ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Δ. Μιχαήλ, για τους εφεσείοντες Β. Αδαμίδου (κα) για Ν. Αναστασιάδη amp;amp;amp; Συνεταίρους, για την εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-04-11 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ κ.α. ν. ALPHA BANK LTD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 337/2011, 11/4/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A135

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

                             ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 337/2011

 

 

11 Απριλίου, 2017

 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

1.  ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ

2.  ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΛΛΑΠΗΣ

3.  ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ

4.  ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ

Εφεσείοντες/εναγόμενοι

 

ΚΑΙ

 

AlPHA BANK LTD

Εφεσiβλητης/ενάγουσας

.........

Δ. Μιχαήλ, για τους εφεσείοντες

Β. Αδαμίδου (κα) για Ν. Αναστασιάδη & Συνεταίρους, για την εφεσίβλητη

 

...........................

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

Θα δώσει η Δικαστής Πούγιουρου

....................................


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ:   Δυνάμει συμφωνίας ημερ. 20/12/01 η Alpha Bank Ltd. (που στο εξής θα αναφέρεται ως «η Τράπεζα») παραχώρησε στους εφεσείοντες 1 και 2 δάνειο εκ Λ.Κ.35.000.  Προς εξασφάλιση της αποπληρωμής του δανείου οι εφεσείοντες 3 και 4 εγγυήθηκαν προσωπικά, με γραπτή συμφωνία εγγύησης της ίδιας ημερομηνίας, όλες τις υποχρεώσεις των εφεσειόντων 1 και 2 και ως περαιτέρω εξασφάλιση ο εφεσείων 2 προέβη σε εκχώρηση όλων των δικαιωμάτων του που πηγάζουν από την Ασφάλεια Ζωής που είχε με την εταιρεία Universal Life Insurance Co. Ltd για το ποσό των Λ.Κ.50.000.  Δεδομένου ότι οι εφεσείοντες δεν ανταποκρίθηκαν στις συμβατικές τους υποχρεώσεις, η Τράπεζα με την επιστολή της ημερ. 7/4/03 προέβη σε τερματισμό της λειτουργίας του λογαριασμού του δανείου και κάλεσε όλους τους εφεσείοντες σε εξόφληση του υπολοίπου του λογαριασμού.

 

Ακολούθησε από πλευράς Τράπεζας η καταχώρηση αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού που αξίωνε από τους εφεσείοντες το χρηματικό υπόλοιπο του λογαριασμού, δυνάμει των συμφωνιών δανείου και εγγύησης, εκ Λ.Κ. 34.653,59.  Αξίωνε επίσης διάταγμα και/ή αναγνωριστική απόφαση ότι δικαιούται σε κεφαλαιοποίηση των τόκων του λογαριασμού δυο φορές ετησίως και τέλος διάταγμα για εξαργύρωση της Ασφάλειας Ζωής του εναγόμενου 2 με αρ. 1-1158944-6 στη Universal Life Insurance Co. Ltd, δυνάμει συμφωνίας εκχώρησης. 

 

Οι εφεσείοντες άνκαι παραδέχονται την υπογραφή των συμφωνιών του δανείου και της γραπτής εγγύησης καθώς και την εκχώρηση της ασφάλειας ζωής του εφεσείοντα 2, με την υπεράσπιση τους πρόβαλαν θέμα ακυρότητας των συμφωνιών λόγω μεμπτής συμπεριφοράς της Τράπεζας σε βάρος τους κατά τον καταρτισμό των συμφωνιών.  Συγκεκριμένα καταλογίζουν στην Τράπεζα ότι προέβη σε ψευδείς παραστάσεις και σε απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων σε σχέση με την ύπαρξη της επιπρόσθετης εξασφάλισης που αφορά στην ενεχυρίαση 44.000 μετοχών της εφεσείουσας 3 στην  Sharelink Financial Services Ltd.    Πρόβαλαν δε και Ανταπαίτηση για κήρυξη των συμφωνιών ως άκυρων και μη δεσμευτικών για τους εφεσείοντες.

 

Προβάλλει ως κύριο σημείο της υπεράσπισης τους ότι μεταξύ των εξασφαλίσεων που δόθηκαν για το δάνειο περιλαμβάνετο και η ενεχυρίαση 44.000 μετοχών της εφεσείουσας 3 στην Sharelink Financial Services Ltd. Οι μετοχές αυτές είχαν ενεχυριασθεί προς όφελος της Τράπεζας από την εφεσείουσα 3 ως εξασφάλιση άλλου δανείου τακτής προθεσμίας ημερ. 29/11/99, προς τους εφεσείοντες 1 και 2 και θα εξακολουθούσαν οι μετοχές να συνιστούν εξασφάλιση και για το επίδικο δάνειο.  Οι εφεσείοντες διατείνονται ότι η Τράπεζα τους παραπλάνησε κατά την υπογραφή των επίδικων συμφωνιών δανείου και εγγύησης, δηλαδή παρέστησε σ' αυτούς ότι η εξασφάλιση της ενεχυρίασης των μετοχών της εφεσείουσας 3 στην Sharelink υφίστατο ενώ στην πραγματικότητα οι μετοχές είχαν αποδεσμευτεί. 

 

Στην Απάντηση της η εφεσίβλητη Τράπεζα άνκαι παραδέχεται ότι μια από τις εξασφαλίσεις για το επίδικο δάνειο ήταν και η ενεχυρίαση 4000 μετοχών της εφεσείουσας 3 στην Sharelink, οι οποίες στη συνέχεια αυξήθηκαν σε 44.000 με την παραχώρηση bonus shares, δηλώνει άγνοια της αποδέσμευσης τους κατά το χρόνο καταρτισμού των επίδικων συμφωνιών, γεγονός που πληροφορήθηκε μόλις στις 2/6/03.

 

Με την υπό κρίση έφεση επιδιώκεται ο παραμερισμός της απόφασης ημερ. 31/5/11 στην πιο πάνω αγωγή, με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ της εφεσίβλητης Τράπεζας και εναντίον των εφεσειόντων το ποσό των €109.009,89 με τόκο προς 8% ετησίως επί ποσού €104.966,69 από 21/6/10 μέχρι αποπληρωμής, με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης του τόκου την 30ην Ιουνίου και 31ης Δεκεμβρίου εκάστου έτους, καθώς και διάταγμα εξαργύρωσης της Ασφάλειας Ζωής του εναγόμενου 2/εφεσείοντα 2 στην Universal Life Insurance Co. Ltd πλέον έξοδα.

Για την πλευρά της εφεσίβλητης Τράπεζας κατέθεσαν πρωτόδικα ο Νεόφυτος Παρέας, (Μ.Ε.1) και η Κατερίνα Ελευθερίου (Μ.Ε.2), υπάλληλοι της Τράπεζας, και από πλευράς εφεσειόντων ο Χαράλαμπος Αλεξάνδρου (Μ.Υ.1), υπάλληλος της Sharelink, και ο εφεσείων 2 (Μ.Υ.2).  Εκτός από την προφορική μαρτυρία κατατέθηκαν επίσης πρωτοδίκως και αριθμός εγγράφων ως τεκμήρια, όπως οι συμφωνίες, επιστολές κ.α.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του ασχολήθηκε κατά προτεραιότητα με το εγερθέν ζήτημα της ακυρότητας των συμφωνιών δανείου και εγγύησης εφόσον, σύμφωνα με την Υπεράσπιση, συνήφθηκαν υπό το κράτος ψευδών παραστάσεων και απάτης.   Εκρινε ότι η υπόθεση της Υπεράσπισης εστιάζετο στην παρουσίαση από μέρους της Τράπεζας της εξασφάλισης ενεχυρίασης των 44.000 μετοχών ως υφιστάμενης, ενώ κατά την υπογραφή των επίδικων συμφωνιών δανείου και εγγύησης  η εξασφάλιση αυτή δεν υπήρχε. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε κατ' αρχάς ότι η ενεχυρίαση των 44.000 μετοχών στην Sharelink δεν αφορούσε σε ουσιώδη όρο της συμφωνίας δανείου και ότι δεν ήταν η μοναδική εξασφάλιση, εφόσον υπήρχαν ως εξασφαλίσεις και οι προσωπικές εγγυήσεις των εφεσειουσών 3 και 4 και επιπρόσθετα η εκχώρηση της ασφάλειας ζωής του εφεσείοντα 2.

 

Αφού εξέτασε τη νομική πτυχή του θέματος σε συνάρτηση με την ενώπιον του μαρτυρία, έκρινε ότι δεν πληρούντο στην παρούσα περίπτωση  οι προϋποθέσεις απόδειξης ψευδών παραστάσεων που προνοούνται από τo άρθρο 18(α) του περί Συμβάσεων Νόμου, ώστε να θεωρηθούν οι συμβάσεις δανείου και εγγύησης άκυρες γι' αυτό το λόγο.  Δέχθηκε την εκδοχή της Τράπεζας ως ορθή και ότι οι συμφωνίες συνομολογήθηκαν με την ελεύθερη συναίνεση των εφεσειόντων και ότι ήσαν καθόλα έγκυρες και δεσμευτικές γι' αυτό και προχώρησε στην έκδοση απόφασης υπέρ της Τράπεζας για το ποσό που απέδειξε, ως το υπόλοιπο του λογαριασμού, που ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε κατά την ακρόαση, με έξοδα όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.  Προέβη περαιτέρω σε απόρριψη της Ανταπαίτησης ενόψει της απόφασης επί της απαίτησης, χωρίς έξοδα.

 

Με την υπό κρίση έφεση οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με 14 λόγους έφεσης, τους οποίους με το  περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου τους διαχωρίζουν σε πέντε ενότητες ως εξής:

1.    Εσφαλμένη κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη σημασία της ενεχυρίασης των μετοχών και την εγκυρότητα των συμβάσεων δανείου και εγγύησης (Λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 6, 7, 9, 10 και 11).

2.   Εσφαλμένη κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της πλάνης (Λόγος έφεσης 4).

3.   Εσφαλμένη αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι προβάλλονται στην Υπεράσπιση αντιφατικοί ισχυρισμοί ως προς την αποδέσμευση των μετοχών (Λόγος έφεσης 5).

4.   Εσφαλμένη κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη δεν είχε καμιά ανάμειξη στην αποδέσμευση των μετοχών (Λόγος έφεσης 8).

5.   Εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. (Λόγοι έφεσης 12, 13 και 14).

 

Όλοι οι λόγοι έφεσης είναι συναφείς και έχουν ως κοινή αφετηρία το ζήτημα των κατ' ισχυρισμών ψευδών παραστάσεων από μέρους της Τράπεζας, γεγονός που, κατά τους εφεσείοντες, οδηγεί αναπόφευκτα σε ακύρωση των επίδικων συμφωνιών.  Επίκεντρο της επιχειρηματολογίας τους είναι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε ότι η Τράπεζα με τη χρήση ψευδών παραστάσεων ώθησε τους εφεσείοντες στον καταρτισμό της συμφωνίας δανείου και κατ' επέκταση της συμφωνίας εγγύησης.

 

Το Δικαστήριο στην απόφαση του προτού επιληφθεί της ουσίας της συγκεκριμένης υπεράσπισης, προβληματίστηκε ως προς τον τρόπο που οι ψευδείς παραστάσεις προβάλλονται στην Έκθεση Απαίτησης.  Προβαίνει στην παρατήρηση ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί είναι αντιφατικοί για το θέμα, αναφέροντας και παραδείγματα.  Αντιφατικές θέσεις επισημαίνει ότι προβάλλονται και στο υπόλοιπο περιεχόμενο της υπεράσπισης.  Τα σχόλια αυτά του Δικαστηρίου αναγράφονται στην αρχή της ενότητας της απόφασης κάτω από τον τίτλο «ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ».  Παρά τις παρατηρήσεις του αυτές, που είναι αντικείμενο του λόγου έφεσης 5,  προχώρησε και εξέτασε όλους τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς.  Όντως ήταν αχρείαστα τα σχόλια αυτά του Δικαστηρίου.  Δεν κρίνουμε όμως ότι χρειάζεται οποιαδήποτε επέμβαση μας εφόσον έγιναν στα πλαίσια της αξιολόγησης της μαρτυρίας και δεν επηρέασαν με οποιοδήποτε τρόπο την κρίση του Δικαστηρίου.   Συνεπώς ο λόγος έφεσης 5 δεν μπορεί να πετύχει.  Ακολουθεί στη συνέχεια η θέση του Εφετείου επί των θεμάτων της αξιολόγησης.

 

Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας το πρωτόδικο Δικαστήριο  καταλήγει στην αποδοχή, χωρίς ενδοιασμούς, της μαρτυρίας από πλευράς Τράπεζας απορρίπτοντας εκείνη του εφεσείοντα 2 και του Μ.Υ.1 στα αμφισβητούμενα σημεία.  Εξέτασε αρχικά κατά πόσο η Τράπεζα κατά τη διαβεβαίωση ύπαρξης των μετοχών από μέρους της κατά τον καταρτισμό των συμφωνιών,  οι πληροφορίες που είχε δικαιολογούσαν αυτή την επιβεβαίωση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι στις 20/12/01 που καταρτίστηκαν οι επίδικες συμφωνίες, η Τράπεζα ήταν με την εντύπωση ότι  υφίσταντο οι μετοχές.  Αυτό μαρτύρησε η Μ.Ε.2 αναφέροντας ότι όλα τα στοιχεία που κατείχε η Τράπεζα δηλαδή το έγγραφο ενεχυρίασης των μετοχών (τεκμ. 9), την επιστολή προς τη Sharelink ημερ. 22/2/00 (τεκμ. 10) με την οποία γνωστοποιούσε την ενεχυρίαση, και τη βεβαίωση της τελευταίας στο ίδιο το τεκμ. 10 ότι η ενεχυρίαση είχε καταχωρηθεί κατάλληλα στο μητρώο μελών της εταιρείας, έδιναν την εντύπωση στην Τράπεζα  για την ύπαρξη των μετοχών.  Καταλήγει ότι η Τράπεζα είχε κάθε καλό λόγο να πιστεύει περί της ύπαρξης των μετοχών και  επιπρόσθετα γιατί ουδέποτε η ίδια προέβη σε αποδέσμευση τους.

 

Η Μ.Ε.2 είχε αναλάβει την υπόθεση αφότου είχαν παρουσιαστεί καθυστερήσεις στο λογαριασμό των εφεσειόντων 1 και 2  και μετά.  Από τη μαρτυρία της η πρωτόδικος δικαστής εντοπίζει το σημείο ότι σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον εφεσείοντα 1, πληροφορήθηκε ότι οι μετοχές είχαν ήδη πωληθεί.  Η ίδια ισχυρίστηκε ότι η Τράπεζα δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στην αποδέσμευση τους.   Αυτή η πληροφόρηση ήταν και το έναυσμα διερεύνησης του ισχυρισμού από την Τράπεζα, ο οποίος τελικά επιβεβαιώθηκε από την Sharelink με επιστολή της.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει σε εύρημα, το οποίο χαρακτηρίζει και ως παραδεκτό γεγονός, ότι οι ενεχυριασθείσες μετοχές είχαν ήδη αποδεσμευτεί από τον Ιούνιο του 2000, χωρίς ποτέ να ζητήσει κάτι τέτοιο η Τράπεζα, οπότε στις 20/12/01 η εφεσείουσα 3 δεν ήταν κάτοχος τους.  Με δεδομένο το εύρημα αυτό έκρινε ότι το ερώτημα που χρήζει απάντησης είναι αν η Τράπεζα είναι υπόλογη υποβολής ψευδών παραστάσεων στους εφεσείοντες 1 και 2, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 18(α), ώστε να δικαιολογείται η ακύρωση των συμφωνιών.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς σε συνάρτηση με το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό απέρριψε την εκδοχή της υπεράσπισης παραθέτοντας τους λόγους για τους οποίους δεν αποδέχτηκε τη θέση περί ακυρότητας των επίδικων συμφωνιών, ενόψει ψευδών παραστάσεων .

 

Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την απόφαση:

 

«Στην κρινόμενη περίπτωση η ενεχυρίαση των μετοχών δεν αφορούσε ουσιώδη όρο αυτής ταύτης της συμφωνίας δανείου.  Αποτελούσε εξασφάλιση μεν, της πληρωμής του δανείου, όχι όμως τη μοναδική εξασφάλιση.  Αν αυτή η εξασφάλιση είχε τόση σημασία και τόση αξία όπως ανέφερε ο εναγόμενος 2, θα ήταν η μόνη εγγύηση.  Όμως υπήρχαν και άλλες περαιτέρω εξασφαλίσεις της πληρωμής του δανείου, όπως η σύμβαση εγγύησης των εναγομένων 3 και 4 και η εκχώριση ασφάλειας ζωής του εναγομένου 2.  Αποτελούσε μεν όπως ανέφερε στη μαρτυρία του ο Μ.Ε.1, (και υπέδειξε με την αγόρευση του ο συνήγορος των εναγομένων) προϋπόθεση της συμφωνίας δανείου, αλλά ήταν εξασφάλιση για τους ενάγοντες.  Γι' αυτούς αφορούσε προϋπόθεση, που θα παρείχαν το δάνειο και όχι για τους εναγόμενους.  Το τεκ. 2 το οποίο είναι η επίδικη συμφωνία, ουδόλως περιλαμβάνει ως όρο αποπληρωμής την ενεχυρίαση των μετοχών, το δε Τεκ.3, το οποίο αποτελεί την έγκριση της τράπεζας στην αίτηση των εναγομένων 1 και 2 για παραχώριση δανείου με τις εξασφαλίσεις που εκεί αναφέρει μεταξύ των οποίων και την ενεχυρίαση των μετοχών, περιλαμβάνει ως τελευταίο όρο και παράγραφο το εξής:  «η παρούσα επιστολή δεν δημιουργεί οποιαδήποτε νομική υποχρέωση στην τράπεζα και η σχέση σας με την τράπεζα θα διέπονται από τους όρους των διαφόρων συμβάσεων που έχετε υπογράψει ή που θα υπογράψετε».

 

Συναφώς οι όροι της συμφωνίας δανείου και συμφωνίας εγγύησης είναι εκείνοι που περιλαμβάνονται στα σχετικά έγγραφα.

 

Άλλη προϋπόθεση που θα πρέπει να πληρείται είναι ο αντισυμβαλλόμενος να ενήργησε στη βάση της ψευδής παράστασης εις βάρος των συμφερόντων του.

 

Έχει ανωτέρω, κατά την αξιολόγηση καταγραφεί, ότι ο εναγόμενος 1 δεν συνήψε τη συμφωνία βασιζόμενος στην παράσταση της ύπαρξης των μετοχών, ούτε έγινε δεκτό ότι δεν θα υπέγραφε εάν γνώριζε ότι οι μετοχές δεν υφίσταντο.

 

Στο σύγγραμμα «Contract Law" Evan Mckendrick, 15th ed. σελ. 276 αναφέρεται πως «a representation is a statement of fact induces the other party to enter into a contract or otherwise act to his detriment".

 

Η επίδικη συμφωνία δανείου έχει εκτελεσθεί πλήρως εκ μέρους των εναγόντων.  Οι εναγόμενοι 1 και 2 έλαβαν το όφελος του δανείου, έλαβαν ολόκληρο το ποσό, με το οποίο εξόφλησαν προϋπάρχον χρέος τους προς τους ενάγοντες.  Συνεπώς κρίνεται πως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για απόδειξη ψευδής παράστασης.

 

Κρίνεται σημαντικό να επισημανθεί πως:  Παρά τη θέση του εναγομένου 2 ότι η υφιστάμενη ενεχυρίαση μετοχών αποτελούσε προϋπόθεση τόσον για τον ίδιο όσον για τον εναγόμενο 1 να συνάψει τη συμφωνία δανείου, αλλά για τις εναγόμενες 3 και 4 να υπογράψουν τη συμφωνία εγγύησης (Τεκ.6) όμως τέτοια μαρτυρία δεν δόθηκε εκ μέρους των ενδιαφερομένων.  Όχι μόνο δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο να καταθέσουν την εκδοχή τους, αλλά αντίθετα, το Τεκ.18, η επιστολή που ο εναγόμενος 1 απέστειλε στους ενάγοντες, εκ πρώτης όψεως φανερώνει πρόθεση αποδοχής και εξόφλησης του χρέους.  Η δικαιολογία που προέβαλε ο εναγόμενος 2 δεν μπορεί βέβαια να γίνει αποδεκτή αφού αποτελεί τη δική του εκδοχή, ερμηνευτική της πράξης του εναγόμενου 1.

 

Συνεπώς ακόμη και να γινόταν αποδεκτή η θέση του εναγομένου 2 περί προβολής ψευδών παραστάσεων εκ μέρους των εναγόντων οι οποίες τους οδήγησαν να υπογράψουν τη συμφωνία δανείου και τη συμφωνία εγγύησης, οι συμβάσεις είναι ακυρώσιμες κατ' επιλογή του αθώου μέρους και οι εναγόμενοι 1, 3 και 4 δεν έχουν εκφράσει τη δική τους θέση και δικές τους προθέσεις που είχαν όταν υπέγραφαν αυτή τη συμφωνία.  Δεν έχει αποδειχθεί ότι και αυτοί οι εναγόμενοι έχουν ωθηθεί από την παράσταση αυτή να υπογράψουν και να συμβληθούν.  Το τι ανέφερε ο εναγόμενος 1 για εκείνο που είχαν κατά νού οι εναγόμενοι 1, 3 και 4, δεν αποτελεί επαρκή απόδειξη.»

 

 

 

Έχουμε εξετάσει κάθε πτυχή της επιχειρηματολογίας των εφεσειόντων σ' όσον αφορά την υποβολή ψευδών παραστάσεων που είχαν προωθήσει και πρωτόδικα και κρίνουμε ότι το Δικαστήριο καθοδηγήθηκε από ορθές κατευθυντήριες γραμμές και ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθά τις σχετικές νομικές αρχές και τη νομολογία.  Σημείωσε, πολύ σωστά, για τους λόγους που επεξηγεί στο  πιο πάνω απόσπασμα της απόφασης του, ότι οι φερόμενες ψευδείς παραστάσεις σ' όσον αφορά την ύπαρξη της εξασφάλισης ενεχυρίασης των μετοχών δεν ήταν ουσιώδεις και δεν ήταν αυτές που ώθησαν τους εφεσείοντες στον καταρτισμό των συμφωνιών δανείου και εγγύησης.  Θα ήταν ουσιώδεις οι παραστάσεις αν τίθετο θέμα προσβολής της εγκυρότητας της ίδιας της συμφωνίας ενεχυρίασης των μετοχών κανονικά από την Τράπεζα, εφόσον συνιστούσε εξασφάλιση της ίδιας και η απουσία της εξασφάλισης των μετοχών μείωνε το εύρος των εξασφαλίσεων της.   Εξηγεί περαιτέρω ότι η ενεχυρίαση των μετοχών δεν περιλήφθηκε ως όρος στις συμφωνίες δανείου και εγγύησης που ακολούθησαν την έγκριση της αίτησης για δάνειο.  Η αναφορά στην απόφαση ότι η ενεχυρίαση των μετοχών δεν αφορούσε σε ουσιώδη όρο της συμφωνίας δανείου, αυτό ακριβώς το νόημα δίνει, ότι δηλαδή η ενεχυρίαση δεν ήταν ουσιώδες γεγονός για τον καταρτισμό της συμφωνίας δανείου ή εγγύησης.

 

Στα πλαίσια προσβολής της ορθότητας της αξιολόγησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο δικηγόρος των εφεσειόντων έδωσε έμφαση στο περίγραμμα αγόρευσης του ότι δεν προσφέρθηκε μαρτυρία από πλευράς Τράπεζας ως προς τις συνθήκες καταρτισμού και υπογραφής της συμφωνίας δανείου, οπότε το Δικαστήριο, κατά την εισήγηση του,  θα έπρεπε να δεχθεί την εκδοχή των εφεσειόντων (λόγος έφεσης 3).  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τη θέση αυτή των εφεσειόντων και έκρινε ότι η απουσία τέτοιας μαρτυρίας  δεν διαφοροποιούσε τα γεγονότα, ενόψει των τεκμηρίων που κατατέθηκαν.   Συγκεκριμένα προβαίνει στις εξής διαπιστώσεις για το θέμα: 

 

«Αποτελεί γεγονός πως στο Δικαστήριο δεν προσφέρθηκε εκ μέρους των εναγόντων μαρτυρία για τα διαμειφθένα κατά την σύναψη του δανείου, αφού οι Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 ανέλαβαν τον λογαριασμό των εναγομένων 1 και 2 μετά τη σύναψη του.  Όμως:  Η συμφωνία δανείου είναι γραπτή.  Δεν αμφισβητείται από τους εναγομένους.  Από το Τεκμήριο 3 (Επιστολή Τράπεζας) καταδεικνύεται ότι οι ενάγοντες παρουσίασαν ως υφιστάμενες μετοχές, οι οποίες είχαν ήδη πωληθεί.  Συνεπώς, η απουσία του Γ. Καμπουρίδη από το εδώλιο, δεν διαφοροποιεί τα γεγονότα, αφού ήδη τέθηκαν γραπτώς ενώπιον του Δικαστηρίου.  Εκείνο που η απουσία του κ. Καμπουρίδη στερεί από το Δικαστήριο, αφορά τις τυχόν εκφρασθείσες από τους εναγόμενους 1 και 2 προθέσεις ή επιφυλάξεις, σε σχέση με τις μετοχές και την υπογραφή του δανείου.  Το γεγονός όμως, πως, η μια πλευρά δεν προβάλει μαρτυρία για ένα γεγονός δεν καθιστά άνευ άλλου τινός αξιόπιστη την αντίδικη (Μουζέ ν. Λαμπρή (1994) 1 ΑΑΔ σελ. 674 και Πέτρου ν. Θεμιστοκλέους (2003) 1 ΑΑΔ 1426Έχει λεχθεί στις ανωτέρω αποφάσεις ότι η αξιοπιστία μάρτυρα μπορεί να εκτιμηθεί αυτοτελώς ως εκ του περιεχομένου των ισχυρισμών του.  Δεν υπάρχει κανόνας, ανεξάρτητα από το πόσο αναξιόπιστη ή αν φαίνεται μια μαρτυρία, το Δικαστήριο οφείλει να την δεχθεί εφόσον η άλλη πλευρά δεν προσάξει αντίθετη μαρτυρία πάνω στα σημεία που κάλυψε.»

 

Συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση και διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου που κρίνουμε εύλογα ορθές.

 

Υποβάλλει περαιτέρω ο δικηγόρος των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε αποδεχθεί τη θέση των εφεσειόντων ότι η παράσταση της ενεχυρίασης των μετοχών ως υπαρκτής, πληροί το συστατικό στοιχείο της ψευδούς παράστασης, τόσο ως ουσιώδους όρου όσο και ως βασικού γεγονότος.

 

Το άρθρο 18(α) του περί Συμβάσεων Νόμου, το οποίο αναλύει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του και επί του οποίου βασίστηκαν οι εφεσείοντες για υποστήριξη της εισήγησης τους, καθορίζει τι συνιστά ψευδή  παράσταση και είναι:

 

18.  «Ψευδής παράσταση» περιλαμβάνει

 

(α) τη θετική βεβαίωση κατά τρόπο που δεν δικαιολογείται από τις πληροφορίες του προσώπου που βεβαιώνει, γεγονότος αναληθούς παρόλο ότι το πρόσωπο που βεβαιώνει πιστεύει ότι είναι αληθές.

 

 

.................................»

 

 

Το άρθρο 19 του ίδιου Νόμου προνοεί το ακυρώσιμο των συμφωνιών που συνάπτονται κατόπιν ψευδών παραστάσεων κατ' εκλογή του συμβαλλόμενου μέρους του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό, με την εξής όμως επιφύλαξη στην παράγραφο 3:

 

«19.(3)  Αν η συναίνεση αυτή παρασχέθηκε συνεπεία ψευδούς παράστασης ή τήρησης σιωπής, που συνιστά απάτη εντός της έννοιας του άρθρου 17, η σύμβαση παρόλα αυτά, δεν είναι ακυρώσιμη, αν το μέρος του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό, ήταν σε θέση να ανακαλύψει την αλήθεια καταβάλλοντας τη συνήθη επιμέλεια.

 

(4) ...............................»

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 18(α) και νομολογία κεντρικός άξονας της έννοιας της ψευδούς παράστασης είναι η «παράσταση» κάποιου γεγονότος που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα χωρίς όμως το πρόσωπο που προβαίνει στην παράσταση να το γνωρίζει.  Η έννοια της ψευδούς παράστασης, στο πλαίσιο αυτό, περιλαμβάνει «παράβαση καθήκοντος» χωρίς πρόθεση εξαπάτησης ή παραπλάνησης εκ μέρους του προσώπου που θεωρείται υπαίτιο.  Το βασικό στοιχείο της ψευδούς παράστασης είναι η θετική βεβαίωση κάποιου γεγονότος που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και ως αποτέλεσμα της οποίας το αθώο μέρος συνομολογεί σύμβαση με το μέρος που προέβη στην αναληθή παράσταση (βλ. σύγγραμμα «Το Δίκαιο των Συμβάσεων» Π. Πολυβίου Τόμος Α σελ. 333, 334).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει ενδιατρίψει σ΄όλα τα σημεία της υπεράσπισης που κατ' ισχυρισμό αποδεικνύουν την προβολή ψευδών παραστάσεων από μέρους της Τράπεζας, με σκοπό να πειστούν οι εφεσείοντες στην υπογραφή των συμφωνιών.  Έκρινε ότι δεν έχουν αποδειχθεί οι προϋποθέσεις απόδειξης των ψευδών παραστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 18(α) του περί Συμβάσεων Νόμου για να προχωρήσει σε ακύρωση των συμφωνιών για το λόγο αυτό.

 

Συγκεκριμένα μετά από αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας διαπίστωσε ότι η συνομολόγηση των συμφωνιών δανείου και εγγύησης δεν ήσαν αποτέλεσμα της παρουσίασης της ενεχυρίασης των μετοχών ως υπαρκτής εξασφάλισης.  Από την άλλη έκρινε ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι η παράσταση ύπαρξης των μετοχών ήταν ζημιογόνος για τους εφεσείοντες.  Αντίθετα οι εφεσείοντες 1 και 2 με τη συμφωνία δανείου αποκόμισαν όφελος που είναι το ποσό του δανείου που εξασφάλισαν από την Τράπεζα.   Κρίνουμε την αξιολόγηση τεκμηριωμένη και τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου εύλογα επιτρεπτές, οι οποίες υποστηρίζονται από τη μαρτυρία και τη νομολογία.

 

Η πρωτόδικος Δικαστής σημειώνει στην απόφαση του ότι δεν προσκομίστηκε καμιά μαρτυρία σ' όσον αφορά τις συνθήκες καταρτισμού της συμφωνίας εγγύησης.  Αναφέρεται ιδιαίτερα στην παράλειψη των εφεσειόντων 3 και 4 (εγγυητών) να δώσουν μαρτυρία πρωτόδικα που σίγουρα η μαρτυρία τους θα ήταν βασική για την υπεράσπιση στο θέμα των ψευδών παραστάσεων, σ' όσον αφορά τη συμφωνία εγγύησης και τις συνθήκες υπογραφής της.  Συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση του Δικαστηρίου.  Ο εφεσείων 2 δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει τις συνθήκες καταρτισμού της συμφωνίας εγγύησης αλλ' ούτε ήταν και το πρόσωπο στο οποίο απευθύνοντο οι ψευδείς παραστάσεις.  Ούτε όμως και ο εφεσείων 1 έδωσε μαρτυρία παρά το γεγονός ότι μαζί με τον εφεσείοντα 2 ήταν οι πρωτοφειλέτες του δανείου.  Μάλιστα η πρωτόδικος δικαστής στην απόφαση της εντοπίζει και μια αντίφαση της εκδοχής του εφεσείοντα 2 με την επιστολή του εφεσείοντα 1 ημερ. 24/6/08 (τεκμ. 18) με την οποία ο τελευταίος αναγνωρίζει το χρέος και υποβάλλει  πρόταση στην Τράπεζα για εξόφληση του, ενώ σύμφωνα με τη μαρτυρία του εφεσείοντα 2 είχαν πληροφορηθεί αρχές Νοεμβρίου του 2007 ότι δεν υφίσταντο οι μετοχές.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και κατά πόσο οι επίδικες συμφωνίες δανείου και εγγύησης συνήφθησαν κάτω από το καθεστώς αμοιβαίας πλάνης.  Αποφάσισε ότι δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση το δόγμα της   αμοιβαίας πλάνης (λόγος έφεσης 4), με το δικαιολογητικό ότι η πλάνη δεν αφορά σε όρο της συμφωνίας δανείου αλλά της συμφωνίας ενεχυρίασης.  Βασικό κριτήριο για να θεωρηθεί μια συμφωνία άκυρη λόγω κοινής πλάνης είναι όπως όλα τα συμβαλλόμενα μέρη να τελούν υπό πλάνη ως προς ένα ουσιώδες πραγματικό γεγονός.  Μόνο σε τέτοια περίπτωση η συμφωνία θεωρείται άκυρη.  Η βασική αρχή του κοινοδικαίου είναι ότι η πλάνη των μερών θα πρέπει να είναι βασική και ουσιώδης και θα πρέπει να αφορά στο ίδιο το αντικείμενο της σύμβασης.  Στην υπόθεση Bell ν. Lever Brothers Ltd. (1932) AC 161 αποφασίστηκε μεταξύ άλλων ότι η κοινή πλάνη που καθιστά άκυρη μια συμφωνία θα πρέπει να περιοριστεί με τρόπο αυστηρό, γιατί διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος να πληγεί η βεβαιότητα των συναλλαγών που συνιστά τη βάση του δικαίου των συμβάσεων.  Συνήθως η μόνη κοινή πλάνη που καθιστά μια σύμβαση άκυρη είναι η λανθασμένη αντίληψη των συμβαλλομένων ότι υπήρχε το αντικείμενο της σύμβασης, ενώ αυτό ουδέποτε υπήρξε είτε εξαφανίστηκε πριν τη συνομολόγηση της σύμβασης (βλ. σύγγραμμα «Το Δίκαιο των Συμβάσεων» Πολύβιος Πολυβίου, Τόμος Α σελ. 351 και την υπόθεση Σταύρου ν. Δημητρίου (1991) 1 ΑΑΔ 304).   Συμφωνούμε με την πρωτόδικη κατάληξη, που ήταν αποτέλεσμα επίσης της αξιολόγησης της μαρτυρίας.  Συνεπώς ο λόγος έφεσης 4 δεν μπορεί να πετύχει.

 

Θεωρούμε αχρείαστη την εξέταση του κάθε ενός λόγου έφεσης ξεχωριστά, καθότι σχεδόν όλοι οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα την κατάληξη δηλαδή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, ότι η συναίνεση των εφεσειόντων στην υπογραφή των συμφωνιών δανείου και εγγύησης δεν ήταν αποτέλεσμα ψευδών παραστάσεων από μέρους της Τράπεζας, εντός της εννοίας του άρθρου 18(α) του Κεφ. 149.

 

Στην προκειμένη περίπτωση ορθά επίσης έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι στοιχειοθετείτο καθήκον επιμέλειας της Τράπεζας προς τους εφεσείοντες, ώστε να είναι υπόλογη για οποιαδήποτε ζημιά τους λόγω αμέλειας.

 

Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι η πρωταρχική ευθύνη για την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας εναποτίθεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει και τη δυνατότητα να παρακολουθήσει τους μάρτυρες, όταν καταθέτουν ενώπιον του.  Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση εκτός αν αυτή παρουσιάζει κενά, παραλείψεις ή λανθασμένη θεώρηση των γεγονότων ή η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων (βλ. Φραντζής κ.α. ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία (2010) 1 (Α)ΑΑΔ 254, Μεσσάρης ν. Κατσαμίδης (2010) 1 (Γ) ΑΑΔ 1851, Ζερβού κ.α. ν. Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδας (Κύπρου) Λτδ. (2012) 1(Γ) ΑΑΔ 1999, Γιάλλουρος κ.α. ν. Ψύλλου κ.α. (2009) 1 (Β) ΑΑΔ 1552 και Παναγιώτης Παρλάτα ν. Στέλλας Δημητρίου, Πολ. Εφ. 387/09, ημερ. 21/5/14), ECLI:CY:AD:2014:A339.

 

 

 

Κατ' ακολουθία όλοι οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.  Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ της εφεσίβλητης, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Στ. Ναθαναήλ, Δ.

 

Κ. Σταματίου, Δ.

 

Α. Πούγιουρου, Δ.                                                                 

 

/ΚΑΣ

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο