ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A104
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. E43/2013
23 Mαρτίου, 2017.
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/Δ]
KOZINSKAYA RIVER LIMITED κ.ά.
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι
- ΚΑΙ -
KLCC HOLDINGS LIMITED,
Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες,
------------------------
Ανδρέας Χαβιαράς για Χαβιαράς & Φιλίππου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Κατερίνα Πετρίδου (κα) για Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους (την υπόθεση χειρίστηκε ο Χριστόφορος Θεοδώρου).
----------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ:- Με κλητήριο, γενικώς οπισθογραφημένο, οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες (εφεσίβλητοι) αξίωσαν εναντίον της εναγόμενης 1, κυπριακής εταιρείας, το ποσό των 3.375.000,00 δολαρίων Αμερικής δυνάμει συμφωνίας δανείου ημερομηνίας 15.6.2006 ως αυτή τροποποιήθηκε και, περαιτέρω και/ή διαζευκτικά, εναντίον της εναγομένης 1 και των εναγομένων 2 έως 10, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με την εναγομένη 1, το ποσό των 9.429.258,09 δολαρίων Αμερικής, συνεπεία δόλου και/ή απάτης και/ή συνομωσίας προς εξαπάτηση τους και/ή αθέμιτου πλουτισμού. Ακολούθως, κατόπιν σχετικής αίτησης των εφεσιβλήτων, ημερομηνίας 24.2.2011, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε διάταγμα για την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στους εναγομένους 2,3,5-8 εκτός της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων, με το μηχανισμό που καθορίζεται από τον περί της Συ΅φωνίας ΅εταξύ της Κυπριακής ∆η΅οκρατίας και της Ουκρανίας για Νο΅ική Συνεργασία σε Αστικά Θέ΅ατα (Κυρωτικός) Νό΅ο του 2005, N.8(III)/2005.
Με αίτηση τους η οποία εδράζεται κυρίως στις Δ.16,θ.9, Δ.2,θθ.1,3,6 και 12 και Δ.5,θ.7 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, οι εναγόμενοι 2, 3, 5-8 (οι εφεσείοντες) επεδίωξαν την έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου με το οποίο να «ακυρώνεται (set aside)» το κλητήριο ένταλμα και/ή η επίδοση του. Στην ένορκη δήλωση η οποία συνοδεύει την αίτηση, οι εφεσείοντες εγείρουν θέμα έλλειψης δικαιοδοσίας και ανυπαρξίας αγώγιμου δικαιώματος των εφεσιβλήτων, ισχυριζόμενοι, βασικά, ότι δεν ήταν συμβαλλόμενοι στη σύμβαση δανείου ούτε στη συμπληρωματική σύμβαση δανείου. Αναφέρονται και σε συμφωνίες εγγύησης και υποθήκης ακινήτου, ευρισκομένου στην Ουκρανία, στις οποίες συμβαλλόμενοι είναι οι εφεσίβλητοι και η εναγόμενη 2, σε σχέση με τις οποίες έχουν εκδοθεί τελεσίδικες αποφάσεις από το Ανώτατο Εμπορικό Δικαστήριο της Ουκρανίας, με αποτέλεσμα, ισχυρίζονται, να υπάρχει δεδικασμένο. Διατείνονται ακόμη, ότι οι γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί των εφεσιβλήτων περί δολίων ενεργειών ουδόλως θεμελιώνουν αγώγιμο δικαίωμα εναντίον τους και δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων.
Απαντούν οι εφεσίβλητοι, με την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση τους, ότι βάση της αγωγής τους εναντίον των εφεσειόντων δεν είναι η συμφωνία υποθήκης αλλά η δόλια συμπεριφορά, η συμπαιγνία και ο αθέμιτος πλουτισμός των τελευταίων εις βάρος τους, ενώ τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία εφόσον το όχημα διάπραξης των παραπάνω ενεργειών των εφεσειόντων και της απόσπασης χρημάτων από τους εφεσίβλητους, η οποία έγινε στην Κύπρο, είναι η εναγόμενη 1, κυπριακή εταιρεία.
Για να γίνει κατανοητό το αντικείμενο της έφεσης, θεωρούμε σκόπιμο να σκιαγραφήσουμε τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως προβάλλονται στην έκθεση απαίτησης. Η εναγόμενη 1, όπως έχει ήδη λεχθεί, είναι Κυπριακή εταιρεία. Ο εναγόμενος 3 παρουσίασε στους ενάγοντες-εφεσίβλητους ότι η εταιρεία αυτή είναι ιδιοκτησίας του ή/και ότι είναι το πρόσωπο που την ελέγχει. Ήταν και ο ιδιοκτήτης ή το πρόσωπο το οποίο, κατά τον ουσιώδη χρόνο, έλεγχε τις Ουκρανικές εταιρείες 5 και 7, οι οποίες μαζί με την εναγόμενη 2, επίσης Ουκρανική εταιρεία, και την εναγόμενη 1, αποτελούν όμιλο εταιρειών που ελέγχεται πλήρως από τον εναγόμενο 3. Η εναγόμενη 2, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν 100% θυγατρική εταιρεία της εναγόμενης 1. Οι εναγόμενοι 6, 8, 9 και 10 περιγράφονται ως αχυράνθρωποι, εκτελεστικά όργανα του εναγόμενου 3 ή/και των εναγομένων 1 ή/και 2.
Διατείνονται οι εφεσίβλητοι, ότι αποδεχόμενοι σχετική πρόταση της εναγομένης 1 ή/και της εναγομένης 2 ή/και του εναγόμενου 3 ή/και της εναγομένης 7, δανειοδότησαν την εναγόμενη 1 συνάπτοντας προς τούτο συμφωνία δανείου στις 15.6.2006, με σκοπό την ανάπτυξη και λειτουργία ακινήτου στην Ουκρανία, ιδιοκτησίας της εναγόμενης 2, ως γεροκομείου πολυτελείας. Την ίδια μέρα, η εναγόμενη 2 και οι εφεσίβλητοι υπέγραψαν Συμφωνία Υποθήκης, με την οποία η πρώτη υποθήκευε τα κτίρια επί του παραπάνω ακινήτου. Ακολούθως, υπεγράφη μεταξύ των εφεσιβλήτων και της εναγόμενης 1, συμπληρωματική συμφωνία στη συμφωνία δανείου, με την οποία μετατέθηκε η ημερομηνία αποπληρωμής του δανείου, ώστε να είναι πληρωτέο μέχρι τις 29.2.2008, ενώ στις 17.2.2007, υπεγράφη μεταξύ των εφεσιβλήτων και της εναγόμενης 2 Συμπληρωματική Συμφωνία Εγγύησης και Συμπληρωματική Συμφωνία στη Συμφωνία Υποθήκης.
Λόγω της παράλειψης της εναγόμενης 1 να αποπληρώσει το δάνειο μέχρι τον καθορισθέντα χρόνο, οι εφεσίβλητοι έδωσαν προς αυτή σχετικές ειδοποιήσεις, καλώντας την επίσης να καταβάλει το ποσό του δανείου πλέον τόκους, διαφορετικά θα λαμβάνονταν εναντίον της δικαστικά μέτρα. Κατόπιν δε παρόμοιας ειδοποίησης, ημερομηνίας 29.9.2010, προς την εναγόμενη 2, καλώντας την να καταβάλει το ποσό του δανείου, δυνάμει της Συμφωνίας Υποθήκης, διαφορετικά θα λαμβάνονταν μέτρα προς εκποίηση του ενυπόθηκου ακινήτου, οι μετοχές της εναγόμενης 2, οι οποίες αποτελούσαν το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της εναγομένης 1, μεταβιβάστηκαν από την τελευταία στην εναγόμενη 5 κατά ή περί τον Οκτώβριο 2010. Αυτό, κατά τους εφεσίβλητους, με τη δόλια συμμετοχή και/ή συνεργασία των εναγομένων 3-10, με στόχο την αποστέρηση από τους εφεσίβλητους της δυνατότητας εκτέλεσης τυχόν απόφασης ήθελε εκδοθεί υπέρ τους και εναντίον της εναγόμενης 1. Τον Δεκέμβριο 2010, διαπιστώθηκε ότι ο εναγόμενος 6 είναι ο ιδρυτής, μέτοχος και διευθυντής της εναγόμενης 5 καθώς και μέτοχος και διευθυντής, μαζί με τον εναγόμενο 8, της εναγόμενης 7.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφαση του, απέρριψε την αίτηση των εφεσειόντων. Έκρινε ότι η αίτηση τους ήταν «θνησιγενής». Αυτό στη βάση του λόγου της S.P.P. Projects Limited v. Integral Equipment Sarl (1993) 1 A.A.Δ. 762, σύμφωνα με τον οποίο αίτημα για ακύρωση κλητηρίου εντάλματος και της επίδοσης του στο εξωτερικό μπορεί να εξεταστεί μόνο στα πλαίσια αίτησης για παραμερισμό του διατάγματος το οποίο επέτρεψε την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Σημείωσε, συναφώς, πως τυχόν έγκριση του αιτήματος των εφεσειόντων θα οδηγούσε στην συνύπαρξη δύο συγκρουόμενων διαταγμάτων, «γεγονός ανεπίτρεπτο». Θεώρησε, επίσης, με βάση το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση, ότι προωθείται θέση περί ανυπαρξίας αγώγιμου δικαιώματος, την οποία εξέτασε, παρόλο που δεν γίνεται επίκληση της Δ.27,θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, καταλήγοντας ότι για να αποφασιστεί το «στέρεο των αξιώσεων» θα πρέπει να ακουστεί μαρτυρία με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εφαρμοστεί η Δ.27,θ.3.
Οι εφεσείοντες αντέδρασαν στην απόρριψη της αίτησης τους με την παρούσα έφεση, προσβάλλοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με ένα λόγο έφεσης. Υποστηρίζουν ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα το σκεπτικό της υπόθεσης S.P.P. Projects Limited v. Integral Equipment Sarl σύμφωνα με το οποίο, εισηγούνται, ο παραμερισμός του ίδιου του διατάγματος για επίδοση επιβάλλεται όταν αυτό που αμφισβητείται είναι η ορθότητα της απόφασης του Δικαστηρίου για επίδοση του κλητηρίου στο εξωτερικό για λόγους που σχετίζονται με την αίτηση που οδήγησε στην έκδοση του διατάγματος, που δεν είναι η περίπτωση μας. Εν προκειμένω, οι εφεσείοντες πρωτόδικα δεν υποστήριξαν ότι το διάταγμα για επίδοση στο εξωτερικό είχε εκδοθεί εσφαλμένα, αλλά επιζήτησαν τον παραμερισμό του κλητηρίου και/ή της επίδοσης του στη βάση ότι οι εφεσίβλητοι στερούνται αγώγιμου δικαιώματος εναντίον τους και τα κυπριακά Δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας να εκδικάσουν την αγωγή. Υποστηρίζουν ακόμη ότι η αίτηση τους ορθά θεμελιώνεται στη Δ.16,θ.9 και δεν ήταν αναγκαία η επίκληση της Δ.27,θ.3.
Στην αντίπερα όχθη, οι εφεσίβλητοι υπεραμύνθηκαν της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, εισηγούμενοι ότι ορθά εφαρμόστηκε η S.P.P. Projects Limited. Αντικρούοντας τον ισχυρισμό των εφεσειόντων περί δεδικασμένου, επεσήμαιναν ότι βάση της αγωγής τους εναντίον των εφεσειόντων δεν είναι οι συμφωνίες που απασχόλησαν τα Ουκρανικά Δικαστήρια αλλά η δόλια συμπεριφορά των εφεσειόντων, η οποία έλαβε χώρα στην Κύπρο με την εμπλοκή Κύπριων εναγομένων, οι οποίοι χρησιμοποιώντας ως όχημα (empty shell) την εναγόμενη 1 εταιρεία, απέσπασαν παράνομα από τους εφεσίβλητους εκατομμύρια δολάρια, ισχυρισμός που θα κριθεί αφού ακουστεί μαρτυρία.
Στην S.P.P. Projects Ltd είχε ζητηθεί πρωτοδίκως η ακύρωση του κλητηρίου εντάλματος, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, και ο παραμερισμός της επίδοσης στο εξωτερικό, για λόγους που δεν ήταν εμφανείς στο γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα οι οποίοι όμως, όπως υποστηρίχθηκε από τους εφεσείοντες (εναγομένους), αφορούσαν ουσιώδη γεγονότα που άπτονταν της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και τα οποία δεν είχαν αποκαλυφθεί από την άλλη πλευρά. Το Εφετείο, αφού σημείωσε πως η έκδοση διατάγματος για επίδοση στο εξωτερικό «υποδηλώνει ότι το δικαστήριο είναι αρμόδιο και έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί του επίδικου θέματος», αποφάνθηκε πως αποκλειστικός σκοπός του αιτήματος των εφεσειόντων ήταν η ανατροπή «του βάθρου στο οποίο στηρίχθηκε η διαταγή του δικαστηρίου για επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος στο Ηνωμένο Βασίλειο και μπορούσε να εξεταστεί μόνο στο πλαίσιο αίτησης για παραμερισμό του διατάγματος», δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται με τις διατάξεις της Δ.16,θ.9 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Γίνεται φανερό από τα προαναφερόμενα, ότι η ερμηνεία του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων του σκεπτικού της S.P.P. Projects Ltd στερείται οποιουδήποτε ερείσματος στα λεχθέντα και αποφασισθέντα στην υπόθεση.
Η έκδοση του διατάγματος για επίδοση στο εξωτερικό, στην προκειμένη περίπτωση, ήταν άμεσα συναρτώμενη με την ύπαρξη αρμοδιότητας και δικαιοδοσίας του δικαστηρίου να επιληφθεί του επίδικου θέματος, η ύπαρξη της οποίας αμφισβητείτο από τους εφεσείοντες. Παρατηρείται συναφώς στην S.P.P. Projects Ltd:
«Η διαταγή για την επίδοση κλητηρίου (ειδοποίησης) εντάλματος στο εξωτερικό επιμαρτυρεί την ύπαρξη των προϋποθέσεων που θέτει η Δ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας για την εκδίκαση αγωγής που στρέφεται εναντίον κάτοικου του εξωτερικού, οπόταν δικαιολογείται η επίδοση της στην αλλοδαπή».
Εν προκειμένω, η θέση των εφεσειόντων ότι οι ισχυρισμοί των εφεσιβλήτων για δόλο είναι γενικοί και αόριστοι και δεν θεμελιώνουν τη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων - αφήνοντας κατά μέρος τη γενικότητα που την χαρακτηρίζει - ισοδυναμεί, ουσιαστικά, με αμφισβήτηση του βάθρου επί του οποίου στηρίχθηκε η έκδοση του διατάγματος για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και της επάρκειας του για να εγκριθεί το αίτημα. Ως εκ τούτου, το θέμα που ήγειραν οι εφεσείοντες θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο στο πλαίσιο αίτησης για παραμερισμό του διατάγματος για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας που είχε εκδοθεί μονομερώς. Ορθά δε έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, υιοθετώντας τα λεχθέντα του Πική, Π στην S.P.P. Projects Ltd, ότι τυχόν έγκριση του αιτήματος των εφεσειόντων θα οδηγούσε στην ύπαρξη δύο συγκρουόμενων διαταγμάτων του Δικαστηρίου «που είναι ανεπίτρεπτο».
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Tlais Enterprises Ltd v. Her Majesty's Revenue & Customs (Ex Her Majesty's Customs and Excise), Πολιτική Έφεση Αρ. 109/2009, ημερομηνίας 18.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:A188, στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων κατά τη συζήτηση της έφεσης προς επίρρωση της θέσης του αναφορικά με το λόγο της S.P.P. Projects Ltd, δεν βοηθά την υπόθεση των εφεσειόντων. Ιδιαίτερη παραπομπή έγινε στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση, η οποία εκδόθηκε μετά από την εκκαλούμενη απόφαση:
«Δεν αποκλείεται στην Κύπρο η καταχώρηση χωριστής αίτησης για παραμερισμό του διατάγματος σφράγισης του κλητηρίου εντάλματος κάτω από τη Δ.48. Εφόσον όμως θεματικά η σφράγιση κλητηρίου που έχει σκοπό να επιδοθεί στο εξωτερικό συμπλέκεται και με την άδεια για επίδοση, η ταυτόχρονη επιδίωξη ακύρωσης και των δύο δεν απαγορεύεται εφόσον κρίνεται στην ουσία το υπόβαθρο των γεγονότων που δικαιολογούσαν την σφράγιση, αλλά και την επίδοση. Προκύπτει κάποια διαφορετική αντιμετώπιση στην S.P.P. Projects Ltd ν. Integral Equipment Sarl (1993) 1 Α.Α.Δ. 762, όπου το Εφετείο σε αίτημα παραμερισμού κλητηρίου και της επίδοσης του στο εξωτερικό λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, χωρίς να είχε επιδιωχθεί και η ακύρωση του προηγούμενου διατάγματος που είχε εκδοθεί μετά από μονομερή αίτηση με το οποίο είχε εξουσιοδοτηθεί η επίδοση στο εξωτερικό, αποφάσισε ότι μόνο στο πλαίσιο αίτησης για παραμερισμό του διατάγματος επίδοσης μπορούσε να εξεταστεί το αίτημα για ακύρωση του κλητηρίου. Απερρίφθη συνεπώς η έφεση. Στη μεταγενέστερη Hani Mousa El-Sayegh - ανωτέρω - λέχθηκε αναφορικά με την υπόθεση S.P.P. Projects Ltd, ότι:
". όσο και αν ήταν επιθυμητή για σκοπούς πληρότητας η διατύπωση και διατάγματος παραμερισμού του προηγούμενου διατάγματος, εν τούτοις, δεδομένης της γενικής απόφανσης περί επιτυχίας της αίτησης που το περιλάμβανε και αυτό, θεωρούμε την παράλειψη ως τυπική και χωρίς επίδραση στο αποτέλεσμα."»
Το ερώτημα, βέβαια, που τίθετο στη Tlais Enterprises Ltd, ήταν διαφορετικό από το ερώτημα που απασχόλησε στην S.P.P. Projects Ltd, αφού αφορούσε στο κατά πόσο ήταν εφικτό για το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της αίτησης για παραμερισμό του διατάγματος επίδοσης στο εξωτερικό να εξετάσει και το προηγηθέν διάταγμα σφράγισης, όπως επεδίωκαν οι εφεσίβλητοι, δεδομένου ότι η άδεια για σφράγιση είχε εκδοθεί σε προηγηθείσα γενική αίτηση. Ερώτημα το οποίο το Δικαστήριο απάντησε καταφατικά, με το παραπάνω σκεπτικό. Δεν επρόκειτο για περίπτωση παράλειψης να ζητηθεί η ακύρωση του διατάγματος επίδοσης, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Αντιθέτως, με την αίτηση της εφεσίβλητης εζητείτο και η ακύρωση και παραμερισμός του διατάγματος επίδοσης. Δεν βλέπουμε πώς η Tlais Enterprises Ltd βοηθά την υπόθεση των εφεσειόντων.
Η δε Hani Mousa El-Sayegh δεν πρεσβεύει οτιδήποτε διαφορετικό από την S.P.P.Projects Ltd, για το ζήτημα που εδώ απασχολεί. Όπως μνημονεύεται στην πρώτη, το διάταγμα για παραμερισμό της επίδοσης εκδόθηκε αφού το πρωτόδικο Δικαστηρίου κατέληξε ότι η σχετική αίτηση, με την οποία ζητείτο, ανάμεσα σε άλλα, και διάταγμα με το οποίο να παραμερίζεται και/ή ακυρώνεται το κλητήριο ένταλμα και/ή το διάταγμα επίδοσης, «πρέπει να πετύχει». Εκδίδοντας, όμως, διάταγμα προς παραμερισμό της επίδοσης, το Δικαστήριο δεν διατύπωσε ρητά και διάταγμα παραμερισμού του προηγούμενου διατάγματος με το οποίο είχε επιτραπεί η επίδοση. Έκρινε, ωστόσο, το Εφετείο, πως η παράλειψη ήταν τυπική και το Δικαστήριο «δεν ενήργησε κατ' αντίθεση προς ό,τι ίσχυε όταν εξέδωσε το διάταγμα για παραμερισμό της επίδοσης», δεδομένης της γενικής απόφανσης του περί επιτυχίας της αίτησης, με την οποία ζητείτο και ο παραμερισμός του προηγούμενου διατάγματος που επέτρεπε την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Επομένως, η Hani Mousa El-Sayegh διακρινόταν από την S.P.P. Projects Ltd, στη βάση των γεγονότων της, αφού στην τελευταία, σε αντίθεση με τη Hani Mousa El-Sayegh, δεν είχε ζητηθεί ο παραμερισμός του διατάγματος με το οποίο επιτράπηκε η επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, δεν απέκλινε όμως από το σκεπτικό της S.P.P. Projects Ltd αναφορικά με τη δυνατότητα εξέτασης αιτήματος για ακύρωση του κλητηρίου, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, και της επίδοσης του στο εξωτερικό μόνο στο πλαίσιο αίτησης για παραμερισμό του διατάγματος με το οποίο επιτράπηκε η επίδοση εκτός δικαιοδοσίας.
Δεν διαφεύγει της προσοχής μας, βέβαια, ότι στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση για παραμερισμό, διατυπώνεται, με βάση τους ίδιους ισχυρισμούς περί δολίων ενεργειών και η θέση για ανυπαρξία αγώγιμου δικαιώματος. Θέση, που ορθά κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα μπορούσε να βρει δικονομική υποστύλωση στη Δ.27,θ.3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών. Η δικονομική αυτή πρόνοια επιτρέπει την εξέταση του ζητήματος της ύπαρξης ή μη αγώγιμου δικαιώματος ως προκαταρκτικού. Η απόρριψη δικογράφου δυνάμει της Δ.27,θ.3 λόγω ανυπαρξίας αγώγιμου δικαιώματος αποτελεί εξαιρετικό μέτρο και δικαιολογείται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που το δικόγραφο κρίνεται αναντίλεκτα ανυπόστατο, με την έκθεση απαίτησης να αποτελεί «το ουσιαστικό, αν όχι το μόνο στοιχείο, για διερεύνηση του θέματος» (βλ. Λοΐζος Λουκά & Υιοί Λτδ ν. Εθνική Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1316).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εν προκειμένω, διαπίστωσε ότι το αίτημα των εφεσειόντων με βάση την ανυπαρξία αγώγιμου δικαιώματος, δεν είχε δικονομικό έρεισμα λόγω της απουσίας οποιασδήποτε αναφοράς στο νομικό βάθρο της αίτησης στη Δ.27,θ.3. Διαπίστωση που επισήμανε την αποτυχία της αίτησης των εφεσειόντων χωρίς την ανάγκη περαιτέρω εξέτασης, εφόσον για να είναι έγκυρο ένα δικονομικό μέτρο, θα πρέπει να καθορίζονται στο νομικό βάθρο της ενδιάμεσης αίτησης οι δικονομικές διατάξεις επί των οποίων βασίζεται, (Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη και ’λλων (1990) 1A.A.Δ. 965, Φλουρέντζου κ.ά ν. Cashgrove Betting Ltd κ.ά (2007) 1 A.A.Δ. 393 και Egiazaryan κ.ά ν. Denoro Investments Limited (2013) 1 A.A.Δ. 409). Ωστόσο, απορρίπτοντας τις θέσεις των εφεσειόντων, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην παράθεση του σκεπτικού του και για την ουσία του θέματος, προσδιορίζοντας το αγώγιμο δικαίωμα των εφεσιβλήτων στον κατ' ισχυρισμό δόλο, απάτη και/ή συμπαιγνία μεταξύ των εφεσειόντων και εις βάρος των εφεσιβλήτων. Κατέληξε δε, ότι η περίπτωση δεν μπορούσε να ενταχθεί στο πλαίσιο εφαρμογής της Δ.27,θ.3, αφού με βάση τις δικογραφημένες θέσεις των εφεσιβλήτων θα πρέπει τουλάχιστο να ακουστεί μαρτυρία «προκειμένου να διαπιστωθεί το στέρεο των αξιώσεων».
Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν είχε ενώπιον του περίπτωση τόσο φανερή, έξω από κάθε αμφιβολία, που να δικαιολογούσε τον τερματισμό της διαδικασίας στο ενδιάμεσο στάδιο της αίτησης. Η ίδια παρατήρηση ισχύει και σε σχέση με τη θέση των εφεσειόντων για την ύπαρξη δεδικασμένου, την οποία οι εφεσίβλητοι αμφισβητούν παραπέμποντας στην γενικά οπισθογραφημένη αξίωση τους και στις δικογραφημένες θέσεις τους στην έκθεση απαίτησης από τις οποίες παρουσιάζεται ότι η βάση αγωγής των εφεσιβλήτων εναντίον των εφεσειόντων είναι η κατ' ισχυρισμό δόλια συμπεριφορά των τελευταίων και/ή η συμπαιγνία και/ή απάτη που διέπραξαν εις βάρος των εφεσιβλήτων και όχι η Συμφωνία Υποθήκης η οποία, όπως είναι κοινά αποδεκτό, αποτέλεσε αντικείμενο διαφοράς ενώπιον των Ουκρανικών Δικαστηρίων.
Δεδομένης της διαπίστωσης ότι η αίτηση, στο βαθμό που αφορά στην ανυπαρξία αγώγιμου δικαιώματος στερείται νομικού ερείσματος, δεν θεωρούμε σκόπιμη την περαιτέρω ενασχόληση μας με το θέμα.
Τα παράπονα των εφεσειόντων κρίνονται αβάσιμα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΣΓεωργίου