ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A115
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 360/2011)
28 Μαρτίου 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσείων
- ΚΑΙ -
ΑΓΓΕΛΟΥ ΚΑΖΕΛΑ,
Εφεσίβλητου
-------------------------------------------------
Π. Μιχαήλ, για τον Εφεσείοντα.
Α. Βρυωνίδης, γι΄ αυτόν Ν. Παπάμιχαηλ, για τον Εφεσίβλητο.
Εφεσίβλητος παρών.
------------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο ενάγων-εφεσίβλητος ήγειρε αγωγή εναντίον του εφεσείοντα-εναγομένου διεκδικώντας το ποσό των 21.000 στερλινών Αγγλίας ή το αντίστοιχο σε λίρες Κύπρου ως ποσό οφειλόμενο δυνάμει δανείου που ο εφεσείων ζήτησε από τον εφεσίβλητο κατά ή περί τον Ιούλιο του 1998. Σύμφωνα με το ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα το ποσό αυτό δόθηκε έναντι αποδείξεως, αλλά ουδέποτε αποπληρώθηκε με αποτέλεσμα την έγερση της αγωγής.
Σύμφωνα με λεπτομέρειες που ζητήθηκαν και καταχωρήθηκαν ως μέρος πλέον της δικογραφίας, το εν λόγω ποσό ζητήθηκε από τον εφεσείοντα στις 7.7.1998, αρχικά από κάποιο Φίλιππο Χαραλάμπους μέτοχο και διευθυντή της εταιρείας Goldstill Limited, ο οποίος όμως δεν ήταν σε θέση να βοηθήσει τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή πληροφορώντας τον εφεσείοντα ότι κατείχε χρήματα που ανήκαν σε κοινό τους φίλο, τον εφεσίβλητο, ο οποίος εν τέλει συγκατατέθηκε να προσφέρει υπό μορφή δανείου το εν λόγω ποσό στον εφεσείοντα.
Η υπεράσπιση ήγειρε δύο προδικαστικές ενστάσεις, η πρώτη των οποίων αφορούσε την εισήγηση ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στο οποίο ηγέρθηκε η αγωγή δεν είχε τοπική αρμοδιότητα εφόσον ο εφεσείων-εναγόμενος διέμενε μονίμως στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στη Ρουμανία. Η δεύτερη αφορούσε την εισήγηση ότι εφόσον η απόδειξη παραλαβής χρημάτων ή το δάνειο είχε δοθεί ή υπογραφεί ή συμφωνηθεί στην Αγγλία, αρμοδιότητα εκδίκασης της διαφοράς είχαν μόνο τα Αγγλικά Δικαστήρια. Κατά τα υπόλοιπα, ο εφεσείων ουδέποτε ζήτησε ή δανείστηκε χρήματα από τον εφεσίβλητο, οποιαδήποτε δε συμφωνία και δανειοδότηση έγινε μεταξύ του ιδίου και του Φίλιππου Χαραλάμπους σε αντάλλαγμα δε του δανείου ο εφεσείων θα παρέδιδε ποσότητα φορεμάτων στον Φ. Χαραλάμπους με σκοπό την πώληση τους και οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ του δανείου και του προϊόντος της πώλησης θα καταβαλλόταν από τη μια πλευρά στην άλλη. Ο εν λόγω Φίλιππος Χαραλάμπους όμως συμπεριφέρθηκε με τρόπο που στην ουσία επενέβη στις δικές του συναλλαγές με εργοστάσια με τα οποία συνεργαζόταν στη Ρουμανία με αποτέλεσμα να απωλέσει μεγάλο κύκλο εργασιών και να επηρεαστεί αρνητικά οικονομικά. Σε συνάντηση που ο εφεσείων είχε με τον Φ. Χαραλάμπους, ο τελευταίος αντιλαμβανόμενος τη ζημιά που επέφερε στον εφεσείοντα συμφώνησε όπως διαγραφεί το χρέος του δανείου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τη σχετική μαρτυρία δικαίωσε τον εφεσίβλητο-ενάγοντα και εξέδωσε υπέρ του απόφαση για το αντίστοιχο ποσό σε ευρώ του ποσού των 21.000 στερλινών Αγγλίας, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα. Κατέληξε στην απόφαση αυτή μετά την αποδοχή ως αξιόπιστης της μαρτυρίας του ιδίου του εφεσίβλητου και του Φ. Χαραλάμπους, ο οποίος βεβαίωσε τα λεχθέντα από τον εφεσίβλητο, απορρίπτοντας ταυτόχρονα πλήρως τη μαρτυρία του εφεσείοντος. ο οποίος του προκάλεσε την «χείριστη δυνατή εντύπωση». Με αναφορά στο συμφωνητικό που υπεγράφη για το δάνειο, κατέληξε ότι αυτό αποτελούσε ισχυρή απόδειξη ότι το δάνειο όντως δόθηκε σε συνδυασμό με την αξιόπιστη μαρτυρία του δανειστή.
Όσον αφορά τις ενστάσεις σε σχέση με την καθ΄ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα, αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Δημήτρη Δημητρίου, Μ.Ε.3, διοικητικού λειτουργού στο Υπουργείο Εσωτερικών υπό την εποπτεία του οποίου ήταν ο τομέας εκλογών. Σύμφωνα με τον μάρτυρα, ο εφεσείων είναι εγγεγραμμένος στον Εκλογικό Κατάλογο από το 1991 με διεύθυνση στο Στρόβολο, ενώ το 2006 στο πλαίσιο έκδοσης πολιτικής ταυτότητας, δήλωσε ως διεύθυνση το Γέρι, Λευκωσία, διεύθυνση που έδωσαν μερικές μόλις ημέρες αργότερα και η σύζυγος και ο υιός του εφεσείοντος. Σχολίασε ταυτόχρονα αρνητικά τη μαρτυρία του Αργύρη Αργυρού, Μ.Υ.2, κοινοτάρχη Γερίου, ο οποίος παρουσίασε βεβαίωση με βάση την οποία ο εφεσείων δεν διέμενε εκεί μονίμως στο Γέρι, αλλά επισκεπτόταν την οικογένεια του που διέμενε μόνο μερικές ημέρες το χρόνο κατά την περίοδο των εορτών και των θερινών διακοπών. Χωρίς το Δικαστήριο να αποδίδει εκ προθέσεως κακοπιστία ή ανειλικρίνεια στο μάρτυρα, δεν στηρίχθηκε στη μαρτυρία του διότι την εν λόγω βεβαίωση ο μάρτυρας δέχθηκε ότι είχε ετοιμάσει και παραδώσει η σύζυγος του εφεσείοντος, την οποία είχε δει μόνο δυο με τρεις φορές και η οποία βεβαίωση ήταν «κομμένη και ραμμένη» στα μέτρα εκδοχής του εφεσείοντος τον οποίο ουδέποτε ο ίδιος γνώρισε ή είδε ποτέ στη ζωή του. Κατέληξε επομένως ότι ορθά η αγωγή ηγέρθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και επιδόθηκε στη σύζυγο του εφεσείοντος, ενώ δεν δέχθηκε ότι επειδή το δάνειο δόθηκε σε ξένο νόμισμα ή και στο εξωτερικό, το Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την υπόθεση.
Πλήττεται η πιο πάνω απόφαση με έντεκα λόγους έφεσης, οι πλείστοι των οποίων όμως αποσύρθηκαν με το περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα έτσι ώστε να παρέμειναν προς εξέταση οι υπ΄ αρ. 4, 7, 9 και 10 λόγοι έφεσης. Η ουσία των λόγων έφεσης αφορά την κατά τόπο αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στη βάση του ότι το Δικαστήριο λανθασμένα στηρίχθηκε στο άρθρο 21(1)(β) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, δεδομένου ότι δεν υπήρξε μαρτυρία ότι κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής το 2005 ο εφεσείων διέμενε πράγματι στο Γέρι. Το Δικαστήριο δεν προβληματίστηκε αναφορικά με το δεδομένο ότι στο υπογραφέν συμφωνητικό ή απόδειξη δανείου, η διεύθυνση του εφεσείοντος παρέπεμπε στη Ρουμανία, ενώ η εμφάνιση του εφεσείοντος στην αγωγή άνευ όρων δεν δημιουργούσε κώλυμα στην έγερση της υπεράσπισης της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου. Λανθασμένα επίσης το Δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστη ή μη βάσιμη τη μαρτυρία του κοινοτάρχη Γερίου, καταλογίζοντας σ΄ αυτόν «προχειρότητα» χωρίς όμως επαρκή αιτιολογία. Ούτε η μαρτυρία του Δ. Δημητρίου προσέφερε θετικά στη διαμονή του εφεσείοντα στην Κύπρο παραγνωρίζοντας τη θέση του ιδίου ότι διέμενε ανελλιπώς στη Ρουμανία από το 1998 μέχρι το 2008.
Η αντίθετη εισήγηση του εφεσίβλητου είναι ότι πολύ ορθά το Δικαστήριο αξιολόγησε την όλη μαρτυρία δίδοντας προς τούτο ικανοποιητικούς λόγους, η δε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου θα πρέπει να αναγνωσθεί στην ολότητα της και όχι αποσπασματικά ώστε να διαφανεί ότι ο εφεσείων δεν έπαυσε ποτέ να είχε μόνιμη διαμονή στη Δημοκρατία, εφόσον η αγωγή η οποία καταχωρήθηκε, επιδόθηκε στη συγκεκριμένη διεύθυνση της οικογένειας του εφεσείοντος στο Γέρι, όπου είχε ανεγερθεί και η ιδιόκτητη κατοικία του και όπου ο εφεσείων παραλάμβανε την αλληλογραφία του.
Έχοντας διεξέλθει με προσοχή τα επιχειρήματα του εφεσείοντος, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει. Αρχίζοντας από το θέμα της αξιολόγησης της σχετικής μαρτυρίας που σχετίζεται με την κατά τόπο αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, παρατηρείται ότι ορθά αξιολογήθηκε η μαρτυρία του Δημήτρη Δημητρίου, Μ.Ε.3, ο οποίος αντλώντας πληροφόρηση από τον Εκλογικό Κατάλογο του οποίου ήταν υπεύθυνος, βεβαίωσε ότι ο εφεσείων ήταν όντως εγγεγραμμένος στους Εκλογικούς Καταλόγους από το 1991 διαμένων στο Στρόβολο και με δηλωθείσα νέα διεύθυνση στο Γέρι από τις 13.12.2006. Στο πλαίσιο της έκδοσης ταυτότητας από το Κέντρο Εξυπηρέτησης του Πολίτη Λευκωσίας, ο εφεσείων δήλωσε ως διεύθυνση διαμονής του τη διεύθυνση η οποία καταγράφηκε στο κλητήριο ένταλμα με αποτέλεσμα η επίδοση του κλητηρίου να γίνει στην εν λόγω διεύθυνση. Τη διεύθυνση αυτή δήλωσαν ως τόπο διαμονής τους και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του εφεσείοντος η σύζυγος αυτού και ο υιός του, ούτως ώστε η επίδοση που έγινε στη σύζυγο του ως ενήλικο πρόσωπο διαμένον μαζί του σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.5 θ. 2, να ήταν νομότυπη και ορθή.
Η μαρτυρία του Δημητρίου δεν αμφισβητήθηκε στο θέμα αυτό και η σύντομη αντεξέταση του είχε αναφορά μόνο σε συνάρτηση με το χρόνο που ο εφεσείων είχε ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα. Ο μάρτυρας δεν είχε τα στοιχεία κατά πόσο το 2006 στις δημοτικές εκλογές είχε ψηφίσει ο εφεσείων, μπορούσε όμως να έδιδε την πληροφόρηση κατά πόσο είχε ψηφίσει στις βουλευτικές εκλογές του ιδίου έτους, ενώ για το 2008 ο εφεσείων δεν είχε ψηφίσει στις προεδρικές εκλογές. Αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τη μόνιμη διαμονή του εφεσείοντος ενόψει του ότι η αγωγή ηγέρθηκε στις 25.2.2005 και επεδόθη δεόντως στη σύζυγο του στις 7.3.2005, σε σύντομο δηλαδή χρόνο μετά. Ο εφεσείων κατά την αντεξέταση του παραδέχθηκε ότι η αγωγή επιδόθηκε στη σύζυγο του στη διεύθυνση της κατοικίας τους στο Γέρι και είναι φανερό ότι η εργασία του και μόνο στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στη Ρουμανία, έστω και αν παρέμενε εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα, δεν σήμαινε ότι είχε αλλάξει μόνιμη διεύθυνση εντός της Δημοκρατίας.
Η απόρριψη ταυτόχρονα της μαρτυρίας του κοινοτάρχη Γερίου Α. Αργυρού ήταν επίσης εύλογη, εφόσον, όπως αποκαλύπτεται από τη σχετική μαρτυρία και αντεξέταση του μάρτυρα αυτού, όντως ο ίδιος δεν γνώριζε καθόλου τον εφεσείοντα και τα όσα ανέφερε ως προς το ότι κατοικούσε στη Ρουμανία ή πηγαινοερχόταν δύο ή τρεις φορές στην Κύπρο ήταν όλα εξ ακοής πληροφορίες από ό,τι είχε ακούσει από γείτονες και από τη γενική πληροφόρηση. Το ενδεικτικό της «προχειρότητας» όπως εύλογα χαρακτήρισε τη μαρτυρία του το Δικαστήριο, έγκειτο στην άνευ ετέρου υπογραφή ενός πιστοποιητικού σε λευκό χαρτί και όχι σε επιστολόχαρτο της κοινότητας, που παρέπεμπε στις θέσεις που η ίδια η σύζυγος του εφεσείοντος έγραψε ότι αυτός ήταν μόνιμος κάτοικος Ρουμανίας. Αναμφίβολα η μονιμότητα της διαμονής αποτελεί πραγματικό και νομικό ζήτημα το οποίο δεν μπορούσε να κρίνει η σύζυγος του εφεσείοντος, η οποία δεν έδωσε μαρτυρία, ούτε βέβαια ο κοινοτάρχης Γερίου, ο οποίος ρητά ανέφερε στη μαρτυρία του ότι «ακουστά είχα ότι ήταν στη Ρουμανία», αλλά ούτε ακόμη και ο ίδιος ο εφεσείοντας. Αναμφίβολα δεν είναι με εξ ακοής μαρτυρία που θεμελιώνεται το μόνιμο της διαμονής.
Δεν είναι άλλωστε χωρίς σημασία το γεγονός ότι κατεχωρήθη κανονική εμφάνιση χωρίς οποιαδήποτε διαμαρτυρία και χωρίς να γίνει οποιαδήποτε αίτηση παραμερισμού της επίδοσης. Τα αναφερθέντα από το συνήγορο του εφεσείοντος ότι το ζήτημα της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθεί ανά πάσα στιγμή δεν δίνει στον εφεσείοντα διέξοδο, εφόσον όλα τα πραγματικά δεδομένα έδειχναν ότι ο εφεσείων ως εναγόμενος κατοικούσε στην Κύπρο σε συγκεκριμένη διεύθυνση στην οποία του επεδόθη η αγωγή, χωρίς να αμφισβητηθεί η επίδοση αυτή με οποιοδήποτε νόμιμο τρόπο. Στην υπόθεση Παπακόκκινου ν. Landbroke Group Plc (1999) 1 Α.Α.Δ. 838, στην οποία παρέπεμψε ο συνήγορος του εφεσείοντος, ακριβώς σε αγωγή που ηγέρθηκε στη Λευκωσία επί γεγονότων που σχετίζονταν με αδικοπραξία που επεσυνέβη στο εξωτερικό, καταχωρήθηκε αίτηση δυνάμει της Δ.16 θ.9 για παραμερισμό της ακύρωσης και επίδοσης κλητηρίου στους εναγόμενους. Η υπόθεση κατά τα άλλα δεν σχετίζεται με τα δεδομένα της παρούσας. Ακόμη και αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο εφεσείων ήταν μόνιμος κάτοικος Ρουμανίας κατά το χρόνο εκείνο, τότε σαφώς και ελευθέρως αποδέχθηκε τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου με το να δεχθεί να καταχωρήσει εμφάνιση άνευ διαμαρτυρίας.
Η καταχώρηση της αγωγής δεν έθετε θέμα επέκτασης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, κάτι που θα συζητείτο εάν η διεύθυνση του εναγομένου φερόταν να ήταν στην αλλοδαπή, ούτε και ήταν περίπτωση στην οποία παρά το γεγονός ότι εναγόμενος αναφερόταν να έχει την κατοικία του στο εξωτερικό, απέφευγε ενσυνείδητα την επίδοση ώστε να ήταν δυνατή η υποκατάστατη επίδοση εντός της δικαιοδοσίας, (δέστε τις υποθέσεις Myerson v. Martin (1979) 1 W.L.R. 1390 και Φραγκέσκου ν. Γρηγορίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1765). Πρόκειτο για μια συνηθισμένη επίδοση επιτευχθείσα εντός δικαιοδοσίας στην οποία έγινε δέουσα επίδοση με δικαστικό επιδότη ώστε να μην υπόκειται σε ακύρωση, (δέστε Supreme Court Practice 1970 Tόμος Ι, σελ. 999).
Το γεγονός ότι το έγγραφο που κατατέθηκε ως απόδειξη του δανείου ως Τεκμήριο 1, υπογραμμένο από τον εφεσείοντα έφερε διεύθυνση του εφεσείοντα στη Ρουμανία, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα παρά το γεγονός ότι όντως λανθασμένα δεν έτυχε σχολιασμού από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το έγγραφο αυτό υπεγράφη άλλωστε στο Λονδίνο και το Δικαστήριο ορθά αξιολογώντας τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και του μάρτυρα του Φ. Χαραλάμπους, έκρινε ότι το έγγραφο αυτό έγινε στο εξωτερικό διότι εκεί διέμενε τότε ο Φ. Χαραλάμπους, ο οποίος σε επίσκεψη του εφεσίβλητου δάνεισε σ΄ αυτόν τα χρήματα εκ μέρους του εφεσίβλητου, ο οποίος κατά την υπογραφή του εγγράφου βρισκόταν στην Κύπρο. Ο εφεσίβλητος είχε εξουσιοδοτήσει τον Χαραλάμπους ο οποίος βρισκόταν στην Αγγλία να δώσει τα χρήματα των 21.000 στερλινών στον εφεσείοντα εκ μέρους του, όπως άλλωστε γράφει και το ίδιο το έγγραφο, το οποίο ρητά αναφέρει ότι ο εφεσείων αναγνώριζε λήψη των 21.000 στερλινών «as per instructions and for account of Mr. Angelos Gazellas». Παρενθετικά σημειώνεται ότι οι 21.000 στερλίνες ήταν η αποζημίωση του εφεσίβλητου από τον Φίλιππο Χαραλάμπους και των εταιρειών αυτού για την απόλυση του πρώτου ως πλεονάζοντος προσωπικού. Το έγγραφο στάληκε αργότερα στον εφεσίβλητο στην Κύπρο όπου διέμενε τότε.
Η συμβατική επομένως σχέση των διαδίκων σχετιζόταν και με τη Δημοκρατία με την ολοκλήρωση αυτής, αλλά και ο ίδιος ο εναγόμενος-εφεσείων κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής είχε τη μόνιμη διαμονή του στη Δημοκρατία. Προς το σκοπό αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αξιολόγησε τα έγγραφα Τεκμήρια 3 και 4, που δεν αποδείκνυαν αφεαυτών αλλαγή της μόνιμης διαμονής του εφεσείοντα. Αφορούσαν το μεν πρώτο βεβαίωση του Υπουργείου Διοίκησης και Εσωτερικών της Ρουμανίας ότι ο εφεσείων το 1998 (και όχι το 2005 όταν ηγέρθηκε η αγωγή), είχε διαμονή στη Ρουμανία, το δε δεύτερο ήταν βεβαίωση εγγραφής του στη Ρουμανία ως αλλοδαπού, αφού δηλώνεται ως χώρα καταγωγής η Κύπρος, και είναι εν πάση περιπτώσει μεταγενέστερο της έγερσης της αγωγής. Τα τεκμήρια αυτά δεν επιβεβαίωναν αδιάλειπτη διαμονή στη Ρουμανία ή μόνιμη εκεί διαμονή, θέση που προώθησε ο εφεσείων, αλλά απορρίφθηκε εν μέσω της γενικότερης αναξιοπιστίας του.
Η έφεση συνεπώς απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ του εφεσίβλητου τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ