ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Μιχαηλίδου, Δέσπω Π. Αγγελίδης, για εφεσείοντα. Ρ. Χαραλάμπους (κα) για Ν. Παπαγεωργίου, για εφεσίβλητη. CY DOD Κύπρος Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο 2017-05-15 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΝΤΕΡΕΚ ΝΤΑΓΚΛΑΣ ν. ΝΟΤΑ ΝΤΑΓΚΛΑΣ, ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 3/05 ΚΑΙ 9/05, 15/5/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:DOD:2017:4

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

(ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 3/05 ΚΑΙ 9/05)

 

15 Μαΐου, 2017

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΝΤΕΡΕΚ ΝΤΑΓΚΛΑΣ

Εφεσείων

 

ΚΑΙ

 

 

ΝΟΤΑ ΝΤΑΓΚΛΑΣ

Εφεσίβλητη

---------

 

Αίτηση για διόρθωση απόφασης ημερ. 20.10.2014

 

Π. Αγγελίδης, για εφεσείοντα.

Ρ. Χαραλάμπους (κα) για Ν. Παπαγεωργίου, για εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

 

---------

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

απαγγείλει η Μιχαηλίδου, Δ.

--------- 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Η αίτηση που καταχωρίστηκε στα πλαίσια των Εφέσεων 3 και 9/2005, στοχεύει στη διόρθωση και/ή συμπλήρωση της πρώτης στη σειρά από τις αποφάσεις του Εφετείου που εκδόθηκαν, Ντάγκλας ν. Ντάγκλας, (2007) 1 Α.Α.Δ. 375 (η Πρώτη απόφαση) «.που να αναφέρει ρητά ότι ενόψει του αποτελέσματος», της επιτυχίας των εφέσεων, «οι πρωτόδικες αποφάσεις για έξοδα ακυρώνονται και αντικαθίστανται με διαταγές για έξοδα υπέρ του αιτητή.» 

 

Η αίτηση βασίζεται στους Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ.18 θ.1(a), 2 και Δ.48 θ.θ. 1, 2, και 3, Δ.25 θ.6 και Δ.35 θ.8 και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Η αίτηση αντίκρυσε την ένσταση της καθ΄ ης η αίτηση, η οποία προβάλλει μια σειρά από λόγους:

 

«1. Η αίτηση πάσχει τυπικά και ουσιαστικά και ως τέτοια θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο.

          2. Η αίτηση είναι καταχρηστική και έγινε με κακή πίστη.

3. Η παρούσα σύνθεση του Δικαστηρίου δεν έχει εξουσία και αρμοδιότητα να τροποποιήσει και/ή διορθώσει την απόφαση του Εφετείου ημ. 23.3.2007.

4. Ο αιτητής απέκρυψε σημαντικά γεγονότα σε σχέση με την εκδίκαση της Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών υπ΄ αρ. 143/99 ως επίσης και με την καταχώρηση άλλων αιτήσεων για διεκδίκηση του ποσού των δικηγορικών εξόδων.

5. Η απόφαση ημ. 23.3.2007 είναι ξεκάθαρη σε σχέση με το θέμα των εξόδων και δεν χρήζει οποιασδήποτε διόρθωσης.

6. Το θέμα της τυχόν απαίτησης εξόδων του Αιτητή δεν είναι θέμα διόρθωσης απόφασης αλλά ξεχωριστής απαίτησης του εναντίον του διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης δικηγόρου της Εφεσίβλητης.

7. Το χρονικό διάστημα το οποίοι έχει παρέλθει από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης μέχρι και την καταχώρηση της ένστασης είναι μεγάλο και ουδεμία δικαιολογία δίδεται από τον Αιτητή για την υπέρμετρη καθυστέρηση.

8. Η Αίτηση πάσχει διότι συνοδεύεται από ένορκη δήλωση προσώπου, το οποίο δεν είναι αρμόδιο να την ορκιστεί και δεν έχει προσωπική γνώση των γεγονότων.»

 

 

Για να γίνει κατανοητή σε όλη της την έκταση η αιτούμενη θεραπεία, είναι αναγκαίο να παρακολουθήσουμε τη διαδρομή που διάνυσε η υπόθεση μέχρι σήμερα, με τα στοιχεία όπως τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τις λεπτομέρειες των οποίων αντλήσαμε από τις εκατέρωθεν ένορκες δηλώσεις και τα επισυνημμένα σε αυτές έγγραφα.

 

Την 1.3.2005, το πρωτόδικο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε απόφαση προς όφελος της καθ΄ ης η αίτηση, στην υπ΄ αρ.  143/99 Aίτηση Περιουσιακών Διαφορών, εφεσίβλητη στις Εφέσεις υπ΄ αρ. 3/05 και 9/05, κάνοντας δεκτή την αξίωση της για συνεισφορά για την αγορά κτήματος (Έφεση Αρ. 3/05).  Η ανταξίωση του αιτητή-εφεσείοντος, όπως μπορέσαμε να αντιληφθούμε από τα όσα έθεσε ενώπιον μας η καθ΄ ης η αίτηση δια της ενόρκου δηλώσεως της - αφορούσε σε διάταγμα μεσεγγύησης το οποίο εξέδωσε το ίδιο πρωτόδικο Δικαστήριο, με το οποίο διατάχθηκε τράπεζα ως μεσεγγυούχος να καταβάλει στην  εφεσίβλητη-καθ΄ ης η αίτηση το επιδικασθέν ποσό (Έφεση Αρ. 9/05) - απορρίφθηκε. 

Η ορθότητα της ανωτέρω απόφασης προσβλήθηκε με τις υπ΄ αρ. 3/05 και 9/05 Εφέσεις εκ μέρους του αιτητή-εφεσείοντος. 

 

Το Εφετείο στην Ντάγκλας ν. Ντάγκλας (ανωτέρω) έκαμε αποδεκτές και τις δύο Εφέσεις διατάσσοντας επανεκδίκαση:

 

«Και οι δύο προσβληθείσες αποφάσεις, με τις δύο συνεκδικαζόμενες εφέσεις, παραμερίζονται και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης που προσβλήθηκε με την Έφεση 3/2005 ενώπιον άλλου Δικαστή, σε σχέση μόνον με την αξίωση της εφεσίβλητης για την Αγία Βαρβάρα.  Το ζήτημα του διατάγματος μεσεγγύησης παραμένει ανοικτό και σχετικό αίτημα μπορεί να επαναυποβληθεί μετά την έκδοση της απόφασης στην προαναφερόμενη αξίωση της εφεσίβλητης, και ανάλογα με το αποτέλεσμα. Ο εφεσείων χειρίστηκε την υπόθεση του αυτοπροσώπως στο Εφετείο και επιδικάζονται υπέρ του όποια πραγματικά έξοδα έχει. Τα  έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα στην υπόθεση

 

 

Η  εκ νέου εκδίκαση της υπόθεσης για συνεισφορά, όπως προκύπτει από τα επισυναπτόμενα στην ένσταση έγγραφα, απέβη και πάλι υπέρ της καθ΄ ης η αίτηση (απόφαση ημερ. 29.2.2008), με έξοδα σε βάρος του αιτητή-καθ΄ ου αιτητή, όπως θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκρίνονταν από το Δικαστήριο. 

 

Εναντίον της ανωτέρω απόφασης του πρωτόδικου Οικογενειακού Δικαστηρίου, καταχωρήθηκαν τόσο από τον αιτητή όσο και από την καθ΄ ης η αίτηση αντίστοιχες Εφέσεις, υπ΄ αρ. 6/08 και 8/08, με τις οποίες αμφισβητήθηκε η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με την περιουσιακή διαφορά του ενός και μόνο περιουσιακού στοιχείου.  Το Εφετείο με απόφαση του ημερ. 11.2.2010 (Ντάγκλας ν. Ντάγκλας (2010) 1 Α.Α.Δ. 128), «η Δεύτερη απόφαση», απέρριψε και τις δύο εφέσεις.  Εν όψει δε της αποτυχίας τους, έκρινε ορθό όπως η κάθε πλευρά καταβάλει τα δικά της έξοδα. 

 

Επτά χρόνια μετά την έκδοση της Δεύτερης απόφασης του Εφετείου ο αιτητής επιζητεί, όπως είδαμε, τη διόρθωση της Πρώτης απόφασης, ισχυριζόμενος ότι «. κατέβαλε εις την ενάγουσα και τη Δικηγόρο του (sic), κ. Ανθή Χριστοφίδου, το ποσό των ΛΚ19.000.  Από τα καταβληθέντα έξοδα δεν επεστράφη οιονδήποτε ποσό. Επειδή ο Αιτητής θεώρησε το θέμα της επιστροφής των Δικηγορικών εξόδων ως μέρος των Οικογενειακών Διαφορών απευθύνθηκα με την Αίτηση 143/99 στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας για διαταγή επιστροφής των εξόδων.  Το Δικαστήριο αυτό με απόφαση του αποφάσισε ότι η αγωγή έπρεπε να καταχωρηθεί εναντίον του Διαχειριστή της αποβιωσάσης ως αστικό χρέος.  [.]»

 

Ο συνήγορος του αιτητή εισηγείται ότι η Τομάζου ν. Προδρόμου κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 512, έχει συμπληρώσει το κενό που έχει δημιουργηθεί στην Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όσον αφορά παράλειψη αναφοράς του Δικαστηρίου στα έξοδα της διαδικασίας. 

Στον αντίποδα των θέσεων του αιτητή η καθ΄ ης η αίτηση παραπέμπει στην Orphanides v. Michaelides (1968) 1 C.L.R. 295, για να εισηγηθεί ότι η Δ.25 θ.6, δεν παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο ώστε να παρέμβει για να διορθώσει τη σχετική απόφαση σε ότι αφορά το θέμα των εξόδων: στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτητής επιχειρεί τη διόρθωση και τροποποίηση ουσιαστικού διατάγματος ενώπιον Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου υπό διαφορετική σύνθεση και όχι ενώπιον του εκδώσαντος την Πρώτη απόφαση (στοιχείο υπ΄ αρ. 3 στους λόγους ένστασης).

 

Δυνάμει της Δ.25 θ.6, των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, πανομοιότυπης με την παλαιά Αγγλική O.28 r.11, το Δικαστήριο έχει εξουσία διόρθωσης τόσο γραμματικών λαθών, όσο και λαθών που πηγάζουν από τυχαία αβλεψία ή παράλειψη.  Η εξουσία όμως διόρθωσης μιας απόφασης, είτε δυνάμει της Δ.25 θ.6 ή δυνάμει της εγγενούς εξουσίας του Δικαστηρίου, περιορίζεται σε γραμματικά λάθη και παραλείψεις και έχει ως αντικείμενο την προσαρμογή ενός ατελούς κειμένου, ώστε να αποδοθεί η έκδηλη και πραγματική πρόθεση του Δικαστηρίου (Σιβιτανίδης ν. Χαραλάμπους (1993) 1 Α.Α.Δ. 179, E.G. Falekkos Ltd v. Reana Manuf. Ltd (1999) 1 Α.A.Δ. 443, Γεωργίου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1043, Μ. Μονιάτη & Υιοι Λτδ ν. Νεοφύτου (2009) 1 Α.Α.Δ. 557).  Βλ. επίσης σχετικά O.28 r.11 "Clerical mistakes and accidental omissions", The Annual Practice, 1958, Vol.1, σ. 633, όπου με σαφήνεια προκύπτει ότι η εν λόγω διαταγή ισχύει μόνο στις περιπτώσεις όπου:

 

«.where there is a clerical mistake in a judgment or order or an error arising from an accidental slip or omission.  Apart from the Rule, the Court has an inherent power to vary its own orders so as to carry out its own meaning and to make its meaning plain (Lawrie v. Lees, 7 App. Cas. Pp. 34, 35; Milson v. Carter [1893] A.C. 640; Kay & Lovell [1941] Ch. 420); City Housing Trust {1942] Ch. 262. "Where an error of that kind has been committed it is always within the competency of the Court, if nothing has intervened which would render it inexpedient or inequitable to do so, to correct the record in order to bring it into harmony with the order which the Judge obviously meant to pronounce. The correction ought to be made on motion, and is not matter either for appeal or rehearing" (per Lord Watson in Hatten v. Harris [1892] A.C. 560; Stewart v. Rhodes [1900] 1 Ch. p. 394; The King v. Cork C.C. [1911] 2 Ir.R. 206).  Correction of mistakes by the ministerial officer will be made (Re Gist [1904] 1 Ch. 398).  Any party can apply to correct a slip (Re Marly Laboratory [1952] 1 All E.R. 1057 C.A.).»

 

Η εφαρμογή της Δ.25 θ.6 στην υπό κρίση περίπτωση δεν είναι δυνατή διότι το καταληκτικό μέρος της Πρώτης εφετειακής απόφασης δεν παρουσιάζει ασάφεια ούτε χρήζει ερμηνείας.  Δεν υπήρξε παράλειψη οποιασδήποτε μορφής που να χρήζει συμπλήρωσης ή διόρθωσης.   Απέρρεε από το λεκτικό ότι η πρωτόδικη απόφαση είχε παραμερισθεί εξ ολοκλήρου, περιλαμβανομένης και της διαταγής εξόδων.  Αυτή ήταν η έννοια της καταληκτικής φράσης «Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα στην υπόθεση.»  Αυτό καθίσταται πρόδηλο από τα προηγηθέντα στην απόφαση του Εφετείου, όπου στις σελίδες 379-380, καταγράφουν ότι «..και κατά συνέπεια θεωρούμε ότι η προκείμενη περίπτωση είναι κατάλληλη περίπτωση στην οποία το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο είναι ορθό και δίκαιο να επέμβει και να παραμερίσει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου διατάσσοντας επανεκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον άλλου Δικαστή.»  επομένως και τα πρωτόδικα έξοδα είχαν παραμεριστεί.  Εκείνο που καταληκτικά το Εφετείο προνόησε ήταν όπως τα έξοδα της αρχικώς πρωτόδικης διαδικασίας είναι έξοδα στην υπόθεση, ώστε να τα επωμισθεί ο διάδικος εναντίον του οπαίου θα εκδίδετο η δεύτερη απόφαση.

 

 

Εν όψει των ανωτέρω, καταλήγουμε ότι δεν μας παρέχεται περιθώριο να ασκήσουμε τη διακριτική μας ευχέρεια υπέρ του αιτητή, δυνάμει των προνοιών της Δ.25 θ.6.  Με αυτά τα δεδομένα δεν παρέχεται όμως έδαφος, ούτε και για άσκηση της εγγενούς εξουσίας του Δικαστηρίου υπέρ του αιτητή (Λαζάρου ν. Νέμεσις Εργοληπτική Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ. 1101), για τους κατωτέρω λόγους:

 

1.       Ο αιτητής δεν έχει θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τις πρωτόδικες ή την πρωτόδικη απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου οι οποίες ανατράπηκαν με την πρώτη απόφαση.  Έχοντας δε υπόψη την ένσταση της άλλης πλευράς και τη θέση ότι η ανταπαίτηση του αιτητή απορρίφθηκε πρωτοδίκως με έξοδα εναντίον του και με δεδομένη τη διασύνδεση της Έφεσης Αρ. 9/05 με την 3/05, ως ανωτέρω παραθέσαμε (η πρώτη θα ακολουθούσε το αποτέλεσμα της δεύτερης), δεν παρέχεται στέρεο έδαφος και σαφήνεια όλων των δεδομένων ώστε εξασκώντας την εγγενή μας εξουσία να προχωρήσουμε να διορθώσουμε ή συμπληρώσουμε τη διαταγή για τα έξοδα.  Αίτημα για διόρθωση, ως το επιδιωκόμενο, ευχερέστερα προωθείται ενώπιον του Δικαστηρίου που εξέδωσε το διάταγμα.  Τέτοια ενέργεια όχι μόνο δεν αναλήφθηκε από τον αιτητή, αλλά και δεν δόθηκαν και λόγοι γιατί δεν το έπραξε.

 

2.       Παρόλο που ο χρόνος υποβολής του αιτήματος δεν είναι καθοριστικός, βλ. σχετικά Hatton v. Harris [1892] A.C. 564, όπου διορθώθηκε λάθος μετά από 39 χρόνια, ο παράγοντας αυτός δεν αγνοείται αλλά συνεκτιμάται και σταθμίζεται με άλλους, ιδιαιτέρως θα λέγαμε με τις εξηγήσεις που όφειλε να δώσει ο εκάστοτε αιτητής ώστε να δικαιολογηθεί η καθυστέρηση.  Ζητούμενο που στην υπό κρίση αίτηση ουδόλως ικανοποιήθηκε.

 

3.       Στην υπό κρίση περίπτωση η καθυστέρηση δεν μπορεί να αγνοηθεί, ιδιαιτέρως εφόσον διαπλέκεται και διασυνδέεται άμεσα με τα δικαιώματα τρίτων προσώπων, τα οποία ενδέχεται να επηρεαστούν ανεπανόρθωτα, εν όψει του ότι η δικηγόρος της καθ΄ ης απεβίωσε, οπότε σε τέτοια περίπτωση δεν πρέπει να επιτραπεί η τροποποίηση, Hatton (ανωτέρω) και Annual Practice, σ. 634, όπου παρατίθενται οι περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο αρνήθηκε να προβεί σε διόρθωση ασκώντας την εγγενή του εξουσία, όπως στην περίπτωση όπου γεγονότα που επακολούθησαν καθιστούν τη διόρθωση ανεπιεική - inequitable (Stewart v. Rhodes [1900] 1 Ch. 386).  Αναφερόμαστε στα όσα δεσμευτικά για τους διαδίκους εξάγονται από την απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην Αίτηση Αρ. 143/99, 15.10.2012, την οποία επισυνάπτει στην ένορκη δήλωση ο αιτητής: τα ποσά των εξόδων που κατ΄ ισχυρισμό του αιτητή καταβλήθηκαν προς τη δικηγόρο της καθ΄ ης η αίτηση και όπως ο ίδιος στη συμπληρωματική του ένορκη δήλωση αναφέρει, θα του επιστρέφονταν αν αποφασιζόταν ότι λανθασμένα επιδικάστηκαν.  Ο αιτητής, από όσα έχουν τεθεί ενώπιον μας, δεν φαίνεται να εφεσίβαλε την εν λόγω απόφαση η οποία κατέστη τελεσίδικη και δεσμευτική. 

 

4.       Όπως προκύπτει και πάλι απ΄ όσα έθεσε ενώπιον μας η καθ΄ ης η αίτηση, ο αιτητής αποτείνεται εκ νέου στο Δικαστήριο καταχωρώντας νέα έφεση εναντίον της Πρώτης απόφασης, επιδιώκοντας την αυτή θεραπεία: την έκδοση διατάγματος για διόρθωση της ώστε να προνοεί, ανάμεσα σε άλλα, επιστροφή ποσού από τους διαχειριστές της περιουσίας της πρώην συνηγόρου της καθ΄ ης η αίτηση.  Το Εφετείο με απόφαση Ντάγκλας ν. Ντάγκλας (2008) 1 Α.Α.Δ. 744, απέρριψε την έφεση με το ακόλουθο σκεπτικό:

«Με την απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στις Εφέσεις 3/05 και 9/05 διατάχθηκε επανεκδίκαση θέματος σε σχέση με τις περιουσιακές διαφορές του αιτητή με την καθ' ης η αίτηση ενόψει σφαλμάτων που ανάγονταν στον τρόπο με τον οποίο  αξιολογήθηκε η μαρτυρία.

Με την παρούσα αίτηση επιδιώκεται διάταγμα για διόρθωση, όπως αναφέρεται, της απόφασης του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου ώστε να περιληφθούν σ' αυτή διαταγές αναφορικά με ζητήματα τα οποία, κατά την αντίληψη του αιτητή, προέκυπταν ως απαραίτητες ρυθμίσεις ενόψει της απόφασης που εκδόθηκε.

Η καθ' ης η αίτηση καταχώρησε ένσταση και νομίζουμε πως εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί πως το υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηρίζεται η αίτηση είναι ανύπαρκτο.

Επιδιώκεται η ακύρωση memo, διαταγής για μεσεγγύηση και η έκδοση διαταγής για επιστροφή ποσού από το διαχειριστή της περιουσίας της πρώην συνηγόρου της καθ' ης η αίτηση.  Αυτά δεν είναι ζητήματα τα οποία μπορούν να συσχετισθούν προς την απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου και πολύ λιγότερο να ταξινομηθούν ως λάθη τα οποία να μπορούν να διορθωθούν με διάβημα όπως το παρόν.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.»

 

Το γεγονός ότι εν προκειμένω ο αιτητής απομονώνει το αίτημα για διόρθωση της Πρώτης απόφασης, ώστε να μην στρέφεται πλέον ως αξίωση εναντίον του διαχειριστή της πρώην δικηγόρου της καθ΄ ης η αίτηση, αλλά ως διόρθωση της απόφασης αυτής καθ' εαυτής, δεν διαφοροποιεί το ζήτημα.  Υπάρχει ταυτότητα διαδίκων και υποβολή ταυτόσημου στην ουσία αιτήματος.  Υποβάλλεται εκ νέου μεταμφιεσμένο το ίδιο αίτημα όπως υπεβλήθη, ανάμεσα σε άλλα συναφή, στην ανωτέρω έφεση, το αποτέλεσμα της οποίας δεσμεύει τον αιτητή.  Θεωρούμε ότι ο αιτητής εμποδίζεται να επανέρχεται μετά από μεγάλη πάροδο χρόνου, με νέα αίτηση επιδιώκοντας να έχει μια δεύτερη ευκαιρία και μάλιστα χωρίς να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση γιατί δεν αποτάθηκε ενώπιον του Εφετείου που εξέδωσε την Πρώτη απόφαση, ως το αρμόδιο να προβεί σε διόρθωση ή έστω ενώπιον του Εφετείου που εξέδωσε τη Δεύτερη και ήταν σίγουρα σε καλύτερη θέση από το Εφετείο με την παρούσα σύνθεση, να διερευνήσει τα γεγονότα που περιβάλλουν την επιδίκαση των εξόδων.

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα εναντίον του αιτητή, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                                   ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

                                                                   Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

/ΦΚ                                                             Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο