ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A103
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε338/2016)
23 Μαρτίου 2017
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΔ.]
IRONFX GLOBAL LIMITED
Εφεσειόντων/Αιτητών
ΚΑΙ
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ & ΥΙΟΙ ΛΙΜΙΤΕΔ
Εφεσιβλήτων/Καθ΄ων η αίτηση
------------
Σταύρος Παύλου για Πατρίκιο Παύλου και Συνεργάτες και Μαρίνα Τζουτ (κα) για Ανδρέα Νεοκλέους, για τους εφεσείοντες.
Σοφρώνης Νεοκλέους για Φώτο Τσαγγαρίδη, για τους εφεσίβλητους.
-----------
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από
τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
-----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων (ΔΕΕ) εξέδωσε διάταγμα έξωσης και απόφαση για οφειλόμενα ενοίκια στα πλαίσια συνοπτικής απόφασης κατά αναλογική εφαρμογή της Δ.18 κ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.
Παράλληλα, όμως, με τους προδιαγραφέντες λόγους έφεσης, ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να εκδώσει συνοπτική απόφαση και ότι το θέμα αυτό μπορούσε να εγερθεί για πρώτη φορά στις αγορεύσεις στη διαδικασία της έφεσης, όπως και έγινε, ως θέμα δικαιοδοσίας και δημόσιας τάξης.
Ήταν περαιτέρω η θέση του ότι, παρά τον Καν. 12 των περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικών Κανονισμών του 1983, που παραπέμπει σε ανάλογη εφαρμογή των προνοιών των Θεσμών, δεν θα μπορούσε τέτοια αναλογική εφαρμογή να γίνει σε σχέση με τη Δ.18 και τη δυνατότητα έκδοσης συνοπτικής απόφασης, τόσο για λόγους δικονομικής τάξης όσο και για λόγους ουσίας. Από ουσιαστικής άποψης, ήταν η εισήγηση του ευπαιδεύτου δικηγόρου των εφεσειόντων, ότι δεν χωρεί η αναλογική εφαρμογή της Δ.18 διότι δεν θα επρόκειτο στην πραγματικότητα για τέτοια αναλογική εφαρμογή, αλλά για θέσπιση διαδικασίας, κάτι που αποτελεί νομοθετικό έργο.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσιβλήτων εισηγήθηκε ότι το ζήτημα δεν άπτεται της δικαιοδοσίας και δεν μπορούσε να τεθεί στο στάδιο των αγορεύσεων κατ΄έφεσιν. Εισηγήθηκε περαιτέρω ότι ορθά το Δικαστήριο προχώρησε σε αναλογική εφαρμογή της Δ.18, χωρίς να υπάρχει οποιοδήποτε δικονομικό πρόβλημα.
Κατ΄αρχάς, κρίνουμε ότι το ζήτημα μπορούσε να τεθεί έστω και στο τελικό αυτό στάδιο, εφόσον όντως εγείρει θέμα ανάληψης μη προβλεπόμενης δικαιοδοσίας και, συνεπώς, θέμα δημόσιας τάξης.
Ο σκοπός της διαδικασίας για συνοπτική απόφαση είναι κυρίως η ταχύτητα, σε αντιδιαστολή με τους ρυθμούς με τους οποίους κινείται μια κανονική δίκη (βλ. μεταξύ πολλών άλλων, Νεάρχου κ.α. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1 ΑΑΔ 818). Η ταχύτητα, όμως, είναι κατά τον περί Ενοικιοστασίου Νόμο του 1983, όπως τροποποιήθηκε («ο Νόμος»), ούτως ή άλλως, το ειδοποιό στοιχείο, το χαρακτηριστικό γνώρισμα, αυτό που πρέπει να διαφοροποιεί το ειδικής δικαιοδοσίας ΔΕΕ και τους ρυθμούς του, από τα γενικής δικαιοδοσίας δικαστήρια, για τα οποία οι Θεσμοί προέβλεψαν τη διαδικασία συνοπτικής απόφασης.
Η πλέον θεμελιακή πρόνοια του Νόμου, ήτοι η πρόνοια του άρθρου 4 που καθιδρύει τα ΔΕΕ, αναφέρεται ήδη σε καθίδρυση Δικαστηρίων επί σκοπώ επίλυσης των αναφερομένων σ΄αυτά διαφορών, «μεθ΄όλης της λογικής ταχύτητος». Προς επίτευξη τέτοιου σκοπού, με δεδομένο πάντα το περιορισμένο πλαίσιο δικαιοδοσίας, ο Νόμος προβλέπει, περαιτέρω, για συνοπτική εκδίκαση, ορίζοντας ότι το δικαστήριο δεν δεσμεύεται υπό του εκάστοτε ισχύοντος δικαίου της αποδείξεως (άρθρο 5). Διαφορετικός και ευρύτερος είναι και ο ρόλος του δικαστηρίου, εφόσον έχει δικαίωμα να υποβάλει ερωτήσεις σε μάρτυρες προς διεξαγωγή της αναγκαίας έρευνας για επίλυση της διαφοράς (Καν. 4(γ)).
Χαρακτηριστική, τέλος, είναι η πρόνοια των Κανονισμών ότι «το Δικαστήριο επιλαμβάνεται κάθε αιτήσεως το συντομότερο δυνατό. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου έχει συνοπτικό χαρακτήρα με σκοπό την ταχεία και αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.» (Καν. 3(στ)).
Συνεπώς, ενώ η εξαιρετική διαδικασία της Δ.18 προβλέφθηκε ως αντιστάθμισμα στους ρυθμούς της «κανονικής δίκης» ενώπιον των δικαστηρίων γενικής δικαιοδοσίας, τέτοια ανάγκη δεν είναι εγγενής στην, εξ ορισμού, συνοπτικού χαρακτήρα διαδικασία ενώπιον του ΔΕΕ, αλλ΄ αντίθετα σύμφυτη στη λειτουργία του προβλέπεται δια νόμου η συνοπτικότητα και η ταχύτητα της διαδικασίας.
Εν πάση περιπτώσει, η αναλογική εφαρμογή κατά τον Καν. 12 δεν μπορούσε να λάβει την έκταση διαφοροποίησης των κανόνων της ειδικής διαδικασίας ενώπιον του ΔΕΕ. Ειδικότερα, η πρόνοια για δικαιωματική απάντηση, άνευ όρων, δεν μπορεί, κατ΄επίκληση αναλογίας να μετατραπεί σε δυνατότητα απάντησης υπό τον όρο άδειας του δικαστηρίου.
Γενικότερα δε, το δικαστήριο, επικαλούμενο αναλογική εφαρμογή, εισήξε στη διαδικασία του μια ειδική και εξαιρετικής φύσεως διαδικασία που δεν μπορούσε, ούτως ή άλλως, να εισαχθεί εμμέσως και αναλογικά ως εκ της φύσης της. Η ευχέρεια που παρέχει η Δ.18, για εξασφάλιση απόφασης χωρίς υπεράσπιση, πρέπει να εξετάζεται υπό το φως της ορθής αντίληψης που έχει επικρατήσει ως προς τα δικαιώματα των διαδίκων βάσει των προνοιών του Άρθρου 30 του Συντάγματος και των αντιστοίχων διατάξεων της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ζερβός ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2003) 1Γ ΑΑΔ 1968, J. & M. Loizides Agencies Ltd κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1Β ΑΑΔ 1280). Υπό το πρίσμα αυτό, δεν θα ήταν επιτρεπτή η δικαστική πρωτοβουλία υπό το μανδύα, απλώς, αναλογικής εφαρμογής, αλλά απαιτείται ευρύτερη ενασχόληση και μελέτη, με στάθμιση όλων των δεδομένων, όπως είναι η φύση του δικαστηρίου και της διαδικασίας του.
Η κατάληξη είναι ότι το Δικαστήριο εξέτασε και εξέδωσε συνοπτική απόφαση χωρίς δικαιοδοσία. Η απόφασή του παραμερίζεται, με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων €2500 πλέον ΦΠΑ. Η υπόθεση να επανέλθει στο αρμόδιο Δικαστήριο για εκδίκαση, υπό διαφορετική σύνθεση, με τη δέουσα σπουδή.
Π. Παναγή, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π