ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Παρπαρίνος, Λεωνίδας Λιάτσος, Αντώνης Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Αγγελική Κάρνου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα. Πέτρος Μιχαήλ, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-04-12 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΕΤΡΟ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ κ.α. ν. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 157/2015, 12/4/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A139

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 157/2015)

 

12 Απριλίου, 2017.

 

[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/Δ]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 29, 30, 35, 113 ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/64) ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ, ΑΡΘΡΟ 7 ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΣ (ΚΕΦ. 155), ΣΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004 (Ν.73(Ι)/2004) ΚΑΙ ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 6, ΣΤΙΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡ. 1/1 ΚΑΙ 1/32, ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΚΑΙ ΛΑΤΟΜΕΙΩΝ ΚΕΦ. 270 ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 30 ΚΑΙ 40, ΣΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ Δ.59 (ORDER 59), ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 6, ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΤΟ ΚΟΙΝΟΔΙΚΑΙΟ, ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ, ΤΗΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗ, ΤΙΣ ΣΥΜΦΥΕΙΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

 

-ΚΑΙ-

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΜΟΡΦΟΥ ΝΑ ΠΑΡΑΣΧΟΥΝ ΣΤΟΥΣ ΠΑΡΑΠΟΝΟΥΜΕΝΟΥΣ ΠΕΤΡΟ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΜΑΝΤΩ ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ ΤΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΜΑΡΤΥΡΙΚΩΝ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ ΠΟΥ ΛΗΦΘΗΣΑΝ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΟΥΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΣΤΟ ΑΚΙΝΗΤΟ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΑΣΤΡΟΜΕΡΙΤΗ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΠΟΥ ΕΜΠΛΕΚΟΝΤΟ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ

 

-ΚΑΙ-

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ MANDAMUS ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΜΟΡΦΟΥ ΝΑ ΠΑΡΑΔΩΣΟΥΝ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΖΗΤΟΥΝ ΟΙ ΠΑΡΑΠΟΝΟΥΜΕΝΟΙ ΟΥΤΩΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΠΟΡΕΣΟΥΝ ΝΑ ΑΣΚΗΣΟΥΝ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΟΥΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΗΣ ΤΗΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥ ΛΑΤΟΜΕΙΟΥ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΤΟΥ ΛΑΤΟΜΕΙΟΥ.

----------------------

Αγγελική Κάρνου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Πέτρος Μιχαήλ, για τους Εφεσίβλητους.

----------------------

   ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ.

----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

   ΠΑΝΑΓΗ, Δ:- Οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, αφού τους παραχωρήθηκε η αναγκαία άδεια, για έκδοση εντάλματος Mandamus.  Με αυτό θα διατάσσονταν ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Αστυνομικός Διευθυντής Μόρφου, να παράσχουν αντίγραφα μαρτυρικών καταθέσεων που λήφθηκαν στα πλαίσια διερεύνησης καταγγελίας που έγινε από τους εφεσίβλητους στις 12.4.2012 και να αποκαλύψουν σε αυτούς τα ονόματα των λειτουργών της Υπηρεσίας Μεταλλείων  οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τον έλεγχο συγκεκριμένου προνομίου λατομείου στο όνομα της εταιρείας «ΣΚΥΡΟΠΟΙΙΑ ΣΥΜΕΩΝ ΛΙΜΙΤΕΔ» στο χωριό Αστρομερίτης και των προσώπων που ήταν υπεύθυνοι για τον έλεγχο της τήρησης των όρων της αδείας που παραχωρήθηκε  στην εταιρεία K.M.S.P. MATERIALS LTD για εργασίες διαμόρφωσης και αποκατάστασης των χώρων του παραπάνω λατομείου.

Αφού ο εφεσείων, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, και ο Αστυνομικός Διευθυντής Μόρφου καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση, απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο το ερώτημα, κυρίως, κατά πόσο ο Γενικός Εισαγγελέας και οι διωκτικές αρχές έχουν νομικό καθήκον, αφενός να αποκαλύψουν σε παραπονούμενο πρόσωπο τα ονόματα ατόμων που έχουν προβεί σε κατάθεση στα πλαίσια διερεύνησης του παραπόνου και αφετέρου να το προμηθεύσουν με τη μαρτυρία που έχει συλλεγεί στα πλαίσια του ανακριτικού έργου.   

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απάντησε καταφατικά στο πρώτο σκέλος του παραπάνω ερωτήματος, θεωρώντας ότι τύγχανε εφαρμογής η αρχή της διαφάνειας, «.η ειδικότερη έκφανση της [οποίας] . δηλαδή το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα θεσμικών και λοιπών ενωσιακών οργάνων κατοχυρώνεται στο άρθρο 15 της Συνθήκης της Λισσαβώνας», σύμφωνα με την οποία «Κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε νομικό ή φυσικό πρόσωπο το οποίο κατοικεί ή έχει την καταστατική έδρα του σε ένα κράτος μέλος έχει δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης ανεξαρτήτως υποθέματος».  Η αρχή της διαφάνειας, όμως, δεν επέβαλλε, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, την αποκάλυψη του περιεχομένου των καταθέσεων των ατόμων αυτών, εν προκειμένω, των λειτουργών της Υπηρεσίας Μεταλλείων και, ως εκ τούτου, έκανε μερικώς αποδεκτή την αίτηση των εφεσιβλήτων για mandamus.

 

Τα γεγονότα που έδωσαν το έναυσμα για την υποβολή της αίτησης των εφεσιβλήτων έχουν αφετηρία την καταγγελία τους στην Αστυνομία με επιστολή του δικηγόρου τους ημερομηνίας 12.4.2012, εναντίον της εταιρείας K.M.S.P. Materials Ltd (στο εξής «η εταιρεία») και του διευθυντή της Κλεάνθη Μόρτη, για παράνομη επέμβαση και πρόκληση ζημιάς στο κτήμα τους μετά που διαπίστωσαν ότι στο ακίνητο τους είχαν διεξαχθεί παράνομα εκσκαφές και είχε αφαιρεθεί χώμα.  Δεν χρειάζεται να γίνει εκτενής αναφορά στα γεγονότα, για τους λόγους που θα φανούν στη συζήτηση που ακολουθεί.  Αρκεί να σημειωθεί, ότι στα πλαίσια ανταλλαγής αλληλογραφίας που ακολούθησε την καταγγελία, ικανοποιήθηκε αίτημα των εφεσιβλήτων από τον Αστυνομικό Διευθυντή Μόρφου για έκθεση των γεγονότων, με την οποία επιβεβαιώθηκε η παράνομη επέμβαση. Δεν ικανοποιήθηκε, όμως, άλλο αίτημα τους, το οποίο υπεβλήθη με επιστολή του δικηγόρου τους ημερομηνίας 17.7.2013, να τους εφοδιάσουν με αντίγραφα των καταθέσεων που είχαν ληφθεί, με σκοπό την καταχώρηση από τους ιδίους ιδιωτικής ποινικής δίωξης εναντίον λειτουργών της Υπηρεσίας Μεταλλείων, οι οποίοι, κατά την άποψη τους, δεν ενήργησαν ως όφειλαν να ενεργήσουν με βάση την υφιστάμενη νομοθεσία, για το λόγο, όπως πληροφόρησε η Αστυνομική Διεύθυνση Μόρφου το δικηγόρο των εφεσιβλήτων, ότι το αίτημα δεν καλυπτόταν από το άρθρο 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155[1].   Δόθηκε δε στις 19.9.2013, νέα έκθεση στους εφεσίβλητους με την οποία πληροφορούνταν, μεταξύ άλλων, ότι η Αστυνομία προχώρησε στην καταγγελία της εταιρείας.  

Μη ικανοποιημένοι, οι εφεσίβλητοι στις 4.10.2013 υπέβαλαν νέο αίτημα, αυτή τη φορά στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, να τους αποκαλύψει τα ονόματα των λειτουργών της Υπηρεσίας Μεταλλείων που εμπλέκονταν στην υπόθεση και, ιδιαίτερα,  το όνομα του λειτουργού που ήταν υπεύθυνος για τον έλεγχο του λατομείου και να τους εφοδιάσει με αντίγραφα των καταθέσεων που είχαν ληφθεί, σχετικά. 

 

Λόγω της μη λήψεως απάντησης από το Γενικό Εισαγγελέα και της μη ικανοποίησης του αιτήματος τους, οι εφεσίβλητοι επεδίωξαν την έκδοση εντάλματος mandamus. Έχοντας επιτύχει στην παραχώρηση της απαιτούμενης άδειας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπέβαλαν στη συνέχεια αίτηση δια κλήσεως με τα συγκεκριμένα αιτήματα που αναφέρονται ανωτέρω, η οποία, ως έχει σημειωθεί, πέτυχε μερικώς.  Η επιστολή του δικηγόρου των εφεσιβλήτων, απαντήθηκε τελικά από το Γενικό Εισαγγελέα, μετά την καταχώρηση της αίτησης δια κλήσεως.

Ο εφεσείων και ο Αστυνομικός Διευθυντής Μόρφου, αντέδρασαν  στην πρωτόδικη ετυμηγορία με την καταχώρηση της παρούσας έφεσης, προβάλλοντας τρεις λόγους έφεσης.  Η έφεση, τελικά, προωθήθηκε μόνο από μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, λόγω συμμόρφωσης του Αστυνομικού Διευθυντή με το διάταγμα mandamus, μετά την καταχώρηση της έφεσης.  Κατά το Γενικό Εισαγγελέα, αυτός δεν υπέχει οποιοδήποτε δημόσιο καθήκον, επιβαλλόμενο από νόμο, να αποκαλύψει στους εφεσίβλητους τα ονόματα των λειτουργών της Υπηρεσίας Μεταλλείων.  Ούτε έχει τέτοια υποχρέωση με βάση την αρχή της διαφάνειας και/ή της χρηστής διοίκησης, με σκοπό την εξυπηρέτηση των ιδιωτικών συμφερόντων των εφεσιβλήτων.  Επιπρόσθετα, υποβάλλει πως εσφαλμένα στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε νομοθετικές πρόνοιες οι οποίες δεν αναφέρονται στη νομική βάση της αίτησης ή αποτέλεσαν μέρος της επιχειρηματολογίας των εφεσιβλήτων, για έκδοση του επίδικου διατάγματος.  Να σημειωθεί ότι η ισχύς του εν λόγω διατάγματος έχει, στο μεταξύ, ανασταλεί μέχρι την ολοκλήρωση της παρούσας έφεσης, κατόπιν έγκρισης σχετικού αιτήματος του εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο. 

 

Η συμμόρφωση του Αστυνομικού Διευθυντή Μόρφου με το εκδοθέν ένταλμα Mandamus του Δικαστηρίου, αποτέλεσε αφορμή για εισήγηση από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσίβλητου ότι η έφεση στερείται αντικειμένου προς εκδίκαση.  Υποστηρίχθηκε συναφώς, με αναφορά σε νομολογία ότι το Δικαστήριο δεν δικάζει επί ματαίω.   Έχοντας λάβει, με τη συμμόρφωση του Αστυνομικού Διευθυντή, το όνομα του λειτουργού της Υπηρεσίας Μεταλλείων που είχε την εποπτεία της περιοχής που βρίσκεται το κτήμα τους, ώστε να μπορούν οι εφεσίβλητοι να ασκήσουν το Συνταγματικό τους δικαίωμα για την καταχώρηση ιδιωτικής ποινικής δίωξης εναντίον του, το αίτημα τους έχει ουσιαστικώς ικανοποιηθεί. Ο εφεσείων, στην πραγματικότητα δεν έχει τίποτε να κερδίσει πλέον από τυχόν επιτυχή έκβαση της έφεσης.   Από την άλλη πλευρά, η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα τόνισε ότι ο εφεσείων οφείλει να συμμορφωθεί με το διάταγμα, ανεξάρτητα από τη συμμόρφωση  του Αστυνομικού Διευθυντή, και αυτό θα πράξει σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης, η οποία προωθείται επειδή ο εφεσείων θεωρεί πως το διάταγμα mandamus δεν εκδόθηκε νομίμως.   

 

Υπακοή στα διατάγματα του Δικαστηρίου αποτελεί το θεμέλιο λίθο του κράτους δικαίου.  Η ανυπακοή προς αυτά, δυναμιτίζει την αποτελεσματικότητα της δικαστικής διαδικασίας, με ευρύτερες κοινωνικές συνέπειες.  Εν προκειμένω, εφόσον το διάταγμα, η νομιμότητα του οποίου αμφισβητείται με την έφεση, εξακολουθεί να υφίσταται, η συμμόρφωση του ενός από τα δύο πρόσωπα στα οποία απευθύνεται,  δεν οδηγεί αυτομάτως στην απαλλαγή του άλλου από την υποχρέωση συμμόρφωσης με αυτό, η οποία παραμένει ζωντανή και αυστηρή.   Ούτε, βέβαια, χάνει η έφεση το αντικείμενο της.  Η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσιβλήτων δεν ευσταθεί. 

 

 

                                           

Ο άξονας της επιχειρηματολογίας της συνηγόρου για τον εφεσείοντα στην έφεση είναι ότι απουσιάζει νομικό δημόσιο καθήκον το οποίο ο εφεσείων παρέλειψε να εκτελέσει - γεγονός που επισημαίνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφερόμενο στις πρόνοιες του άρθρου 6 του περί Αστυνομίας Νόμου, Ν. 73(1)/2004 και στις Αστυνομικές Διατάξεις, τις οποίες επικαλέστηκε η πλευρά των εφεσιβλήτων υποστηρίζοντας ότι επιβάλλουν τέτοιο καθήκον. Ούτε, κατά τον εφεσείοντα, έχουν δικαίωμα οι εφεσίβλητοι να ζητήσουν την εκτέλεση δημόσιου καθήκοντος που επιβάλλει ο νόμος σε δημόσια αρχή, όταν η αρχή αυτή αρνείται να εκτελέσει το εν λόγω καθήκον.  Εισηγήθηκε περαιτέρω ότι οι διατάξεις του ενωσιακού δικαίου στις οποίες στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να κρίνει ότι ο εφεσείων έχει υποχρέωση «κατ' αντιστοιχία» να αποδώσει τα ζητηθέντα στοιχεία - τo Άρθρο 15 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Οδηγία 2003/98/ΕΚ η οποία ενσωματώθηκε με τον περί της Περαιτέρω Χρήσης Πληροφοριών του Δημόσιου Τομέα Νόμο και τα Άρθρα 41 και 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων  της Ευρωπαϊκής Ένωσης - τις οποίες δεν ανάφεραν οι εφεσίβλητοι στη νομική βάση της αίτησης τους - δεν εφαρμόζονται στην παρούσα περίπτωση, ούτε θεσπίζουν οποιοδήποτε δικαίωμα ή νομικό καθήκον για αποκάλυψη ονομάτων δημόσιων λειτουργών από το Γενικό Εισαγγελέα σε πολίτες με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων απάντησε ότι για την έκδοση εντάλματος mandamus δεν απαιτείται η ύπαρξη συγκεκριμένου νόμου ή κανονισμού που να επιβάλλει την εκτέλεση καθήκοντος σε δημόσια αρχή η οποία αρνείται να το εκτελέσει.   Για την απουσία αναφοράς στη νομική βάση της αίτησης των εφεσιβλήτων των νομοθετικών προνοιών στις οποίες στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για την έκδοση του επίδικου διατάγματος, υποδεικνύει ότι και ο εφεσείων βάσισε την αίτηση του για αναστολή του διατάγματος, η οποία επίσης εγκρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, σχεδόν αποκλειστικά σε διαδικαστικές πρόνοιες που δεν ετύγχαναν εφαρμογής.  Υπογράμμισε παράλληλα την υποχρέωση της δικαστικής εξουσίας, δυνάμει του Άρθρου 35 του Συντάγματος, να διασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα. 

 

Κρίνουμε ότι ορθά παραπονείται η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προχώρησε αυτεπάγγελτα στην εξέταση κατά πόσο υπήρχε καθήκον από πλευράς του εφεσείοντα να ικανοποιήσει το αίτημα των εφεσιβλήτων στη βάση νομοθετικών προνοιών στις οποίες δεν στηριζόταν η αίτηση τους.  Το ένταλμα mandamus δεν παραχωρείται για να επιβληθεί η εκτέλεση καθήκοντος το οποίο δεν αναγνωρίζεται από το νόμο.  Η υπόδειξη των νομοθετικών προνοιών, αρχών ή κανονισμών που δημιουργούν το δημόσιο νομικό καθήκον, αφενός, η οποία βαρύνει τον αιτητή και το δικαίωμα να ζητήσει ο αιτητής την εκτέλεση του εν λόγω καθήκοντος, αφετέρου, είναι άρρηκτα συνυφασμένα με τους λόγους για τους οποίους επιζητείται η έκδοση προνομιακού εντάλματος mandamus. Ειδικά, ο καθορισμός της νομικής βάσης, συνιστά το ουσιωδέστερο στοιχείο της αίτησης. Όπως εξηγείται στη νομολογία, ο καθορισμός των λόγων, σε αίτηση για προνομιακό ένταλμα, είναι αλληλένδετος με τον προσδιορισμό του αντικειμένου της αίτησης που συνιστά το υπόβαθρο του αιτήματος, ενώ οι λόγοι για τους οποίους επιδιώκεται η έκδοση προνομιακού εντάλματος, σε συνδυασμό με την αιτούμενη θεραπεία, συνιστούν το επίδικο θέμα της διαδικασίας (βλ. Γεωργιάδης (1992) 1 ΑΑΔ 298). 

 

Εν προκειμένω, οι εφεσίβλητοι δεν επικαλέστηκαν τις νομοθετικές πρόνοιες στη βάση των οποίων το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε για να διαπιστώσει «κατ' αντιστοιχία» υποχρέωση του εφεσείοντα να αποδώσει τα ζητηθέντα στοιχεία, ενώ οι νομοθετικές πρόνοιες που επικαλέστηκαν ως δημιουργούσες τέτοια υποχρέωση, τόσο στην αίτηση τους για άδεια και ακολούθως στην αίτηση για την έκδοση εντάλματος mandamus, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, δεν αναδείκνυαν τέτοιο καθήκον.  Ωστόσο, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε, ως όφειλε, στην εξέταση των λόγων για τους οποίους επιδιωκόταν το ένταλμα, όπως καθορίζονταν στην αίτηση για άδεια και βεβαιώνονταν με την άδεια που είχε παραχωρηθεί.   Εισήγαγε το ίδιο λόγο, στη βάση του οποίου, τελικά, ενέκρινε την αίτηση των εφεσιβλήτων, έστω και μερικώς.  Τούτο συνιστά σφάλμα εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο δικαιολογεί την παρέμβαση μας προς ανατροπή της πρωτόδικης ετυμηγορίας, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξετάσουμε τους λοιπούς λόγους έφεσης. 

 

Η έφεση επιτρέπεται.  H πρωτόδικη απόφαση, στο βαθμό και έκταση που αφορά στον εφεσείοντα, Γενικό Εισαγγελέα, παραμερίζεται και το ένταλμα που εκδόθηκε εναντίον του ακυρώνεται.  Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. 

 

 

ΣT. NAΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

 

 

                                                                                    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

 

                                                                                    Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

 

                                                                                    Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

                                                                                    Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

                                                                       

 

                                                           

 

 

 

 

 

 

 



[1] 7.(1)  Πρόσωπο, το οποίο συλλαμβάνεται και κρατείται, δικαιούται να ζητήσει όπως χορηγηθεί εγκαίρως στο ίδιο ή το δικηγόρο του πρόσβαση τα ουσιώδη έγγραφα, που είναι σχετικά με τη συγκεκριμένη υπόθεση και βρίσκονται στην κατοχή της κατηγορούσας αρχής και τα οποία είναι απαραίτητα για την αποτελεσματική αμφισβήτηση της νομιμότητας της σύλληψης και της κράτησής του.

 

Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου «ουσιώδη έγγραφα» θεωρούνται το αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης και κράτησης και το αντίγραφο της αίτησης και της ένορκης δήλωσης βάσει των οποίων εκδόθηκε το ένταλμα.

 

(2)  Όταν κλήση ή ένταλμα που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 44 του παρόντος Νόμου επιδοθεί στον κατηγορούμενο, αυτός δικαιούται με γραπτό αίτημά του προς την κατηγορούσα αρχή να έχει δωρεάν πρόσβαση στις καταθέσεις και τα έγγραφα που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης αναφορικά με το υπό εκδίκαση ποινικό αδίκημα, προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και η προετοιμασία της υπεράσπισης του κατηγορουμένου:

Νοείται ότι, εφόσον, περιέλθει στην κατοχή της κατηγορούσας αρχής νέο υλικό, το οποίο αυτή προτίθεται να χρησιμοποιήσει στη διαδικασία, παραχωρείται στον κατηγορούμενο περαιτέρω πρόσβαση το υλικό αυτό.

 

(3)  Σε περίπτωση κατά την οποία ο κατηγορούμενος αιτείται γραπτώς την παροχή αντιγράφων τέτοιου υλικού, καταβάλλεται το τέλος, το οποίο καθορίζεται εκάστοτε από τον Αρχηγό Αστυνομίας, με την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.

[..] 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο