ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Λιάτσος, Αντώνης Ε. Παυλίδου (κα) για Μ. Κυπριανού, για τους Εφεσείοντες Γ. Χαραλάμπους για Χ'Παναγιώτου, για τον Εφεσίβλητο αρ. 1 Γ. Χαραλάμπους για κ. Μαθηκολώνη, για τον Εφεσίβλητο αρ. 2 CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-02-15 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ κ.α. ν. ΚΕΝΔΕΑ Α. ΣΕΡΓΗ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 294/2011, 15/2/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A46

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 294/2011

 

[Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,Π.,  Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]

 

15 Φεβρουαρίου, 2017

ΜΕΤΑΞΥ:

1.  ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

     ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

2.  ΣΟΦΙΑΣ ΠΕΤΡΙΔΟΥ

3.  ΕΛΕΝΗΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗ

4.  ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ

ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΩΝ/ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ

 

 

ΚΑΙ

 

             1.  ΚΕΝΔΕΑ Α. ΣΕΡΓΗ

2.  ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΚΩΣΤΑΚΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

 

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ/ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ

--------------------

 

Ε. Παυλίδου (κα) για Μ. Κυπριανού, για τους Εφεσείοντες

Γ. Χαραλάμπους για Χ'Παναγιώτου, για τον Εφεσίβλητο αρ. 1

Γ. Χαραλάμπους για κ. Μαθηκολώνη, για τον Εφεσίβλητο αρ. 2

-------------------------------

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο κ. Παρπαρίνος Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Οι Εφεσείοντες με 13 λόγους Έφεσης προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη.  Σύμφωνα με αυτή, κρίθηκε ότι η Διαθήκη της αποβιωσάσης Ελένης Βαρθολομαίου Παντελή, ημερ. 8.6.2004, είναι έγκυρη από νομοτυπικής άποψης και ότι η διαθέτιδα είχε δικαιοπρακτική ικανότητα κατά το χρόνο κατάρτισης της.

 

Πέραν των πιο πάνω, το Πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε και με τους ισχυρισμούς που προβάλλοντο στην Έκθεση Απαίτησης και αφορούσαν τη σύνταξη και υπογραφή της επίδικης διαθήκης ότι δηλαδή αυτή ήταν το  αποτέλεσμα εκμετάλλευσης της (πτωχής της) υγείας της και/ή ήταν το αποτέλεσμα συμπαιγνίας και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή αθέμιτης επιρροής των Εφεσιβλήτων/Εναγομένων και/ή εξαναγκασμού της.  Παρόλη δε τη διαπίστωση του ότι δεν είχε προσφερθεί εκ μέρους των Εφεσειόντων/Εναγόντων οποιαδήποτε μαρτυρία που να στοιχειοθετεί τους πιο πάνω ι σχυρισμούς, εντούτοις προχώρησε και τους εξέτασε με αναφορά στο Νόμο και Νομολογία και κατέληξε ότι «παρέμειναν παντελώς αναπόδεικτοι και ατεκμηρίωτοι» και ότι «η μαρτυρία δεν κατέδειξε ότι συνέτρεχαν κατά τον καταρτισμό της διαθήκης τέτοιες περιστάσεις ή έγιναν προς τη διαθέτιδα τέτοιες παραστάσεις».

 

Με τους δύο πρώτους λόγους Έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη διαθήκη ήταν έγκυρη, νομότυπα συνταχθείσα και ότι η διαθέτιδα είχε πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα και ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο κατάρτισης, σύνταξης και υπογραφής της διαθήκης δεν έπασχε από σοβαρής μορφής αρτηριοσκλήρωση.  Ο τρίτος λόγος προβάλλει ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στην απουσία αναφοράς περί αρτηριοσκλήρωσης στον ιατρικό φάκελο της διαθέτιδας ώστε να καταλήξει ότι αυτή δεν έπασχε από  μια τέτοια ασθένεια.

 

Με τον τέταρτο λόγο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη ότι η πιστοποίηση της υπογραφής της διαθέτιδας από την πιστοποιούσα υπάλληλο πληρούσε τις προϋποθέσεις του Νόμου ΚΕΦ. 39.

 

Ο πέμπτος λόγος Έφεσης εισηγείται ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν του ότι ενώπιον του κατάθεσε μόνο ο ένας από τους δύο επιβεβαιωτές μάρτυρες της διαθήκης και ο έκτος λόγος ότι αυτό (το Δικαστήριο), δεν έλαβε υπόψιν του κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας ότι (α)  η επίδικη διαθήκη δεν κατατέθηκε στο Δικαστήριο, (β)  δεν προσήλθε να μαρτυρήσει ο Εναγόμενος 2 και ότι (γ)  η Μ.Υ.3 δεν ήταν ανεξάρτητη μάρτυρας και εν πάση περιπτώσει η μαρτυρία της θα έπρεπε να εξετασθεί με μεγάλη προσοχή αν όχι με καχυποψία.

 

Με τον έβδομο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε και ενήργησε θεωρώντας ότι το βάρος απόδειξης της πνευματικής ανικανότης (στο Εφετήριο αναφέρεται «ικανή») βάρυνε τους Εφεσείοντες, σε αντίθεση με τη νομική αρχή ότι σε ορισμένες περιπτώσεις το βάρος μετατίθεται στους ώμους της άλλης πλευράς να αποδείξει ότι η διαθέτιδα ήταν πνευματικά υγιής.  Με τον όγδοο λόγο προβάλλεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε την νομική αρχή ότι «αν μια διαθήκη στην όψη της φαίνεται να έχει δεόντως καταρτιστεί υπάρχει τεκμήριο υπέρ της δέουσας κατάρτισης», παραβλέποντας ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση την εξαίρεση του κανόνα ότι δηλαδή στην περίπτωση αντικανονικής ή ασυνήθιστης διαθήκης η αρχή αυτή δεν έχει εφαρμογή με την ίδια δύναμη. 

 

Με τους λόγους έφεσης εννέα μέχρι δώδεκα  γίνεται εισήγηση ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε τη μαρτυρία των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.3 ως αξιόπιστη ενώ αντίθετα απέρριψε και έκρινε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία των Μ.Ε.1, Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3.

 

Με τον 13ο λόγο προβάλλεται ως λανθασμένη η διαταγή του Δικαστηρίου να επιβαρυνθούν οι Ενάγοντες τα έξοδα της δίκης αντί αυτά να καταβληθούν από την περιουσία της αποβιωσάσης.

 

Θα εξετάσουμε πρώτα του λόγους Έφεσης 3, 6 και 9-12 που αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Ε.1, Μ.Ε.2, Μ.Ε.3, Μ.Υ.1 και Μ.Υ.3 που είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη της μαρτυρίας των Μ.Ε. και αποδοχή αυτής των Μ.Υ.  Εκείνο που επιδιώκεται με τη σκοπούμενη, με τους λόγους αυτούς, ανατροπή της αξιολόγησης του Δικαστηρίου, είναι να καταδειχθεί ότι με την προσφερθείσα μαρτυρία από τους Μ.Ε., η διαθέτιδα δεν ήταν υγιής και κυρίως ότι  αυτή έπασχε από αρτηριοσκλήρυνση κατά τον ουσιώδη χρόνο και παράλληλα ν'  απορριφθεί αυτή των Μ.Υ.1 και 3, που έγινε αποδεκτή, και εισηγείτο το αντίθετο.

 

Στην Keith William Massey κ.α. ν. Ronald Brian Morell κ.α., Π.Ε. 284/2010 ημερ. 11 Μαίου 2015, αναφέραμε αναφορικά με το εξεταζόμενο θέμα, τ'  ακόλουθα:

 

«Όπως έχει κατ΄ επανάληψη αναφερθεί από την πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να τους παρακολουθήσει τους ίδιους και τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 CLR 172, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and others (1975) 1 CLR 269, Γιαννή κ.α. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 ΑΑΔ 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 ΑΑΔ 1003,  Αθανασίου κ.α. ν. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614, Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 ΑΑΔ 396, Οράτη ν. Παστού (2000) 1 ΑΑΔ 1787. Το Εφετείο επεμβαίνει όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αντιστρατεύονται  είτε τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο Δικαστήριο μαρτυρία είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση δεδομένων. (Βλ. Μ. Αδαμίδης & Συνεργάτες ν. Κυθρεώτης & Συνεργάτες κ.α. (2011) 1 ΑΑΔ 2106, Bullous v. Νεοφύτου κ.α. (1994) 1 ΑΑΔ 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.α. (2006) 1 ΑΑΔ 236, Θεοδώρου κ.α. ν. Γεωργιάδη, Πολ. Εφ. 171/2009, ημερ. 10.3.2015), ECLI:CY:AD:2015:A169

 

Εξετάσαμε με μεγάλη προσοχή τα όσα μας υπέδειξε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων, τα όσα δηλαδή κατά τη γνώμη του επηρεάζουν την κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφορικά με την αξιοπιστία των άνω μαρτύρων πλην όμως δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε μαζί του.  Η αξιολόγηση των όσων τέθηκαν ενώπιον του σε καμία περίπτωση δεν κρίνεται πλημμελής και η καθοδήγηση του ήταν εντός των ορθών νομολογιακών πλαισίων.  Η απόρριψη της σχετικής μαρτυρίας που προέρχετο από τους Μ.Ε. και αποδοχή αυτής των Μ.Υ. κρίνεται, για τους λόγους  που αυτό αναφέρει στην απόφαση του, πλήρως δικαιολογημένη και ορθή ώστε να μην υπάρχει λόγος επέμβασης μας.  Το όλο εγχείρημα των Εφεσειόντων, γίνεται ακόμη πιο δύσκολο και οδηγεί την προσπάθεια τους μέσω των εξεταζόμενων λόγων Έφεσης σε αλυσιτελή αποτέλεσμα, εάν ληφθεί υπόψιν, όπως πολύ ορθά παρατήρησε και ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσίβλητων, το γεγονός ότι δεν εφεσιβλήθηκε η αποδοχή της μαρτυρίας της Μ.Υ.5, Ευρούλας Δημητρίου υπό του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου, στην ολότητα της.  Η Μ.Υ.5 κατάθεσε (βλ. Τεκμήριο 22) ότι η διαθέτιδα μέχρι το Μάρτιο του 2005 που εισήχθη στο Νοσοκομείο ήταν φυσιολογική, φρόντιζε τον εαυτό της, τα του οίκου της, διαχειριζόταν τα οικονομικά της, κυκλοφορούσε στην πόλη της Λάρνακας μόνη της είτε πεζή είτε με ταξί, δραστηριότητες που δεν χαρακτηρίζουν ή φανερώνουν άτομο που πάσχει από σοβαρής μορφής αρτηριοσκλήρωση (βλ. σελ. 29 πρωτόδικης απόφασης).

 

Ειδικά για την μη κατάθεση της επίδικης Διαθήκης στο Πρωτοκολλητείο του Δικαστηρίου, το Πρωτόδικο Δικαστήριο πολύ ορθά παρατήρησε ότι αυτό δεν αποτελεί προϋπόθεση της εγκυρότητας της Διαθήκης (βλ. Άρθρο 23).  Περαιτέρω, και πάλι ορθά, κατά τη γνώμη μας, αναφέρει ότι το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει την γνησιότητα της ελεύθερης βούλησης από ένα διαθέτη αλλά ούτε δημιουργεί υποψίες στη συγκεκριμένη περίπτωση.  Όσον αφορά την Μ.Υ.3, η μαρτυρία της αξιολογήθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο διεξοδικά και σ'  όλες τις παραμέτρους λαμβάνοντας υπόψιν ότι αυτή ήταν μάρτυρας της Διαθήκης, θέτουσα την υπογραφή της προς τούτο.  Τέλος, ούτε η μη κατάθεση του Εφεσίβλητου 2 κατά τη δίκη οδηγεί σε οποιαδήποτε ασφαλή συμπεράσματα.  Ο χειρισμός της υπόθεσης επαφίεται στο συνήγορο του ο οποίος και προφανώς έκρινε ότι η μαρτυρία του δεν ήταν αναγκαία στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.  Δεν παρατηρούμε οτιδήποτε το μεμπτό.

 

Οι λόγοι 3,6 και 9-12 απορρίπτονται.

 

Η απόρριψη των πιο πάνω λόγων έφεσης δεν αφήνει περιθώριο επιτυχίας και του δεύτερου (2ου) λόγου Έφεσης.  Σύμφωνα με αυτόν η διαθέτιδα κατά τον ουσιώδη χρόνο σύνταξης, κατάρτισης και υπογραφής της διαθήκης, έπασχε από σοβαρή μορφή αρτηριοσκλήρωσης και το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε αποφασίζοντας ότι αυτή δεν έπασχε από την άνω ασθένεια και ότι επρόκειτο περί ενός πνευματικά υγειούς προσώπου που είχε την ικανότητα να γνωρίζει τι έπραττε και να αντιλαμβάνεται τις συνέπειες των πράξεων της.

 

Οι Εφεσείοντες, στηρίζουν την πιο πάνω εισήγηση τους, προβάλλοντας ότι ο πραγματικός λόγος που η διαθέτιδα υπέγραψε τη διαθήκη της, δι'  εναποθέσεως του δακτυλικού της αποτυπώματος, δεν ήταν λόγω του τρέμουλου του χεριού της όπως ήταν και το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά λόγω του ότι αυτή δεν αντιλαμβάνετο τις συνέπειες των πράξεων της και απλά της υποδείχθηκε να θέσει το δάκτυλο της.

 

Όλο το οικοδόμημα, κατά την κρίση μας, στηρίζεται επί μη στέρεου εδάφους, ήτοι  επί της μαρτυρίας των Μ.Ε.1, 3 και ιδιαίτερα του Μ.Ε.2 θεράποντα ιατρού.  Διαφεύγει των Εφεσειόντων ότι η άνω μαρτυρία δεν έγινε αποδεκτή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο και απερρίφθη ως αναξιόπιστη.  Αναφορικά και ειδικά  με τον Μ.Ε.2, να υπενθυμίσουμε ότι, όπως πολύ ορθά παρατηρεί το Πρωτόδικο Δικαστήριο, η μαρτυρία του ήταν αντιφατική.  Από τη μια εξέδωσε, μεταθανάτια, στις 11.5.2005 ιατρική βεβαίωση, Τεκμήριο 4, όπου βεβαίωσε ότι η διαθέτιδα παρουσίαζε προοδευτικά επιδεινούμενη γεροντική άνοια (αρτηριοσκλήρωση).  Αυτή η βεβαίωση του όμως δεν συνάδει με τις προηγούμενες ενέργειες του ως θεράποντα ιατρού της.  Ως ο θεράπων ιατρός της από το 1997, όταν αυτή παρουσίασε πολλαπλό μυέλωμα, τηρούσε ιατρικό φάκελο της ο οποίος, ως δήλωσε, είναι ο δείκτης της κατάστασης της υγείας της, στον οποίον ο ίδιος αλλά και άλλοι ιατροί που κατά καιρούς την εξέτασαν κατέγραψαν τις παρατηρήσεις τους.  Παρόλα ταύτα ουδεμία, έστω και κατ΄ ελάχιστο, καταγραφή ή αναφορά γίνεται στο φάκελο είτε από τον ίδιο είτε από άλλο ιατρό για συμπτώματα γεροντικής άνοιας (αρτηριοσκλήρωσης).  Περαιτέρω το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατηρεί, πολύ ορθά κατά την άποψη μας, ότι η μαρτυρία σε καμία περίπτωση δεν βοηθούσε, σε διαπίστωση ότι στις 8.6.2004 που έγινε η Διαθήκη, η διαθέτιδα δεν είχε πνευματική ικανότητα ώστε να μην μπορεί να εκτελέσει τη διαθήκη της.

 

Απεναντίας, σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία προέρχετο από τους Μ.Υ.1,2,3,4 αλλά και την Μ.Υ.5, η μαρτυρία της οποίας δεν αμφισβητείται ούτε και με την παρούσα έφεση, η πνευματική κατάσταση της διαθέτιδας κατά τον ουσιώδη χρόνο σύνταξης της διαθήκης ήταν καλή, είχε σώας τας φρένας, ασκούσε ελεύθερα τη βούληση της και αντιλαμβανόταν πλήρως τις συνέπειες των πράξεων της.  Η υπογραφή δε της διαθήκης έγινε κάτω από τις συνθήκες που περιγράφονται από τους Μ.Υ.1 και Μ.Υ.3, ήτοι λόγω του ότι τα χέρια της διαθέτιδας έτρεμαν και δεν μπορούσε να υπογράψει, απεφασίσθη από τον Μ.Υ.1 η εναπόθεση του δακτυλικού της αποτυπώματος στην παρουσία των δύο επιβεβαιωτών μαρτύρων και πιστοποιούντα υπαλλήλου (Μ.Υ.3), όπως καθορίζει το Άρθρο 7 του Περί Πιστοποιούντων Υπαλλήλων Νόμου ΚΕΦ. 39.  Δεν διακρίνουμε οποιοδήποτε λάθος στην προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Οι λόγοι Έφεσης ένα (1) και τέσσερα (4) είναι συνυφασμένοι και μπορούν να εξεταστούν μαζί.  Σύμφωνα με αυτούς εσφαλμένη είναι η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη Διαθήκη ημερ. 8.6.2004 είναι έγκυρη, συντάχθηκε νομότυπα (1ος λόγος) και ότι η πιστοποίηση της υπογραφής της διαθέτιδας από την πιστοποιούσα υπάλληλο πληρούσε όλα τα κριτήρια και προϋποθέσεις που καθορίζει ο περί των Πιστοποιούντων Υπαλλήλων Νόμος ΚΕΦ. 39 (4ος λόγος).

 

Σύμφωνα με την ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα είναι λανθασμένη η ερμηνεία του Άρθρου 2 του Περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου και ειδικά της ερμηνείας της προσυπογραφής, δίδοντας της μια διασταλτική ερμηνεία.  Επίσης, εισηγήθηκε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, θα έπρεπε να είχε αναγραφεί επί της διαθήκης συγκεκριμένος τύπος επιβεβαίωσης, δηλώνοντας ότι η διαθήκη αναγνώσθηκε στην διαθέτιδα και ότι αυτή κατανόησε πλήρως το περιεχόμενο της.  Ακόμη, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε ότι πρόκειτο περί μιας «ύποπτης» διαθήκης, εφόσον αντί υπογραφής της, επιλέγηκε η μέθοδος της εναπόθεσης του δακτυλικού αποτυπώματος.  Ειδικώτερα για τον τέταρτο (4ο) λόγο Έφεσης προβλήθηκε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η πιστοποιούσα υπάλληλος ήταν προσωπικά γνωστή με τη διαθέτιδα και ότι λανθασμένα ερμήνευσε την Αντωνίου ν. Χριστοδούλου (2003) 1 Α.Α.Δ. 183.

 

Το Άρθρο 23 του Περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου ΚΕΦ. 195 προβλέπει:

«23. Καμιά διαθήκη δεv είvαι έγκυρη, εκτός αv είvαι γραπτή και εκτελεστεί σύμφωvα με τov πιo κάτω τρόπo, δηλαδή-

(α) υπoγράφεται στo κάτω μέρoς ή στo τέλoς της από τo διαθέτη, ή από άλλo πoυ εvεργεί για τo διαθέτη, στηv παρoυσία τoυ διαθέτη και με εvτoλή τoυ και

(β) η υπoγραφή αυτή τίθεται ή αvαγvωρίζεται από τo διαθέτη στηv παρoυσία δύo ή περισσoτέρωv μαρτύρωv πoυ παρίσταvται ταυτόχρovα και

(γ) oι μάρτυρες αυτoί επιβεβαιώvoυv και πρoσυπoγράφoυv τη διαθήκη στηv παρoυσία τoυ διαθέτη και στηv παρoυσία αλλήλωv, αλλά καvέvας τύπoς επιβεβαίωσης δεv είvαι αvαγκαίoς και

(δ) αv η διαθήκη απoτελείται από περισσότερα από έvα φύλλo χαρτιoύ, κάθε φύλλo υπoγράφεται ή μovoγράφεται από ή για λoγαριασμό τoυ διαθέτη και τωv μαρτύρωv.»

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας υπόψιν το σύνολο της αποδεκτής μαρτυρίας ενώπιον του προχώρησε και εξέτασε τη Διαθήκη (Τεκμήριο 3) και κατάληξε ότι «.., στην όψη της φαίνεται ότι έχει καταρτισθεί δεόντως και νομότυπα. Υπάρχει μάλιστα  και ο σχετικός τύπος επιβεβαίωσης (attestation clause) της υπογραφής της διαθέτιδας από τους επιβεβαιωτές μάρτυρες  και από πιστοποιούσα υπάλληλο και οι υπογραφές επί αυτής είναι όπως προβλέπει ο νόμος. Κατ΄αυτόν τον τρόπο τυγχάνει πλήρους εφαρμογής το τεκμήριο της δέουσας κατάρτισης και κανονικότητας της διαθήκης».

 

Συμφωνούμε πλήρως με τις διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως συμφωνούμε πλήρως και με την κατάληξη του ότι:

 

«Το ανήμπορο πρόσωπο να υπογράψει λόγω προβλήματος στα χέρια του ή στα δάκτυλα του εντάσσεται στο ανίκανο πρόσωπο να υπογράψει το όνομα του που αναφέρεται στην ερμηνεία του όρου «υπογράφω» του άρθρου 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1 και περιλαμβάνει το αποτύπωμα, καθότι η λέξη ανίκανο στον εν λόγω όρο σίγουρα δεν μπορεί να έχει την έννοια του πνευματικά μη υγιή αλλά του πράγματι ανίκανου προσώπου να υπογράψει λόγω σωματικής αναπηρίας. Έτσι, ένα ανήμπορο πρόσωπο που δεν μπορεί να υπογράψει το όνομα του και είναι πνευματικά υγιές, μπορεί να θέσει το δακτυλικό του αποτύπωμα αντί της υπογραφής του ονόματος του και για αυτό το γεγονός δεν απαιτείται να γίνει ειδική επιβεβαίωση η ειδική σημείωση προς τούτο από οποιονδήποτε. Στη προκείμενη περίπτωση υπήρξε επιπλέον και επιβεβαίωση του γεγονότος αυτού από πιστοποιούσα υπάλληλο.»

 

Στο Άρθρο 2 του Περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου ΚΕΦ. 195 όπου ερμηνεύονται οι λέξεις «υπογραφή» και «να υπογράφει» αναφέρεται όπως, ρητά το ίδιο αναφέρει, σε «αναλφάβητα πρόσωπα» και όχι σε ανίκανο πρόσωπο λόγω σωματικής ή άλλως πως ανικανότητα να υπογράψει τη διαθήκη στη δεδομένη στιγμή.  Πολύ ορθά, συνεπώς, επιλέγηκε, στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, η εναπόθεση του δακτυλικού αποτυπώματος της διαθέτιδας λόγω τρέμουλου που παρουσιάζαν τα χέρια και δεδομένου ότι αυτή δεν ήταν αναλφάβητο πρόσωπο.  Η δε εναπόθεση ως άνω, έγινε παρουσία των δύο επιβεβαιωτών μαρτύρων αλλά και της πιστοποιούσας υπαλλήλου, όλων ταυτόχρονα παρισταμένων.  Όσον αφορά το γεγονός ότι η διαθέτιδα ήταν πρόσωπο γνωστό στην πιστοποιούσα υπάλληλο πλην του ότι πιστοποιείται από την πιστοποιούσα υπάλληλο, ως καταγράφεται στην πιστοποίηση της, αποδεικνύεται και από την αποδεκτή μαρτυρία των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.3 η οποία βεβαίωνε ότι οι δύο ήταν γνώριμες από προηγούμενη πιστοποίηση της υπογραφής της και ότι η ίδια η διαθέτιδα επέλεξε τη συγκεκριμένη πιστοποιούσα υπάλληλο «διότι την γνώριζε προσωπικά από το παρελθόν».  Συνεπώς η εισήγηση ότι η πιστοποιούσα υπάλληλος δεν γνώριζε τη διαθέτιδα δεν μπορεί να επιτύχει.  Δεν μπορεί να επιτύχει και η εισήγηση ότι επί της διαθήκης θα έπρεπε να αναγραφεί συγκεκριμένος τύπος επιβεβαίωσης ότι η διαθήκη ανεγνώσθη στη διαθέτιδα και ότι αυτή κατανόησε πλήρως το περιεχόμενο της σύμφωνα με τον Κανονισμό 16, των Περί Διαχειρίσεως Κληρονομιών Κανονισμοί του 1995, εφόσον αυτή ήταν αναλφάβητη.  Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο κάτι τέτοιο δεν προέκυψε από την αποδεκτή μαρτυρία.  Αντίθετα, η μαρτυρία του Μ.Υ.1 η οποία έγινε αποδεκτή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο εισηγείται ότι η διαθέτιδα μπορούσε να διαβάσει γραπτό κείμενο.  Συνεπώς δεν τίθεται θέμα εφαρμογής οποιουδήποτε κανόνα περί αναγραφής επιβεβαίωσης ανάγνωσης του περιεχομένου της διαθήκης, επ΄ αυτής.  Ούτε ασφαλώς επρόκειτο περί ύποπτης διαθήκης, ως η εισήγηση των Εφεσειόντων, λόγω του τρόπου που επιλέγηκε να υπογράψει η διαθέτιδα τη διαθήκη της.  Εξηγήθηκαν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου από τους μάρτυρες υπεράσπισης οι αναφερθέντες πιο πάνω λόγοι επιλογής αυτού του τρόπου και η «υπογραφή» της τέθηκε ενώπιον πιστοποιούσας υπαλλήλου σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, η οποία την γνώριζε προσωπικά.  Συνεπώς δεν υπήρχε οτιδήποτε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ώστε αυτό να εξετάσει οτιδήποτε το «ύποπτο».

 

Οι λόγοι Έφεσης 1 και 4 απορρίπτονται.

 

Με τον πέμπτο (5ο) λόγο Έφεσης, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η υπό του Πρωτόδικου Δικαστηρίου κατάληξη, ότι η απουσία από το εδώλιο του μάρτυρος, της δεύτερης επιβεβαιωτού μάρτυρος της διαθήκης δεν ήταν απαραίτητη και ότι το γεγονός αυτό δεν δημιουργεί υποψίες. 

 

Η άλλη πλευρά, εισηγήθηκε ότι η μη κλήση της δεύτερης επιβεβαιωτού μάρτυρας ήταν νομική επιλογή και στηρίζετο στο γεγονός ότι η μαρτυρία της ήταν αχρείαστη υπό τις περιστάσεις και εκ του περισσού.  Περαιτέρω, ότι η υπογραφή της δεύτερης επιβεβαιωτού μάρτυρας ανεγνωρίσθη από τους Μ.Υ.1 και Μ.Υ.3 ως η κα Νίκη Κωνσταντινίδου και αντιστρέφοντας την εισήγηση πρόβαλε το ερώτημα γιατί δεν την κάλεσε η πλευρά των Εφεσειόντων να καταθέσει.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα ως ακολούθως:

 

«..... Η απουσία από το εδώλιο του μάρτυρος της δεύτερης επιβεβαιωτή μάρτυρα στην διαθήκη κας Νίκης Κωνσταντινίδου ενόψει της νομολογίας που υπάρχει στο ζήτημα αυτό κρίνω ότι δεν ήταν απαραίτητη.....»

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλα όσα σχετικά τέθησαν ενώπιον μας και κρίνουμε ότι ούτε αυτός ο λόγος μπορεί να επιτύχει.  Δεδομένης της πλήρωσης των προϋποθέσεων που τίθενται εις το Άρθρο 23 του ΚΕΦ. 195 που αφορούν την εγκυρότητα Διαθήκης και το τεκμήριο που δημιουργείται, υπέρ της ορθής εκτέλεσης της Διαθήκης με βάση την αρχή οmnia praesumuntur vite esse acta, (όλα έχουν γίνει ορθά και νομότυπα) και το οποίο δεν ανετράπηκε στην παρούσα υπόθεση, η μη κλήση της άνω μάρτυρος δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε πρόβλημα ή συνάγεται οποιοδήποτε ασφαλές συμπέρασμα προς όφελος των Εφεσειόντων, ούτε δημιουργεί οποιεσδήποτε υπόνοιες αναφορικά με το κύρος της διαθήκης.  Σημειώνεται ότι η  ως άνω δεύτερη μάρτυρας της διαθήκης, σύμφωνα με την δοθείσα μαρτυρία, είναι γνωστή δικηγόρος που ασκεί το επάγγελμα της εις Λάρνακα και συνεπώς εάν επιθυμούσαν οι Εφεσείοντες την παρουσία της στο Δικαστήριο δεν είχαν παρά να την καλέσουν (κλητεύσουν) προς τούτο.

 

Με τον έβδομο (7ο) λόγο προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το βάρος της απόδειξης ότι η διαθέτιδα ήταν πνευματικά ανίκανη (στο Εφετήριο αναφέρεται «ικανή») εβάρυνε τους Εφεσείοντες/Ενάγοντες σε αντίθεση με τη νομική αρχή ότι σε ορισμένες περιπτώσεις το βάρος μετατίθεται επί των  ώμων της άλλης πλευράς να αποδείξει ότι η διαθέτιδα ήταν πνευματικά υγιής.

 

Οι Εφεσείοντες στηρίζουν τον πιο πάνω λόγο στο ότι η διαθήκη στην όψη της (on the face) δεν είναι καταρτισμένη κανονικά και είναι ασυνήθης (the form is irregular and unusual) και αυτό διότι η υπογραφή της διαθέτιδας έγινε με το σημείο της (αποτύπωμα) και επίσης ότι δεν υπάρχει σ΄ αυτήν ο τύπος επιβεβαίωσης, ότι το περιεχόμενο της διαθήκης της ανεγνώσθη και έγινε κατανοητό από τη διαθέτιδα.  Επίσης, ισχυρίζονται ότι η διαθέτιδα έπασχε από μιας σοβαρής μορφής καρκίνου και μετά παρουσίασε άνοια και αρτηριοσκλήρωση και συνεπώς η πιο πάνω αρχή δεν έχει έρεισμα.

 

Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εφεσειόντων, όπως ήδη έχουμε προαναφέρει, η διαθέτιδα καθ'  όλους  τους ουσιώδεις χρόνους κρίθηκε πνευματικά υγιής.  Η ασθένεια του πολλαπλού μυελώματος, μορφή καρκίνου σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι παθολογική ασθένεια μη επηρεάζουσα την πνευματική υγεία του ασθενούς.

 

Όσον αφορά το υπόλοιπο μέρος της εισήγησης, επαναλαμβάνουμε ότι συμφωνούμε με το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «η επίδικη Διαθήκη στην όψη της φαίνεται ότι έχει καταρτιστεί δεόντως και νομότυπα. Υπάρχει μάλιστα  και ο σχετικός τύπος επιβεβαίωσης (attestation clause) της υπογραφής της διαθέτιδας από τους επιβεβαιωτές μάρτυρες  και από πιστοποιούσα υπάλληλο και οι υπογραφές επί αυτής είναι όπως προβλέπει ο νόμος. Κατ΄αυτόν τον τρόπο τυγχάνει πλήρους εφαρμογής το τεκμήριο της δέουσας κατάρτισης και κανονικότητας της διαθήκης.».

 

Στο σύγγραμμα WILLIAMS ON WILLS, Fourth Edition, σελ. 85 κάτω από τον τίτλο «PRESUPTION OF DUE EXECUTION» διαβάζουμε τα ακόλουθα:

 

«The Presumption.  If a will, on the face of it, appears to be duly executed, the presumption is in favour of due execution, applying the principle omnia praesumuntur rite esse acta.  The force of the presumption varies with the circumstances.  If the will is entirely regular in form, it is very strong, but if the form is irregular and unusual the maxim does not apply with the same force.  If the witnesses are entirely ignorant of the details of the execution the presumption is the same.  If they profess to remember and state that the will was not duly executed, and this negative evidence is not rebutted by showing that the witnesses are not to be credited, or, taking their statement of the facts, that their memories are defective, the will must be pronounced against.  The court does not require direct affirmative evidence of due execution.

 

Attestation Clause. Where there is a proper attestation clause, even though the witnesses have no recollection of having witnessed the will, the presumption applies. In the absence of such a clause a will which on the face of it is duly executed is accepted, although no evidence is forthcoming.  Where there is such a clause, the court requires the strongest evidence before deciding that the will was not duly executed.

Evidence Rebutting Presumption. This must be positive and reliable and the court must not give undue weight to the circumstances on which the presumption is founded and on the other hand must not lose sight of them.  The burden of proving due execution, whether by presumption or by positive evidence rests on the propounder. The direct evidence of other attesting witnesses unless discounted rebuts the presumption and the evidence of one of the witnesses has been held to do so."

(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας)

 

Σε δική μας ελεύθερη μετάφραση:

 

«Το τεκμήριο:  Αν μια διαθήκη, στην όψη της, φαίνεται να έχει δεόντως καταρτισθεί, υπάρχει τεκμήριο υπέρ της δέουσας κατάρτισης, κατ' εφαρμογήν της αρχής omnia praesumuntur rite esse acta. Η δύναμη του τεκμηρίου ποικίλλει ανάλογα με την περίπτωση. Αν η διαθήκη συνάδει πλήρως με το τύπο, το τεκμήριο είναι πολύ δυνατό, αλλά αν είναι αντικανονική ή ασυνήθιστη, τότε η πιο πάνω αρχή δεν έχει εφαρμογή με την ίδια δύναμη. Αν οι μάρτυρες αγνοούν τελείως τις λεπτομέρειες κατάρτισης της διαθήκης, το τεκμήριο είναι το ίδιο. Αν όμως ισχυρίζονται ότι θυμούνται και δηλώνουν ότι η διαθήκη δεν έχει καταρτισθεί δεόντως, και αυτή η αρνητική μαρτυρία δεν αντικρουστεί με τρόπο που να δείχνει ότι οι μάρτυρες δεν πρέπει να γίνουν πιστευτοί ή δεχόμενοι τη δήλωση τους ως προς τα γεγονότα, ότι οι μνήμες τους είναι ελαττωματικές, τότε θα πρεπει να κηρυχθεί άκυρη η διαθήκη.  Το δικαστήριο δεν απαιτεί άμεση θετική μαρτυρία περί της δέουσας κατάρτισης.

 

Τύπος Επιβεβαίωσης.  Όπου υπάρχει ένας κανονικός τύπος επιβεβαίωσης, και αν ακόμα οι μάρτυρες δεν έχουν καλή μνήμη ότι ήταν μάρτυρες στη διαθήκη, το τεκμήριο επίσης τυγχάνει εφαρμογής.  Στην απουσία τέτοιου τύπου επιβεβαίωσης, μια διαθήκη η οποία στην όψη της φαίνεται να έχει δεόντως καταρτισθεί γίνεται αποδεκτή, και αν ακόμα δεν υπάρχει μαρτυρία.  Όπου υπάρχει τέτοιος τύπος επιβεβαίωσης, το δικαστήριο απαιτεί την πιο δυνατή μαρτυρία προτού καταλήξει ότι η διαθήκη δεν έχει δεόντως καταρτισθεί.

 

Μαρτυρία που να αντικρούει το τεκμήριο.  Αυτή πρέπει να είναι θετική και βάσιμη και το δικαστήριο δεν πρέπει να δίδει υπέρμετρη βαρύτητα στις περιστάσεις στις οποίες βασίζεται το τεκμήριο αλλά από την άλλη δεν πρέπει να τις αγνοεί τελείως.  Το βάρος απόδειξης της δέουσας κατάρτισης, είτε με βάση το τεκμήριο είτε με θετική μαρτυρία, είναι στον προβάλλοντα τη διαθήκη.  Η άμεση μαρτυρία των δύο επιβεβαιωτών μαρτύρων εκτός αν απορριφθεί, ανατρέπει το τεκμήριο και η μαρτυρία ενός από τους μάρτυρες  αποφασίστηκε ότι ήταν επίσης αρκετή.»

 

(βλ. Γεωργία Π. Κάτζη διά του πληρεξουσίου αντιπροσώπου της Παναγιώτη Κάτζη κ.α. ν. Αλέξανδρου Πατσαλίδη εκτελεστή της Διαθήκης της αποβιωσάσης Θεοδούλας Σάββα Τσεντή (2007) 1 Α.Α.Δ. 958)

 

Εις την παρούσα υπόθεση ουδέν αποδεκτό στοιχείο τέθηκε από τους Εφεσείοντες/Ενάγοντες που  να καταδεικνύει έστω και κατ΄ ελάχιστον ανικανότητα της διαθέτιδας ώστε να μετατεθεί το βάρος απόδειξης και συνεπώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ενήργησε στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.

 

Ο λόγος έφεσης αρ. 7 απορρίπτεται.

 

Ο όγδοος (8ος) λόγος Έφεσης, επίσης θα πρέπει να απορριφθεί ως εντελώς αβάσιμος, καθότι στηρίζεται επί της υποθέσεως ότι θα έπρεπε να κριθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τα συναφή με την υπογραφή και πιστοποίηση της Διαθήκης γεγονότα όπως και η πνευματική κατάσταση της διαθέτιδας ήταν ασυνήθιστα με αποτέλεσμα η Διαθήκη να θεωρείται ασυνήθιστη.  Το τι έχει αποφασίσει το Πρωτόδικο Δικαστήριο τα έχουμε αναφέρει νωρίτερα στην απόφαση μας και αυτά κρίθηκαν ορθά και συνεπώς δεν θα ήταν ορθό να εμπλακούμε σε θεωρητικές εξετάσεις του εγειρόμενου θέματος, το οποίο αφορά την έκταση εφαρμογής της αρχής ότι «αν μια διαθήκη στην όψη της φαίνεται να έχει δεόντως καταρτιστεί υπάρχει τεκμήριο υπέρ της δέουσας κατάρτισης» και συγκεκριμένα κατά πόσο η αρχή αυτή είναι απόλυτη και ανελαστική.

 

Με τον τελευταίο λόγο Έφεσης (13ος) ως έχει αναφερθεί προσβάλλεται ως λανθασμένη η διαταγή του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία επιβαρύνονται με τα έξοδα προσωπικά οι Εφεσείοντες/Ενάγοντες αντί αυτά να πληρωθούν από την περιουσία.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες υποστήριξε το λόγο αυτό προβάλλοντας ότι οι Εφεσείοντες προωθώντας πρωτόδικα την αγωγή δεν ενήργησαν κακόβουλα και επιπόλαια, χωρίς την ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης.  Πρόσθετα αναφέρθηκε σε αριθμό ημερομηνιών κατά τις οποίες οι Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι ζήτησαν αναβολή ακολουθώντας με τον τρόπο αυτό μια αναβλητική πορεία στην εκδίκαση της υπόθεσης.

 

Αντίθετη είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου για τους Εφεσίβλητους,  ο οποίος πρόβαλε ότι κανένας λόγος δεν συνέτρεχε ώστε το Πρωτόδικο Δικαστήριο να αποκλίνει από τον Κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, όμως στις διαθήκες μπορεί να δοθούν έξοδα από την περιουσία αν η αγωγή είναι εύλογη.

 

Η επιδίκαση εξόδων, είναι  θέμα διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και το Ανώτατο Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο αν η εξουσία ασκήθηκε έκδηλα λανθασμένα ή με παράνομο τρόπο.  Στην παρούσα υπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε τον Κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Εξετάσαμε τα όσα μας υπέδειξε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων και είναι η κρίση μας ότι η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου παρέμεινε μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του και δεν βλέπουμε λόγο να την μεταβάλουμε, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψιν ότι η προσαχθείσα μαρτυρία ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου από τους Εφεσείοντες/Ενάγοντες κρίθηκε κακόπιστη και αντιφατική, αξιολόγηση που επιβεβαιώθηκε και από μας.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω λόγων η Έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α.  εναντίον των Εφεσειόντων.

 

 

 

 

                                                Μ.Μ.ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

 

                                                Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

                                                Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

 

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο