ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Λ. Βραχίμης, για την Εφεσείουσα. Ε. Βασιλείου (κα) και Μ. Σωτηρίου (κα), για τον Εφεσίβλητο. CY DOD Κύπρος Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο 2017-03-24 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΣΚΟΥΤΕΛΛΑ ν. ΜΙΧΑΛΗ ΣΚΟΥΤΕΛΛΑ, Έφεση Αρ. 43/2012, 24/3/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:DOD:2017:3

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

(Έφεση Αρ. 43/2012)

 

24 Μαρτίου 2017 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ,  ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΣΚΟΥΤΕΛΛΑ,

Εφεσείουσα

-         ΚΑΙ   -

 

ΜΙΧΑΛΗ ΣΚΟΥΤΕΛΛΑ,

Εφεσίβλητου

------------------------------------------

 

Λ. Βραχίμης, για την Εφεσείουσα.

Ε. Βασιλείου (κα) και Μ. Σωτηρίου (κα), για τον Εφεσίβλητο.

 

-----------------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε με σχετική απόφαση του το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα ημερ. 10.8.2012 με το οποίο ορισμένα περιουσιακά στοιχεία του εφεσίβλητου συζύγου είχαν παγοποιηθεί ώστε να μην ήταν δυνατή η αποξένωση τους.  Πρόκειτο για ένα κατάστημα, ένα όχημα, το ήμισυ του ποσού που βρισκόταν κατατεθειμένο σε δύο τράπεζες σε αντίστοιχους λογαριασμούς 500 συνήθεις μετοχές στην εταιρεία Ilanga Enterprises Limited και άλλες 1.000 συνήθεις μετοχές στην εταιρεία Charflo Two Limited

 

        Το πιο πάνω εκδοθέν από άλλο Πρόεδρο του Οικογενειακού Δικαστηρίου διάταγμα, ήταν προϊόν σχετικής αίτησης από πλευράς της εφεσείουσας-αιτήτριας που εισήχθηκε στο πλαίσιο εναρκτήριας αίτησης της προς επίλυση των περιουσιακών της διαφορών με τον εν διαστάσει σύζυγο της.  Στην ένσταση που καταχωρήθηκε από πλευράς του εφεσίβλητου αμφισβητήθηκαν όλοι οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας με ιδιαίτερη αναφορά στο ότι περιείχε ισχυρισμούς για γεγονότα και αξίες περιουσίας χωρίς να προσδιοριζόταν η πηγή της γνώσης της και χωρίς η ίδια να ήταν πραγματογνώμονας εκτιμητής.  Αμφισβητήθηκαν επίσης οι πληροφορίες σχετικά με τους τραπεζικούς λογαριασμούς με εισήγηση ότι δεν αναφερόταν ο τρόπος με τον οποίο αυτοί περιήλθαν στη γνώση της και κατά πόσο νόμιμα ή παράνομα περιήλθαν στην κατοχή της οι αριθμοί λογαριασμών.  Το κατάστημα είχε αγοραστεί εξ ολοκλήρου δυνάμει γραπτής συμφωνίας από τον εφεσίβλητο, ενώ οι μετοχές στην Ilanga Enterprises Limited δεν ανήκαν στον ίδιο, αλλά ήταν εγγεγραμμένες στο όνομα του υιού του.  Παρόμοια οι μετοχές στη Charflo Two Limited λανθασμένα δεσμεύτηκαν εξ ολοκλήρου τη στιγμή που στην κυρίως αίτηση της η εφεσείουσα ζητούσε την εγγραφή επ΄ ονόματι της μόνο του ενός δευτέρου μεριδίου των εν λόγω μετοχών.  Πρόσθετα, λανθασμένα το Δικαστήριο απαγόρευσε την πώληση, μεταβίβαση κλπ του οχήματος, ενώ η εφεσείουσα ζητούσε την επ΄ ονόματι της εγγραφή του ενός δευτέρου μεριδίου αυτού.  Περαιτέρω, η προσωπική εγγύηση των €40.000 που είχε δοθεί προς έκδοση του διατάγματος ήταν έκδηλα χαμηλή γιατί δεν θα μπορούσε να καλύψει τις ζημίες που θα υφίστατο ο ίδιος συνεπεία της έκδοσης του διατάγματος.  Τέλος, η εφεσείουσα απέκρυψε κατά την έκδοση του διατάγματος τη διευθέτηση των περιουσιακών διαφορών τους με σχετική συμφωνία κατά ή περί τις 11.10.2010, μετά δηλαδή την οριστική διάσταση μεταξύ τους.  Η συμφωνία αυτή, η οποία επισυνάφθηκε στην ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου, διευθέτησε τόσο το θέμα της διατροφής, όσο και τα υπόλοιπα θέματα των περιουσιακών σχέσεων περιλαμβανομένης και της συζυγικής εστίας. 

 

        Οι διάδικοι πρωτοδίκως κατέθεσαν γραπτές αγορεύσεις και επιχειρηματολόγησαν σχετικά χωρίς να ζητηθεί οποιαδήποτε αντεξέταση.  Αυτό, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, επέβαλε καθήκον στην εφεσείουσα-αιτήτρια να ζητήσει αντεξέταση εφόσον ο εφεσίβλητος καθ΄ ου η αίτηση αμφισβητούσε τα γεγονότα της ένορκης δήλωσης της.  Αυτό όσο αφορά τη συμφωνία που υπεγράφη και που στις αγορεύσεις η εφεσείουσα υποστήριξε ότι ήταν προϊόν πλαστογραφίας ή βίας, ενώ υπήρχε και διάσταση ως προς την ημερομηνία που επήλθε ο μεταξύ τους χωρισμός.  Ως προς τα  υπόλοιπα θέματα, το Δικαστήριο με αναφορά στην απόφαση Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557 και άλλες συναφείς, έκρινε ότι η εφεσείουσα δεν είχε δείξει ότι  υπήρχε σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση στη βάση του ότι η εφεσείουσα επέλεξε τον πραγματικό αντί τον τερμακτό υπολογισμό της συμβολής της στην αύξηση των περιουσιακών στοιχείων, χωρίς να παραθέτει το ποσό απόκτησης των επί μέρους στοιχείων που συνέθεταν την περιουσία του συζύγου ή το ποσό της δικής της συμβολής, παραμένοντας μόνο στην κατάθεση της αξίας της περιουσίας κατά το χρόνο της διάστασης έτσι ώστε ο απλός ισχυρισμός της ότι τα περιουσιακά αυτά στοιχεία απεκτήθησαν με κοινή συνεισφορά, να μην ήταν αρκετός.  Αυτό κατά το Δικαστήριο κάλυπτε την αξίωση της εφεσείουσας στο βαθμό που αφορούσε το άρθρο 14 του Νόμου αρ. 232/91, στη βάση των αναφερθέντων και στην υπόθεση Παναγιώτου (Σφικτού) ν. Παναγιώτου (2007) 1 Α.Α.Δ. 28

 

        Το Δικαστήριο λαμβάνοντας τη θέση ότι δεν μπορούν στο Οικογενειακό Δικαστήριο να υπάρχουν διαζευκτικές θεραπείες διότι οι περιουσιακές σχέσεις ενός ζεύγους αποφασίζονται είτε με αποκλειστική αναφορά στο άρθρο 14, είτε με αποκλειστική αναφορά στις αρχές του κοινοδικαίου και της επιείκειας, προχώρησε να εξετάσει και την αξίωση της εφεσείουσας στη βάση των αρχών του κοινοδικαίου και της επιείκειας με αναφορά στη δημιουργία εμπιστεύματος το οποίο αναδύεται όταν αποδεικνύεται κοινή πρόθεση των μερών ότι θα δικαιούντο σε μερίδιο και ότι το πρόσωπο που διεκδικεί το μερίδιο στηριζόμενο σε κοινή πρόθεση προβαίνει σε ζημιογόνες για το ίδιο ενέργειες.  Μη εντοπίζοντας οποιαδήποτε δήλωση του εφεσίβλητου προς την εφεσείουσα ή συμπεριφορά που να στοιχειοθετούσε κοινή πρόθεση, έκρινε ότι δεν  υπήρχε ούτε στη βάση αυτή σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση εφόσον ο εφεσίβλητος δεν ήταν εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης οποιουδήποτε ακινήτου από το οποίο η ίδια να μπορούσε να διεκδικήσει μερίδιο. 

 

        Το Δικαστήριο εν τέλει αναφερόμενο και στην υπόθεση Κοζάκη ν. Κοζάκη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1047, έκρινε ότι η γραπτή συμφωνία μεταξύ των διαδίκων αποτελούσε διευθέτηση με ιδιωτική συμφωνία θέτοντας την όλη διαφορά των συζύγων εκτός της καθ΄ ύλη δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ακυρώνοντας έτσι το προσωρινώς εκδοθέν απαγορευτικό διάταγμα. 

 

        Η έφεση επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου θεωρώντας ότι αυτό έσφαλε σε όλα τα θέματα που εξέτασε, τελώντας  υπό  σύγχυση  μεταξύ  του  κριτηρίου του σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και της ορατής πιθανότητας επιτυχίας.  Αυτό διότι κατά το τεκμήριο που δημιουργεί το άρθρο 14(2) του Νόμου, θεωρείται εν πάση περιπτώσει να υπάρχει συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου κατά το 1/3 εκτός αν αποδεικνύεται μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.  Ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ήταν ότι η περιουσία, αντικείμενο της ενδιάμεσης αίτησης, ήταν περιουσία που αποκτήθηκε από τον εφεσίβλητο κατά τη διάρκεια του γάμου και συνεπώς αποτελεί μέρος της αύξησης, ισχυρισμό που δεν αμφισβητήθηκε ουσιαστικά από τον εφεσίβλητο.  Το Δικαστήριο πλανήθηκε όταν θεωρώντας ότι επιλέγοντας η εφεσείουσα τον πραγματικό υπολογισμό της συμβολής της και όχι τον τερμακτό, δεν δικαιούτο ούτε καν στο τεκμήριο του 1/3 της συνεισφοράς, επειδή δεν μπορούσε να αποδείξει συνεισφορά πέραν του 1/3 εν πάση περιπτώσει.  Συνεπώς, ακόμη και αν δεν θα μπορούσε η εφεσείουσα να αποδείξει συνεισφορά πέραν του 1/3, δεν μπορεί να αποτύχει η αξίωση της εξ ολοκλήρου, αλλά μόνο κατά το επί πλέον μέρος που επιδιώκεται συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας, συνεισφορά που δεν μπορεί εν πάση περιπτώσει να είναι μικρότερη του τερμακτού τεκμηρίου.  Συναφώς το Δικαστήριο έσφαλε και στην ανάλυση του ως προς την εκατέρωθεν μαρτυρία που δόθηκε διά των ενόρκων δηλώσεων ιδιαίτερα στο στάδιο ενός προσωρινού διατάγματος όπου δεν είναι αναγκαία η επακριβής απόδειξη της υπόθεσης. 

 

        Από τη στιγμή που το Εφετείο ήθελε θεωρήσει, αντίθετα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι στοιχειοθετείτο σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, τότε δεν είναι αναγκαίο να συζητηθεί το ζήτημα του εμπιστεύματος αφού η αξίωση στη βάση των αρχών της επιείκειας ήταν διαζευκτική προς την αξίωση για συνεισφορά κατά το άρθρο 14.  Εν πάση περιπτώσει, από τη μαρτυρία της εφεσείουσας προέκυπτε συνεισφορά στην κοινή επιχείρηση με εργασία που προσέφερε και αυτό ήταν αρκετό για να υποδειχθεί η αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης στη βάση των δικογράφων.  Ως προς την ύπαρξη ιδιωτικής συμφωνίας, το Δικαστήριο λανθασμένα αγνόησε τη θέση της εφεσείουσας ότι το έγγραφο είχε υπογραφεί πολύ πριν τη διάσταση και κάτω από συνθήκες βίας και απειλών χωρίς μάλιστα να της επιτραπεί να το αναγνώσει.  Το κύρος της υποτιθέμενης συμφωνίας αποτελούσε ένα από τα αμφισβητούμενα θέματα για το οποίο το Δικαστήριο δεν μπορούσε να καταλήξει σε τελική απόφαση από το ενδιάμεσο στάδιο. 

 

        Η αντίθετη θέση του εφεσίβλητου θεωρεί την πρωτόδικη απόφαση πλήρως αιτιολογημένη με αναφορά σε κάθε ένα από τους λόγους έφεσης και με παραπομπή στη σχετική νομολογία που διέπει τα θέματα αυτά.  Ορθά αποφάσισε το Δικαστήριο να ακυρώσει το διάταγμα διότι δεν υπήρξε τέτοιο μαρτυρικό υλικό από πλευράς της εφεσείουσας στην πρωτόδικη μονομερή της αίτηση που να δικαιολογούσε έστω και την ύπαρξη μιας συζητήσιμης υπόθεσης, ενός δηλαδή σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.  Η εφεσείουσα απέτυχε να παρουσιάσει ικανή μαρτυρία ώστε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που έφερε υπό το φως του γεγονότος ότι ο εφεσίβλητος είχε αμφισβητήσει κάθε πτυχή της δικής της θέσης όπως αυτή προσδιορίστηκε στην ένορκη δήλωση της, η οποία υποστήλωσε τη μονομερή αίτηση της.  Ιδιαιτέρως, θα έπρεπε με θετικό τρόπο να αποδείξει την πέραν του 1/3 μεριδίου συνεισφορά της στην αύξηση της περιουσίας.

 

        Έχοντας εξετάσει με τη δέουσα προσοχή τα εγερθέντα θέματα είναι φανερό ότι η πρωτόδικη κρίση είναι εσφαλμένη και θα πρέπει να ανατραπεί.  Υπενθυμίζεται ότι η ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου διαδικασία αφορούσε προσωρινό διάταγμα και ως τέτοια, οι παράμετροι της έκδοσης ή διατήρησης σε ισχύ προσωρινού διατάγματος στη βάση του άρθρου 14 Γ του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου αρ. 232/91, ως και τα κριτήρια που λαμβάνονται σύμφωνα  με το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, πρέπει να ακολουθούνται. 

 

Είναι παγίως νομολογημένο ότι τα τρία κριτήρια στη βάση της κλασσικής πλέον απόφασης στην Odysseos v. Pieris Estates Ltd - ανωτέρω - συνίστανται στην ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, στην ύπαρξη ή παρουσίαση ορατής πιθανότητας επιτυχίας και στην ικανοποίηση ότι οι αποζημιώσεις δεν θεωρούνται ότι αποτελούν ικανοποιητική θεραπεία.  Το πρώτο κριτήριο ικανοποιείται με αναφορά στα καταχωρημένα δικόγραφα για την αποκάλυψη μιας συζητούμενης  υπόθεσης.  Το δεύτερο κριτήριο ικανοποιείται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης σε συνάρτηση με την ορατή πιθανότητα επιτυχίας.  Ενώ το πρώτο κριτήριο σχετίζεται κατ΄ ουσία με τη νομική και μόνο θεμελίωση της αξίωσης, όπως αυτή διατυπώνεται στο κλητήριο ένταλμα ή στην αίτηση που καταχωρείται για κατανομή της περιουσίας δυνάμει του άρθρου 14 του Νόμου αρ. 232/91, το δεύτερο προχωρεί ένα πρόσθετο βήμα συσχετίζοντας τη νομική αυτή θεμελίωση με την προσφερόμενη μαρτυρία, όπως αυτή εξάγεται από τις ενόρκους δηλώσεις ή την αντεξέταση των μαρτύρων, όπου αυτή ζητείται και εγκρίνεται από το Δικαστήριο, για την πραγματική θεμελίωση της αγωγής επί των γεγονότων.  Στο στάδιο του προσωρινού διατάγματος είναι αρκετό να καταδειχθεί κάτι πέρα από την απλή πιθανολόγηση, αλλά ταυτόχρονα και κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων για την ικανοποίηση του δεύτερου κριτηρίου.

 

Η εισαχθείσα αίτηση της εφεσείουσας για την έκδοση του προσωρινού διατάγματος, ημερ. 6.8.2012, στηριζόμενη σε ένορκη δήλωση της ιδίας, αναμφίβολα αποκάλυπτε την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.  Στην ένορκη αυτή δήλωση προσφερόταν επαρκές υλικό για να εντάξει τη διαφορά στα πλαίσια της αναγκαιότητας ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων της εφεσείουσας και του συζύγου της από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού.  Υπήρξε γάμος μεταξύ των διαδίκων το 1980, διαμονή του ζεύγους στη Νότια Αφρική μετά το γάμο και μέχρι το 1993 και διάσταση με την επάνοδο στη Δημοκρατία το Μάρτιο του 2012 και εγκατάλειψη της συζυγικής εστίας τον Απρίλιο του ιδίου έτους.

 

 Η αναδυόμενη θέση της εφεσείουσας ήταν ότι ήταν κοινώς αντιληπτό ότι η περιουσία που θα αποκτείτο κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης θα ήταν κοινή περιουσία ανεξάρτητα σε ποιον ήταν εγγεγραμμένη ή  ποιός την κατείχε, ενώ πριν από το γάμο ο εφεσίβλητος δεν είχε οποιαδήποτε ακίνητη περιουσία.  Η περιουσία η οποία απεκτήθη στη συνέχεια ήταν με κοινή συνεισφορά και εργασία που δίνει κατά την εφεσείουσα σε αυτή το δικαίωμα να διεκδικήσει τουλάχιστο το ένα δεύτερο μερίδιο.  Αυτά αναμφιβόλως εντάσσουν χωρίς άλλο τη διαφορά που προέκυψε εντός του κριτηρίου της αποκάλυψης μιας συζητήσιμης υπόθεσης, υποδεικνύοντας την ύπαρξη ενός σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.  Σημειώνεται ότι η κυρίως αίτηση που επίσης καταχωρήθηκε στις 6.8.2012, αξιώνει και άλλα ακίνητα και περιουσία τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο άλλων  μονομερών αιτήσεων που δεν αφορούν την παρούσα υπόθεση. 

 

Η ίδια ένορκη δήλωση επί του προσωρινώς αιτηθέντος διατάγματος αποκαλύπτει ταυτόχρονα και την ύπαρξη μιας ορατής πιθανότητας επιτυχίας.  Αυτό, διότι περιγράφεται η περιουσία η οποία αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια της συμβίωσης, ότι αυτή η περιουσία αποκτήθηκε και με δική της συνεισφορά η οποία συνεισφορά εξειδικεύεται στην παράγραφο 14 της αίτησης της με τη θέση ότι αυτή είχε αναλάβει τη φροντίδα και επιμέλεια της οικογένειας, τη φροντίδα στην προσοχή και ανάπτυξη των τριών παιδιών που αποκτήθηκαν από το γάμο, τη φροντίδα της συζυγικής κατοικίας, αλλά και ιδιαιτέρως το δεδομένο ότι ενώ το ζεύγος βρισκόταν στη Νότια Αφρική, η ίδια εργαζόταν στο κατάστημα που διατηρείτο εκεί, 16 με 18 ώρες ημερησίως.  Περαιτέρω, είχαν συνάψει δάνειο και αγοράσει γη στην οποία οικοδομήθηκαν καταστήματα τα οποία πωλήθηκαν έναντι €700.000, από δε το προϊόν πώλησης αγοράστηκε και άλλο κτίριο και επιχείρηση υπεραγοράς, η οποία ενοικιάστηκε περί το τέλος του 2009 προς €8.000 μηνιαίως που λαμβάνει και καρπούται ο εφεσίβλητος.  Περαιτέρω, με την επάνοδο του ζεύγους στη Δημοκρατία δημιουργήθηκε κατάστημα-επιχείρηση με το όνομα Africa Jungle, το οποίο είναι ένα από τα περιουσιακά στοιχεία που διεκδικήθηκε με το προσωρινό διάταγμα.  Αλλά και περαιτέρω, κατά τη δήλωση της εφεσείουσας, πώλησε και η ίδια οικόπεδο της που ήταν δωρεά από τον πατέρα της, το προϊόν δε της πώλησης κατεβλήθη έναντι αγοράς ακινήτου το οποίο στο τέλος γράφτηκε από τον εφεσίβλητο στο όνομα της εταιρείας Charflo Two Limited.

 

Ο εφεσίβλητος αρνήθηκε όλα τα ανωτέρω εισηγούμενος, μεταξύ άλλων, ότι ο ίδιος εργαζόταν στη Νότια Αφρική από το 1966 και είχε δημιουργήσει αυτοτελή δική του μεγάλη περιουσία και καμία συνεισφορά δεν είχε ποτέ η ίδια η εφεσείουσα.

 

Υπενθυμίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε να αντιμετωπίσει μια διαδικασία προσωρινού διατάγματος για την οποία δεν έπρεπε να προχωρήσει στην κατάληξη συμπερασμάτων αναφορικά με την πλήρη εξέταση είτε του πραγματικού, είτε του νομικού καθεστώτος της υπόθεσης, δεδομένου ότι, όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Jonitexo v. Adidas (1984) 1 Α.Α.Δ. 263, καθώς και στη Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, τα συμπεράσματα ανήκουν κατ΄ εξοχήν στη σφαίρα εξέτασης της ουσίας της ίδιας της αγωγής ή της εναρκτήριας αίτησης. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σύγχισε το πρώτο με το δεύτερο κριτήριο του άρθρου 32, θεωρώντας ότι δεν υπήρχε καν σοβαρό ζήτημα προς εξέταση.  Προς τούτο έλαβε ως θέση ότι η μαρτυρία της εφεσείουσας μέσω της ενόρκου δηλώσεως της παρέπεμπε σε συμμετοχή στην περιουσία κατά το άρθρο 14, αλλά και σε εμπίστευμα κατά το δίκαιο της επιείκειας.  Έκρινε στη βάση των αποφάσεων Μιχαήλ ν. Γιάγκου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1643 και Ορφανίδης ν. Ορφανίδης (1998) 1 Α.Α.Δ. 179, καθώς και στη βάση των προνοιών του άρθρου 19 του Νόμου αρ. 232/91, ότι οι περιουσιακές διεκδικήσεις δεν μπορούν να αποφασίζονται μερικώς στη βάση του άρθρου 14 και μερικώς στη βάση των αρχών του κοινοδικαίου ή του δικαίου της επιείκειας.  Διέλαθε όμως της προσοχής του Δικαστηρίου ότι στο προσωρινό αυτό στάδιο χωρούσαν διαζευκτικές νομικές τοποθετήσεις και δεν θα έπρεπε εκ προοιμίου να αποκλεισθεί η μια έναντι της άλλης ώστε να προχωρήσει σε χωριστή ανάλυση του άρθρου 14 και των αρχών του κοινοδικαίου και της επιείκειας.  Το γεγονός, όσον αφορά το άρθρο 14, ότι η εφεσείουσα είχε επιλέξει τη συνεισφορά της να λογισθεί με πραγματικό υπολογισμό, δεν σήμαινε ότι αποκλειόταν ο τερμακτός υπολογισμός του ενός τρίτου.  Και, όπως αποφασίστηκε στην Αποστόλου ν. Ιωάννου (2012) 1 Α.Α.Δ. 604, για σκοπούς του προσωρινού διατάγματος, όπως ήταν και η εκεί υπόθεση, δεν ενείχε ιδιαίτερη σημασία η πραγματική αξία της περιουσίας διότι αυτό θα αφορούσε τη διακρίβωση της ουσίας της υπόθεσης στο τέλος στο πλαίσιο εκδίκασης της κυρίως αίτησης.  Η υπόθεση Παναγιώτου (Σφικτού) ν. Παναγιώτου - ανωτέρω - από την οποία άντλησε καθοδήγηση το πρωτόδικο Δικαστήριο και την οποία μνημονεύουν και οι ευπαίδευτες συνήγοροι του εφεσίβλητου στο περίγραμμα τους, αφορούσε τελική κρίση επί της ουσιαστικής συνεισφοράς ώστε να έπρεπε να είχε προσαχθεί σχετική θετική μαρτυρία ως προς το ύψος της συνεισφοράς στην αύξηση της περιουσίας.  Δεν είναι όμως αυτό το ζητούμενο στην παρούσα φάση.  Και λανθασμένα το Δικαστήριο θεωρεί ότι η εφεσείουσα δεν παρέθεσε με ακρίβεια το ποσό απόκτησης των επιμέρους στοιχείων ή το ποσοστό της δικής της συμβολής, εφόσον κατά την αξίωση της θεωρεί ότι συνεισέφερε τουλάχιστον στο έν δεύτερο της αύξησης της περιουσίας.

 

Η στοιχειοθέτηση ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση δικαιολογεί από μόνη της την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.  Είναι δε φανερό από το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας ότι  υπήρχαν ικανά δεδομένα προς στοιχειοθέτηση και ορατής πιθανότητας επιτυχίας, ακόμη και στην απουσία οποιασδήποτε αντεξέτασης του εφεσίβλητου από την εφεσείουσα.  Στην ουσία, η αντεξέταση δεν θα προσέθετε σημαντικά στην όλη διαφορά στο προσωρινό αυτό στάδιο, παρά μόνο θα ισχυροποιούνταν λεκτικά και διά ζώσης με ένορκη κατάθεση οι διαφορές των διαδίκων επί των πραγματικών γεγονότων.  Αλλά και το τρίτο κριτήριο ικανοποιείται εφόσον οι αποζημιώσεις φανερά δεν θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν την αξίωση της εφεσείουσας δεδομένου ότι θα πρέπει να αποφασιστεί στο τέλος της ημέρας ποια είναι η πραγματική σε χρήμα αξία της περιουσίας που διεκδικείται στο σύνολο της που περιλαμβάνει κατάστημα, μετοχές, λογαριασμό ή λογαριασμούς και ένα όχημα.  Έτσι και το ισοζύγιο της ευχέρειας που είναι το κριτήριο το οποίο θα πρέπει να ικανοποιηθεί μετά την εξέταση των τριών πρώτων κριτηρίων, σαφώς κλίνει υπέρ της εφεσείουσας. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ουσία αποφάσισε επίσης ότι, και αυτό εκ των υστέρων και μετά την προηγηθείσα ανάλυση, ότι η όλη διαφορά των διαδίκων εξέρχετο της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου διότι η μεταξύ τους υπογραφείσα ιδιωτική συμφωνία παρέπεμπε σε επίλυση στο πλαίσιο αστικής διαφοράς.  Αυτό ως θέμα γενικής αρχής είναι ορθό εφόσον μια συμφωνία διευθέτησης περιουσιακών διαφορών επιλύεται πλέον ως θέμα αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο (δέστε και την υπόθεση Πισσίδης ν. Σοφοκλέους (2012) 1 Α.Α.Δ. 1469).  Το Δικαστήριο, όμως, εφόσον θεώρησε ότι η ιδιωτική συμφωνία έθετε τη διαφορά εκτός της δικής του δικαιοδοσίας θα έπρεπε να το εξέταζε κατά προτεραιότητα και να μην υπεισερχόταν καν στην εξέταση της διαφοράς επί θεμάτων καθαρά οικογενειακής φύσης.  Αλλά και επ΄ αυτού έσφαλε το Δικαστήριο εφόσον παραγνώρισε την πραγματική διαφορά μεταξύ των διαδίκων όπως αναδυόταν επί των γεγονότων από τις εκατέρωθεν δηλώσεις, διαφορά που συνίστατο αφενός στο πραγματικό ζητούμενο του χρόνου υπογραφής της συμφωνίας, δηλαδή, πριν ή μετά τη διάσταση του ζεύγους, ενώ παραγνώρισε εμφανώς και το γεγονός ότι η εφεσείουσα καταλόγισε στην παράγραφο 16 της ένορκης δήλωσης της στον εφεσίβλητο ότι ήταν διά της χρήσης βίας και απειλών που εξαναγκάστηκε να υπογράψει σχετικό έγγραφο αναφορικά με τη διατροφή και τη διάσταση, το οποίο μάλιστα δεν της επετράπη να αναγνώσει.  Έτσι ο ισχυρισμός ότι ήταν προϊόν βίας δεν προβλήθηκε μόνο στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της.  Υπήρχε, εν προκειμένω, διάσταση στα πραγματικά δεδομένα, τα οποία θα έπρεπε να αφεθούν να εξεταστούν  κατά την εκδίκαση της ουσίας της εναρκτήριας αίτησης και όχι να θεωρηθεί εκ προοιμίου βάσιμη η θέση του εφεσίβλητου ότι πράγματι  υπεγράφη μετά τη διάσταση η εν λόγω συμφωνία και αφού επήλθε οριστική ρήξη στις σχέσεις τους σε χρόνο μάλιστα που αναγόταν στο 2010, ενώ η εφεσείουσα τοποθετεί τη διάσταση περί τα τέλη Μαρτίου του 2012.  Το γεγονός ότι η έγγραφη συμφωνία φέρει ημερομηνία 11.10.2010 θα έπρεπε να παραμείνει ισχυρισμός που θα εξεταζόταν στο πλαίσιο της όλης διαφοράς και αξιολόγησης της εκατέρωθεν μαρτυρίας.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη κρίση ακυρώνεται.  Εκδίδεται εκ νέου οριστικό πλέον διάταγμα το οποίο αρχικά είχε εκδοθεί  από το Οικογενειακό Δικαστήριο στις 10.8.2012 με μόνη διαφοροποίηση την αύξηση του ποσού της εγγύησης που θα υπογράψει η εφεσείουσα το οποίο  καθορίζεται στις €100.000, με έξοδα τόσον πρωτοδίκως, όσο και κατ΄ έφεση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. 

 

 

 

 

                       

                                                Δ.

 

 

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

 

 

 

                                                Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο