was the result of influence expressly used by the donee for the purpose; second, where the relations between the donor and donee have at or shortly before the execution of the gift been such as to raise a presumption that the donee had influence over the donor. In such a case the Court sets aside the voluntary gift, unless it is proved that in fact the gift was the spontaneous act of the donor acting under circumstances which enabled him to exercise an independent will and which justifies the Court in holding that the gift was the result of a free exercise of the donor's will. The first class of cases may be considered as depending on the principle that no one shall be allowed to retain any benefit arising from his own fraud or wrongful act. In the second class of cases the Court interferes, not on the ground that any wrongful act has in fact been committed by the donee, but on the ground of public policy and to prevent the relations which existed between the parties and the influence arising therefrom being abused."

 

Οι συμβάσεις που μπορούν να καταργηθούν λόγω ψυχικής πίεσης ταξινομούνται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι συμβάσεις στις οποίες δεν υπάρχει το στοιχείο της ειδικής σχέσης μεταξύ των μερών. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις συμβάσεις στις οποίες υπάρχει μεταξύ των μερών ειδική σχέση. Στην πρώτη περίπτωση, η ψυχική πίεση πρέπει να αποδεικνύεται ως ένα πραγματικό γεγονός. Στη δεύτερη, η ψυχική πίεση τεκμαίρεται ότι υπάρχει.

 

Σε μια αντιδικία, ο ενάγων μπορεί να ισχυρισθεί ότι υπάρχουν και οι δύο περιπτώσεις. ότι δηλαδή, η ψυχική πίεση τεκμαίρεται ότι υπάρχει και ότι όντως υπάρχει. Στο τέλος, δεν αποκλείεται να αποβεί επιτυχής η επίκληση και των δύο περιπτώσεων, εφόσον η μια δεν ουδετεροποιεί την άλλη. Βλ. Re Craig Meneces and Another v. Middleton and Others [1970] 2 All E.R. 390.

 

Στην περίπτωση, όπου δεν υπάρχει ειδική σχέση μεταξύ των μερών, απαραιτήτως πρέπει να αποδειχθεί θετικά ότι η επιρροή που άσκησε το ένα μέρος επί του άλλου υπήρξε ο αποφασιστικός παράγων για τη συνομολόγηση της συμφωνίας, η οποία δεν θα γινόταν αν δεν μεσολαβούσε η άσκηση της επιρροής. Σ΄ αυτή την περίπτωση, ο διάδικος ο οποίος επιδιώκει να αποφύγει τη συναλλαγή έχει το βάρος να αποδείξει τη ψυχική πίεση.

 

Στην δεύτερη περίπτωση, όπου τεκμαίρεται η ύπαρξη της ψυχικής πίεσης, το μέρος στο οποίο έχει εναποτεθεί η εμπιστοσύνη, έχει το βάρος να καταδείξει ότι αυτός που τον εμπιστεύθηκε και τώρα επιδιώκει την κατάργηση της σύμβασης ή της συναλλαγής, ενήργησε οικειοθελώς υπό την έννοια ότι ήταν ελεύθερος και καλά πληροφορημένος να προβεί ο ίδιος σε ανεξάρτητη εκτίμηση της ωφελιμότητας της σύμβασης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, χωρίς αυτό να αποτελεί τον κανόνα, ο μόνος τρόπος ανατροπής του τεκμηρίου είναι η απόδειξη ότι το μέρος που επιδιώκει την κατάργηση της σύμβασης ή της συναλλαγής πήρε ανεξάρτητη συμβουλή πριν από τη σύναψη της συμφωνίας την οποία και ακολούθησε.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, ορθά κατά την κρίση μας, ότι η παρούσα περίπτωση κατατάσσεται στη δεύτερη κατηγορία, με αποτέλεσμα να ενεργοποιείται το τεκμήριο της ψυχικής πίεσης του άρθρου 16(2). Για να καταρριφθεί το εν λόγω τεκμήριο, το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι ο δωρητής ενήργησε ανεξάρτητα από οποιανδήποτε επιρροή του δωροδόχου και με πλήρη συνείδηση του τι έπραττε. Το βάρος απόδειξης στην προκείμενη περίπτωση ευρίσκετο στους ώμους των εφεσίβλητων.

 

Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα εξέφρασε επανειλημμένα την επιθυμία να κληροδοτήσει το επίδικο ακίνητο στα παιδιά του εφεσίβλητου 1, είναι αποτέλεσμα της αξιολόγησης της προσαχθείσας μαρτυρίας, την οποία θεωρούμε ορθή. Δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε ότι η μαρτυρία της ίδιας της εφεσείουσας κατά την κυρίως εξέταση ήταν ιδιαίτερα λιτή. Όσον αφορά το παράπονό της για το οποίο καταχώρησε την επίδικη αγωγή, ανέφερε τα εξής, στη σελίδα 53 των πρακτικών:

 

«Α. Εκλέψαν μου το οικόπεδο μου. Επήαμε στο κτηματολόγιο και εκουβέντιαζα εγώ με τη γεναίκα του κτηματολογίου, ώσπου να πω τα ονόματα των μωρών, τέσσερα μωρά που τους έκαμα τη διαθήκη μου είπε «έλα δαχαμέ», επήαμε σε ένα τόπο τζιαι υπόγραψα». Αυτή εν ήταν διαθήκη.»

 

 Καμιά αναφορά δεν γίνεται στην κυρίως εξέτασή της σε πιέσεις που δέχτηκε για να κάμει διαθήκη, ούτε ανέφερε οτιδήποτε σε σχέση με το δικογραφημένο ισχυρισμό των εφεσιβλήτων ότι είναι η ίδια που εξέφραζε την επιθυμία να κληροδοτήσει το επίδικο ακίνητο στα παιδιά του εφεσίβλητου 1. Πέραν τούτου, κατά την αντεξέταση, ερωτήθηκε για την επιθυμία της να κάμει διαθήκη, επανειλημμένα μάλιστα. Σημειώνουμε τη σαφή απάντηση που έδωσε μετά από διευκρινιστική ερώτηση του Δικαστηρίου, όπου επανέλαβε ότι στόχος της ήταν να κάνει διαθήκη και να κληροδοτήσει το ακίνητο στα παιδιά του εφεσίβλητου 1. Το γεγονός ότι η εφεσείουσα σε κάποια στάδια της αντεξέτασής της ισχυριζόταν ότι δεν είχε τέτοια επιθυμία, δεν αλλοιώνει και δεν μπορεί να επηρεάσει το εύρημα του Δικαστηρίου το οποίο στηρίζεται στην υπόλοιπη αποδεκτή μαρτυρία. Είναι σημαντικό πιστεύουμε να σημειωθεί ότι στις λεπτομέρειες απάτης, δόλου, ψευδών παραστάσεων, ψυχικής πίεσης και/ή εξαναγκασμού και/ή παραπλάνησης του αρχικού δικογράφου καθώς και στις περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες που διατυπώθηκαν αργότερα περιλαμβάνονται πολύ περισσότερες θέσεις οι οποίες τελικά δεν προωθήθηκαν.

 

Δεν χρειάζεται να παραθέσουμε με λεπτομέρεια τα διάφορα στοιχεία μαρτυρίας ή να αναλύσουμε τον τρόπο που η ίδια η εφεσείουσα έδιδε τη μαρτυρία της. Έχοντας εξετάσει με πολλή προσοχή τα πρακτικά και τον τρόπο που αξιολόγησε τη μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στα ευρήματά του. Θεωρούμε ότι ήταν εύλογο για το Δικαστήριο να καταλήξει στα συμπεράσματα που κατέληξε.

 

Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω τη ΜΕ3 Φωτεινή Χρίστου, κόρη της εφεσείουσας, ως αναξιόπιστη. Παραθέτουμε αυτούσιο το κείμενο της αξιολόγησης της εν λόγω μάρτυρος:

 

«Η μαρτυρία της ΜΕ.3, μητέρας της εναγόμενης 2, απέβλεπε στο να δοθεί έρεισμα στη θέση ότι η ενάγουσα τελούσε υπό καθεστώς ψυχικής πίεσης των εναγομένων, κυρίως του εναγόμενου 1. Υποκειμενικά όμως σχημάτισα την εντύπωση ότι επιστρατεύθηκε για εξυπηρέτηση αυτού και μόνο του στόχου, χωρίς οποιοδήποτε σεβασμό προς την αλήθεια.  Το ότι δεν είπε την αλήθεια δεν είναι απλώς υποκειμενική κρίση, αλλά και προϊόν αντικειμενικής προσέγγισης της μαρτυρίας της η οποία έκδηλα αποτελεί παραφωνία μέσα στο σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας.  Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το σύνολο της μαρτυρίας μετά το χωρισμό με τον πρώην σύζυγο της δεν επισκεπτόταν τη μητέρα της, κάτι που παραδέχτηκε και η ίδια προβάλλοντας ως δικαιολογία ότι δεν είχε αυτοκίνητο και δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει ταξί λόγω δισκοπάθειας.  Στη βάση αυτού του γεγονότος και μόνο δεν μπορούσε να είναι σε θέση να χαρακτηρίσει τη σχέση που ανάπτυξε η μητέρα της με τους εναγόμενους, οι οποίοι την επισκέπτονταν συχνά.  Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της ότι η σχέση της μητέρας της με τον εναγόμενο 1 δεν ήταν καλή, ενώ η σχέση της μητέρας της με την εναγόμενη 2 ήταν μέτρια εκθεμελιώνεται από το γεγονός ότι όταν η μητέρα της έπαθε εγκεφαλικό και το πόδι της προσβλήθηκε από γάγγραινα οι μόνο που της συμπαραστάθηκαν ήταν οι εναγόμενοι, ενώ η ίδια ούτε καν έμαθε ότι η μητέρα της υπέστη εγκεφαλικό και φαίνεται να μην γνώριζε ότι υπέστη και γάγγραινα.   Κι  αυτό στη βάση της απάντησης που η ίδια έδωσε όταν της τέθηκε η ερώτηση ποιος στάθηκε δίπλα στη μητέρα της και στις δύο περιπτώσεις.  Υπενθυμίζω την απάντηση «Αν, είπε, ήταν η κατάσταση έτσι που λέτε την φρόντιζε ο εναγόμενος 1», απάντηση που αποκαλύπτει ότι η ίδια ήταν σε άγνοια της κατάστασης της μητέρας της και το συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι δεν είχε ουσιαστική επαφή μαζί της και επομένως δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει τη σχέση της μητέρας της με τους εναγόμενους.  Ο πιο ουσιώδης όμως ισχυρισμός της, όπως ήδη έχει σημειωθεί, είναι ότι σε μια από τις 5-6 επισκέψεις που έκαμε μέσα στο Δεκέμβριο του 2005 στο σπίτι του πρώην συζύγου της, αυτός κτύπησε το χέρι του στο τραπέζι και απαίτησε από τη μητέρα της να δώσει το οικόπεδο στην εναγόμενη 2.  Πρόκειται κατά την άποψή μου για ισχυρισμό που έκδηλα δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια για δύο λόγους.  Ο πρώτος από τη μαρτυρία τόσο της μητέρας της όσο και της οικιακής βοηθού (ΜΥ.3), αλλά και των εναγομένων προκύπτει ότι μέσα στο Δεκέμβριο επισκέφθηκε το σπίτι του πρώην συζύγου της το πολύ δύο φορές και, ο δεύτερος, ότι η μητέρα της δεν ισχυρίσθηκε ότι ο εναγόμενος 1 (ή η εγγονή της) την πίεσαν με οποιοδήποτε  τρόπο να κάμει διαθήκη.  Αντίθετα, η θέση της σε σχέση με το θέμα αυτό  ήταν σαφής.  Αυτό που ήθελε, είπε, ήταν να κάμει  διαθήκη και αποθανόντα της το κτήμα να το πάρουν τα παιδιά του εναγόμενου 1, γιατί τα παιδιά της ήταν μακριά.

 

          Για όλους τους πιο πάνω λόγους, υποκειμενικά και αντικειμενικά, η μαρτυρία της ΜΕ.3 κρίνεται αναξιόπιστη και κατά συνέπεια δεν θα της δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα.»

 

Σύμφωνα με καλά εδραιωμένες αρχές της νομολογίας μας, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά κανόνα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογεί τη μαρτυρία. Έχει, όμως, την ευχέρεια στην κατάλληλη περίπτωση να παρέμβει όταν διαπιστώσει ότι τα ευρήματα περί αξιοπιστίας είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα, αυθαίρετα ή ότι δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία. Τα ευρήματα αξιοπιστίας κρίνονται και συνεκτιμούνται στο πλαίσιο των γεγονότων της υπόθεσης και το πρωτόδικο Δικαστήριο βρίσκεται σε προνομιακή θέση να εκτιμήσει τα θέματα αυτά (βλ. Αντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1 AAΔ 317).

 

Στην Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 AAΔ 1056 λέχθηκαν τα εξής:

 

"Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του καθενός μάρτυρα ξεχωριστά. Είναι επιθυμητό η μαρτυρία να συσχετίζεται, να αντιπαραβάλλεται και να διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων, προσέγγιση η οποία επαυξάνει το κύρος των ευρημάτων του δικαστηρίου και ενισχύει την πίστη του κοινού στη δικαστική αποστολή."

 

 

Η εφεσείουσα προβάλλει πως το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε το συμπέρασμά του περί αξιοπιστίας της ΜΕ3 στο γεγονός ότι η εφεσείουσα δεν ισχυρίστηκε ότι πιέστηκε από τους εφεσίβλητους για να κάνει διαθήκη, κάτι που είναι λανθασμένο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά.

 

Εξετάσαμε την αξιολόγηση της μαρτυρίας υπό το φως της νομολογίας και έχοντας διεξέλθει τα πρακτικά της δίκης καθώς και τις παρατηρήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας, δε διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα, ούτε κρίνουμε ότι απαιτείται η παρέμβασή μας καθ΄ οιονδήποτε τρόπο. Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και στάθμισε όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του. Προέβη τόσο σε υποκειμενική όσο και σε αντικειμενική θεώρηση της μαρτυρίας και θεωρούμε την αξιολόγηση απόλυτα ορθή.

 

Περαιτέρω, η εφεσείουσα αναφέρεται στα έξι σημαντικά κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο στοιχεία που προκύπτουν από τη μαρτυρία της εφεσείουσας, τα οποία θεωρεί ότι δεν βασίζονται στην προσαχθείσα μαρτυρία. Τα παραθέτουμε:

 

«(α) Η νοητική της κατάσταση κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν είχε επηρεαστεί από το εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη και ήταν σε θέση να έχει πλήρη συνείδηση των πράξεών της.

 

(β) Κάποιος ή κάποιοι την έπεισαν ότι οι εφεσίβλητοι «της έκλεψαν το κτήμα» κάτι που την οδήγησε να χαρακτηρίσει τον εφεσίβλητο 1 παλιάνθρωπο. Έστω και αν αυτός ήταν ο μόνος που της συμπαραστάθηκε τόσο όταν υπέστη το εγκεφαλικό επεισόδιο και όταν το πόδι της προσβλήθηκε από γάγγραινα.

 

(γ) Ήταν επιθυμία της να κληροδοτήσει με διαθήκη το κτήμα στα παιδιά του εφεσίβλητου 1 και με σκοπό την υλοποίηση αυτής της επιθυμίας, ο εφεσίβλητος 1 την πήρε σε δικηγόρο.

 

(δ) Πήγε στο Κτηματολόγιο δύο φορές και στη βάση της δικής της μαρτυρίας ήξερε ότι εκεί εγίνονταν «κοτσιανιαρίσματα».

 

(ε) Η οποιαδήποτε φροντίδα των εφεσιβλήτων προς την εφεσείουσα δόθηκε με αλλότριο σκοπό αποκόμισης δυσανάλογου οφέλους εις βάρος της εφεσείουσας.

 

(στ) Ο γιος της εφεσείουσας δεν είχε έλθει στην Κύπρο τον Αύγουστο του 2006 «μετά από κάμποσα χρόνια», όπως λανθασμένα καταλήγει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τα παιδιά της εφεσείουσας δεν την είχαν εγκαταλείψει και πρόκειται για μια κατάληξη του Δικαστηρίου που δεν βρίσκει έρεισμα στην προσκομισθείσα μαρτυρία.»

 

Εξετάσαμε τα πιο πάνω στοιχεία στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, όπως αναδύεται από τα πρακτικά της υπόθεσης, καθώς και της αξιολόγησης που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Κρίνουμε ότι τα πιο πάνω ευρήματα προκύπτουν σαφώς από την προσαχθείσα μαρτυρία, χωρίς να απαιτείται να γίνει λεπτομερής αναφορά σ΄ αυτή.

 

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η εφεσείουσα μετέβη στο Κτηματολόγιο δύο φορές και όπως η ίδια ανέφερε στη μαρτυρία της γνώριζε ότι εκεί «κοτσιάνιαζαν». Δεν δίδει καμία εξήγηση γιατί, όπως ήταν τελικά ο ισχυρισμός της, χρειάστηκε να πάει δύο φορές ενώ σύμφωνα με την ίδια στόχος της επίσκεψης της ήταν να υπογράψει μία διαθήκη. Εν πάση περιπτώσει, όλες οι προσπάθειες της να πείσει για την εκδοχή της καταρρίπτονται και από τη μαρτυρία της ΜΥ1, λειτουργού του Κτηματολογίου, ο χαρακτηρισμός της οποίας ως ανεξάρτητης μάρτυρος δεν αμφισβητήθηκε από την εφεσείουσα. Άλλωστε εαν στόχος της εφεσείουσας όταν μετέβη στο Κτηματολόγιο ήταν, όπως ανέφερε στη μαρτυρία της, να υπογράψει διαθήκη, και μάλιστα ότι προσπαθούσε να συμπληρώσει τα ονόματα των εγγονιών της στους οποίους θα κληροδοτούσε το ακίνητο, γιατί, δεν ανέφερε στη λειτουργό του Κτηματολογίου οτιδήποτε για διαθήκη; Δεν φαίνεται επίσης να διερωτήθηκε γιατί θα έπρεπε να μεταβεί και δεύτερη φορά για να συμπληρωθεί η πράξη.

 

Περαιτέρω, αντικειμενικά κρινόμενες οι ενέργειες που δέχεται και η ίδια η εφεσείουσα ότι έγιναν από τον πρώην γαμπρό της ήταν βοηθητικές για την ίδια, η οποία, παρά το ότι ήταν μητέρα τεσσάρων παιδιών δεν είχε κανένα να της συμπαρασταθεί στην αρρώστια της. Δεν ισχυρίστηκε σε κανένα στάδιο ότι οι εφεσίβλητοι της ζήτησαν να τους μεταβιβάσει το ακίνητο. Δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι πιέστηκε να μεταβεί στο δικηγόρο, ούτε ανέφερε ότι είπε στην υπάλληλο του Κτηματολογίου οτι σκοπός της επίσκεψης της εκεί ήταν η υπογραφή διαθήκης προς όφελος των παιδιών του εφεσίβλητου 1. Επίσης, όταν, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ήρθαν τα παιδιά της από την Αγγλία και της ζήτησαν τον τίτλο ιδιοκτησίας του ακινήτου, ουδεμία νήξη έκανε σ΄αυτούς ότι είχε υπογράψει διαθήκη.

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων αμφισβητείται με τον πέμπτο λόγο έφεσης. Στην επιχειρηματολογία αυτού του λόγου ουσιαστικά επαναλαμβάνονται οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας που προβάλλονται με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης και με τον κεντρικό ισχυρισμό ότι στόχος των εφεσιβλήτων ήταν να εκμεταλλευθούν το ακίνητο της. Προβάλλει περαιτέρω ότι ο εφεσίβλητος 1 φρόντισε να ετοιμαστεί επιστολή με την οποία η εφεσείουσα να αιτείται να λάβει κατοικία στο συνοικισμό προσφύγων ΑΗΚ στην Ορμήδεια, δηλώνοντας ότι η κατοικία της ήταν ετοιμόρροπη. Αυτό σύμφωνα με την εφεσείουσα θα την υποχρέωνε να εγκαταλείψει την οικία της και τότε θα μπορούσε ο εφεσίβλητος 1 να κατεδαφίσει την οικία και να εκμεταλλευτεί το ακίνητο ως οικόπεδο.

 

Εξετάσαμε τη μαρτυρία και την αξιολόγηση στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν διαπιστώνουμε ότι η αποδοχή των μαρτύρων των εφεσιβλήτων είναι αυθαίρετη ή ότι δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία.  Το Δικαστήριο επεξήγησε με λεπτομέρεια τους λόγους που αποδέχεται την εκδοχή των εφεσιβλήτων τόσο στηριζόμενο σε υποκειμενικά όσο και σε αντικειμεντικά κριτήρια. Θεωρούμε ότι ορθά κρίθηκαν και συνεκτιμήθηκαν στο πλαίσιο των γεγονότων της υπόθεσης και δεν θεωρούμε ότι υπάρχει πεδίο παρέμβασής μας.

 

Ως εκ των ανωτέρω η έφεση είναι έκθετη σε απόρριψη.

 

Εν όψει της κατάληξης μας αναφορικά με την έφεση δεν κρίνεται αναγκαίο να εξετάσουμε την αντέφεση.

 

            Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, εκτός εάν άλλως ήθελε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων.

 

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο