ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:D99
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 127/2011)
23 Μαρτίου 2017
(Π. ΠΑΝΑΓΗ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΔ)
ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ, από τη Τσάδα
Εφεσείουσας/Εναγόμενης Αρ. 2/Αιτήτριας
ΚΑΙ
ALPHA BANK LTD, από την Πάφο
(νυν ονομαζομένων ALPHA BANK CYPRUS LTD)
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων/Καθ΄ων η αίτηση
-------------
Γ. Παγιάσης, για την Εφεσείουσα.
Χρ. Μίτλεττον (κα) για Α. Νεοκλέους, για τους Εφεσίβλητους.
-------------
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
-------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι ενέγραψαν δικαστική απόφαση που εκδόθηκε στις 6.11.2000 υπέρ τους και εναντίον της εφεσείουσας επί αριθμού τεμαχίων ακίνητης ιδιοκτησίας της τελευταίας, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 53 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 (εν τοις εφεξής αναφερόμενος ως «ο Νόμος»).
Δέκα σχεδόν χρόνια αργότερα, η εφεσείουσα αιτήθηκε την ακύρωση όλων ή μέρους των παραπάνω εγγραφών, επικαλούμενη το γεγονός ότι η αξία των εν λόγω ακινήτων είναι πολλαπλάσια του εξ αποφάσεως χρέους. Καθ΄υπολογισμόν πρόκειται για περιουσία αξίας €776.000.-, ενώ το εξ αποφάσεως χρέος ανέρχεται περίπου σε €47.000.-. Μέχρι δε τον χρόνο της αίτησης, οι εφεσίβλητοι δεν προχώρησαν σε πώληση οποιουδήποτε ακινήτου. Κατά την εφεσείουσα οι περιστάσεις αυτές αποκαλύπτουν καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος των εφεσιβλήτων όπως πηγάζει από το άρθρο 53 του Νόμου, το οποίο και θα πρέπει να ερμηνευθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να τίθενται όρια στην άσκηση του σχετικού δικαιώματος που να συναρτούν την αξία της περιουσίας επί της οποίας εγγράφεται η απόφαση με το ποσό της απόφασης.
Το πρωτόδικο, όμως, Δικαστήριο, απέρριψε την αίτηση αφού αποδέχθηκε τις θέσεις της άλλης πλευράς, ότι δηλαδή από το λεκτικό του άρθρου 53 και στην απουσία άλλης πρόνοιας που να θέτει όρια στο ύψος της αξίας της περιουσίας που είναι επιτρεπτό να δεσμευθεί, προκύπτει ότι δεν μπορεί το Δικαστήριο να θέσει τέτοια όρια.
Το άρθρο 53 του Νόμου έχει ως ακολούθως:
«Εγγραφή δικαστικής απόφασης
53. Ο εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής δύναται, όπως ορίζεται πιο κάτω, αφού εγγράψει τη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε υπέρ του στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο, να καταστήσει οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία επί της οποίας ο εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους έχει συμφέρο (is beneficially interested) και η οποία είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του στα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, εγγύηση για την πληρωμή του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους.»
Η πρώτη παρατήρηση που προκύπτει είναι ότι, όντως, ο Νόμος αναφέρεται χωρίς περιορισμό σε «οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία». Στο λεκτικό του Νόμου δεν περιλαμβάνεται οτιδήποτε που να επέτρεπε τον εισηγούμενο συσχετισμό του εξ αποφάσεως χρέους με την αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας. Αντίθετα στο άρθρο 57 του Νόμου, το οποίο καθορίζει τα αποτελέσματα της εγγραφής, ρητώς αναφέρεται ότι το Δικαστήριο διατάσσει την πώληση της ιδιοκτησίας ή τόσου μέρους αυτής όσο θα ήταν αναγκαίο να πωληθεί προς ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης. Εξ αυτού προκύπτει με σαφήνεια η δυνατότητα δέσμευσης ιδιοκτησίας που υπερβαίνει το ποσό της απόφασης.
Παρά ταύτα, η εφεσείουσα προώθησε και κατ΄έφεσιν τη θέση ότι ο εισηγούμενος συσχετισμός εξ αποφάσεως χρέους/αξίας περιουσίας προκύπτει ως ζήτημα προστασίας του συνταγματικού δικαιώματος της περιουσίας της εφεσείουσας, αφενός και ως ζήτημα κατάχρησης δικαιώματος από πλευράς εφεσιβλήτων, αφετέρου. Προβλήθηκε συναφώς η θέση ότι το δικαίωμα που παρέχει το άρθρο 53 στον εξ αποφάσεως πιστωτή θα πρέπει να ερμηνευθεί στενά, εφόσον η εγγραφή δικαστικής απόφασης συνιστά περιορισμό του δικαιώματος διάθεσης και εκμετάλλευσης της ακίνητης ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται δια του Άρθρου 23 του Συντάγματος, επιτρεπομένων περιορισμών ή στέρησης μόνο υπό τους όρους που το ίδιο το Σύνταγμα επιτρέπει. Η εφεσείουσα, κατά τον ευπαίδευτο δικηγόρο της που παρέπεμψε σε σχετικά αποσπάσματα από άλλη πρωτόδικη απόφαση[1], στην οποία και βάσισε την αγόρευσή του, στερήθηκε του δικαιώματος είτε ιδιωτικής είτε εμπορικής εκμετάλλευσης ή οποιασδήποτε άλλης αξιοποίησης της όσης ακίνητης ιδιοκτησίας έχει επιβαρυνθεί με την εγγραφή της επίδικης δικαστικής απόφασης για μια σημαντική περίοδο ως ποσοστό της όλης ενήλικης ζωής της. Συνεπώς, εισηγήθηκε, ο τρόπος άσκησης του δικαιώματος εγγραφής δεν θα μπορούσε να είναι χωρίς περιορισμούς. Τέτοιοι περιορισμοί, εισηγήθηκε περαιτέρω παραπέμποντας και πάλι στην εν λόγω πρωτόδικη απόφαση, θα πρέπει να προκύπτουν σε μια προσπάθεια εξισορρόπησης των αντιστοίχων δικαιωμάτων των διαδίκων.
Το δικαίωμα ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται από το Άρθρο 23.1 ως θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα, η άσκηση του οποίου δύναται να υποβληθεί δια νόμου σε όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς για τους σκοπούς που αυστηρά ορίζει το Άρθρο 23.3, περιλαμβανομένης της προστασίας των δικαιωμάτων τρίτων, έναντι δίκαιης αποζημίωσης. Προκειμένου, βεβαίως, για αναγκαστική εκτέλεση δικαστικής απόφασης δεν τίθεται, κατά το Άρθρο 23.7 ζήτημα εφαρμογής της τρίτης παραγράφου του ιδίου Άρθρου, ήτοι ζήτημα αποζημίωσης.
Συνεπώς, ο περιορισμός δυνάμει νόμου του δικαιώματος της ιδιοκτησίας στα πλαίσια αναγκαστικής εκτέλεσης, είναι κατά το Σύνταγμα θεμιτός. Η εγγραφή δε, μιας δικαστικής απόφασης σκοπό απλώς έχει να καταστήσει την ιδιοκτησία εγγύηση για την πληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους. Αποτέλεσμα της εγγραφής είναι, κατά το άρθρο 57 του Νόμου, η επιβάρυνση του συμφέροντος του οφειλέτη επί της ιδιοκτησίας με την πληρωμή του οφειλομένου χρέους κατά προτεραιότητα έναντι όλων των χρεών ή υποχρεώσεών του, με τα οποία δεν επιβαρύνθηκε ειδικά ιδιοκτησία πριν την εγγραφή της απόφασης. Σύμφωνα δε με το άρθρο 58, η εγγραφή δικαστικής απόφασης που έγινε μετά τη διενέργεια δήλωσης μεταβίβασης ή υποθήκης, δεν επηρεάζει καθόλου το συμφέρον επί του ακινήτου του δικαιοπάροχου ή του ενυπόθηκου οφειλέτη, ανάλογα με την περίπτωση. Είναι συνεπώς φανερό ότι η επιβάρυνση που επέρχεται δια της εγγραφής της απόφασης και η συναφής απαγόρευση μεταβίβασης μέχρι την πληρωμή του οφειλόμενου χρέους, δεν συνιστούν περιορισμό του δικαιώματος διάθεσης και εκμετάλλευσης της ακίνητης ιδιοκτησίας κατά τρόπο που να απολήγει σε ουσιαστική αφαίρεση της και να την καθιστά αδρανή και αχρησιμοποίητη αναλόγως του προορισμού της, ως η εισήγηση εκ μέρους της εφεσείουσας.
Περαιτέρω, χωρίς να διαγράφουμε την ανάγκη να εξετάζεται, όπου χρειάζεται, ζήτημα καταχρηστικής και/ή καταπιεστικής συμπεριφοράς ενός εξ αποφάσεως πιστωτή σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μας βρίσκει σύμφωνους ως γενική αρχή η αντίληψη ότι το ζήτημα άπτεται της εξισορρόπησης των αντιστοίχων δικαιωμάτων των διαδίκων, όπως ήταν η εισήγηση εκ μέρους της εφεσείουσας. Τέτοια εισήγηση παραβλέπει τη δεδομένη υποχρέωση του εξ αποφάσεως οφειλέτη να εξοφλήσει το χρέος, υποχρέωση που υφίσταται όχι μόνο έναντι του εξ αποφάσεως πιστωτή, αλλά και έναντι της έννομης τάξης, βεβαιωμένη με δικαστική απόφαση η οποία, κατά το άρθρο 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου, είναι δεσμευτική για όλους τους διαδίκους ευθύς ως εκδοθεί. Είναι λόγω της μη συμμόρφωσης του εξ αποφάσεως οφειλέτη, εν προκειμένω της εφεσείουσας, στη δικαστική απόφαση που δημιουργείται το όλο πρόβλημα και καθίσταται αναγκαία η εγγραφή της απόφασης και η δέσμευση της περιουσίας ως μέτρο εκτέλεσης (Afroditi N. Vasiliadou v. Charilaos Eracli Harikli (1964) CLR 274).
Η εκτέλεση δε των δικαστικών αποφάσεων δεν είναι ζήτημα που εμπίπτει στην ιδιωτική σφαίρα των σχέσεων μεταξύ δύο διαδίκων, αλλά εγείρει ύψιστο ζήτημα δημοσίου συμφέροντος που αφορά καίρια την απονομή της δικαιοσύνης εφόσον άπτεται του κύρους και της αποτελεσματικότητας των δικαστικών διαδικασιών (Χριστόφορος Χριστοφόρου ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Ακακίου (2008) 1 ΑΑΔ 708, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ ν. Μαρίας Κωνσταντίνου (2000) 1 ΑΑΔ 1034).
Συνεπώς, λανθασμένη είναι η αντίληψη περί εξισορρόπησης αντιστοίχων δικαιωμάτων μεταξύ δύο διαδίκων. Φορέας δικαιώματος, εν προκειμένω, ιδιωτικού μεν συμφέροντος αλλά δημοσίου ενδιαφέροντος, είναι ο εξ αποφάσεως πιστωτής. Ο εξ αποφάσεως οφειλέτης δεν βρίσκεται σε αντίστοιχη θέση ως φορέας δικαιώματος, αλλά έχει πρωταρχικώς την υποχρέωση έναντι του αντιδίκου του αλλά και έναντι του νόμου να εξοφλήσει την απόφαση. Το ερώτημα άλλωστε που η ίδια η εφεσείουσα έθεσε, δεν αφορά την εξισορρόπηση εκατέρωθεν δικαιωμάτων, αλλά εγείρει ζήτημα καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του εξ αποφάσεως πιστωτή.
H νομολογία έχει αναγνωρίσει τον κίνδυνο, στον οποίο ήδη αναφερθήκαμε, η εκτέλεση απόφασης να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς αδικαιολόγητης καταπίεσης ή οποιοδήποτε άλλο σκοπό αλλότριο προς τη δέουσα ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης (Kleopas Panaou v. Chrysanthos Hadjichristofi (1963) 2 CLR 19). Eν προκειμένω όμως, η δέσμευση της περιουσίας της εφεσείουσας χωρίς συσχετισμό με το ποσό της δικαστικής απόφασης, δεν απολήγει σε κατάχρηση, εφόσον, εξ αυτής και μόνο, δεν στοιχειοθετείται καταπίεση ή αλλότριος σκοπός.
Θα μπορούσε ακόμα να ληφθεί υπόψη ότι το όλο πλαίσιο που δημιουργείται από τα άρθρα 53 έως 62 του Νόμου με τίτλο Επιβάρυνση Γης με Εγγραφή Απόφασης, θέτει εύλογους περιορισμούς για το ενδεχόμενο καταχρήσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 55 του Νόμου: «η εγγραφή δικαστικής απόφασης παραμένει σε ισχύ συνήθως για δέκα μόνο χρόνια από την ημερομηνία που γράφτηκε για πρώτη φορά». Σύμφωνα δε με το άρθρο 56 του Νόμου, η εγγραφή δύναται να παρατείνεται για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει κάθε φορά τα δέκα χρόνια και διάταγμα παράτασης δεν εκδίδεται, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων, εκτός εάν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι η παράταση της χρονικής περιόδου της εγγραφής δεν θα επηρεάσει δυσμενώς τον εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη. Τούτο πρέπει να διαβάζεται σε συνδυασμό με την Δ.40, κ.8, των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, σύμφωνα με την οποία όταν παρέλθουν δέκα έτη από την απόφαση απαιτείται άδεια για εκτέλεσή της, κατά τη χορήγηση της οποίας το Δικαστήριο μπορεί να επιβάλει όρους ως προς τα έξοδα ή άλλως πως.
Η έφεση απορρίπτεται με €2500.- πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.
Π. Παναγή, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π
[1] Marfin Popular Bank Public Co Ltd v. A. Pakis Pumps Ltd κ.α., Αρ. Αγωγής 4092/1999, Ε.Δ. Πάφου, ημερομηνίας 27.9.2011