ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Νάσος Παναγιώτου, για τον Αιτητή. Έρια Παπαλοίζου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-03-15 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΜΥΛΩΝΑ, ΕΚ ΛΑΚΑΤΑΜΕΙΑΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI, Πολιτική Αίτηση Αρ. 110/2016, 15/3/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:D81

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ   

     

Πολιτική Αίτηση Αρ. 110/2016

 

 

15 Μαρτίου, 2017

 

[ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 15, 16, 33 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 2, 3, 27, 28, 29, 32, 33 ΚΑΙ 34 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ, ΤΗΝ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

 

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΜΥΛΩΝΑ, ΕΚ ΛΑΚΑΤΑΜΕΙΑΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ (Α) ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ, ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ε΄, ΑΡ. 6, ΛΑΚΑΤΑΜΕΙΑ, (Β) ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΟΥ ΣΤΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΑΘΑΛΑΣΣΑΣ, ΚΑΙ (Γ) ΤΟΥ ΟΧΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΗΒΧ328, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΤΗΝ 1/8/2016, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ

-------------------------

Νάσος Παναγιώτου, για τον Αιτητή.

Έρια Παπαλοίζου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Την 1.8.2016, δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εξέδωσε ένταλμα έρευνας της οικίας του αιτητή στη Λακατάμεια όπως και των υποστατικών και του γραφείου του στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας Αθαλάσσας και συγκεκριμένου οχήματος του, με την αιτιολογία ότι στα εν λόγω υποστατικά και όχημα «αποκρύπτονται η συσκευή κινητού τηλεφώνου καθώς και η κάρτα κινητής τηλεφωνίας με αρ. [αναφέρεται ο αριθμός] με την οποία γίνονται τα απειλητικά τηλεφωνήματα ή οτιδήποτε άλλο σχετίζεται με τη διάπραξη αδικημάτων 1)Συνομωσίας προς διάπραξη πλημμελήματος, Κεφ.154 άρθρο 372, 2) Απειλής, Κεφ 154 άρθρο 91Α και 3) Αποστολής μηνύματος ή οτιδήποτε άλλο, δια δημοσίου δικτύου, το οποίο είναι απειλητικού χαρακτήρα, Ν.112(Ι)/2004, άρθρο 149(6)(α), τα οποία διαπράχθηκαν μεταξύ 01/6/2016 μέχρι και την 28/7/2016, στην Λευκωσία και στην Πάφο».  Το ένταλμα εκτελέστηκε χωρίς να ανευρεθεί οποιοδήποτε από τα αναζητούμενα αντικείμενα.   Μετά από άδεια του Δικαστηρίου, με την παρούσα αίτηση ο αιτητής ζητά την έκδοση εντάλματος certiorari για ακύρωση του ως άνω εντάλματος έρευνας.

 

Το ένταλμα εκδόθηκε στη βάση ένορκης δήλωσης του Α/Αστ 1587 Π. Ανδρέου του ΤΑΕ Αρχηγείου Αστυνομίας, στη βάση της οποίας εκδόθηκε και ένταλμα σύλληψης εναντίον του αιτητή, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της Πολιτική Αίτησης 111/2016, με την οποία επιδιώκεται η έκδοση εντάλματος certiorari προς ακύρωση του.   

 

Σύμφωνα με την εν λόγω ένορκη δήλωση,  στις 2.6.2016 καταγγέλθηκε στην Αστυνομία από τον Ανδρέα Ξενοφώντος, Διευθυντή των Νοσηλευτικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας (στο εξής «ο παραπονούμενος»), ότι από την 1.6.2016, άρχισε να δέχεται κλήσεις στο κινητό του τηλέφωνο από απόρρητο αριθμό και έθεσε το τηλέφωνο υπό τη διαδικασία καταγραφής ενοχλητικών κλήσεων, για την περίοδο 2.6.2016-2.7.2016, υποβάλλοντας προς τούτο σχετικό έντυπο βεβαίωσης υποβολής καταγγελίας στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου.  Σύμφωνα δε με επιστολή της τελευταίας προς την Αστυνομία, μεταξύ των ημερομηνιών 27.6.2016 - 30.6.2016 καταγράφηκαν 6 ενοχλητικές κλήσεις από συγκεκριμένο αριθμό κλήσεως ο οποίος ανήκει σε άλλο πάροχο, ενώ πρόκειται για προπληρωτέα κάρτα Pay As You Go, η οποία ενεργοποιήθηκε στις 27.6.2016, και δεν υπάρχουν οποιαδήποτε στοιχεία κατόχου.  

 

Στις 6.7.2016, ο παραπονούμενος υπέβαλε νέα καταγγελία στην Αστυνομία ότι εξακολουθούσε να δέχεται κλήσεις στο κινητό του τηλέφωνο από απόρρητο αριθμό και ότι εκείνη την ημέρα, για πρώτη φορά απάντησε κλήση από απόρρητο αριθμό όπου ένας άντρας με βραχνή φωνή του είπε «Θα πεθάνεις ρε ππεζεβέγκη, θα σε καθαρίσουμε ρε ππεζεβέγκη».  Την ίδια μέρα, έθεσε το τηλέφωνο του εκ νέου υπό τη διαδικασία καταγραφής ενοχλητικών κλήσεων για την περίοδο 6.7.2016-6.8.2016. Στις 14.7.2016, ο παραπονούμενος κατάγγειλε στην Αστυνομία ότι δέχθηκε 4 κλήσεις από απόρρητο αριθμό τηλεφώνου.  Σε μία από αυτές, ένας άντρας με βραχνή φωνή του είπε «Θα σε γαμήσουμε, γαμώ την μάνα σου και τη γυναίκα  σου και την κόρη σου»,  ενώ σε άλλη κλήση του είπε «Ανδρέας, Νικολέττα». Νικολέττα ονομάζεται η κόρη του παραπονούμενου.

 

Μετά που ανέλαβε την περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης το ΤΑΕ (Ε) Αρχηγείου Αστυνομίας, λήφθηκε από τον παραπονούμενο συμπληρωματική κατάθεση στην οποία αυτός ανέφερε ότι την 24.7.2016, ενώ βρισκόταν στο χωριό Κρήτου Τέρρα στην Πάφο, κτύπησε το κινητό του τηλέφωνο από απόρρητο αριθμό και αφού το απάντησε η σύζυγος του, κάποιος άντρας της είπε «Θα σας καθαρίσω οικογενειακώς» και της έκλεισε το τηλέφωνο. 

 

Ο παραπονούμενος δεν αναγνωρίζει από τη βραχνή φωνή ποιο είναι το άτομο που κάνει τα απειλητικά τηλεφωνήματα, αλλά υποψιάζεται ότι γίνονται από τον αιτητή  ή από άλλα πρόσωπα που υποκινούνται από αυτό.  Οι υποψίες του βασίζονται στο γεγονός ότι στα πλαίσια των καθηκόντων του ως Διευθυντής των Νοσηλευτικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας, εισηγήθηκε την πειθαρχική δίωξη του αιτητή μετά  που ο τελευταίος παρουσιάστηκε σε τηλεοπτική εκπομπή και αναφέρθηκε σε θέματα τα οποία αφορούν στο Ψυχιατρείο Αθαλάσσας, χωρίς την άδεια του Υπουργείου Υγείας.  Του ανατέθηκε επίσης το καθήκον να καλέσει τον αιτητή σε ακρόαση για να ακούσει τις θέσεις του και ακολούθως να του επιβάλει ποινή, αφού από την έρευνα που έγινε διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής είχε διαπράξει πειθαρχικό αδίκημα.

 

Πέραν των πιο πάνω, η κόρη του παραπονούμενου του ανέφερε ότι την 1.6.2016 μέλος του Πατριωτικού Μετώπου Λακεδαιμόνιοι (ΠΑΜΕ), του οποίου Πρόεδρος είναι ο αιτητής, της είχε στείλει μήνυμα στο facebook ότι «ο παπάς σου κάμνει πελλαρούες».  Την ίδια μέρα, 1.6.2016, η γραμματέας του ΠΑΜΕ κατάγγειλε στην Αστυνομία εκ μέρους του αιτητή ότι σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε την ημέρα εκείνη, με τον παραπονούμενο, ο τελευταίος της ανέφερε, μεταξύ άλλων, «Δεν με ενδιαφέρει, δεν με αφορά, τον Πρόεδρο σας τον φασίστα της Αλληλεγγύης, εννά τον κάμω να χάσει την δουλειά του», κάτι που ο παραπονούμενος αρνείται ότι είπε.  Μετά την καταγγελία της γραμματέως του, το ΠΑΜΕ δημοσίευσε στο διαδίκτυο ότι ο παραπονούμενος απείλησε τον Πρόεδρο τους αποκαλώντας τον φασίστα.

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο, εκδίδοντας το υπό αναφορά ένταλμα ανέφερε:

 

«Με βάση το περιεχόμενο του όρκου το οποίο έχω μελετήσει προσεκτικά και λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο των άρθρων 27, 28 και 29 της ποινικής δικονομίας και του άρθρου 16 του Συντάγματος, κρίνω ότι υπάρχουν εύλογες υπόνοιες που δικαιολογούν την έκδοση του εντάλματος και ως εκ τούτου  έχω ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος.»

 

 

Είναι η θέση του αιτητή ότι το υπό αναφορά ένταλμα εκδόθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας και ή κατά παράβαση του Συντάγματος και ή του άρθρου 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 για αριθμό λόγων που εκτίθενται και αναλύονται εκτεταμένα στην έκθεση που συνόδευε την αίτηση για άδεια.  Κατ' αρχάς, το ένταλμα εκδόθηκε στη βάση της «εύλογης υπόνοιας» αντί της «εύλογης αιτίας να πιστεύεται».  Περαιτέρω, καμία μαρτυρία δεν υπήρχε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου που να στοιχειοθετεί στον απαιτούμενο βαθμό τον «εύλογο λόγο να πιστεύεται» ότι στον καθένα από τους συγκεκριμένους τόπους που αναφέρονταν στην ένορκη δήλωση  του Α/Αστ. Π. Ανδρέου, ευρίσκονταν τα αναζητούμενα αντικείμενα, ενώ το μόνο υλικό που υπήρχε στην ένορκη δήλωση έτεινε να καταδείξει τη διάπραξη ή την υποψία διάπραξης ποινικού αδικήματος, όχι όμως από τον αιτητή.  Θεωρεί επίσης, ο αιτητής, ότι το επίδικο ένταλμα είναι αναιτιολόγητο ή δεν είναι δεόντως αιτιολογημένο αφού η γενικευμένη αναφορά στο ένταλμα ότι: «Επειδή φαίνεται στην ένορκο καταγγελία.ότι, στην κατοικία και υποστατικά του Μάριου Μυλωνά,.στο γραφείο του.καθώς και στο όχημα του αποκρύπτονται.» και στη συνέχεια η αναφορά του Δικαστηρίου που έχει παρατεθεί ήδη ανωτέρω, δεν αποτελεί επαρκή ή νόμιμη αιτιολογία. Το Δικαστήριο όφειλε να είχε παραθέσει και εξηγήσει με λεπτομέρεια γιατί «πίστευε» ή «υποψιαζόταν» έστω ότι τα αναζητούμενα ήταν στους αναφερόμενους τόπους.  Επιπλέον, το επίδικο ένταλμα ήταν, υπό τις περιστάσεις, υπέρμετρα και ή παράνομα γενικό και αόριστο σε ότι αφορά την περιγραφή των πραγμάτων  τα οποία η Αστυνομία εξουσιοδοτείτο να κατάσχει δυνάμει αυτού, με αποτέλεσμα να προσδίδει στον εξουσιοδοτούμενο για τη διεξαγωγή της έρευνας ανεπίτρεπτα ευρεία διακριτική εξουσία ως προς το τι αυτός θα μπορούσε να αναζητήσει και παραλάβει, παραβιάζοντας έτσι και το Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Προάσπισης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το Άρθρο 16 του Συντάγματος και το «particularity rule».  Τέλος, το ένταλμα εκδόθηκε για υποψία σε ανύπαρκτο και ή άγνωστο στο νόμο αδίκημα, αφού η αναφορά σε αδίκημα της συνομωσίας προς διάπραξη πλημμελήματος χωρίς την αναφορά σε συγκεκριμένο γνωστό στο νόμο πλημμέλημα, από μόνο του, δεν αποκαλύπτει οποιοδήποτε αδίκημα.

 

Από την άλλη πλευρά, οι καθ' ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι η αίτηση πρέπει να απορριφθεί χωρίς να εξεταστεί η ουσία της, λόγω της υπέρμετρης και αδικαιολόγητης καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην καταχώρηση της.   Απαντώντας στις θέσεις και ισχυρισμούς του αιτητή, εισηγούνται πως το επίδικο ένταλμα εκδόθηκε νομότυπα επειδή συνέτρεχαν όλες οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την έκδοση του και με βάση την ένορκη δήλωση του Αστυφύλακα που συνόδευε το αίτημα της Αστυνομίας, ενώ υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία που στοιχειοθετούσε στον απαιτούμενο βαθμό και δικαιολογούσε την έκδοση του εντάλματος.  Η βασική μαρτυρία εναντίον του αιτητή ήταν αυτή του παραπονούμενου, ενώ η Αστυνομία γνώριζε την ταυτότητα του προσώπου που απέστειλε το μήνυμα στο facebook της κόρης του παραπονούμενου και ότι ήταν μέλος του ΠΑ.ΜΕ, γεγονός που επίσης καταδείκνυε πιθανή εμπλοκή του αιτητή στα υπό διερεύνηση αδικήματα, αφού ήταν Πρόεδρος του ΠΑ.ΜΕ.  Σε ό,τι αφορά τη θέση του αιτητή ότι το ένταλμα είναι αναιτιολόγητο, υπενθυμίζουν ότι σύμφωνα με τη νομολογία, το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να τηρήσει αυστηρή ή τυπική φραστική διατύπωση στην καταγραφή της απόφασης του, ενώ θεωρούν αβάσιμη τη θέση του αιτητή περί αοριστίας και γενικότητας του εντάλματος.  Αβάσιμη θεωρούν και τη θέση του αιτητή ότι το επίδικο ένταλμα εκδόθηκε για υποψία σε ανύπαρκτο αδίκημα, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, πως η αναφορά στο αδίκημα της συνομωσίας, είναι πασιφανές ότι παραπέμπει στο πλημμέλημα που ακολουθεί.

 

Τις εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων υποστήριξαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι τους με τις γραπτές αγορεύσεις τους και κατά τη συζήτηση της αίτησης ενώπιον μου, με αναφορά σε νομολογία και συγγράμματα. 

 

Η αίτηση για άδεια καταχωρήθηκε περίπου 1½ μήνα μετά την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας, το οποίο εκδόθηκε την 1.8.2016 και εκτελέστηκε αυθημερόν. Η ανεξήγητη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης  αφότου ο αιτητής γνώριζε για το ένταλμα, μπορεί να είναι καταλυτικό για το παραδεκτό της (βλ. Μαρκιτανή ν. Μουτζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923).  Αυτή όμως, δεν είναι η περίπτωση μας.  Αποτελεί ζήτημα δικαστικής γνώσης, ότι ο αιτητής στις 24.8.2016, σύντομα μετά την έκδοση του επίδικου εντάλματος έρευνας, καταχώρησε αίτηση για άδεια να καταχωρήσει αίτηση για προνομιακό ένταλμα certiorari (Πολιτική Αίτηση 94/16).  Η αίτηση αυτή δεν προωθήθηκε, όμως, και αποσύρθηκε και απορρίφθηκε, χωρίς να εξεταστεί από το Δικαστήριο, κατόπιν σχετικής επιστολής των συνηγόρων του αιτητή, ημερομηνίας 16.9.2016.  Την ίδια μέρα καταχωρήθηκε η Πολιτική Αίτηση αρ. 104/16, στη βάση της οποίας το Δικαστήριο στις 19.9.2016 έδωσε άδεια στον αιτητή να καταχωρίσει αίτηση, την οποία και καταχώρησε (η παρούσα αίτηση),  για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari.

 

Εν πάση περιπτώσει, έχοντας υπόψη το χρόνο που παρήλθε αφότου ο αιτητής έλαβε γνώση για την ύπαρξη του εντάλματος καθώς και τα γεγονότα της παρούσης, ιδιαίτερα ότι δεν πρόκειται για περίπτωση κατάσχεσης αντικειμένων στα πλαίσια εκτέλεσης του εντάλματος στα οποία να αφορά ποινική υπόθεση, γεγονός που αν υπήρχε, θα καθιστούσε την όποια καθυστέρηση ιδιαίτερα σημαντική (βλ. Αναφορικά με το ένταλμα έρευνας που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ημερομηνίας 13/10/2000, (2002) 1 Α.Α.Δ. 571), δεν είμαι ικανοποιημένη ότι υπήρξε  καθυστέρηση, σε βαθμό μάλιστα που να απαιτείται από τον αιτητή να την αιτιολογήσει.  Ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι υπάρχει καθυστέρηση, αυτή δεν είναι τέτοιας έκτασης που να αποκλείει την εξέταση της αίτησης στην ουσία της. Η προδικαστική ένσταση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.  Προχωρώ να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης.

 

Το απαραβίαστο της κατοικίας διασφαλίζεται από το Άρθρο 16.1 του Συντάγματος. Η είσοδος ή έρευνα σε κατοικία είναι δυνατή μόνο στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στη δεύτερη παράγραφο του Άρθρου 16, δηλαδή «. ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζη και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως ητιολογημένου.».  Οι προϋποθέσεις έκδοσης εντάλματος έρευνας τίθενται στο άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155[1].  Η έκδοση ή μη του εντάλματος έρευνας εναποτίθεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή, ο οποίος το εκδίδει όταν ικανοποιηθεί με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε, ή οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης του.

Το άρθρο 27 επιτακτικά συνδέει το αντικείμενο το οποίο εύλογα πιστεύεται ότι συνδέεται με ποινικό αδίκημα με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι γενικά με το πρόσωπο του υπόπτου.   Η εύλογη υπόνοια είναι του ίδιου του Δικαστή που εκδίδει το ένταλμα ο οποίος οφείλει να εξαγάγει το δικό του συμπέρασμα με βάση τα γεγονότα όπως αυτά περιέχονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει το αίτημα και να αιτιολογήσει δεόντως την έκδοση του εντάλματος έρευνας, ικανοποιούμενος από τη μαρτυρία που παρουσιάζεται ενώπιόν του, ότι η υποψία είναι εύλογη. 

 

 Αποτελεί εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή ότι οι όροι «εύλογη αιτία να πιστεύεται» και «εύλογη ή εύλογες υπόνοιες» εκφράζουν δύο διαφορετικές νοητικές καταστάσεις (states of mind) αφού η φράση «εύλογη αιτία να πιστεύεται» ενέχει αυστηρότερο κριτήριο απ' ότι η «εύλογη υποψία», με αποτέλεσμα, η έκδοση του εντάλματος στη βάση «εύλογων υπονοιών» να συνιστά δικαιοδοτικό σφάλμα.  

 

Αναγνωρίζεται, στη νομολογία άλλων χωρών, στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, ότι ο όρος «εύλογη αιτία να πιστεύεται» ενέχει αυστηρότερο κριτήριο από τον όρο των «εύλογων υπονοιών» (βλ. π.χ. Malik v Manchester Crown Court & Ors [2008] EWHC 1362  και George v Rockett (1990) 170 CLR 104).   Σύμφωνα, όμως,  με τη δική μας νομολογία, η φράση «εύλογη αιτία» θεωρείται συνώνυμη της «εύλογης υποψίας» και της «εύλογης υπόνοιας» (βλ. CPS Freight Services Ltd v Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση αρ. 219/2014, ημερ. 29.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:A126 και  Peter Kraemer Holdings Limited, Πολιτική Αίτηση αρ. 40/2016, ημερ. 27.4.2016, ECLI:CY:AD:2016:D227).  Όπως υποδεικνύεται και στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Έκτορα Μαρκίδη, Πολιτική Έφεση αρ. 514/2012, ημερ. 2.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:A238,  με αναφορά στο άρθρο 27 του Κεφ.155 και το άρθρο 29(3) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, Ν.29/77, όπως αυτός τροποποιήθηκε, σύμφωνα με το οποίο ένταλμα έρευνας δύναται να εκδοθεί  στην περίπτωση που δικαστής ήθελε ικανοποιηθεί βάσει ενόρκου καταγγελίας ότι υπάρχει εύλογος υποψία περί παράνομης ύπαρξης ελεγχόμενων φαρμάκων στην κατοχή προσώπου σε οποιοδήποτε υποστατικό:

«. όπως εντοπίζεται και από τον Χατζηχαμπή, Δ. (ως ήταν) στην Αίτηση αρ. 19/2001, αναφορικά με την Αίτηση του Χαράλαμπου Σιακαλλή (2001) 1 Α.Α.Δ. 282, που αφορούσε, επίσης, ένταλμα έρευνας και διαδικασία certiorari, το κριτήριο των άρθρων 29(3) του Ν.29/77 και 27 του Κεφ. 155 «.είναι ουσιαστικά ενιαίο, εφ΄ όσον απαιτείται όπως ο δικαστής ικανοποιηθεί, επί της ένορκης δήλωσης, ότι υπάρχει «εύλογη αιτία να πιστεύεται» ή «εύλογη υποψία».».

 

Η ύπαρξη «εύλογης αιτίας να πιστεύεται» αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση εκ του νόμου για την έκδοση εντάλματος έρευνας.  Εν προκειμένω, τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστή, με την ένορκη δήλωση του Α/Αστ. Π. Ανδρέου, δεν ήταν εξ αντικειμένου επαρκή να οδηγήσουν σε εύλογες υποψίες σύνδεσης των αντικειμένων, αφενός με την πιθανή διάπραξη των αδικημάτων και αφετέρου με τους χώρους και το όχημα που θα διερευνόνταν. Αυτό που έτεινε να καταδείξει η μαρτυρία ήταν ότι δράστης των απειλητικών τηλεφωνημάτων που δέχτηκε ο παραπονούμενος ήταν κάποιος άντρας, τη φωνή του οποίου ο παραπονούμενος δεν αναγνώρισε και όχι ότι τα αναζητούμενα αντικείμενα αποκρύπτονταν στην οικία του αιτητή, το γραφείο ή το όχημα του ή σε οποιοδήποτε άλλο υποστατικό του, όπως αναφέρεται στο ένταλμα έρευνας.  Δεν υπήρχε εδώ μαρτυρία που να δικαιολογεί συγκεκριμένη και «εύλογη αιτία να πιστεύεται», όπως ορίζει το άρθρο 27, ότι τα αντικείμενα βρίσκονταν στην οικία του αιτητή ή στους άλλους χώρους που αναφέρονται στο ένταλμα, παρά μόνο γενική και αόριστη υπόθεση - και αυτή συμπερασματικά -  ότι θα μπορούσαν να ευρίσκονται εκεί, εφόσον ο παραπονούμενος υποψιαζόταν ότι δράστης των απειλητικών τηλεφωνημάτων ήταν ο αιτητής, αλλά όχι μόνο, αφού ύποπτα θεωρούσε ότι ήταν και «άλλα πρόσωπα που υποκινούνται από αυτόν».  Το ένταλμα έρευνας εκδίδεται μόνο όπου η μαρτυρία είναι τέτοια που να δικαιολογείται εύλογη υποψία ότι τα αναζητούμενα αντικείμενα βρίσκονται στο χώρο που θα ερευνηθεί. Δεν είναι αρκετή η αόριστη και υποθετική υποψία ότι θα μπορούσε να ευρίσκονται εκεί.

 

Δεν είχε ικανώς στοιχειοθετηθεί, λοιπόν, η ύπαρξη εύλογης αιτίας σε συνάρτηση προς τα αντικείμενα των οποίων επιδιωκόταν η ανεύρεση.

 

Υπό το φως της επιτυχίας αυτού του λόγου, δεν θα προχωρήσω στην εξέταση των άλλων λόγων επί των οποίων επίσης στηρίζεται η αίτηση.

 

Εκδίδεται ένταλμα της φύσης certiorari και ακυρώνεται το ένταλμα έρευνας που εξεδόθη την 1.8.2016.

 

Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                                                    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

/ΣΓεωργίου



[1] «27. Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει-

(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε ή

(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή

(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος, ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως "ένταλμα έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό-

(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος και να κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο και

(ιι) να συλλάβει και να προσαγάγει ενώπιον Δικαστή τον κάτοχο της οικίας ή του τόπου όπου βρέθηκε το πράγμα ή οποιοδήποτε πρόσωπο εντός ή πέριξ της οικίας αυτής ή του τόπου το οποίο κατέχει τέτοιο πράγμα, αν ο Δικαστής κρίνει σκόπιμο να διατάξει με αυτό τον τρόπο στο ένταλμα.»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο