ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Λιάτσος, Αντώνης Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Ν. Πελεκάνου (κα) για Χρ. Βασιλειάδη, για την Εφεσείουσα. Μ. Γιωρκάτζη (κα) με Π. Γιωρκάτζη, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-04-04 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο INTERSPUTNIK INTERNATIONAL ORGANIZATION OF SPACE COMMUNICATIONS (ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΙΝΤΕΡΣΠΟΥΤΝΙΚ) ν. ALRENA INVESTMENTS LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ. 298/2013, 4/4/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A122

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 298/2013)

 

4 Απριλίου 2017 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

INTERSPUTNIK INTERNATIONAL ORGANIZATION OF SPACE COMMUNICATIONS (ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΙΝΤΕΡΣΠΟΥΤΝΙΚ),

Εφεσείουσα

-         ΚΑΙ  -

 

ALRENA INVESTMENTS LIMITED,

Εφεσίβλητης

-------------------------------------------------

 

Ν. Πελεκάνου (κα) για Χρ. Βασιλειάδη, για την Εφεσείουσα.

Μ. Γιωρκάτζη (κα) με Π. Γιωρκάτζη, για την Εφεσίβλητη.

 

-------------------------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε αίτηση με την οποία επιδιωκόταν η έκδοση διατάγματος αναγνώρισης εγγραφής και εκτέλεσης στη Δημοκρατία, απόφασης που λήφθηκε από το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο του Εμπορικού-Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας (εφεξής «το Διαιτητικό Δικαστήριο»), στην εκεί υπόθεση αρ. 50/2011 ημερ. 27.12.2011.  Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αφού αναφέρθηκε στις αγορεύσεις των διαδίκων και τη νομολογία επί του θέματος την οποία εφάρμοσε στα γεγονότα της ενώπιον του υπόθεσης.  Ο λόγος απόρριψης της αιτήσεως ήταν η μη ικανοποίηση της προϋπόθεσης που θέτει το άρθρο IV (Ι) (α) του περί της Συμβάσεως Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων (Κυρωτικού) Νόμου του 1979, Νόμος αρ. 84/79.

 

 Κατά το Δικαστήριο, η αναγνώριση, εγγραφή και δυνατότητα εκτέλεσης διαιτητικής απόφασης προϋποθέτει κατά το χρόνο υποβολής της αιτήσεως την προσκόμιση δεόντως κεκυρωμένου πρωτοτύπου της αποφάσεως ή δεόντως πιστοποιημένου αντιγράφου της αποφάσεως, καθώς και του πρωτοτύπου της συμφωνίας παραπομπής σε διαιτησία ή δεόντως πιστοποιημένου αντιγράφου αυτής.  Στην αίτηση είχε επισυναφθεί ως Τεκμήριο Α έγγραφο το οποίο, κατά την εισήγηση των συνηγόρων των αιτητών, αποτελούσε δεόντως κεκυρωμένο πρωτότυπο της απόφασης του Διαιτητικού Δικαστηρίου ημερ. 27.12.2011, εφόσον έφερε τις υπογραφές του Προέδρου του Διαιτητικού Δικαστηρίου κ. Ι.Σ. Ζίγκιν, και των άλλων δύο μελών, αλλά και τη σχετική σφραγίδα του εν λόγω Διαιτητικού Δικαστηρίου.  Περαιτέρω, η απόφαση ανέφερε ότι είχαν υπογραφεί τρία ισοδύναμα αντίγραφα, ένα το οποίο θα τίθετο στο αρχείο του Διαιτητικού Δικαστηρίου, ένα θα παρέμενε με τον αιτητή και ένα με τον καθ΄ ου η αίτηση.  Πρόσθετα, η πρωτότυπη απόφαση που είχε καταχωρηθεί με την αίτηση, αποτελούσε το ένα από τα τρία κεκυρωμένα από το Δικαστήριο, πρωτότυπα. 

 

        Τα πιο πάνω κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο και με παραπομπή στις υποθέσεις A. Groutas Co Ltd ν. Δημήτριου Πεπελάση (1998) 1 Α.Α.Δ. 1675 και Bristol Business Corporation v. Besumo Limited, (2011) 1 Α.Α.Δ. 934, δεν επαρκούσαν ώστε να θεωρείτο ότι ενώπιον του βρισκόταν «επικυρωμένο» αντίγραφο της απόφασης.  Έλειπε η πιστοποίηση της γνησιότητας των υπογραφών και της σφραγίδας και επομένως η επιτακτική κατά το Δικαστήριο πρόνοια περί της ανάγκης να υπάρχει δεόντως κεκυρωμένο πρωτότυπο δεν ικανοποιείτο, με αποτέλεσμα να απορριφθεί η αίτηση χωρίς να παρίστατο ανάγκη να εξεταστούν οποιοιδήποτε άλλοι λόγοι στην ένσταση. 

 

        Η έφεση προσβάλλει την απορριπτική αυτή απόφαση ακριβώς για το λόγο ότι εσφαλμένα θεωρήθηκε ότι το Τεκμήριο Α που επισυνάφθηκε στην ένορκη δήλωση της αιτήσεως δεν αποτελούσε «δεόντως κεκυρωμένο πρωτότυπο».  Παραγνωρίστηκαν τόσο τα δεδομένα στην αίτηση, όσο και η σχετική νομολογία, αλλά και η βιβλιογραφία επί του θέματος της αυθεντικότητας εγγράφου, ιδιαίτερα των αφορώντων  σε διεθνείς διαιτητικές αποφάσεις για την εγγραφή των οποίων δεν θα πρέπει να υιοθετείται μια ιδιαίτερα σχολαστική προσέγγιση.  Σκοπός των εν λόγω Συμβάσεων περί αναγνώρισης μεταξύ κρατών μελών των διαιτητικών αποφάσεων είναι να υπάρχει μια σχετικά εύκολη και γρήγορη διαδικασία εγγραφής σε άλλες χώρες ώστε να είναι δυνατή η εκτέλεση τους.  Συνεπώς ήταν λανθασμένη η απόφαση του Δικαστηρίου ότι χρειαζόταν κάτι περισσότερο από την ύπαρξη των  υπογραφών των τριών Διαιτητών και της σφραγίδας του Διαιτητικού Δικαστηρίου για να αποδειχθεί η γνησιότητα της διαιτητικής απόφασης.

 

 Περαιτέρω, το έγγραφο που παρουσιάστηκε προς εγγραφή και εκτέλεση στη Δημοκρατία ήταν το ένα από τα τρία αντίτυπα που εξέδωσε το Διαιτητικό Δικαστήριο.  Επισυνάφθηκε, πρόσθετα, βεβαίωση του εν λόγω Διαιτητικού Δικαστηρίου ως προς το ότι η απόφαση ήταν τελική και καθίστατο υποχρεωτική για εκτέλεση από τις 27.12.2011.  Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιβαίνει τους κανόνες ερμηνείας νομοθετημάτων γιατί προσέθεσε στο κείμενο του Νόμου αρ. 84/79, προϋποθέσεις ως προς την αυθεντικότητα της υπό εγγραφής απόφασης, πέραν εκείνων που τίθενται στο ίδιο το νομοθέτημα. 

 

         Ακόμη, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε τις αυθεντίες που σχετίζονταν με τον όρο «επικυρωμένο αντίγραφο» και όχι τις αυθεντίες ή νομολογία που σχετίζονταν με τον όρο «κεκυρωμένο πρωτότυπο».  Οι αποφάσεις στις οποίες έγινε επίκληση αφορούσαν διαφορετικά ζητήματα και δεδομένα με γνώμονα το γεγονός ότι αφορούσαν επικυρωμένο αντίγραφο και όχι δεόντως κεκυρωμένο πρωτότυπο.  Το αποτέλεσμα ήταν να οδηγηθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο σε λανθασμένη κατάληξη με μια ιδιαίτερα τυπολατρική προσέγγιση. 

 

        Η αντίθετη θέση της εφεσίβλητης είναι ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο βασιζόμενο σε νομολογία που έχει ερμηνεύσει τη σχετική Σύμβαση και το σχετικό Κυρωτικό στη Δημοκρατία Νόμο, κατέληξε στην απόρριψη της αιτήσεως εφόσον κατά το χρόνο υποβολής της, οι αιτητές όφειλαν να προσκομίσουν το δεόντως κεκυρωμένο πρωτότυπο της απόφασης ή το δεόντως πιστοποιημένο αντίγραφο αυτής, προϋπόθεση που έχει ερμηνευθεί να χρειάζεται προς πιστοποίηση της γνησιότητας του πρωτοτύπου και επιβεβαίωση από επίσημη αρχή ή αρμόδιο πρόσωπο.  Οι  υπογραφές των διαιτητών και η σφραγίδα του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου από μόνες τους δεν ήταν αρκετές για να καταστήσουν το έγγραφο της απόφασης δεόντως κεκυρωμένο πρωτότυπο.  Με παραπομπή σε συγγράμματα και αποφάσεις, η εφεσίβλητη επιχειρηματολογεί ότι αν η πρόθεση του νομοθέτη ήταν διαφορετική, θα έπρεπε να έκανε απλή αναφορά σε «πρωτότυπο της απόφασης ή δεόντως πιστοποιημένο αντίγραφο της απόφασης».  Εισηγείται η εφεσίβλητη εν κατακλείδι, ότι η Κυπριακή νομολογία έχει ακολουθήσει την αυστηρότερη από τις προσεγγίσεις που λαμβάνονται στο θέμα και οι προσεγγίσεις των αλλοδαπών Δικαστηρίων που υιοθετούν μια πιο ελαστική προσέγγιση δεν είναι καθοδηγητικές για τα Κυπριακά Δικαστήρια. 

 

        Εξετάζοντας την πρωτόδικη απόφαση υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των συνηγόρων των διαδίκων κατ΄ έφεση, είναι αναγκαίο να τεθεί αυτούσιο το επίμαχο άρθρο της Σύμβασης όπως αυτή κυρώθηκε από το Νόμο αρ. 84/79.  Το αγγλικό πρωτότυπο κείμενο έχει ως εξής:

 

«Article IV:

 

      1.  To obtain the recognition and enforcement mentioned in the preceding article, the party applying for recognition and enforcement shall, at the time of the application, supply:

 

(a)  The duly authenticated original award or a duly certified copy thereof;

(b)  The original agreement referred to in article II or a duly certified copy therof.

 

2.  If the said award or agreement is not made in an official language of the country in which the award is relied upon, the party applying for recognition and enforcement of the award shall produce a translation of these documents into such language.  The translation shall be certified by an official or sworn translator or by a diplomatic or consular agent.»

 

   Το ελληνικό κείμενο έχει ως εξής:

 

«Άρθρο IV

 

«1. Προς επίτευξιν της εν τω προηγουμένω άρθρω αναφερομένης αναγνωρίσεως και εκτελέσεως, το αιτούν την αναγνώρισιν και εκτέλεσιν μέρος οφείλει, κατά τον χρόνο της  υποβολής της αιτήσεως, να προσκομίση:

 

(α)  το δεόντως κεκυρωμένον πρωτότυπον της αποφάσεως ή δεόντως πιστοποιημένον αντίγραφον αυτής·

(β)    το πρωτότυπον της εν άρθρω ΙΙ αναφερομένης συμφωνίας ή δεόντως πιστοποιημένον αντίγραφον αυτής.

 

2.  Εάν η ειρημένη απόφασις ή συμφωνία δεν συνετάχθη εις την επίσημον γλώσσαν της χώρας εις την οποία γίνεται επίλυσις αυτής, το αιτούν την αναγνώρισιν και εκτέλεσιν της αποφάσεως μέρος δέον να προσκομίση μετάφρασιν των εγγράφων τούτων, εις την γλώσσαν ταύτην. Η μετάφρασις δέον να πιστοποιήται υπό επισήμου ή ορκωτού μεταφραστού ή υπό διπλωματικού ή προξενικού αντιπροσώπου.»

 

 

        Το ότι το αγγλικό κείμενο είναι το πρωτότυπο και το ελληνικό η μετάφραση του, αναφέρεται στο ίδιο το άρθρο 2 του Κυρωτικού Νόμου αρ. 84/79.  Έπεται ότι αυθεντίες και συγγράμματα ερμηνευτικές του αγγλικού πρωτότυπου κειμένου είναι ιδιαίτερα καθοδηγητικές.

 

        Οι Διεθνείς Συμβάσεις ερμηνεύονται αυστηρά, εφόσον ενσωματώνονται στην Κυπριακή έννομη τάξη, με δεδομένο ότι αναφέρονται σε διαδικασίες εκτέλεσης σε τρίτη χώρα αποφάσεων που εκδίδονται στο έδαφος άλλης χώρας.  Η φιλοσοφία όμως ταυτόχρονα αυτών των Διεθνών Συμβάσεων που διέπουν τις διεθνείς εμπορικές διαιτησίες, είναι η παροχή ενός γρήγορου μηχανισμού απονομής δικαιοσύνης και επίλυσης των διαφορών σε διεθνές επίπεδο.  Τόσο ο Νόμος αρ. 84/79, που έχει ως βάση  τη Σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1958, όπως και ο περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμος   αρ. 101/87, καθώς και ο περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή, και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμος αρ. 121(Ι)/2000, στους οποίους επίσης βασίστηκε η επίδικη αίτηση πρωτοδίκως, παρέχουν μια ιδιάζουσα και αυτόνομη διαδικασία όπως αναγνωρίστηκε στην υπόθεση Αίτηση Beogradska Banka DD (1995) 1 Α.Α.Δ. 737, εν πολλοίς, τουλάχιστον όσον αφορά το Νόμο  αρ. 101/87, προερχόμενο το νομοθέτημα από το Uncitral Model Law on International Commercial Arbitration.

 

        Έχοντας διεξέλθει την πρωτόδικη αίτηση και το  υποστηρικτικό αυτής υλικό, παρατηρείται πράγματι ότι σ΄ αυτή είχε επισυναφθεί το πρωτότυπο της απόφασης ως Τεκμήριο Α, δηλαδή, της απόφασης του Διαιτητικού Δικαστηρίου, φέρουσα μάλιστα και πρωτότυπη σφραγίδα του Δικαστηρίου, καθώς επίσης  και τρεις πρωτότυπες υπογραφές, ήτοι, του Προέδρου και των δύο άλλων μελών Διαιτητών που αποτελούσαν τη σύνθεση του Δικαστηρίου που εξέτασε την υπόθεση.  Το ερώτημα, επομένως, που τίθεται κατά πρώτο λόγο, είναι κατά πόσο η επισύναψη του πρωτοτύπου αυτού εγγράφου μπορεί να θεωρηθεί ως «duly authenticated original award».  Αν θεωρείται ως τέτοιο, τότε δεν χρειάζεται να εξεταστεί κατά πόσο η μετάφραση η οποία παρουσιάστηκε και επισυνάφθηκε στην πρωτόδικη αίτηση ήταν, κατά την εναλλακτική απαίτηση του άρθρου IV.1(a), «a duly certified copy thereof». 

 

        Στο σύγγραμμα του Albert Jan van de Berg: "The New Convention of 1958: An Overview", επεξηγείται η έννοια του «the duly authenticated original award».  Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι η αυθεντικότητα ενός εγγράφου πιστοποιείται με την ένθεση της υπογραφής επ΄ αυτού, με την οποία υπογραφή φανερώνεται το γνήσιο, και άρα, το αυθεντικό του εγγράφου.  Από τη στιγμή που υπάρχουν οι πρωτότυπες υπογραφές του αποφασίζοντος Δικαστή ή Διαιτητή, δεν είναι αναγκαία οποιαδήποτε περαιτέρω πιστοποίηση.  Ο συγγραφέας στις σελ. 12-13, αναγράφει επί λέξει τα εξής:

 

«..The authentication of a document is the formality by which the signature thereon is attested to be genuine.  The certification of a copy is the formality by which the copy is attested to be true copy of the original.»

 

        Στις αποφάσεις Medison Co Ltd and Victor (Far East) Limited HCCT 4/2000, απόφαση του High Court του Hong Kong, και Guangdong New Technology Import and Export Corp. Jiangmen Branch v. Chiu Shing (1991) 2 HKC 460, απόφαση επίσης του Hong Kong, ερμηνεύθηκε η ίδια φράση του «duly authenticated original award», που απαντάται  στο αντίστοιχο Section 43 of Cap 341, με αναφορά στο σύγγραμμα Mustill and Boyd's: The Law and Practice of Commercial Arbitration in England (2nd Ed) σελ. 425.  Οι εν λόγω συγγραφείς αφού σημειώνουν ότι οι λέξεις «duly authenticated» or «duly verified» είναι μη οικείες σε ένα Αγγλικό γενικό πλαίσιο («are unfamiliar in an English context»), συνεχίζουν λέγοντας ότι οι φράσεις αυτές πιθανότατα δεν  προσθέτουν οτιδήποτε στους συνήθεις κανόνες απόδειξης αναφορικά με την παρουσίαση εγγράφων.  Η πιο συνηθισμένη μέθοδος απόδειξης είναι  με την επίδειξη του ιδίου του εγγράφου σε ένορκη δήλωση που βεβαιώνει την αυθεντικότητα του ή την ακρίβεια του ως αντίγραφο ή την αλήθεια της μετάφρασης ανάλογα με την περίπτωση.  Η προσαγωγή του εγγράφου που εκ πρώτης όψεως παρουσιαζόταν να είναι «the duly authenticated original award», ήταν αρκετή για να ικανοποιήσει τις πρόνοιες του άρθρου 43 του Νόμου του Hong Kong.

 

        Στην υπόθεση Antony Lombard -Knight κ.α. ν. Rainstorm Pictures Inc (2014) EWCA Civ 356, το Αγγλικό Εφετείο βασίστηκε στα σχόλια του προαναφερθέντος συγγραφέα Albert Jan van den Berg,  κρίνοντας ότι μια διαιτητική απόφαση για να θεωρηθεί ως αυθεντική, χρειάζεται απλώς τις πρωτότυπες υπογραφές των Διαιτητών με γνώμονα ότι σκοπός της Σύμβασης της Νέας Υόρκης είναι η διευκόλυνση της διαδικασίας εκτέλεσης διαιτητικών αποφάσεων χωρίς να τίθενται αχρείαστα εμπόδια στη διαδικασία αυτή, με τα Δικαστήρια να είναι αρκετά φιλελεύθερα στην αποδοχή των πρωτοτύπων αποφάσεων με τις αυθεντικές υπογραφές των Δικαστών, χωρίς περαιτέρω επικύρωση ή πιστοποίηση. 

 

        Στην ως άνω Αγγλική απόφαση υιοθετήθηκαν τα λεχθέντα από τον Mance L.J. (όπως ήταν τότε), στην Dardana Limited v. Yukos Oil Company (2002) 1 All  E.R. Comm 819, ότι ένας επιτυχών διάδικος, κάτω από τη Σύμβαση της Νέας Υόρκης, που λαμβάνει δηλαδή υπέρ του απόφαση, έχει εκ πρώτης όψεως το δικαίωμα αναγνώρισης και εκτέλεσης της απόφασης αυτής.  Σε πρώτο στάδιο, ο διάδικος ο οποίος επιδιώκει την αναγνώριση και εκτέλεση, πρέπει να παρουσιάσει το «duly authenticated award» και είναι μόνο στο επόμενο στάδιο που μπορεί να αμφισβητηθεί από τον άλλο διάδικο κατά πόσο η περίπτωση εμπίπτει εντός μιας των εξαιρέσεων που αναγνωρίζονται κατά το Νόμο.  Για παράδειγμα, ο διάδικος εναντίον του οποίου επιδιώκεται η εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης, μπορεί σε δεύτερο στάδιο να επιχειρηματολογήσει ότι η απόφαση ήταν προϊόν πλαστογραφίας ώστε να μην είναι εφαρμόσιμη.  Αλλά αυτό αφορά την ουσία της ίδιας της απόφασης και όχι τον τύπο της. 

 

         Η πιο φιλελεύθερη αυτή προσέγγιση συνάδει με το σκοπό και φιλοσοφία της ίδιας της Σύμβασης της Νέας Υόρκης, όπως αυτή εξηγείται στο Guide to the Interpretation of the 1958 New York Convention: A Handbook for Judges (May 2012 Edition), το οποίο αποσαφηνίζει ότι η Σύμβαση βασίζεται σε «pro-enforcement bias», εξυπηρετώντας έτσι το σκοπό του διεθνούς εμπορίου και των επιχειρήσεων.

 

 Έπεται, ότι εκ πρώτης όψεως ικανοποιείτο το κριτήριο του «duly authenticated award» και η αίτηση δεν θα έπρεπε να είχε απορριφθεί.  Η πρωτόδικη αίτηση επισύναπτε το πρωτότυπο της απόφασης και όχι αντίγραφο αυτής, με τις πρωτότυπες υπογραφές των τριών Διαιτητών, τη σφραγίδα του Διαιτητικού Δικαστηρίου, καθώς και πιστοποίηση-βεβαίωση, ότι η απόφαση ήταν μια εκ των τριών αυθεντικών κειμένων που το ίδιο το Διαιτητικό Δικαστήριο εξέδωσε, ενώ ταυτόχρονα βεβαιώθηκε ότι η απόφαση ήταν τελική και υποκείμενη υποχρεωτικώς σε εκτέλεση.  Είναι εύστοχη η παρατήρηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για την εφεσείουσα ότι οποιαδήποτε περαιτέρω πιστοποίηση των πρωτότυπων υπογραφών και της πρωτότυπης σφραγίδας θα μετέφερε, αχρείαστα, τις προϋποθέσεις που τίθενται για τα αντίγραφα και στα πρωτότυπα.  Επαρκεί επομένως η ύπαρξη των  υπογραφών πιστοποιώντας έτσι τον καταρτισμό του εγγράφου και της αυθεντικότητας του, ενώ η ένθεση της σφραγίδας ολοκληρώνει την επισημότητα με την οποία περιβάλλεται η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου.  Εξ αντιδιαστολής το αντίγραφο χρειάζεται πιστοποίηση του ίδιου του εγγράφου από τρίτο αρμόδιο άτομο.

 

         Στην A. Groutas Co Ltd, εξετάστηκε μια διαφορετική στην ουσία πρόνοια, αυτή του άρθρου 24.3 του Κυρωτικού Νόμου της Σύμβασης Νομικής Συνεργασίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας σε θέματα Αστικού, Οικογενειακού, Εμπορικού και Ποινικού Δικαίου του 1984 (Νόμος αρ. 55/84), με την αίτηση για αναγνώριση να «πρέπει να συνοδεύεται από επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης».  Το Εφετείο, αντίθετα με την πρωτόδικη κρίση, θεώρησε ότι το αντίγραφο της απόφασης που παρουσιάστηκε έστω και αν ήταν υπογραμμένο από το Δικαστή και το Γραμματέα και επίσης σφραγισμένο, δεν το καθιστούσε «επικυρωμένο αντίγραφο», διότι χρειαζόταν η επικύρωση της γνησιότητας των υπογραφών και της σφραγίδας.

 

         Στην Bristol Business Corporation, όπου στο επίκεντρο  ήταν αυτή τη φορά το ίδιο το Άρθρο IV(1), αλλά το εδάφιο (β) αυτού και όχι το (α), ως η παρούσα περίπτωση, το ζήτημα δεν αφορούσε την προσκόμιση «δεόντως κεκυρωμένου πρωτοτύπου» και το εδάφιο (α), αλλά το «πρωτότυπο της συμφωνίας ή δεόντως πιστοποιημένο αντίγραφο αυτής».  Η συμφωνία εκεί είχε καταρτιστεί με τηλεμοιότυπα οπότε δεν  υπήρχε πρωτότυπη συμφωνία και παρουσιάστηκαν αντίγραφα δεόντως πιστοποιημένα από το Γραμματέα του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου.  Το Εφετείο ακολούθησε την A. Groutas Co Ltd ως προς την αναγκαιότητα επιβεβαίωσης του γνήσιου των υπογραφών και της σφραγίδας. Υιοθετήθηκε η πρωτόδικη άποψη ότι η πιστοποίηση δεν βεβαίωνε ότι το έγγραφο που παρουσιάστηκε ήταν το πιστό αντίγραφο της συγκεκριμένης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, ενώ υπήρχε και διάσταση μεταξύ των κειμένων που κατατέθηκαν, ένα στη Ρωσική γλώσσα και ένα στην Αγγλική, ως προς τον αριθμό των  υπογραφών.

 

         Οι πιο πάνω αυθεντίες επομένως διαφέρουν και ως προς τα γεγονότα και ως προς τα νομικά σημεία που εξετάστηκαν.  Ακριβώς οι αναφορές των ευπαιδεύτων συνηγόρων της εφεσίβλητης στο λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, ως προς την έννοια του ρήματος «κυρώνω» και στο νομικό λεξικό Black's Law Dictionary (4η Έκδοση), για τον ορισμό και έννοια του «authenticate», πιστοποιούν ότι εκείνο που χρειάζεται κατ΄ ουσίαν είναι η βεβαίωση από αρμόδιο άτομο ότι το κείμενο ή η απόφαση ή το έγγραφο, είναι αυτό που παρουσιάζεται να είναι ώστε να είναι αποδεκτό κατά τα προαπαιτούμενα του δικαίου της απόδειξης.  Η ένθεση των πρωτότυπων υπογραφών από τα ίδια τα άτομα που εκδίκασαν τη διαιτησία, καθώς και η επίσημη σφράγιση της απόφασης, δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης περί της δικής τους αρμοδιότητας αφενός και του γνησίου της εκδοθείας απόφασης αφετέρου.

 

  Περαιτέρω, το σύγγραμμα Wolf: New York Convention on the Recognition and Enforcement of Foreign Arbitral Arwards, στο οποίο παραπέμπουν οι συνήγοροι της εφεσίβλητης, διακρίνει μεταξύ «authentication» και «certification».  Το πρώτο αφορά τα πρωτότυπα έγγραφα και το δεύτερο τα αντίγραφα.  Προστίθεται ότι δεν περιέχονται στο ίδιο το Άρθρο IV.1, οι προϋποθέσεις ενός εγκύρου «authentication» ή «certification».  Εναπόκειται στο αναγνωρίζον κράτος ή Δικαστήριο να εφαρμόσει τον οικείο νόμο στις περιπτώσεις αυτές. 

 

         Υπό το φως όλων των ανωτέρω, κρίνεται, με όλη την εκτίμηση, ότι η πρωτόδικη προσέγγιση επί του εφεσιβαλλόμενου ζητήματος δεν ήταν  ορθή.  Επομένως η  πρωτόδικη απόφαση με την οποία απερρίφθη η αίτηση λόγω της μη τήρησης των προϋποθέσεων του Άρθρου IV (1)(α) του Νόμου αρ. 84/79, ακυρώνεται.

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τους  υπόλοιπους λόγους ένστασης και η έφεση περιορίστηκε στο πιο πάνω θέμα.  Ακυρωμένης της πρωτόδικης απόφασης, καθίσταται δυστυχώς, αναγκαία η επιστροφή της υπόθεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού για να τεθεί ενώπιον άλλου αρμόδιου Δικαστή για συνέχιση της εξέτασης της αίτησης.

 

 

 

 

         Τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσον και κατ΄ έφεση, επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

                       

 

 

 

 

 

       

                                                Δ.

 

 

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

 

 

 

                                                Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο