ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μακρίδης Έκτορας (2014) 1 ΑΑΔ 756, ECLI:CY:AD:2014:A238
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2017:D61
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 3/2017)
23 Φεβρουαρίου 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΕΥΔΟΚΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΔΕΙΑ ΠΟΥ ΔΟΘΗΚΕ ΤΗΝ 29/12/2016 ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΜΕ ΑΡ. 219/2015
(ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡ. 100/2015)
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 13/7/2015 ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΙΑ Η ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΟ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ, ΣΟΦΟΥΛΗ 16, ΔΙΑΜ. 206, ΛΕΥΚΩΣΙΑ
-----------------------------------------------
Αχ. Αιμιλιανίδης, για τον Αιτητή.
Ο. Σοφοκλέους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για Γενικό Εισαγγελέα.
-------------------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η παρούσα αίτηση διά κλήσεως εισήχθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο μετά από άδεια που δόθηκε από την πλειοψηφία της Ολομέλειας στην Αναφορικά με την Αίτηση του Πέτρου Ευδόκα, Πολ. Έφ. αρ. 219/2015, ημερ. 29.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:A586. Με την κατάληξη της, η πλειοψηφία παραμέρισε την άρνηση του παρόντος Δικαστηρίου να παραχωρήσει άδεια για καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως προς ακύρωση σχετικού εντάλματος έρευνας που είχε εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 13.7.2015 για έρευνα στην οικία ή και υποστατικό του αιτητή. Ένας ήταν ο λόγος χορήγησης της άδειας και αυτός ήταν η υπαγωγή της διάγνωσης της θεραπείας που επεδίωκε ο αιτητής στην αρχή της αναλογικότητας. Η πλειοψηφία απέρριψε τους προηγούμενους τρεις λόγους έφεσης και δεν συζήτησε τον εναπομείναντα πέμπτο λόγο έφεσης.
Τα γεγονότα τα οποία οδήγησαν στην καταχώρηση της προηγηθείσας Πολιτικής Αίτησης αρ. 100/2015, αναφέρονται στην απόφαση που εξέδωσε το παρόν Δικαστήριο στις 22.7.2015, ECLI:CY:AD:2015:D533 και επαναλαμβάνονται στη συνέχεια χάριν κατανόησης του ιστορικού.
Ο αιτητής δημοσίευσε ή ανήρτησε στις 11.7.2015 σε ιστοσελίδα μια ανακοίνωση που φέρεται να προερχόταν από τον Υπουργό Υγείας, ότι η παραίτηση του οφειλόταν στη διαφωνία του με την κυβερνητική πολιτική για την κάνναβη και συγκεκριμένα λόγω άρνησης χρήσης της κάνναβης για φαρμακευτικούς σκοπούς από ασθενείς. Το δημοσίευμα είχε ακολουθήσει την υπό ημερομηνίας 9.7.2015 παραίτηση του Υπουργού Υγείας για προσωπικούς λόγους με περιεχόμενο το οποίο δημοσιεύθηκε σε ιστοσελίδες και σε δημοσιογραφικά έντυπα.
Στις 13.7.2015, ο αστυφύλακας 4855 Σάββας Συμεού από το Γραφείο Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας, ζήτησε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στο πλαίσιο διερεύνησης υπόθεσης που αφορούσε τα αδικήματα της πλαστογραφίας, του καταρτισμού πλαστού εγγράφου και της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου που κατ΄ ισχυρισμόν είχαν διαπραχθεί στις 11.7.2015, όπως εκδοθεί ένταλμα έρευνας της κατοικίας και υποστατικών του αιτητή που συγκεκριμενοποιούντο, «.. με σκοπό τον εντοπισμό και κατάσχεση ηλεκτρονικού(ων) υπολογιστή(ων) ή και άλλων μέσων αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων που δυνατό να χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων.».
Στην ένορκη δήλωση του, ο αστυφύλακας ανέφερε ότι ο Υπουργός Υγείας Φίλιππος Πατσαλή είχε ενημερωθεί από γνωστούς και δημοσιογράφους ότι σε συγκεκριμένη ιστοσελίδα αναρτήθηκε δημοσίευμα με τίτλο «Παραιτείται ο Υπουργός Υγείας λόγω της κάνναβης», για το οποίο και εξέφρασε παράπονο στην αστυνομία καταγγέλλοντας το γεγονός εφόσον όντως ο Υπουργός είχε υποβάλει την παραίτηση του, αλλά ουδεμία σχέση είχαν οι πραγματικοί λόγοι παραίτησης με την επιστολή που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα. Πρόσθεσε ότι ουδέποτε ετοίμασε τέτοια επιστολή το περιεχόμενο της οποίας ήταν ψευδές. Διαπιστώθηκε από τις εξετάσεις της αστυνομίας, όπως ανέφερε ο ενόρκως δηλών αστυφύλακας, ότι είχε δημοσιευθεί από τον αιτητή η εν λόγω επιστολή, διαχειριστής δε της σελίδας από τις διαδικτυακές εξετάσεις, φερόταν να ήταν ο αιτητής.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε το ένταλμα στις 13.7.2015, ώρα 12.10 μ.μ. Με το ένταλμα εξουσιοδοτήθηκε η αστυνομία να εισέλθει στην προαναφερόμενη κατοικία και υποστατικά του αιτητή στη συγκεκριμένη διεύθυνση που εκεί καταγράφεται μεταξύ των ωρών 8.00 και 19.00 και με επιμέλεια να προβεί σε έρευνα στους εκεί υπάρχοντες ηλεκτρονικούς υπολογιστές και άλλα μέσα αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων και να τα κατάσχει. Εναντίον αυτής της έκδοσης του εντάλματος έρευνας εισήχθηκε η αίτηση αρ. 100/2015.
Απορριφθείσας της Πολ. Αίτ. Αρ. 100/2015, ασκήθηκε έφεση η οποία ως συνάγεται από την απόφαση της πλειοψηφίας στην Πολιτική Έφεση αρ. 219/2015, αφορούσε το κατ΄ ισχυρισμόν λανθασμένο της θέσης ότι είχε στοιχειοθετηθεί επαρκώς η ύπαρξη εύλογης αιτίας (πρώτος λόγος έφεσης), ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν υπερέβη τη δικαιοδοσία του (δεύτερος λόγος έφεσης), ότι δεν υπήρξε παράβαση της υποχρέωσης από πλευράς αστυνομίας για πλήρη αποκάλυψη (τρίτος λόγος έφεσης), ότι δεν είχε παραβιαστεί ως αποτέλεσμα της έκδοσης του εντάλματος έρευνας, το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής που προστατεύεται από το Άρθρο 15 του Συντάγματος (τέταρτος λόγος έφεσης) και, τέλος, ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι δεν παραβιάστηκε το Άρθρο 17 του Συντάγματος που προστατεύει το δικαίωμα επικοινωνίας (πέμπτος λόγος έφεσης).
Η Ολομέλεια ομόφωνα απέρριψε τους δύο πρώτους λόγους έφεσης με αναφορά στην υπόθεση Έκτορας Μαρκίδης, Πολ. Έφ. αρ. 514/2012, ημερ. 2.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:A238, στη βάση της οποίας κρίθηκε ότι από τη στιγμή που ο πρώην Υπουργός υπέβαλε παράπονο για το δημοσίευμα, ήταν υποχρεωμένη η αστυνομία να το διερευνήσει, η δε ηλεκτρονική μορφή του δημοσιεύματος «... επέβαλλε διαδικτυακές εξετάσεις στον προσδιοριστέο ιστότοπο και αυτές οδήγησαν στον διαχειριστή της προσδιοριστέας σελίδας, τον εφεσείοντα.». Κρίθηκε από την Ολομέλεια ότι τα δεδομένα αποτελούσαν ικανοποιητικό υπόβαθρο για την υποβολή του αιτήματος για έκδοση του εντάλματος έρευνας, το δε εκδοθέν ένταλμα από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ημερ. 13.7.2015, όχι μόνο αναφερόταν στα αναγκαία στοιχεία αλλά κατέγραψε και την ικανοποίηση του εκδόσαντος Δικαστή ως προς την ανάγκη έκδοσης του αμφισβητούμενου διατάγματος.
Ομόφωνα επίσης απερρίφθη και ο τρίτος λόγος έφεσης ως προς την παράλειψη εκ μέρους του αστυνομικού οργάνου να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη σημαντικών γεγονότων, όπως ότι ο εφεσείων «... είχε τηλεφωνική επικοινωνία με την Υπηρεσία Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, γνωστοποιώντας το σατυρικό χαρακτήρα του δημοσιεύματος ...». Η Ολομέλεια δέχθηκε την πρωτόδικη θέση ότι το γεγονός αυτό δεν σχετιζόταν με το αδίκημα, ούτε αλλοίωνε ή προσέθετε οτιδήποτε στο έργο που είχε να επιτελέσει το Επαρχιακό Δικαστήριο.
Εκεί που υπήρξε διαφωνία στην Ολομέλεια ήταν αναφορικά με την εξέταση του τέταρτου λόγου έφεσης, της παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας. Η πλειοψηφία τοποθετήθηκε στο ζήτημα ως εξής:
«Στη βάση των πιο πάνω αυθεντιών δεν υπάρχει απαγόρευση για τις ανακριτικές αρχές να λαμβάνουν, στο πλαίσιο των αστυνομικών ερευνών, αριθμό εγγράφων, ή πραγμάτων ώστε να γίνεται ο αναγκαίος διαχωρισμός, των μη αναγκαίων, σε μεταγενέστερο στάδιο. Ούτε και αμφισβητείται η ευρεία διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να παραχωρήσει ή μη το διάταγμα στη βάση των όσων στοιχείων τέθηκαν ενώπιον του ενόρκως. (Άρθρο 27 του Κεφ. 155). Σε κάθε, όμως, τέτοια περίπτωση, και ιδιαίτερα στην υπό κρίση περίπτωση όπου επρόκειτο να αναζητηθεί ένα και μόνο δημοσίευμα, το οποίο αναρτήθηκε σε συγκεκριμένο ιστότοπο, που ο συντάκτης των σχολίων φέρετο να ήταν ο εφεσείων, το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, θα πρέπει να έχει κατά νου και την αρχή της αναλογικότητας ώστε να ζυγίσει και να προστατεύσει αντίθετα συμφέροντα: Προστασία της ιδιωτικής ζωής του εφεσείοντα και του δημόσιου συμφέροντος. Σε αυτή την παράμετρο εντοπίζεται και η λανθασμένη, κατά την άποψη μας, προσέγγιση του Δικαστηρίου να απορρίψει το αίτημα για παροχή αδείας, εφόσον τα ενώπιον του τεθέντα στοιχεία εκ μέρους του εφεσείοντα θεμελίωναν, εκ πρώτης όψεως, συζητήσιμο θέμα υπέρβασης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου ή ενδεχόμενης παραβίασης του άρθρου 8 της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της αρχής της αναλογικότητας.»
Με επιτυχή την κατάληξη του λόγου αυτού, δεν εξετάστηκε από την Ολομέλεια ο πέμπτος λόγος έφεσης για την κατ΄ ισχυρισμόν παραβίαση του Άρθρου 17 του Συντάγματος.
Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων και εξελίξεων είναι που εισήχθηκε η υπό κρίση αίτηση διά κλήσεως με το συνήγορο του αιτητή να περιορίζει, και ορθά βεβαίως, την αίτηση του σε ό,τι η Ολομέλεια κατά πλειοψηφία θεώρησε ότι υπήρχε συζητήσιμο θέμα. Η ανάπτυξη του λόγου αυτού από το συνήγορο δεν προσέθεσε στην ουσία οποιαδήποτε νέα επιχειρηματολογία ούτε και αναφέρθηκαν άλλες συγκεκριμένες αυθεντίες επί του ζητήματος. Η εστίαση της επιχειρηματολογίας αφορούσε στο δεδομένο ότι επί μονομερούς αιτήσεως που η αστυνομία υποβάλλει στο Επαρχιακό Δικαστήριο καθηκόντως προς έκδοση εντάλματος έρευνας, το Δικαστήριο ενεργεί ως θεματοφύλακας του πολίτη. Ο επηρεαζόμενος πολίτης της Δημοκρατίας από τη μονομερή ενέργεια της αστυνομίας θα πρέπει να εμπιστεύεται τα Δικαστήρια ότι θα ενεργήσουν προστατευτικά έχοντας κατά νουν την αρχή της αναλογικότητας ώστε να μην είναι δυνατή η επέμβαση και η επεξεργασία των δεδομένων που περιέχονται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή πέραν του απολύτως αναγκαίου. Ο αιτητής, όπως και κάθε άλλος πολίτης, έχει όλη του την αλληλογραφία περιλαμβανομένων και θεμάτων αυστηρά ιδιωτικής φύσεως μέσα στο ηλεκτρονικό του αρχείο. Αν δεν τίθενται όροι στο εκδιδόμενο διάταγμα έρευνας, η αστυνομία δυνατόν στην άγνοια του αιτητή και όποιου πολίτη της Δημοκρατίας να διεξέλθει όλο το ηλεκτρονικό αρχείο, την αλληλογραφία και τα άλλα προσωπικά δεδομένα, ενώ εκείνο που αναζητά είναι ένα συγκεκριμένο έγγραφο. Εγείρεται επομένως ζήτημα εμπιστοσύνης και εδώ είναι που παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας διότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να θέσει όρο ο οποίος θα περιόριζε την έρευνα στο ζητούμενο έγγραφο και μόνο, και αυτό θα ήταν ικανοποιητικό για τον ίδιο προς διασφάλιση της πιο πάνω αρχής. Δεν είναι αρκετό, κατά το συνήγορο, να λέγεται ότι είναι αυτονόητο ότι η αστυνομία θα αναζητήσει και θα λάβει το έγγραφο εκείνο το οποίο επεδίωξε να ανακτήσει μέσω της αίτησης στο Επαρχιακό Δικαστήριο.
Από πλευράς της Δημοκρατίας τονίστηκε ότι όταν ένας πολίτης είναι ύποπτος για κάποιο φερόμενο αδίκημα, η αστυνομία έχοντας ως ρόλο της να προστατεύει τους πολίτες γενικά, οφείλει να ενεργεί κατά τρόπο που από τη μια να δύναται να προχωρήσει στη διερεύνηση του κατ΄ ισχυρισμόν διαπραχθέντος αδικήματος ώστε να εντοπίσει τον ύποπτο, τα στοιχεία και δεδομένα που περιβάλλουν και ενδεχομένως στοιχειοθετούν το φερόμενο αδίκημα και από την άλλη οφείλει να προστατεύει τον πολίτη που έχει παράπονο από τη συμπεριφορά του υπόπτου ατόμου. Οποιοιδήποτε όροι περιοριστικοί τεθούν σε ένα ένταλμα έρευνας, περιορίζουν αχρείαστα το ρόλο της αστυνομίας. Η αστυνομία γενικώς πρέπει να περιβάλλεται με εμπιστοσύνη και να θεωρείται ότι ενεργεί ορθά, αμερόληπτα και προς όφελος όλων των πολιτών. Τυχόν ένθεση περιοριστικών όρων σε ένα ένταλμα θα εγείρει και πάλι το ζήτημα του τρόπου με τον οποίο θα πρέπει να εξετάζεται η αποτελεσματικότητα της συμμόρφωσης της αστυνομίας με τον όρο. Έτσι θα διαιωνίζεται το πρόβλημα του ελέγχου του όρου ή όρων που τίθενται και επομένως το πρόβλημα δεν επιλύεται.
Στη βάση των ανωτέρω το μόνο θέμα που παρέμεινε στην ουσία να εξεταστεί στην παρούσα φάση της διαδικασίας είναι κατά πόσο η έκδοση του εντάλματος έρευνας από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ήταν αντίθετη με την αρχή της αναλογικότητας. Η Ολομέλεια θεώρησε στην απόφαση της ότι υπήρχε ως προς το ζήτημα αυτό συζητήσιμη υπόθεση. Εξετάζοντας, επομένως, επί της ουσίας το θέμα της ενδεχόμενης εμπλοκής και παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας θα πρέπει να λεχθούν τα εξής: Η αρχή της αναλογικότητας έχει αναγνωριστεί μέσα από τη νομολογία και ιδιαίτερα αυτή του ΕΔΑΔ, ότι είναι ένας παράγων που λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση του ερωτήματος κατά πόσο υπήρξε επέμβαση σε ανθρώπινο δικαίωμα που κατοχυρώνεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Όπως διασαφηνίζεται στη νομολογία, πρόκειται για μια εξισορροπητική άσκηση και στάθμιση των διαφόρων παραγόντων που μπορούν να επηρεάσουν το ζήτημα, πρόκειται δε για μια δύσκολη άσκηση. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα των Harris, O'Boyle & Warbrick: "Law of the European Convention on Human Rights" 2η έκδ. σελ. 358-359, το ΕΔΑΔ, ακριβώς επειδή η στάθμιση αυτή είναι δυσχερής, κλίνει υπέρ του κράτους, αλλά, από την άλλη, η έκδηλη παραβίαση της αναλογικότητας οδηγεί το ΕΔΑΔ σε εύρημα ότι το μέτρο της απαγόρευσης που τέθηκε στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν ήταν αναγκαίο. Το ΕΔΑΔ δέχεται ότι όπου υπάρχει μια διαζευκτική και λιγότερο επαχθής λύση προς προστασία του δημοσίου συμφέροντος έναντι της επέμβασης στην ατομική ελευθερία, τότε πιθανό να υπάρχει παραβίαση αν αυτή η εναλλακτική μέθοδος δεν ακολουθηθεί. Στις υποθέσεις Campbell v. U.K. A 233 (1992), 15 EHRR 137 παρ. 62 και Marckx v. Belgium A 31 (1979) 2 EHRR 330 παρ. 40 PC, το ΕΔΑΔ δέχθηκε ότι το δικαίωμα της κυβέρνησης να ανοίγει και να εξετάζει εισερχόμενη αλληλογραφία καταδίκων που προερχόταν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να διασφαλίσει ότι η αλληλογραφία αυτή δεν ήταν πλαστή ή παραποιημένη, ήταν υπερβολικό μέτρο υπό τις συνθήκες με συνεπακόλουθο η επέμβαση στην αλληλογραφία να ήταν αδικαιολόγητη, υπό το φως του ότι μια λιγότερη επαχθής λύση θα ήταν να ανοίγεται η αλληλογραφία στην παρουσία του καταδικασθέντος, λύση η οποία θα ικανοποιούσε την αρχή της αναλογικότητας. Το κράτος δεν δικαιούται να επιλέξει, μεταξύ διαφόρων επιλογών, εκείνη τη μεθοδολογία που επεμβαίνει στα δικαιώματα του πολίτη.
Θεωρείται επίσης ότι υπάρχει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας όπου στα δικαιώματα του πολίτη υπάρχει άσκοπη επέμβαση όπως, για παράδειγμα, όπου το αντικείμενο της επέμβασης δεν μπορεί να επιτευχθεί με τον τρόπο που έχει καθοριστεί. Πρόσθετα, η αρχή της αναλογικότητας δεν ικανοποιείται όταν το κράτος δεν παρουσιάζει μαρτυρία για να δείξει την πιεστική ανάγκη που υπήρχε στη συγκεκριμένη υπόθεση. Όπως αναφέρουν οι συγγραφείς του πιο πάνω συγγράμματος, η γλώσσα που χρησιμοποιείται από το ΕΔΑΔ είναι διάχυτη και δεν υπάρχει ακριβής επιστημονική μέθοδος με την οποία εξετάζονται τα ζητήματα αναλογικότητας. Το ΕΔΑΔ ομιλεί για «fair balance» μεταξύ της απόλαυσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διασφάλισης άλλων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από τη Σύμβαση.
Στο σύγγραμμα των Jacobs, White & Ovey: "The European Convention on Human Rights" 5η έκδ. σελ. 325 κ.ε., γίνεται διάκριση μεταξύ του λεγόμενου «margin of appreciation doctrine» και του «doctrine of proportionality». Το πρώτο θεωρείται ότι σχετίζεται με τη νομιμότητα του σκοπού της επέμβασης και κυρίως αναφέρεται σε ό,τι θεωρείται ως «pressing social need», (κυρίως σε υποθέσεις οικονομικής φύσεως), ενώ το δεύτερο σχετίζεται με τα μέσα τα οποία χρησιμοποιούνται για επίτευξη του σκοπού. Στις σελ. 312 κ.ε., αναφέρεται η νομολογία του ΕΔΑΔ σε σχέση με την επέμβαση σε δικαιώματα με την αναγνώριση ότι η επέμβαση είναι δυνατή όταν (i) υπάρχει νομική βάση στο εθνικό δίκαιο που να την δικαιολογεί, (ii) η νομική βάση αυτή πρέπει να είναι γνωστή και (iii) πρέπει ο νόμος να είναι δομημένος κατά τέτοιο τρόπο ώστε ένα πρόσωπο να γνωρίζει σε εύλογο βαθμό ποιες είναι οι συνέπειες που μπορεί να προκύψουν από δικές του ενέργειες.
Κατά τα άλλα, η νομολογία του ΕΔΑΔ σε σχέση με την επέμβαση στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής και της αλληλογραφίας στο οποίο επεμβαίνει ένταλμα έρευνας, σχετίζεται κατά κύριο λόγο με υποθέσεις δικηγόρων και δικηγορικών γραφείων. Στην υπόθεση Wieser and Bicos Beteiligungen GmbH v. Austria, Application no. 74336/01, ημερ. 16.1.2008, είχε εκδοθεί ένταλμα έρευνας και κατακράτησης εγγράφων και πληροφοριών που αφορούσαν εταιρεία, η έδρα της οποίας ήταν στο γραφείο δικηγόρου. Υπήρχαν στη ποινική δικονομία της Αυστρίας ειδικές ρυθμίσεις σε σχέσεις με τον τρόπο έρευνας και συλλογής στοιχείων, αλλά το ΕΔΑΔ παρόλο ότι βρήκε ότι το ένταλμα έρευνας είχε εκδοθεί στη βάση εύλογης υποψίας και ότι περιοριζόταν ευλόγως στα έγγραφα ή στοιχεία που σχετίζονταν με οποιαδήποτε εμπορικά έγγραφα της επιχείρησης που αφορούσαν επαφές με τους υπόπτους, ο τρόπος με τον οποίο έγινε στην πράξη η έρευνα και η συλλογή των στοιχείων δεν ήταν συμβατός με τις δικονομικές ασφαλιστικές δικλείδες που προνοούσε ο Αυστριακός Νόμος, ώστε να διασφαλιζόταν ότι δεν θα γινόταν επέμβαση κατ΄ αυθαίρετο τρόπο στο δικηγορικό απόρρητο και το δικαίωμα του δικηγόρου να διατηρεί τα επαγγελματικά του μυστικά.
Στην υπόθεση Copland n. United Kingdom, Application no. 62617/2000, ημερ. 3.7.2007, το ΕΔΑΔ αναφέρθηκε στις υποθέσεις που αφορούσαν το απόρρητο των τηλεφωνικών συναλλαγών και ομιλιών και ότι η απροειδοποίητη επέμβαση των αρχών στην παρακολούθηση των ηλεκτρονικών μηνυμάτων της αιτήτριας που ήταν προσωπική βοηθός διευθυντή κολλεγίου, συνιστούσε επέμβαση στο δικαίωμα του απορρήτου της επικοινωνίας. Το ΕΔΑΔ θεώρησε ότι το δικαίωμα που καλύπτεται από το άρθρο 8 παρ. 1 της Σύμβασης, καλύπτει και ηλεκτρονικά μηνύματα και τη χρήση του διαδικτύου. Στην υπόθεση Stefanov v. Bulgaria, Application no. 65755/01, ημερ. 22.8.2008, ο αιτητής δικηγόρος παραπονέθηκε για την επέμβαση της αστυνομίας στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και το ηλεκτρονικό του αρχείο. Θεωρήθηκε ότι υπήρχε υπερβολικό εύρος στο ένταλμα έρευνας που εκδόθηκε από το Δικαστήριο, το οποίο δεν προνόησε για τη διασφάλιση του δικηγορικού απορρήτου με αποτέλεσμα κατά την εκτέλεση του εντάλματος, η αστυνομία να απομακρύνει ολόκληρο τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και τα παρεπόμενα του από το γραφείο του δικηγόρου ώστε να θεωρείτο, κατά την απόφαση Niemietz v. Germany, ημερ. 16.12.1992, Series A no. 251-B, ως δυσανάλογο μέτρο υπό τις περιστάσεις.
Στη βάση λοιπόν των ανωτέρω νομολογιακών αρχών, είναι πρόδηλο ότι η αρχή της αναλογικότητας παραπέμπει σε μια νοητική και κατά περίπτωση άσκηση στάθμισης κριτηρίων και παραγόντων. Ως αρχή παραμένει στη σφαίρα της θεωρίας με την εφαρμογή της να ποικίλει ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης. Το δυσανάλογο του μέτρου εξαρτάται από την εθνική νομοθεσία και τις πρόνοιες της, την τήρηση της στα δεδομένα της υπόθεσης και τις τυχόν εναλλακτικές επιλογές. Αναμφίβολα πρέπει να τίθενται όρια στο εύρος της έννοιας της αρχής της αναλογικότητας ώστε να μην υπάρχει κατάχρηση από την εν πράξει θεμελίωση της.
Η Ολομέλεια στην απόφαση της αποδέχθηκε ότι το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, δεν επιβάλλει υποχρέωση στο Δικαστήριο κατά την έκδοση του εντάλματος έρευνας να θέσει οποιουσδήποτε όρους ή ασφαλιστικές δικλείδες που να προστατεύουν τον ύποπτο ή το υπό διερεύνηση άτομο σε σχέση με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και των υπολοίπων προσωπικών του στοιχείων. Ούτε υπάρχει απαγόρευση στη βάση των αυθεντιών που μνημόνευσε η Ολομέλεια (Golovan v. Ukraine, Application No. 41716/2005, ημερ. 5.7.2012 και Robathin v. Austria, Application No. 30457/2006, ημερ. 3.7.2012), για τις ανακριτικές αρχές να λαμβάνουν στο πλαίσιο των αστυνομικών ερευνών, έγγραφα ή εμπράγματο υλικό ώστε να γίνεται ο αναγκαίος διαχωρισμός σε μεταγενέστερο στάδιο. Ούτε και αμφισβητείται η ευρεία εξουσία ενός Δικαστηρίου να παραχωρεί ή όχι το διάταγμα στη βάση των προϋποθέσεων και των δεδομένων να τίθενται ενώπιον του από τις αστυνομικές αρχές.
Παρατηρείται ότι στις περιπτώσεις των υποθέσεων που ήχθησαν ενώπιον του ΕΔΑΔ, και αναφέρθηκαν ανωτέρω, η αρχή της αναλογικότητας έτυχε εφαρμογής υπό το φως και των όσων εκ των υστέρων κατά την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας συνέβησαν στην πράξη. Η υπερβολική διάρκεια της έρευνας ή η συλλογή στοιχείων, αρχείων και δεδομένων μη αναγκαίων, λειτούργησε, εκ των υστέρων όμως, ως στοιχειοθέτηση της παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας. Στην υπό κρίση περίπτωση, ο συνήγορος του αιτητή εναντιώθηκε στα όσα στην ένσταση της Δημοκρατίας αναφέρθηκαν ως προς τα γεγονότα που ακολούθησαν της έκδοσης του εντάλματος έρευνας και συνέβησαν στην πράξη κατά την εκτέλεση του, ως εκ των υστέρων γεγονότα που δεν μπορούν να έχουν επίπτωση στο νομότυπο ή μη της Δικαστικής ενέργειας έκδοσης του εντάλματος. Αυτό είναι ορθό εφόσον για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, της προνομιακής, υπενθυμίζεται, δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έχουν σημασία μόνο τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Η νομολογία του ΕΔΑΔ, κατά συνέπεια, πρέπει να διαβάζεται και υπό αυτή την επιφύλαξη ή παράμετρο.
Εξετάζοντας εκ νέου τα δεδομένα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε οποιαδήποτε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Νομική υποχρέωση ένθεσης οποιουδήποτε όρου δεν υπάρχει εκ του Νόμου. Ούτε η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει μέχρι στιγμής θέσει τέτοια υποχρέωση. Υποχρέωση που δύσκολο θα ήταν εν πάση περιπτώσει να εφαρμοστεί, ενόψει των πολλών διαφορετικών υποθέσεων που άγονται ενώπιον Δικαστηρίου για έκδοση ενταλμάτων έρευνας σε οικίες και υποστατικά. Τα περιστατικά και τα δεδομένα κάθε υπόθεσης δεν μπορούν εκ των προτέρων να ταξινομηθούν, ούτε μπορεί να υπάρχει στερεότυπη λεκτική ορολογία ως προς οποιουσδήποτε όρους.
Ο αιτητής δεν είχε στην αρχική αίτηση του υπ΄ αρ. 100/2015, το περιεχόμενο της οποίας επαναλαμβάνει και υιοθετεί και τώρα, επικαλεσθεί οποιοδήποτε επαγγελματικό απόρρητο ώστε να ισχύουν, κατ΄ αναλογία, οι υποθέσεις του ΕΔΑΔ που αφορούν το δικηγορικό απόρρητο, επέμβαση στο οποίο θεωρήθηκε δυσανάλογο μέτρο. Σύμφωνα με την ένορκη του δήλωση, οι αιτητής είναι βιολόγος και φυσικός θεραπευτής με επανειλημμένες δημόσιες παρεμβάσεις και αρθρογραφία για τη φαρμακευτική χρήση της κάνναβης και με κριτική στους δημόσιους φορείς, περιλαμβανομένου και του Υπουργού Υγείας, ως προς την άρνηση τους να χορηγήσουν άδεια για χρήση της σε ασθενείς. Επικαλείται το εν γένει δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και το περιεχόμενο της αλληλογραφίας ως στοιχείο που έπρεπε να αποτελέσει το υπόβαθρο για την ένθεση όρου ή όρων στο εκδοθέν ένταλμα.
Από τη στιγμή όμως που ένας πολίτης της Δημοκρατίας, όπως ο αιτητής, αποφασίζει να ασχοληθεί διαδικτυακά με ζήτημα που τον ενδιαφέρει, υπόκειται και στις επιπτώσεις του Νόμου. Το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε στο πλαίσιο της νομιμότητας και η μη ένθεση οιουδήποτε ιδιαίτερου όρου στο ένταλμα έρευνας, που εν πάση περιπτώσει δεν επιβάλλεται, ούτε προνοείται νομοθετικά, δεν έχει στις περιστάσεις παραβιάσει την αρχή της αναλογικότητας, η οποία πρέπει να οριοθετείται εντός λογικών και όχι ακραίων ορίων. Το ένταλμα εκδόθηκε σε συνάρτηση με διερευνώμενα συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα ώστε η κατάσχεση οποιουδήποτε υπολογιστή να είχε συνάρτηση μόνο προς αυτά. Το Δικαστήριο ενήργησε στη βάση νομοθεσίας, γνωστής και δημοσιευμένης και πρόσωπο που ενεργεί κατ΄ αντίθεση προς αυτή, αντιλαμβάνεται, σε εύλογο βαθμό, ότι υπάρχουν συνέπειες.
Η Αστυνομία πρέπει να θεωρείται ότι θα ενεργούσε εντός των ορίων της εξουσιοδότησης της και δεν θα επενέβαινε με οποιοδήποτε τρόπο στα υπόλοιπα δεδομένα. Η νομολογία, όπως αναφέρθηκε ήδη, επιτρέπει τον εκ των υστέρων αναγκαίο διαχωρισμό των εγγράφων. Αν υπήρχε αχρείαστη ή κακόπιστη επέμβαση, η Αστυνομία θα ήταν υπόλογη στον αιτητή. Δυνατόν να τίθετο όρος ότι μόνο αυτό το έγγραφο θα εντοπιζόταν, αλλά όντως ήταν αυτονόητο αυτό. Άλλωστε και όρος να τίθετο, και πάλι κατά τον έλεγχο, η Αστυνομία θα μπορούσε να υπερβεί την εξουσιοδότηση της ακόμη και καλόπιστα, εφόσον κατά την αναζήτηση του εγγράφου δυνατόν να «ανοίξει», άλλα δεδομένα, φακέλους ή αρχεία που φυλάσσονται στον υπολογιστή. Αν ο νομοθέτης θέλει να θέσει ασφαλιστικές δικλείδες στην έκδοση τέτοιων ενταλμάτων δύναται να το πράξει, αλλά η μη ένθεση όρου ή όρων από το Δικαστήριο, δεν καθιστά το ένταλμα μη νόμιμο. Στην εξισορρόπηση των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη, βαρύνει η διερεύνηση φερομένων αδικημάτων μετά από παράπονο.
Ως προς το Άρθρο 17 του Συντάγματος, αυτό δεν συζητήθηκε πλέον από τον αιτητή και θεωρείται ότι εγκατελείφθη.
Η αίτηση συνεπώς απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ της Δημοκρατίας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ