ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A108
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 3/2012)
24 Μαρτίου, 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΕΝ ΠΤΩΧΕΥΣΕΙ: ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΛΑΠΕΡΤΑ
Εφεσείουσα,
ν.
ALPHA BANK CYPRUS LTD,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Λ. Λουκαϊδης, για την Εφεσείουσα.
Ι. Μαλέκου (κα) και Γ. Μαλέκου (κα) για Χρυσαφίνης και Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης συνιστά διάταγμα παραλαβής της περιουσίας της Εφεσείουσας, το οποίο εκδόθηκε κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στις 12.12.2011.
Η αίτηση πτώχευσης στηρίχθηκε σε διάπραξη πράξης πτώχευσης, ήτοι σε μη συμμόρφωση με πτωχευτική ειδοποίηση, η βάση της οποίας ήταν η οφειλή εξ αποφάσεως χρέους της Εφεσείουσας. Συγκεκριμένα, στις 14.2.2008 εκδόθηκε απόφαση στην αγωγή 1295/03 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, προς όφελος της Εφεσίβλητης και εις βάρος της Εφεσείουσας, του συζύγου της και ενός ακόμη προσώπου, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα για το ποσό των €109.126,55 πλέον τόκο 12% από 5.11.2002 μέχρι εξόφλησης, μείον ποσό €4.677,40 που καταβλήθηκε σε προηγούμενο στάδιο, στις 15.10.2007. Επιδικάστηκαν επίσης έξοδα προς όφελος της Εφεσίβλητης. Σε ό,τι αφορά τη πτωχευτική διαδικασία, κρίθηκε πρωτοδίκως ότι, με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία, συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις για την έκδοση διατάγματος παραλαβής. Αποφασίστηκε επίσης ότι η αίτηση δεν ήταν ούτε κακόπιστη ούτε καταχρηστική.
Η πρωτόδικη κατάληξη προσβάλλεται με τέσσερις λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος κινείται γύρω από τη θέση ότι ο Δικαστής που εξέδωσε την πρωτόδικη απόφαση όφειλε να αυτοεξαιρεθεί, δεδομένου ότι είχε αποδεχθεί, κατά το κρίσιμο διάστημα, διορισμό του σε τραπεζικό οργανισμό, ως επικεφαλής του νομικού τμήματος του οργανισμού αυτού, γεγονός που του αφαιρούσε τα εξωτερικά εχέγγυα της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας, δεδομένου μάλιστα ότι οι δικηγόροι της Εφεσίβλητης είναι και οι εξωτερικοί νομικοί σύμβουλοι του προαναφερθέντος οργανισμού. Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να εξετασθεί, στα πλαίσια της υπό κρίση διαδικασίας, ζήτημα πώλησης μετοχών που δόθηκαν προς εξασφάλιση του δανείου, το οποίο συνιστούσε το επίδικο θέμα στην αγωγή 1295/03. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς το ζήτημα της νομιμότητας του τόκου του επίδικου δανείου και την κατάληξή του ότι το θέμα αυτό επίσης δεν θα μπορούσε να εξετασθεί στα πλαίσια της πτωχευτικής διαδικασίας. Με τον τελευταίο, τέταρτο, λόγο έφεσης, τίθεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, γεγονότα τα οποία καθιστούσαν την παραλαβή της περιουσίας της Εφεσίβλητης άδικη και επιμαρτυρούσαν κατάχρηση εξουσίας.
Θεωρούμε ορθότερο να ασχοληθούμε πρώτα με τους λόγους έφεσης 2, 3 και 4, ούτως ώστε να παρατεθεί, στα πλαίσια εξέτασής τους, και το φάσμα των γεγονότων που κάλυπταν το χρέος και την ενεχυρίαση μετοχών και τα οποία οδήγησαν στην έκδοση της απόφασης ημερομηνίας 14.2.2008, στην αγωγή 1295/03. Η παράθεσή τους θα διαφωτίσει περαιτέρω και το υπόβαθρο των γεγονότων που καλύπτουν τον πρώτο λόγο έφεσης, καθιστώντας ευκολότερη και την παρακολούθηση της αιτιολογίας επί της οποίας εδράζεται.
Όπως ήδη λέχθηκε, ο δεύτερος λόγος έφεσης, κινείται γύρω από το ζήτημα μετοχών, οι οποίες ενεχυριάσθησαν προς εξασφάλιση του δανείου που αποτέλεσε τη βάση αγωγής στη υπόθεση 1295/03. Με βάση την αποδεκτή μαρτυρία και κατ΄ ακολουθία του περιεχομένου των κατατεθέντων εγγράφων, ήταν η πρωτόδικη κρίση στην πιο πάνω αγωγή ότι η Ενάγουσα-Εφεσίβλητη συνήψε συμφωνία παροχής δανείου με τον σύζυγο της Εφεσείουσας, η οποία, μαζί με τρίτο πρόσωπο, εγγυήθηκε με έγγραφο εγγύησης όλες τις υποχρεώσεις του συζύγου της που απέρρεαν από την εν λόγω συμφωνία. Ηταν περαιτέρω εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι το ποσό του δανείου καταβλήθηκε από την Εφεσίβλητη αλλά δεν αποπληρώθηκε, ως ήτο η συμβατική υποχρέωση. Σε σχέση με τις ενεχυριασθείσες μετοχές το δικαστήριο κατέληξε, πάντα στην αγωγή 1295/03, ότι αυτές είχαν εκποιηθεί νόμιμα, δυνάμει άλλης διαταγής δικαστηρίου και ότι μέρος του προϊόντος πώλησης των εν λόγω μετοχών, το ποσό των €4.677,14, πιστώθηκε στις 15.10.2007 στον χρεωστικό λογαριασμό του συζύγου της Εφεσείουσας, τον λογαριασμό δηλαδή που αφορούσε η αγωγή. Ηταν υπό το φως των πιο πάνω που εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση εις βάρος της Εφεσείουσας ως εγγυήτριας, ημερομηνίας 14.2.2008 στην αγωγή 1295/03. Στην εκκαλούμενη απόφαση, ημερομηνίας 12.12.2011, και σε ό,τι αφορά το θέμα των μετοχών που καλύπτει ο υπό εξέταση λόγος έφεσης, ήταν η πρωτόδικη κρίση ότι τα γεγονότα που τις περιέβαλλαν ανέτρεχαν σε χρόνο πριν από την έκδοση της απόφασης στην αγωγή 1295/03 και, υπό το πρίσμα αυτό, δεν θα μπορούσαν να εξετασθούν στα πλαίσια της πτωχευτικής διαδικασίας.
Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε λάθος αρχής στην πρωτόδικη προσέγγιση. Ο χρόνος εκποίησης των ενεχυριασμένων μετοχών δεν αφορούσε τη διαδικασία πτώχευσης, αλλά ούτε και απασχόλησε στα πλαίσια της αγωγής 1295/03. Όπως ήδη λέχθηκε οι ενεχυριασθείσες μετοχές είχαν ήδη εκποιηθεί, νόμιμα, κατόπιν διαταγής δικαστηρίου, προτού εκδοθεί απόφαση στην αγωγή 1295/03, η οποία αποτέλεσε και το υπόβαθρο έκδοσης της προηγηθείσας πτωχευτικής ειδοποίησης. Συνεπώς, το όλο ζήτημα δεν θα μπορούσε να εξετασθεί στα πλαίσια της πτωχευτικής διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος παραλαβής εις βάρος της Εφεσείουσας.
Ως προς το ζήτημα του, κατ΄ ισχυρισμό, παρανόμου του τόκου, επίσης μας βρίσκει σύμφωνους η πρωτόδικη κατάληξη ότι δεν θα μπορούσαν να εξετασθούν κατά τη πτωχευτική διαδικασία γεγονότα τα οποία προηγήθηκαν της έκδοσης της απόφασης στην αγωγή 1295/03, δεδομένου μάλιστα ότι το οφειλόμενο ποσό είχε πλέον αποκρυσταλλωθεί με την έκδοση της απόφασης. Είναι καλά νομολογημένο ότι η αμφισβήτηση του ύψους του εξ αποφάσεως χρέους δεν είναι σχετικός παράγοντας σε πτωχευτική διαδικασία, όπως η παρούσα (Πετράκη ν. Κίμωνος (2006) 1 ΑΑΔ 1311, 1316).
Η αιτιολογία του τέταρτου λόγου έφεσης περιστρέφεται γύρω από την προσέγγιση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε το γεγονός ότι εκκρεμούσε έφεση εναντίον απόφασης για παραλαβή της περιουσίας του συζύγου της Εφεσείουσας, αφού αυτή αφορούσε το ίδιο χρέος το οποίο ήταν αντικείμενο της πτωχευτικής διαδικασίας και στην υπό κρίση. Σχετικά, το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι η πιο πάνω έφεση δεν επιδρούσε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο στην ενώπιόν του διαδικασία και πως, εν πάση περιπτώσει, η καταχώρηση έφεσης δεν αναιρούσε την τελεσιδικία μιας απόφασης, ούτε και εμπόδιζε τη διάπραξη πράξης πτώχευσης. Η πρωτόδικη προσέγγιση ήταν και επί του προκειμένου ορθή. Η εκκρεμότητα έφεσης κατά του διατάγματος παραλαβής του συζύγου της Εφεσείουσας δεν επενεργούσε ανασταλτικά στη πτωχευτική διαδικασία εναντίον της Εφεσείουσας, ούτε και συνιστούσε κρίσιμο γεγονός, το οποίο και θα έπρεπε να είχε επηρεάσει την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Επανερχόμαστε στον πρώτο λόγο έφεσης. Το υπόβαθρο των γεγονότων που τον καλύπτουν προβάλλει ως αδιαμφισβήτητο: Ενώ είχε επιφυλαχθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, στις 21.6.2011, και λίγο προτού εκδοθεί, έγινε γνωστό, στις 6.12.2011, ότι ο πρωτόδικος Δικαστής αποδέχθηκε πρόταση τραπεζικού οργανισμού, άλλου από την Εφεσίβλητη, για να αναλάβει επικεφαλής του νομικού του τμήματος. Εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας ότι ο πρωτόδικος Δικαστής θα έπρεπε να γνωστοποιήσει το γεγονός αυτό στους διαδίκους και πως όφειλε να αυτοεξαιρεθεί από την ενώπιόν του υπόθεση, διότι απώλεσε τα εξωτερικά εχέγγυα της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας. Τούτο διότι, πάντα σύμφωνα με την εισήγηση της πλευράς της Εφεσείουσας, κανένας λογικός άνθρωπος στη θέση της δεν θα αισθανόταν ότι θα υπήρχαν τα σχετικά εχέγγυα αμεροληψίας, δεδομένων των θεμάτων τα οποία είχε να αποφασίσει ο εν λόγω Δικαστής, που άπτονται συμφερόντων τραπεζικής φύσεως και, ειδικότερα, το γεγονός ότι μια τράπεζα δεν χρησιμοποιεί τις μετοχές που έχουν τεθεί ως εγγύηση για την εξόφληση ενός χρέους, ως όφειλε. Προεκτείνοντας, προέβαλε ως μεμπτό επίσης το γεγονός ότι ο συνήγορος της Εφεσίβλητης είναι και ο βασικός νομικός σύμβουλος του τραπεζικού οργανισμού στον οποίο θα εργοδοτείτο και ο πρωτόδικος Δικαστής.
Είναι θεμελιακή αρχή ότι η δικαιοσύνη όχι μόνο πρέπει να απονέμεται, αλλά και να φαίνεται ότι απονέμεται. Υπό το πρίσμα αυτό, η αμεροληψία και η ανεξαρτησία του δικαστή συνιστούν μια από τις βασικότερες αρχές δικαίου. Ο δικαστής τεκμαίρεται ότι είναι αμερόληπτος μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο. Το τεκμήριο αμεροληψίας μπορεί να ανατραπεί στην περίπτωση όπου τέτοιο θέμα τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου, οπότε και εξετάζεται με βάση τόσο το υποκειμενικό κριτήριο, δηλαδή την προσωπική περίπτωση του κάθε δικαστή, όσο και το αντικειμενικό, ήτοι κατά πόσο ο δικαστής έδωσε εγγυήσεις ικανοποιητικές προς αποκλεισμό οποιασδήποτε εύλογης αμφιβολίας περί έλλειψης αμεροληψίας. Ο δικαστής δεν εξαιρείται ανάλογα με τις επιθυμίες των διαδίκων, άλλως οι διάδικοι θα μπορούσαν, κατά περίπτωση, να καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου. Το κριτήριο για εξαίρεση δικαστή είναι η δημιουργία δικαιολογημένης εντύπωσης ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης από το δικαστή στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, ο οποίος γνωρίζει τα γεγονότα. Εικασίες και καχυποψίες μόνο δεν είναι αρκετές. Όπως συνοψίσθηκαν οι σχετικές αρχές από τον Ερωτοκρίτου, Δ. στην Συμεού (2012) 1 ΑΑΔ 974, 984-985:
«Σύμφωνα με τη δικαστική πρακτική που διαμορφώθηκε και τις αρχές της νομολογίας, δικαστής που αισθάνεται ότι για οποιοδήποτε λόγο, προσωπικό ή άλλο, κωλύεται να συμμετάσχει στην εκδίκαση μιας υπόθεσης, εξαιρείται από τη σύνθεση του δικαστηρίου (βλ. Καίτη Σπανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά., Υπόθ. Αρ. 74/09, ημερ. 22.4.2010). Το ίδιο μπορεί να συμβεί όταν ζητηθεί η εξαίρεση του από διάδικο. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Hauschildt v. Denmark, 24.5.1989, Series A, No. 154:- «Η ύπαρξη αμεροληψίας για τους σκοπούς του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης πρέπει να αποφασίζεται σύμφωνα με ένα υποκειμενικό κριτήριο, δηλαδή στη βάση της προσωπικής πεποίθησης ενός συγκεκριμένου δικαστή σε δοθείσα υπόθεση, και επίσης, σύμφωνα με το αντικειμενικό κριτήριο, που είναι η διακρίβωση κατά πόσο ο δικαστής πρόσφερε εγγυήσεις αρκετές για να αποκλείουν μια νόμιμη αμφιβολία ως προς αυτό.» (βλ. επίσης Findlay v. UK [1997] 24 EHRR 221, 244, Castillo Algar v. Spain [1998] 30 EHHR 826 και το Σύγγραμμα του Α. Λοΐζου «Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας», Έκδοση 2001, σελ. 193). Το κριτήριο προκατάληψης για εξαίρεση ενός δικαστή, είναι κατά πόσο θα δημιουργηθεί η εντύπωση στο μυαλό του μέσου εχέφρωνα πολίτη, ο οποίος γνωρίζει όλα τα γεγονότα, ότι υπάρχει πράγματι πιθανότητα προκατάληψης από το δικαστή (βλ. Κωνσταντίνου ν. Κωνσταντίνου, ανωτέρω). Το κριτήριο είναι αντικειμενικό. Εικασίες και καχυποψίες μόνο, δεν είναι αρκετές (βλ. Μόδεστος Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας (1994) 1 Α.Α.Δ. 268 και Porter ν. Magill [2002] 2 AC 357).
Αποτελεί επίσης σημαντική αρχή της νομολογίας ότι ο δικαστής δεν εξαιρείται ανάλογα με τις επιθυμίες των διαδίκων, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα να καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Παναγιώτη Λιάκου Μελά (Αρ. 1) (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 706). Επίσης, στην υπόθεση Δέσπω Αποστολίδου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 80, τονίστηκε ότι:-
«Η ευαισθησία του Δικαστή, ως υποδεικνύεται στην Makrides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 304, δεν αποτελεί τον οδηγό στη διαπίστωση κωλύματος, αλλά οδηγό συνιστά η σωστή εκτίμηση του δικαστικού καθήκοντος και ό,τι αυτό επιβάλλει. Παραίτηση από αυτό το καθήκον ενέχει ορατούς κινδύνους για την απονομή της δικαιοσύνης όπως υποδεικνύεται:
"One such danger is that we would be coming close to acknowledging to a litigant a right to choose the judge who will try him."
"Ένας τέτοιος κίνδυνος είναι ότι θα φθάναμε κοντά στην αναγνώριση δικαιώματος στο διάδικο να επιλέγει το δικαστή που θα τον δικάσει."»
Στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Αγγλικού Εφετείου (απαρτιζόμενου από τον Αρχιδικαστή, τον Πρόεδρο του Εφετείου και τον Αντικαγκελάριο (V-C)), Locabail Ltd v. Bayfield Properties [2000] 1 All E.R. 65, τονίζεται ότι αποτελεί καθήκον του δικαστή να επιλαμβάνεται των υποθέσεων που του ανατίθενται, αποκλείοντας κάθε ενδεχόμενο ο διάδικος να επιλέγει το δικαστή που θα τον δικάσει. Στην ίδια υπόθεση το Αγγλικό Εφετείο πραγματεύεται τις αρχές που διέπουν τη διαπίστωση προκατάληψης. Εύλογος υπόνοια ή λογικός φόβος είναι, καθώς επισημαίνεται, το κριτήριο το οποίο υιοθετεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τη διαπίστωση προκατάληψης. (Piersack v. Belgium [1982] 5 EHRR 169, De Cubber v. Belgium [1984] 7 EHRR 236, Hauschildt v. Denmark [1989] 12 EHRR 266, Langborger v. Sweden [1989] 12 EHRR 416.)
..........................
Χρήσιμη καθοδήγηση για τη διαπίστωση προκατάληψης παρέχεται και από την απόφαση Ex p. Pinochet Ugarte (No. 2) [1999] 1 All E.R. 577 (HL). Σκοπός του αποκλεισμού δικαστή από τη σύνθεση δικαστηρίου λόγω προκατάληψης είναι, ως υπογραμμίζεται, η διασφάλιση της καθαρότητας στη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης.
(Βλ. επίσης, Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612).
Όπου ο δικαστής αποφασίσει να συμμετάσχει στη σύνθεση του δικαστηρίου, παρά το αίτημα για εξαίρεσή του, η απόφασή του υπόκειται σε παραμερισμό. Σε τέτοια περίπτωση, ανεξάρτητα από την υποκειμενική συμπεριφορά του δικαστή, τα γεγονότα της υπόθεσης θα πρέπει να διερευνηθούν κατά πόσο υποδεικνύουν προς προκατάληψη. Το κριτήριο είναι ανεξάρτητο, δηλαδή κατά πόσο στο νου του μέσου εχέφρονος πολίτη ο οποίος γνωρίζει τα γεγονότα, δημιουργείται φόβος ή δικαιολογημένη εντύπωση ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης (βλ. Castillo Algar v. Spain, ανωτέρω, Κωνσταντίνου ν. Κωνσταντίνου, ανωτέρω, Tekinder Pal v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551 και Costas Makrides v. The Republic (1984) 3(A) C.L.R. 304).»
Οι δικαστές οφείλουν και θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να εξετάζουν αιτήματα για εξαίρεσή τους με αρκετή περίσκεψη. Ταυτόχρονα, κατά παρόμοιο τρόπο, και οι δικηγόροι οφείλουν από μόνοι τους να υποβάλλουν τέτοια αιτήματα στις περιπτώσεις όπου συντρέχουν βάσιμοι λόγοι, εδραζόμενοι σε σοβαρά αντικειμενικά δεδομένα.
Στην υπό κρίση περίπτωση, ο εξεταζόμενος λόγος έφεσης και οι ισχυρισμοί που τον περιβάλλουν είναι εντελώς αβάσιμοι και, με όλο το σεβασμό, προϊόν απλής καχυποψίας και μόνο. Το γεγονός ότι ο πρωτόδικος Δικαστής θα αναλάμβανε θέση προϊσταμένου στη νομική υπηρεσία άλλου τραπεζικού οργανισμού, αποσυναρτημένο από βάση γεγονότων που θα δικαιολογούσε πραγματική πιθανότητα προκατάληψης, δεν συνιστούσε λόγο εξαίρεσης. Η ενώπιόν του πτωχευτική διαδικασία εδραζόταν σε δεδομένα που κάλυπταν τη συγκεκριμένη περίπτωση της Εφεσείουσας και μόνο, χωρίς οποιεσδήποτε θεμελιακές προεκτάσεις και γενικότερες επιπτώσεις ή ωφελήματα σε τραπεζικούς οργανισμούς, ή γενικότερα, στο τραπεζικό σύστημα. Ούτε βεβαίως στοιχειοθετείται ζήτημα προκατάληψης και κατά προέκταση εξαίρεσης δικαστή στη βάση και μόνο του γεγονότος ότι ο συνήγορος της Εφεσίβλητης ενεργεί και ως συνήγορος του τραπεζικού οργανισμού στον οποίο θα εργοδοτείτο ο εν λόγω Δικαστής. Υπό το φως αυτών των στοιχείων, η μεταβολή του εργασιακού καθεστώτος του πρωτόδικου Δικαστή ήταν άνευ ουσιαστικής σημασίας και δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει δικαιολογημένη εντύπωση ύπαρξης πραγματικής ή και αντικειμενικής πιθανότητας προκατάληψης, στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη. Κατά συνέπεια, ο εξεταζόμενος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ολοκληρώνοντας και έχοντας κατά νουν ότι το όλο θέμα είναι θέμα γεγονότων, δεν εντοπίζουμε στην προσβαλλόμενη υπόθεση οποιοδήποτε στοιχείο κακής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, ούτε και διαπιστώνουμε ίχνος κακοπιστίας ή καταχρηστικής προώθησης της πτωχευτικής διαδικασίας.
Με βάση όλα τα πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος της Εφεσείουσας και προς όφελος της Εφεσίβλητης, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.