ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:D82
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Αίτηση Αρ. 111/2016
15 Μαρτίου, 2017
[ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11.(2) ΚΑΙ (3) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 18, 19, 20 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 5 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ, ΤΗΝ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΜΥΛΩΝΑ, ΕΚ ΛΑΚΑΤΑΜΕΙΑΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΤΟ ΟΠΟΊΟ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΤΗΝ 1/8/2016, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ
-------------------------
Νάσος Παναγιώτου, για τον Αιτητή.
Έρια Παπαλοίζου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Μετά που χορήγησα τη σχετική άδεια, ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση με την οποία επιδιώκει την έκδοση εντάλματος της φύσης certiorari με σκοπό την ακύρωση του εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε εναντίον του την 1.8.2016 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.
Το ένταλμα εκδόθηκε στη βάση ότι «υπάρχει μαρτυρία που παρέχει εύλογη βάση για υποψία» ότι ο αιτητής ενέχεται σε υπόθεση που αφορά στα αδικήματα 1) συνομωσίας προς διάπραξη πλημμελήματος, (2) απειλής (άρθρο 91Α του περί Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154) και (3) αποστολής μηνύματος ή οτιδήποτε άλλο, δια δημόσιου δικτύου, το οποίο είναι απειλητικού χαρακτήρα (άρθρο 149 (6)(α) του Ν.112(Ι)/2004), τα οποία διαπράχθηκαν μεταξύ 1.6.2016 και 28.7.2016 στη Λευκωσία και στην Πάφο.
Την αίτηση για την έκδοση του εντάλματος σύλληψης συνόδευε ένορκη δήλωση του Α/Αστ 1587 Π. Ανδρέου του ΤΑΕ Αρχηγείου Αστυνομίας. Στη βάση της ίδιας ένορκης δήλωσης ζητείτο και η έκδοση εντάλματος έρευνας, το οποίο είναι το αντικείμενο της απόφασης μου στην Πολιτική Αίτηση 110/2016. Στην ένορκη δήλωση παρατίθενται λεπτομέρειες των καταγγελιών του Ανδρέα Ξενοφώντος, Διευθυντή των Νοσηλευτικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας, (στο εξής «ο παραπονούμενος»), καθώς και των αποτελεσμάτων παρακολούθησης του αριθμού του κινητού τηλεφώνου του παραπονούμενου, μετά που το τηλέφωνο του τέθηκε υπό τη διαδικασία καταγραφής ενοχλητικών κλήσεων από την Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (ΑΤΗΚ).
Το περιεχόμενο της εν λόγω ένορκης δήλωσης μπορεί να συνοψισθεί στα ακόλουθα: Στις 2.6.2016 καταγγέλθηκε στην Αστυνομία από τον παραπονούμενο ότι από την 1.6.2016, άρχισε να δέχεται κλήσεις στο κινητό του τηλέφωνο από απόρρητο αριθμό και έθεσε το τηλέφωνο υπό τη διαδικασία καταγραφής ενοχλητικών κλήσεων, για την περίοδο 2.6.2016-2.7.2016, υποβάλλοντας προς τούτο σχετικό έντυπο βεβαίωσης υποβολής καταγγελίας στην ΑΤΗΚ. Σύμφωνα δε με επιστολή της τελευταίας προς την Αστυνομία, μεταξύ των ημερομηνιών 27.6.2016 - 30.6.2016 καταγράφηκαν 6 ενοχλητικές κλήσεις από συγκεκριμένο αριθμό κλήσεως ο οποίος ανήκει σε άλλο πάροχο, ενώ πρόκειται για προπληρωτέα κάρτα Pay As You Go, η οποία ενεργοποιήθηκε στις 27.6.2016, και δεν υπάρχουν οποιαδήποτε στοιχεία κατόχου.
Στις 6.7.2016, ο παραπονούμενος υπέβαλε νέα καταγγελία στην Αστυνομία ότι εξακολουθούσε να δέχεται κλήσεις στο κινητό του τηλέφωνο από απόρρητο αριθμό και ότι εκείνη την ημέρα, για πρώτη φορά απάντησε κλήση από απόρρητο αριθμό όπου ένας άντρας με βραχνή φωνή του είπε «Θα πεθάνεις ρε ππεζεβέγκη, θα σε καθαρίσουμε ρε ππεζεβέγκη». Την ίδια μέρα, έθεσε το τηλέφωνο του εκ νέου υπό τη διαδικασία καταγραφής ενοχλητικών κλήσεων για την περίοδο 6.7.2016-6.8.2016. Στις 14.7.2016, ο παραπονούμενος κατάγγειλε στην Αστυνομία ότι δέχθηκε 4 κλήσεις από απόρρητο αριθμό τηλεφώνου. Σε μία από αυτές, ένας άντρας με βραχνή φωνή του είπε «Θα σε γαμήσουμε, γαμώ την μάνα σου και τη γυναίκα σου και την κόρη σου», ενώ σε άλλη κλήση του είπε «Ανδρέας, Νικολέττα». Νικολέττα ονομάζεται η κόρη του παραπονούμενου.
Μετά που ανέλαβε την περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης το ΤΑΕ (Ε) Αρχηγείου Αστυνομίας, λήφθηκε από τον παραπονούμενο συμπληρωματική κατάθεση στην οποία αυτός ανέφερε ότι την 24.7.2016, ενώ βρισκόταν στο χωριό Κρήτου Τέρρα στην Πάφο, κτύπησε το κινητό του τηλέφωνο από απόρρητο αριθμό και αφού το απάντησε η σύζυγος του, κάποιος άντρας της είπε «Θα σας καθαρίσω οικογενειακώς» και της έκλεισε το τηλέφωνο.
Ο παραπονούμενος δεν αναγνωρίζει από τη βραχνή φωνή ποιο είναι το άτομο που κάνει τα απειλητικά τηλεφωνήματα, αλλά υποψιάζεται ότι γίνονται από τον αιτητή ή από άλλα πρόσωπα που υποκινούνται από αυτό. Οι υποψίες του βασίζονται στο γεγονός ότι στα πλαίσια των καθηκόντων του ως Διευθυντής των Νοσηλευτικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας, εισηγήθηκε την πειθαρχική δίωξη του αιτητή μετά που ο τελευταίος παρουσιάστηκε σε τηλεοπτική εκπομπή και αναφέρθηκε σε θέματα τα οποία αφορούν στο Ψυχιατρείο Αθαλάσσας, χωρίς την άδεια του Υπουργείου Υγείας. Του ανατέθηκε επίσης το καθήκον να καλέσει τον αιτητή σε ακρόαση για να ακούσει τις θέσεις του και ακολούθως να του επιβάλει ποινή, αφού από την έρευνα που έγινε διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής είχε διαπράξει πειθαρχικό αδίκημα.
Σύμφωνα, περαιτέρω, με την καταγγελία του παραπονούμενου, του ανέφερε η κόρη του πως την 1.6.2016 μέλος του Πατριωτικού Μετώπου Λακεδαιμόνιοι (ΠΑΜΕ), του οποίου Πρόεδρος είναι ο αιτητής, της είχε στείλει μήνυμα στο facebook ότι «ο παπάς σου κάμνει πελλαρούες». Την ίδια μέρα, η γραμματέας του ΠΑΜΕ κατάγγειλε στην Αστυνομία εκ μέρους του αιτητή ότι σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε την ημέρα εκείνη, με τον παραπονούμενο, ο τελευταίος της ανέφερε, μεταξύ άλλων, «Δεν με ενδιαφέρει, δεν με αφορά, τον Πρόεδρο σας τον φασίστα της Αλληλεγγύης, εννα τον κάμω να χάσει την δουλειά του», κάτι που ο παραπονούμενος αρνείται ότι είπε. Μετά την καταγγελία της γραμματέως του, το ΠΑΜΕ δημοσίευσε στο διαδίκτυο ότι ο παραπονούμενος απείλησε τον Πρόεδρο τους αποκαλώντας τον φασίστα.
Στο τέλος της ένορκης δήλωσης αναφέρεται:
«Ενόψει των πιο πάνω, αιτούμαι από το σεβαστό σας Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος σύλληψης του Μάριου Μυλωνά, ΔΤ [αναφέρεται ο αριθμός], ημερ. γενν. [αναφέρεται η ημερομηνία], Νοσηλευτικός Λειτουργός στις υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας, [αναφέρεται η διεύθυνση του] καθώς και εντάλματος έρευνας της οικίας και υποστατικών που διαμένει στην οδό [αναφέρεται η διεύθυνση], στο γραφείο του στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας Αθαλάσσας καθώς και του οχήματος του με αρ. εγγραφής [αναφέρεται ο αριθμός και η μάρκα], για ανεύρεση της συσκευής του κινητού τηλεφώνου με την οποία γίνονται τα απειλητικά τηλεφωνήματα, καθώς και την κάρτα κινητής τηλεφωνίας με αριθμό 96072864 ή οτιδήποτε άλλο σχετίζεται με τη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων, παρακαλώ.»
Ο αιτητής προβάλλει ότι το ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε για αλλότριο από τον προβλεπόμενο στο Σύνταγμα και το νόμο λόγο, ήτοι για την ανεύρεση της συσκευής του κινητού τηλεφώνου και της κάρτας κινητής τηλεφωνίας. Επίσης, ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της ύπαρξης εύλογης υποψίας ότι ο ύποπτος, αιτητής, ενέχεται στη διάπραξη αδικήματος και της αναγκαιότητας της σύλληψης του και πως το επίδικο ένταλμα εκδόθηκε αναρμοδίως ή καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου διότι δεν ήταν καθόλου ή δεόντως αιτιολογημένο.
Από την άλλη πλευρά, οι καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι το ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε νομότυπα και επειδή συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις για την έκδοσή του, όπως αυτές εκτέθηκαν στην ένορκη δήλωση του Α/Αστ. Π. Ανδρέου. Εγείρουν και προδικαστική ένσταση ότι η αίτηση πρέπει να απορριφθεί χωρίς να εξεταστεί η ουσία της, λόγω της υπέρμετρης και αδικαιολόγητης καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην καταχώρηση της.
Το ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε την 1.8.2016 και εκτελέστηκε αυθημερόν, χωρίς να προκύψει οτιδήποτε ενοχοποιητικό για τον αιτητή. Η αίτηση για άδεια καταχωρήθηκε στις 16.9.2016. Η ανεξήγητη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης αφότου ο αιτητής γνώριζε για το ένταλμα, μπορεί να είναι καταλυτικό για το παραδεκτό της (βλ. Μαρκιτανή ν. Μουτζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923). Αυτή όμως, δεν είναι η περίπτωση μας. Αποτελεί ζήτημα δικαστικής γνώσης, ότι είχε προηγηθεί στις 24.8.2016, η υποβολή άλλης αίτησης με την οποία ζητείτο η παραχώρηση άδειας για την καταχώρηση αίτησης για προνομιακό ένταλμα certiorari (Πολιτική Αίτηση 95/16). Η αίτηση αυτή δεν προωθήθηκε, όμως, και αποσύρθηκε και απορρίφθηκε, χωρίς να εξεταστεί από το Δικαστήριο, κατόπιν σχετικής επιστολής των συνηγόρων του αιτητή, ημερομηνίας 16.9.2016. Καταχωρήθηκε αυθημερόν η Πολιτική Αίτηση αρ. 105/16, στη βάση της οποίας το Δικαστήριο στις 19.9.2016 έδωσε άδεια στον αιτητή να καταχωρίσει αίτηση, την οποία και καταχώρησε (η παρούσα αίτηση), για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari.
Εν πάση περιπτώσει, έχοντας υπόψη το χρόνο που παρήλθε αφότου ο αιτητής έλαβε γνώση για την ύπαρξη του εντάλματος καθώς και τα γεγονότα της παρούσης, ιδιαίτερα ότι δεν έχει καταχωρηθεί ποινική υπόθεση εναντίον του αιτητή, η πορεία της οποίας θα μπορούσε να επηρεαστεί λόγω του χρόνου υποβολής της αίτησης για άδεια, δεν είμαι ικανοποιημένη ότι υπήρξε καθυστέρηση, σε βαθμό μάλιστα που να απαιτείται από τον αιτητή να την αιτιολογήσει. Ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι υπάρχει καθυστέρηση, αυτή δεν είναι τέτοιας έκτασης που να αποκλείει την εξέταση της αίτησης στην ουσία της. Η προδικαστική ένσταση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται. Προχωρώ να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης.
Η εξουσία για την έκδοση εντάλματος σύλληψης παρέχεται από το άρθρο 11.2(γ) του Συντάγματος[1] και το άρθρο 18(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 (όπως έχει τροποποιηθεί)[2]. Το άρθρο 19 του Κεφ.155 προδιαγράφει τον τύπο, το περιεχόμενο και τη διάρκεια ισχύος του εντάλματος. Για την έκδοση εντάλματος σύλληψης απαιτούνται σωρευτικά δύο προϋποθέσεις, εύλογη υπόνοια πως πρόσωπο διέπραξε αδίκημα και αναγκαιότητα σύλληψης του (βλ. συναφώς την υπόθεση Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207). Η ανάγκη ικανοποίησης για την εύλογη υποψία με αναφορά σε συγκεκριμένη και επαρκή για το αδίκημα μαρτυρία για το οποίο ζητείται η σύλληψη, είναι θεμελιακής σημασίας. Όπως τονίστηκε από τον Χατζηχαμπή, Δ στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Μάρθας Κυπριανού (2013) 1 ΑΑΔ 17:
« Ο δικαστής δεν ενεργεί μηχανικά σε τέτοιες περιπτώσεις αλλά πρέπει να λαμβάνει υπ' όψη του τις συνέπειες του εντάλματος σύλληψης και να ικανοποιείται απόλυτα ότι υπάρχει τόσο η εύλογη υπόνοια όσο και η αναγκαιότητα για τη σύλληψη. Έχει σε σωρεία υποθέσεων υποδειχθεί η σημασία των αρχών αυτών και δεν πρέπει να υποτιμάται ακόμα και στην ελάχιστη των υποθέσεων.»
Εν προκειμένω, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου εξέδωσε το ένταλμα καταγράφοντας σχετικά τα ακόλουθα:
«Με βάση το περιεχόμενο του όρκου το οποίο έχω μελετήσει προσεκτικά κρίνω ότι υπάρχουν εύλογες υπόνοιες που δικαιολογούν την έκδοση του εντάλματος και ως εκ τούτου
Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος»
Θεώρησε, δηλαδή, ο Επαρχιακός Δικαστής, ότι η συνδρομή της πρώτης προϋπόθεσης, οδηγούσε στη συνδρομή και της δεύτερης, χωρίς να τον απασχολήσει κατά πόσο από τα στοιχεία που είχε ενώπιον του προέκυπτε, πράγματι, η αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος. Η διαπίστωση αυτή είναι αρκετή για να οδηγήσει στην ακύρωση του εντάλματος σύλληψης. Πέραν τούτου, δεν αναφέρεται οτιδήποτε στην ένορκη δήλωση του Α/Αστ. Π. Ανδρέου σε σχέση με τη δικαιοδοτικής φύσης προϋπόθεση για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος, ούτε εντοπίζεται οτιδήποτε στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης που θα μπορούσε να καταστήσει αναγκαία την έκδοση του.
Ούτε η πρώτη προϋπόθεση ικανοποιείτο. Η ένορκη δήλωση δεν αποκάλυπτε, αντικειμενικά, εύλογη υποψία εμπλοκής του αιτητή στα διερευνόμενα αδικήματα. Αυτό που έτεινε να καταδείξει η μαρτυρία ήταν ότι δράστης των απειλητικών τηλεφωνημάτων που δέχτηκε ο παραπονούμενος ήταν κάποιος άντρας, τη φωνή του οποίου ο παραπονούμενος δεν αναγνώρισε και πιθανολογούμενη εμπλοκή του αιτητή στη βάση απλής υποψίας του παραπονούμενου, ότι ο αιτητής ήταν που προέβαινε στα απειλητικά τηλεφωνήματα - αλλά όχι μόνο, αφού ύποπτα θεωρούσε και «άλλα πρόσωπα που υποκινούνται από αυτόν» - επειδή είχε εισηγηθεί την πειθαρχική δίωξη του αιτητή και του ανατέθηκε το καθήκον να καλέσει τον αιτητή σε ακρόαση και να του επιβάλει ποινή.
Περαιτέρω, όπως είναι διατυπωμένη η καταληκτική παράγραφος της ένορκης δήλωσης του Α/Αστ. Π. Ανδρέου, η οποία έχει παρατεθεί ανωτέρω, αφήνεται να νοηθεί ότι σκοπός της σύλληψης του αιτητή ήταν η ανεύρεση των αναζητούμενων αντικειμένων. Δικαίως, λοιπόν, παραπονείται ο αιτητής ότι ο σκοπός για τον οποίο ζητήθηκε το ένταλμα σύλληψης είναι ασυμβίβαστος με τις πρόνοιες του Συντάγματος και του Νόμου.
Για τους πιο πάνω λόγους θεωρώ ότι δικαιολογείται η έκδοση του αιτούμενου με την αίτηση εντάλματος certiorari.
Ενόψει της κατάληξης μου, παρέλκει η αναγκαιότητα ενασχόλησης μου με τα υπόλοιπα θέματα που εγείρονται στην αίτηση.
Η αίτηση επιτυγχάνει και εκδίδεται ένταλμα Certiorari με το οποίο ακυρώνεται το ένταλμα σύλληψης που εξεδόθη την 1.8.2016 εναντίον του αιτητή.
Παρά την επιτυχία του αιτητή, λόγω της ομοιότητας των θεμάτων με την Πολιτική Αίτηση 110/2016, στην οποία έχω ήδη επιδικάσει έξοδα υπέρ του, και της συνεκδίκασης, ουσιαστικά, των δύο αιτήσεων, επιδικάζονται υπέρ του αιτητή τα πραγματικά έξοδα της παρούσας αίτησης.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] «Άρθρον 11
1. [..]
2. Ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζει εις τας περιπτώσεις:
(α) .
(β) .
(γ) συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου ενεργουμένης προς τον σκοπόν προσαγωγής αυτού ενώπιον της αρμοδίας κατά νόμον αρχής επί τη ευλόγω υπονοία ότι διέπραξεν αδίκημα ή οσάκις η σύλληψις ή κράτησις θεωρηθή ευλόγως αναγκαία προς παρεμπόδισιν διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά την διάπραξιν αυτού.»
[2] «18.-(1) Όταν δικαστής ικανοποιείται με γραπτή ένορκη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα ή όταν η σύλληψη ή η κράτηση θεωρηθεί ευλόγως αναγκαία για παρεμπόδιση διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά τη διάπραξη αυτού, ο δικαστής δύναται να εκδώσει ένταλμα (που θα αναφέρεται στον παρόντα Νόμο ως ένταλμα συλλήψεως) το οποίο να εξουσιοδοτεί τη σύλληψη του ατόμου εναντίον του οποίου στρέφεται το ένταλμα.»