ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Βικτ. Καρακασίδου, (κα), για Ε.Κ. Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για την αιτήτρια. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-04-21 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΥΣΑΣ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΕΦΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΑΘΩΩΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ.10780/13 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, Πολιτική αίτηση 58/17, 21/4/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:D144

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Πολιτική αίτηση 58/17

 

 

[Α.ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ]

 

21 Απριλίου, 2017

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 30, 33, 35 ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ.1780/13 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡ. 4.4.2017

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΥΣΑΣ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΕΦΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΑΘΩΩΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ.10780/13 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6, 13, 14, 17 ΚΑΙ 53 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΡΘΩΠΟΥ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 137(1)Α ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ.155

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΑΡΘΡΑ 20, 21, 41, 44, 47, 51, 52, 53 ΚΑΙ 54

------------------------------------

 

Βικτ. Καρακασίδου, (κα), για Ε.Κ. Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για την αιτήτρια.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.:  Με την υπό εξέταση αίτηση, η αιτήτρια Unilever Tseriotis Ltd. ζητά άδεια για καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari για ακύρωση της απόφασης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερ.4.4.2017 με την οποία απέρριψε αίτημα της για άσκηση έφεσης κατά της αθωωτικής απόφασης στην ιδιωτική ποινική υπόθεση με αριθμό 10780/13 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.  Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν κατατεθεί από πλευράς της αιτήτριας, η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα λήφθηκε κατόπιν νομικής πλάνης και/ή πλημμελούς εφαρμογής του Νόμου επί των πραγματικών γεγονότων και/ή των εφαρμοστέων αρχών που ισχύουν στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως αξιολόγησης της μαρτυρίας. 

 

Η αίτηση συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση του Παντελή Χατζηγεωργίου, Οικονομικού Διευθυντή της αιτήτριας εταιρείας, που ήταν  η Κατήγορος στην Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση με αρ. 10780/13 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.  Όπως αναφέρει, στις 24.3.2017 το πρωτόδικο Δικαστήριο απάλλαξε και αθώωσε τους κατηγορούμενους 1 και 2 στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως αξιολόγησης. Η ποινική υπόθεση είχε καταχωρηθεί στις 23.5.2013 από την εταιρεία Unilever Tserioris (Cyprus) Ltd εναντίον 7 κατηγορουμένων περιλαμβανομένων και των Ορφανίδης Δημόσια Εταιρεία Λτδ (κατηγορούμενος 1) και του Χρίστου Ορφανίδη (κατηγορούμενος 2) για αριθμό αδικημάτων δηλαδή για κλοπή υπό αντιπροσώπου, για συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος, για συνομωσία προς καταδολίευση, για κλοπή και τέλος για εξασφάλιση αγαθών διά ψευδών  παραστάσεων.

 

Στις 3.4.2017 με επιστολή της η αιτήτρια υπέβαλε προς το Γενικό Εισαγγελέα αίτημα για να της δοθεί άδεια για καταχώρηση έφεσης κατά της αθωωτικής απόφασης για το λόγο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε πλημμελή εφαρμογή του Νόμου και ότι υπήρξε αντικανονικότητα της διαδικασίας.  Στην επιστολή επισυνάπτοντο τόσο το εφετήριο και το τροποποιημένο κατηγορητήριο, όσο και η απόφαση του Δικαστηρίου.  Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με την επιστολή του ημερ. 4.4.2017 απέρριψε το εν λόγω αίτημα χωρίς οποιαδήποτε δικαιολογία.  Είναι η εισήγηση της αιτήτριας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής στο στάδιο της εξέτασης της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον των κατηγορουμένων, προσέγγιση που κρίνεται παντελώς εσφαλμένη και σε αντίθεση με τη νομολογία επί του θέματος και ιδιαίτερα την απόφαση του Εφετείου στην ποινική υπόθεση με αριθμό 154/15, ημερ. 5.4.2017.  Είναι η άποψη της ότι ο Γενικός Εισαγγελέας με την αναιτιολόγητη απόρριψη του αιτήματος της, άσκησε δικαστική εξουσία και/ή οιωνεί δικαστική εξέταση και/ή επενέβη στην πορεία της δικαιοσύνης και στο συνταγματικό δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη, δικαιώματα που παρέχει επίσης και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.   Το γεγονός ότι προβλέπεται από το Νόμο δικαίωμα έφεσης κατά αθωωτικών αποφάσεων οποιαδήποτε απόφαση, κατά την άποψη της, η οποία αποκλείει το δικαίωμα αυτό είναι παράνομη.  Πόσο μάλλον στην υπό κρίση περίπτωση που η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα είναι και αναιτιολόγητη. 

 

Περαιτέρω, κατά την προφορική αγόρευση της, η δικηγόρος της αιτήτριας τόνισε το δικαιολογημένο της αίτησης της και ότι με την αρνητική απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα παραβλάπτονται τα δικαιώματα της αιτήτριας, που κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

 

Το προνομιακό ένταλμα της φύσης certiorari απευθύνεται στα κατώτερα Δικαστήρια για σκοπούς εποπτικού ελέγχου και ακύρωσης αποφάσεων, διαταγμάτων ή ενταλμάτων τους όπου διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή νομική πλάνη που είναι έκδηλη από το πρακτικό του Δικαστηρίου (βλ. Σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα Πέτρου Αρτέμη, Κεφάλαιο 4, σελ. 109).  Σημειώνεται ότι στην παρούσα περίπτωση προσβάλλεται η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα και όχι  Επαρχιακού ή άλλου κατώτερου Δικαστηρίου.

 

Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 112.2 του Συντάγματος ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας προΐσταται της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας η οποία είναι ανεξάρτητος υπηρεσία μη υπαγομένη σε οποιονδήποτε Υπουργείο.  Όπως προνοείται περαιτέρω με το Άρθρο 112.4 του Συντάγματος ο Γενικός Εισαγγελέας είναι μέλος της Μονίμου Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας και υπηρετεί με τους ίδιους όρους των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου πλην του Προέδρου αυτού.  Συνεπώς, οι πράξεις του Γενικού Εισαγγελέα κατ΄ουδένα λόγο μπορεί να θεωρηθούν ως δικαστικές πράξεις.  Ακόμη και στην περίπτωση που η επίδικη απόφαση του θεωρηθεί οιωνεί δικαστική πράξη, αυτή δεν ελέγχεται δυνάμει του ΄Αρθρου 155.4 του Συντάγματος, που προνοεί για την έκδοση ενταλμάτων της φύσης certiorari

 

Όπως επεξηγήθηκε στην υπόθεση Re Tooulias (1984) 1 Α.Α.Δ. 885, ο  Γενικός Εισαγγελέας όταν ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια δυνάμει του Άρθρου 113(2) του Συντάγματος, που αφορούσε η υπόθεση, το οποίο του παρέχει εξουσία κατά την κρίση του προς το δημόσιο συμφέρον να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνεται και συνεχίζει ή διακόπτει οποιανδήποτε διαδικασία ή διατάσσει δίωξη καθ΄οιουδήποτε προσώπου για οιονδήποτε αδίκημα, μπορεί να ενεργεί οιωνεί δικαστικά αλλά δεν ενεργεί ως δικαστικό όργανο και συνεπώς δεν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά με προνομιακό ένταλμα της φύσης Certiorari (βλ. επίσης Xenophontos v. Republic, 2 R.S.C.C. 89, Kyriakides v. Republic, 1 R.S.C.C. 66 και Νικολαΐδης (2002) 1 Α.Α.Δ. 599).  Γι'  αυτό ούτε και η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα να τερματίζει ποινικές διώξεις με την καταχώρηση «nolle prosequi»,  μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά (βλ. Police v. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 194 και Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 388, 398).

 

Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Meryem Kaya (2010)1(Γ) Α.Α.Δ. 1887 το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία έκρινε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας με το να αρνηθεί να προχωρήσει σε δίωξη για κατ΄ ισχυρισμό αδικήματα ενήργησε εντός των πλαισίων των εξουσιών που του παρέχει το Άρθρο 113(2) του Συντάγματος και η άσκηση της εξουσίας του αυτής δεν μπορούσε να ελεγχθεί δικαστικά με προνομιακό ένταλμα certiorari.  Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πιο πάνω απόφαση:

 

«Μελετήσαμε με προσοχή τα ενώπιόν μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε από ορθές και θεμελιωμένες νομικές αρχές και κατέληξε σε αποτέλεσμα που ήταν, υπό τις περιστάσεις, νομικά επιβεβλημένο και αναπόφευκτο. Επιπρόσθετα προς τη νομολογία στην οποία παρέπεμψε η πρωτόδικη απόφαση σημειώνουμε και την υπόθεση Ellinas vRepublic (1989) 1 C.L.R. 17, όπου η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην απόφαση πλειοψηφίας της, τόνισε ότι ούτε στην Αγγλία αλλά ούτε και στην Κύπρο οι αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα υπόκεινται σε δικαστική αναθεώρηση με το προνομιακό ένταλμα Certiorari. Ο Γενικός Εισαγγελέας είναι, δυνάμει του Συντάγματος, εμπιστευμένος με την εξουσία δίωξης, κατά την κρίση του (Άρθρο 113.2). Η εξουσία αυτή υπόκειται μόνο στους περιορισμούς που προνοούνται από το Σύνταγμα. Για τους σκοπούς του άρθρου 113.2, ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας είναι ο κριτής του δημοσίου συμφέροντος.

 

Η άσκηση της εξουσίας που παρέχεται στο Γενικό Εισαγγελέα από το άρθρο 113 δεν εμπίπτει ούτε στη σφαίρα του άρθρου 146.1 του Συντάγματος διότι είναι στενά συνδεδεμένη με δικαστικές διαδικασίες (Δέστε: Xenofontos, ανωτέρω και Kyriakidesανωτέρω, και συναφώς, Καρατσής v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 201).

 

Είναι προφανές, επομένως, ότι ο Γενικός Εισαγγελέας έχει ανέλεγκτη εξουσία να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνεται, συνεχίζει ή διακόπτει οιανδήποτε διαδικασία ή διατάσσει δίωξη εναντίον οποιουδήποτε προσώπου στη Δημοκρατία, για οποιοδήποτε αδίκημα, εφόσον, κατά την κρίση του, αυτό είναι προς το δημόσιο συμφέρον. Το δημόσιο συμφέρον, δηλαδή, σ' αυτή την περίπτωση, κρίνεται από τον ίδιο το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και η κρίση του δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο είτε με προνομιακό ένταλμα, είτε δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

 

Το δικαίωμα έφεσης κατά καταδίκης ή ποινής από ποινικό Δικαστήριο διασφαλίζεται από το άρθρο 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/60).  Όμως το δικαίωμα έφεσης από αθωωτική απόφαση Επαρχιακού Δικαστή ρυθμίζεται εξαντλητικά από τα άρθρα 131(2) και 137(1)(α) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ΚΕΦ. 155.  Το μεν άρθρο 131(2) προβλέπει ρητά ότι δεν χωρεί έφεση από αθωωτική απόφαση, παρά μόνο με τη σύσταση ή γραπτή έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας το δε άρθρο 137(1)(α) αναφέρει περιοριστικά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο Γενικός Εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου. 

 

Το ίδιο το Σύνταγμα δεν διασφαλίζει το δικαίωμα Έφεσης το οποίο δίνεται από την πιο πάνω νομοθεσία.

 

Προκύπτει, λοιπόν, αβίαστα ότι στην παρούσα περίπτωση ο Γενικός Εισαγγελέας ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας που του παρέχουν τα άρθρα 131(2) και 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.  Ο Γενικός Εισαγγελέας έκρινε ότι στην περίπτωση του Αιτητή δεν συνέτρεχε προφανώς οποιοσδήποτε από τους λόγους που περιλαμβάνονται στο άρθρο 137(1)(α)(i) - (iv) του ΚΕΦ. 155 γι'  αυτό και δεν έδωσε την έγκριση του για άσκηση έφεσης κατά της απόφασης.   Η κρίση του αυτή δεν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά με προνομιακό ένταλμα certiorari.

 

Έχω εξετάσει και την εισήγηση της δικηγόρου της αιτήτριας ότι η επίδικη απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα παραβιάζει δικαιώματα που κατοχυρώνονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που κυρώθηκε με το Νόμο 39/62 και ιδιαίτερα εκείνα που αφορούν στην ελεύθερη πρόσβαση στο Δικαστήριο.  Η ίδια εισήγηση είχε τεθεί επίσης και στην υπόθεση Meryem Kaya (ανωτέρω) με ειδική αναφορά στο άρθρο 13 του Κυρωτικού Νόμου, που κατοχυρώνει άνευ όρων το δικαίωμα απρόσκοπτης πρόσβασης στα Δικαστήρια για παραβιάσεις που απορρέουν από τη Σύμβαση, και αποφασίστηκε ότι η ανέλεγκτη κρίση του Γενικού Εισαγγελέα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή του Κυρωτικού Νόμου 39/62.

 

Συνεπώς ούτε αυτή η εισήγηση γίνεται δεκτή.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.  Καμιά διαταγή για έξοδα.

 

                                                                   Α. Πούγιουρου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο