ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A39
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 270/2011)
8 Φεβρουαρίου 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσείων
- ΚΑΙ -
1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων
------------------------------------------------
Χρ. Κληρίδης με Π. Βαρνάβα, για τον Εφεσείοντα.
Θ. Μαυρομουστάκη (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Εφεσίβλητους.
------------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Τον Απρίλιο του 2006 ο εφεσείων, φοιτητής τότε σε πανεπιστήμιο της Κρήτης, επέστρεψε στη Δημοκρατία για τις εορτές του Πάσχα. Στις 22.4.2006 και γύρω στις 03:30 οδηγούσε το όχημα του υπ΄ αρ. εγγραφής ETN 684 σε λεωφόρο στη Λευκωσία με συνεπιβάτες τρία εξαδέλφια του μετά από νυκτερινή έξοδο. Η αστυνομία όμως ανέκοψε το όχημα και υπέβαλε τον εφεσείοντα σε άλκοτεστ το οποίο έδειξε 66 εκατομυριοστά του γραμμαρίου αλκοόλης σε 100 χιλιοστά του λίτρου εκπνοής, ενώ το νόμιμο όριο ήταν 22 εκατομυριοστά. Ο εφεσείων παραδέχθηκε τη διάπραξη του αδικήματος όταν του επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο και ακολούθως τέθηκε υπό σύλληψη και κρατήθηκε χωρίς δικαστικό ένταλμα. Οδηγήθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Λυκαβητού όπου κρατήθηκε για περίπου μια ώρα, ενώ στις 05:00 μεταφέρθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Αγίου Δομετίου. Γύρω στις 08:30 αφέθηκε ελεύθερος μετά την υπογραφή εγγυητηρίου εγγράφου για ΛΚ1.000 για να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο στις 25.4.2006.
Ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξιώνοντας αποζημιώσεις ΛΚ3.000, επί πλέον δε παραδειγματικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις, λόγω της κατ΄ ισχυρισμόν παράνομης και αντισυνταγματικής σύλληψης και κράτησης του μεταξύ των προαναφερθέντων ωρών ή διαζευκτικά αποζημιώσεις λόγω της αδικαιολόγητης διάρκειας της κράτησης του χωρίς έρεισμα. Δικογραφήθηκε ως θέση του ότι αναστατώθηκε σε τέτοιο βαθμό λόγω της σύλληψης, της κράτησης και της διάρκειας της, καθώς και της συμπεριφοράς των αστυνομικών οργάνων, που δεν ήταν σε θέση να περάσει ευχάριστα τις πασχαλινές διακοπές με την οικογένεια και τους φίλους του, βρισκόμενος σε ψυχολογική ένταση αισθανόμενος αδικημένος και εξευτελισμένος. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του κατέθεσε ο ίδιος ενώπιον του Δικαστηρίου, καθώς και ένας μάρτυρας προς υποστήριξη των λεγομένων του, ενώ από πλευράς των εφεσιβλήτων κατέθεσε η αστυφύλακας 342 Χριστίνα Σοφοκλέους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα εξής ευρήματα: Ο εφεσείων οδηγώντας στην προαναφερόμενη ημερομηνία και ώρα το ρηθέν όχημα με επιβάτες τρεις ξαδέλφους του ανεκόπη έναντι του Αστυνομικού Σταθμού Λυκαβητού από την αστυνομία και υποβλήθηκε σε προκαταρκτικό και στη συνέχεια σε τελικό έλεγχο αλκοόλης. Λόγω της ένδειξης 66 εκ. γραμμαρίου αλκοόλης, συνελήφθη στις 03:55 για το αδίκημα της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλης κατά παράβαση του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου αρ. 174/86, όπως τροποποιήθηκε, και μεταφέρθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Λυκαβητού. Στη συνέχεια οδηγήθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Αγίου Δομετίου όπου παραδόθηκε στην προαναφερθείσα αστυφύλακα 342 για συμπλήρωση της εξέτασης της υπόθεσης και κρατήθηκε στα κρατητήρια από τις 05:10 μέχρι τις 08:30. Κατηγορήθηκε σχετικά και παραδέχθηκε. Υπέγραψε εγγυητήριο έγγραφο προς εξασφάλιση της παρουσίας του αργότερα στο Δικαστήριο στις 25.4.2006, όπου πράγματι παρουσιάστηκε με δικηγόρο, παραδέχθηκε την κατηγορία και του επιβλήθηκε χρηματικό πρόστιμο ΛΚ300 και 4 βαθμοί ποινής επί της άδειας οδήγησης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε στη συνέχεια με τη νομική πτυχή του θέματος για να καταλήξει ότι ο εφεσείων νόμιμα συνελήφθη για αυτόφωρο ποινικό αδίκημα ευθύς μετά τη διάπραξη του. Ο εφεσείων δέχθηκε στη μαρτυρία του ότι είχε δεόντως πληροφορηθεί για το αδίκημα για το οποίο συνελήφθη, αφού προηγουμένως παραδέχθηκε τη διάπραξη του αδικήματος της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλ πέραν του νομίμου επιτρεπτού ορίου. Στη συνέχεια το Δικαστήριο επανέλαβε τις πρόνοιες της νομοθεσίας και του Συντάγματος ότι συλληφθέν άτομο πρέπει να προσάγεται ενώπιον Δικαστηρίου το συντομότερο δυνατό και πάντως το αργότερο εντός 24 ωρών, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 17 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, για άτομα τα οποία συνελήφθησαν χωρίς προηγούμενο ένταλμα για τα οποία δεν είναι πρακτικά δυνατή η προσαγωγή τους ενώπιον Δικαστηρίου εντός 24 ωρών, θα πρέπει να προκαλείται από τον υπεύθυνο του Αστυνομικού Σταθμού η διεξαγωγή ανακρίσεων και, εκτός εάν το ποινικό αδίκημα φαίνεται να είναι σοβαρού χαρακτήρα, ο υπεύθυνος απολύει το πρόσωπο κατόπιν υπογραφής εγγυήσεως.
Το Δικαστήριο έκρινε στο σύνολο των δεδομένων και των ευρημάτων του ότι καμία παραβίαση ή υπέρβαση των συνταγματικών και νομοθετικών προνοιών και ορίων δεν υπήρξε εφόσον κατά το χρονικό διάστημα της κράτησης του διεκπεραιώθηκε το αναγκαίο ανακριτικό έργο με αποτέλεσμα ο εφεσείων να αφεθεί ελεύθερος με την υπογραφή εγγύησης εφόσον η προσαγωγή του ενώπιον Δικαστηρίου εντός 24 ωρών για να αντιμετωπίσει τη σχετική κατηγορία δεν ήταν πρακτικώς εφικτή, λόγω των εορτών του Πάσχα. Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι η κράτηση για το διάστημα που διήρκησε ήταν αναγκαία για σκοπούς συμπλήρωσης του ανακριτικού έργου χωρίς να είχε καταδειχθεί οποιαδήποτε κακοπιστία ή σοβαρή χρονοτριβή εκ μέρους της αστυνομίας.
Το Δικαστήριο σχολίασε και την εγκύκλιο ημερ. 27.3.2006 του τότε Αρχηγού Αστυνομίας προς τους Αστυνομικούς Διευθυντές σε σχέση με το χειρισμό προσώπων που εντοπίζονταν να οδηγούν υπό την επήρεια αλκοόλης. Η εγκύκλιος εκδόθηκε για την καλύτερη εφαρμογή του νέου τότε νομοθετικού πλαισίου που μείωσε το ανώτατο επιτρεπτόμενο όριο περιεκτικότητας αλκοόλης προς καταστολή και δραστική αντιμετώπιση του προβλήματος που άπτεται της απώλειας ανθρωπίνων ζωών, αναπηριών ή σοβαρών τραυματισμών, ώστε να ακολουθείται ένας ομοιόμορφος χειρισμός. Η εγκύκλιος προνοούσε ότι όπου η ποσότητα αλκοόλης υπερέβαινε τα 39 εκ., ο οδηγός θα πρέπει να συλλαμβάνετο και να οδηγείτο χωρίς χρονοτριβή στα κρατητήρια, να συμπληρώνεται τάχιστα ο φάκελος και ο παραβάτης να οδηγείται το συντομότερο δυνατό ενώπιον Δικαστηρίου για άμεση εκδίκαση της υπόθεσης. Επισύρετο επίσης η προσοχή των Αστυνομικών Διευθυντών να τηρούν αυστηρά τις πρόνοιες του Νόμου αρ. 163(Ι)/2005, ως προς τα δικαιώματα των συλληφθέντων.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι στο πλαίσιο της ενώπιον του υπόθεσης, το καθήκον του εξαντλείτο στη διακρίβωση κατά πόσο η σύλληψη και κράτηση του εφεσείοντος ήταν όντως παράνομη ή αντισυνταγματική ώστε να δικαιολογείται η απόδοση αποζημιώσεων και όχι να αξιολογήσει ή να κρίνει την ίδια την εγκύκλιο, η οποία παραδεκτά ακολουθείτο κατά τον επίδικο χρόνο από την Αστυνομία λόγω των συνεπειών που επιφέρει η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης. Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο έκρινε ως νόμιμη και αιτιολογημένη τη σύλληψη και κράτηση του εφεσείοντος γεγονός που δεν διαφοροποιείτο επειδή τηρείτο η εγκύκλιος κατά τον επίδικο χρόνο ή λόγω του ότι η Αστυνομία κατά το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης το 2011 ενδεχομένως να μην ενεργούσε με τον ίδιο τρόπο. Ως αποτέλεσμα απέρριψε την αγωγή με έξοδα.
Ο εφεσείων με το περίγραμμα και την αγόρευση του παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά και σε βάθος τη μαρτυρία της αστυφύλακας 342 και δεν δικαιολόγησε τα ευρήματα του αναφορικά με την αναγκαιότητα κράτησης για τη συμπλήρωση του ανακριτικού έργου. Κατά τη θέση του εφεσείοντος η μάρτυρας υπέπεσε σε σωρεία αντιφάσεων και εν πάση περιπτώσει η εμπλοκή της ήταν από τις 05:00 το πρωΐ όταν ο εφεσείων μεταφέρθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Αγίου Δομετίου, με αποτέλεσμα να υπάρχει χρονικό κενό μεταξύ της ώρας της σύλληψης και της παρουσίασης του εφεσείοντος στον Αστυνομικό Σταθμό Αγίου Δομετίου. Ήταν ανακόλουθη η θέση της μάρτυρας ότι ήταν αναγκαία η κράτηση για σκοπούς πλήρους διερεύνησης και ταυτόχρονα η θέση της ότι ακολούθησε τις οδηγίες που περιέχονταν στην εγκύκλιο του Αρχηγού Αστυνομίας. Περιπλέον το πρωτόδικο Δικαστήριο περιέπεσε σε λάθος γιατί δεν έλαβε υπόψη ότι το βάρος απόδειξης βρισκόταν με τους εφεσίβλητους για να δικαιολογήσει την κράτηση μετά την αυτόφωρη σύλληψη. Εναπόκειτο στην Αστυνομία να δείξει ότι η σύλληψη ήταν νόμιμη, αλλά και η περαιτέρω κράτηση ήταν επίσης νόμιμη εφόσον αποστερήθηκε η ελευθερία του εφεσείοντος για χρονικό διάστημα μη αναγκαίο. Η κράτηση έγινε κατά παράβαση του άρθρου 13 του Κεφ. 155, που διασφαλίζει ότι πρέπει να μεταφέρεται ο συλληφθείς με εύλογη σπουδή σε αστυνομικό σταθμό και να πληροφορείται περί της κατηγορίας, ενώ ταυτόχρονα να παρέχονται εύλογες διευκολύνσεις για την εξασφάλιση νομικής συμβουλής και να απολύεται το συντομότερο δυνατό. Ο εφεσείων αναγκάστηκε να παραμείνει έγκλειστος στο αστυνομικό κελί μέχρι τις πρωϊνές ώρες της απόλυσης του. Λανθασμένα, τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την άμεση παραδοχή του εφεσείοντος κατά τρόπο που ελαχιστοποιούσε το ανακριτικό έργο, ενώ δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων. Στο πλαίσιο αυτό λανθασμένα το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ή δεν έκρινε ή αξιολόγησε την εγκύκλιο του τότε Αρχηγού Αστυνομίας αναφορικά με το χειρισμό ατόμων που συλλαμβάνονται να οδηγούν υπό την επήρεια αλκοόλης. Η εγκύκλιος αυτή ήταν παράνομη και αντισυνταγματική, οδήγησε στην αδικαιολόγητη κράτηση του εφεσείοντος και έπρεπε να δοθούν αποζημιώσεις για την αποστέρηση της ελευθερίας του ατόμου.
Η αντίθετη θέση των εφεσιβλήτων εστιάζει στην αρχή ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει σε θέματα αξιοπιστίας και αξιολόγησης μαρτυρίας και στην υπό κρίση περίπτωση δεν υπάρχει κανένας λόγος προς ανατροπή των οποιωνδήποτε ευρημάτων εφόσον η μαρτυρία ήταν επαρκέστατη και δικαιολογήθηκε πλήρως η κράτηση του εφεσείοντος χωρίς η μάρτυρας να είχε υποπέσει σε αντιφάσεις. Η εγκύκλιος δεν δικογραφήθηκε και δεν έπρεπε συνεπώς το Δικαστήριο να την αξιολογήσει, ενώ οι εξουσίες της αστυνομίας για τη σύλληψη προσώπων και τη διερεύνηση ποινικών υποθέσεων εναντίον τους καλύπτονται πλήρως από τις πρόνοιες του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155. Σε αντίθεση με τις εισηγήσεις του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υπόψη του τη μετατόπιση του βάρους απόδειξης και ήταν στη βάση αυτή που έκρινε ότι η κράτηση ήταν αιτιολογημένη και εύλογη. Η μαρτυρία που ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου έδειξε ότι ο εφεσείων είχε συλληφθεί για αυτόφωρο αδίκημα, μεταφέρθηκε αμέσως στον Αστυνομικό Σταθμό που ήταν έναντι του σημείου σύλληψης και μετέπειτα στον Αστυνομικό Σταθμό Αγίου Δομετίου και δεδομένης της μέθης του, αλλά και της αναγκαιότητας διακρίβωσης των στοιχείων του ιδιοκτήτη του οχήματος, καμία χρονοτριβή δεν υπήρξε από την Αστυνομία, η οποία άφησε ελεύθερο επί εγγυήσει τον εφεσείοντα ευθύς με τη συμπλήρωση του ανακριτικού έργου.
Η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει. Στην ουσία οι τρεις από τους πέντε λόγους έφεσης αφορούν την κρίση του Δικαστηρίου επί της αξιολόγησης. Οι δύο άλλοι αφορούν το βάρος απόδειξης και την επίπτωση της εγκυκλίου. Επί των τριών συναφών λόγων έφεσης παρατηρείται ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου ήσαν καθόλα λογικά και απέρρεαν από ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του. Αναδρομή στα πρακτικά που τηρήθηκαν δεν αποκαλύπτει οποιοδήποτε ουσιώδες πρόβλημα ή αντίφαση στη μαρτυρία της αστυφύλακας 342 Χριστίνας Σοφοκλέους ώστε να είναι βάσιμα τα παράπονα τα οποία τίθενται με την έφεση ως προς αυτή την πτυχή. Η μάρτυρας με σαφήνεια κατέθεσε ότι έπρεπε να ληφθεί κατάθεση από τον εφεσείοντα ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς του οχήματος που οδηγούσε εφόσον δεν ήταν ο ίδιος ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης και χωρίς τη γνώση κατά πόσο ο εφεσείων οδηγούσε με τη συγκατάθεση του εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη, δεν ήταν δυνατή η διατύπωση και πρόσαψη οποιασδήποτε γραπτής κατηγορίας. Η μάρτυρας επίσης εύλογα κατέθεσε ότι επειδή ο εφεσείων βρισκόταν υπό την επήρεια αλκοόλης δεν ήταν δυνατή η πρόσαψη αμέσως της κατηγορίας και η παραδοχή του ακριβώς έγινε μετέπειτα με αποτέλεσμα να αφεθεί στη συνέχεια ελεύθερος. Περαιτέρω, κατέθεσε, εύλογα, ότι από τη στιγμή που συνάδελφος της αστυνομικός συλλαμβάνει οδηγό υπό την επήρεια αλκοόλης και τον παραδίδει στην ίδια, αυτή δεν θα κατηγορούσε το άτομο άμεσα ούτε θα λάμβανε σχετική κατάθεση για όσο χρόνο το άτομο παραμένει υπό την επήρεια αλκοόλης και μάλιστα με ένδειξη της τάξης των 66 εκ. Ο χρόνος που διέρρευσε στον Αστυνομικό Σταθμό Αγίου Δομετίου ήταν, όπως εξήγησε η αστυφύλακας με σαφήνεια, αναγκαίος για να εξασφαλιστούν τα στοιχεία του ίδιου του ατόμου, αν ήταν κάτοχος άδειας οδήγησης, αν ήταν ή όχι εγγεγραμμένος οδηγός, τα στοιχεία του ιδιοκτήτη, κατά πόσο υπήρχε συγκατάθεση του ιδιοκτήτη για οδήγηση, ενώ ανεξαρτήτως της ύπαρξης των πιο πάνω δεδομένων και πάλι δεν θα του λάμβανε οποιαδήποτε κατάθεση αμέσως, ούτε θα τον κατηγορούσε γραπτώς εφόσον βρισκόταν υπό την επήρεια αλκοόλης.
Οι ενέργειες της μάρτυρας, ως ανωτέρω εξηγήθηκαν, θα ήταν οι ίδιες, όπως κατέθεσε, ακόμη και σε περίπτωση που δεν ίσχυε τότε η σχετική εγκύκλιος του Αρχηγού Αστυνομίας. Να λεχθεί εδώ ότι, όπως ορθά στην ουσία διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν όφειλε να κρίνει ή να αξιολογήσει την εν λόγω εγκύκλιο, (όπως εισηγείται ο εφεσείων στο σχετικό λόγο έφεσης), αλλά μόνο τα ιδιαίτερα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης. Εύστοχα δε υπέδειξε και η ευπαίδευτος συνήγορος για τους εφεσίβλητους στο περίγραμμα της, αλλά κατά τη συζήτηση της έφεσης ότι στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα δεν δικογραφήθηκε οποιοσδήποτε σχετικός ισχυρισμός περί ύπαρξης εγκυκλίου ή λανθασμένης ενέργειας της Αστυνομίας στη βάση αυτής της εγκυκλίου, ούτε ηγέρθηκε ζήτημα περί παράνομου ή άλλης αντισυνταγματικής εγκυκλίου, παρά μόνο τέθηκε ζήτημα για παράνομη και αντισυνταγματική σύλληψη του εφεσείοντος και/ή κράτηση χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση, ενώ διατυπώθηκε και παράπονο για τη διάρκεια της κράτησης χωρίς αναφορά στην εγκύκλιο.
Επομένως, οι αιτιάσεις που προβάλλονται προς ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης στη βάση λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας της αστυφύλακος δεν έχουν έρεισμα εφόσον τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου ορθά εξάχθηκαν στη βάση της μαρτυρίας αυτής, που περιελάμβανε και τα έγγραφα τα οποία επισυνάφθηκαν ως Τεκμήρια στη γραπτή δήλωση της αστυφύλακος ως μέρος της κυρίας εξέτασης της. Το Δικαστήριο εν προκειμένω ορθά εστίασε την προσοχή του στη μαρτυρία της αστυφύλακος ότι η ύπαρξη της εγκυκλίου δεν ήταν, εν πάση περιτπώσει, ο μοναδικός λόγος κράτησης του εφεσείοντος. Η εγκύκλιος είχε βέβαια σκοπό την καλύτερη, ή, και αυστηρότερη εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου προς καταστολή και δραστική αντιμετώπιση των προβλημάτων που απέρρεαν ως αποτέλεσμα της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλης. Στόχος ήταν όχι μόνο η πρόληψη, αλλά και η προστασία των ιδίων των παραβατών. Η εκ μέρους της αστυφύλακος τήρηση των οδηγιών της εγκυκλίου δεν διαφοροποιούσε τους λόγους σύλληψης και κράτησης του εφεσείοντος, ούτε πρόσθετε ή αφαιρούσε από το αστυνομικό καθήκον που επιβάλλει το Σύνταγμα ή το Κεφ. 155, σε περίπτωση αυτόφωρης σύλληψης. Ο εφεσείων ορθά συνελήφθη για αυτόφωρο αδίκημα και κρατήθηκε για τα περαιτέρω. Ο λόγος της σύλληψης και της κράτησης δεν ήταν η εγκύκλιος αλλά η ίδια η παραβατική συμπεριφορά του εφεσείοντος, η οποία ενεργοποίησε πλέον τις αστυνομικές εξουσίες.
Στο σύγγραμμα των A.N. Loizou - G.M. Pikis «Criminal Procedure in Cyprus», αναφέρονται οι εξουσίες των αστυνομικών οργάνων για σύλληψη ατόμου άνευ εντάλματος σύλληψης εκδοθέντος από Δικαστήριο. Η σύλληψη αυτή είναι δυνατή δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 11.3 του Συντάγματος, το οποίο προδιαγράφει ότι δεν είναι δυνατή η σύλληψη οποιουδήποτε προσώπου άνευ προηγούμενου αιτιολογημένου δικαστικού εντάλματος, εκτός και εάν πρόκειται περί αυτόφωρου αδικήματος που τιμωρείται με φυλάκιση. Το αυτόφωρο του αδικήματος παραπέμπει σε διάπραξη αδικήματος ή ενέργεια τέτοια από το άτομο που δεν αφήνει αμφιβολία στο αστυνομικό όργανο ή σε ένα αντικειμενικό λογικό παρατηρητή ότι έχει διαπραχθεί αδίκημα. Επίσης η έννοια του αυτόφωρου περιλαμβάνει τη σύλληψη του ατόμου ευθύς αμέσως μετά τη διάπραξη του αδικήματος. Εδώ δεν αμφισβητείται, και δεν θα μπορούσε να αμφισβητείτο, ότι ο εφεσείων είχε διαπράξει αυτόφωρο αδίκημα. Το άρθρο 14(1) του Κεφ. 155 προνοεί πότε ένα αστυνομικό όργανο δύναται να θέσει υπό σύλληψη άτομο χωρίς ένταλμα και ορθά το Δικαστήριο αναφέρθηκε και στην υπόθεση Kyriakides v. Police 1 R.S.C.C. 66, ως προς το ότι η σύλληψη πρέπει να ακολουθεί αμέσως τη διάπραξη του αδικήματος.
Περαιτέρω δυνάμει του άρθρου 17 του Κεφ. 155, το συλληφθέν άτομο πρέπει να τεθεί υπό αστυνομική κράτηση σε αστυνομικό σταθμό αμέσως και να πληροφορηθεί για την κατηγορία εναντίον του. Όπως εξηγείται στο πιο πάνω σύγγραμμα σελ. 23, κατά κανόνα τα συλληφθέντα άτομα οδηγούνται στον πλησιέστερο αστυνομικό σταθμό. Αυτό έγινε και στην υπό κρίση περίπτωση όπου ο εφεσείων οδηγήθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Λυκαβητού εφόσον, όπως και ο ίδιος παραδέχθηκε στη μαρτυρία του, ανεκόπη τις πρωϊνές ώρες της 22.4.2006 στη λεωφόρο Σπύρου Κυπριανού, πρώην Σάντα Ρόζα, στη Λευκωσία σχεδόν ακριβώς έναντι του Αστυνομικού Σταθμού Λυκαβητού. Το άρθρο 17 επίσης προνοεί ότι πρέπει να παρέχονται στο συλληφθέντα εύλογες διευκολύνσεις για τη λήψη νομικής συμβουλής και διευκολύνσεις ως προς την υπεράσπιση του και τη δυνατότητα να αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση. Περαιτέρω, το συλληφθέν άτομο θα πρέπει εντός 24 ωρών το αργότερο από τη σύλληψη να οδηγηθεί ενώπιον Δικαστηρίου, αν δεν αφεθεί προηγουμένως ελεύθερος σύμφωνα με το Άρθρο 11 παράγραφος 5 του Συντάγματος. Τα ίδια καταγράφονται και στη νεότερη έκδοση του πιο πάνω συγγράμματος υπό Γ.Μ. Πική: Ποινική Δικονομία στην Κύπρο (2013), σελ. 41 και 61-63.
Ο εφεσείων δεν οδηγήθηκε ενώπιον Δικαστηρίου, αλλά αφέθηκε ελεύθερος επί εγγυήσει στις 08:30 και αφού την ίδια ώρα λήφθηκε κατάθεση από τον πατέρα του, ο οποίος δήλωσε ότι ήταν εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του οχήματος και δικαίωμα στην οδήγηση είχε και ο εφεσείων και γι΄ αυτό ήταν δηλωμένος και στη σχετική ασφάλεια, τη δε συγκεκριμένη ημέρα του αδικήματος οδηγούσε το όχημα με τη συγκατάθεση του. Το εγγυητήριο που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 στη δήλωση του ίδιου του εφεσείοντος δόθηκε δυνάμει του άρθρου 17 του Κεφ. 155 και περιλάμβανε τον όρο όπως ο εφεσείων εμφανισθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 25.4.2006 και ώρα 09:30 π.μ., για να απαντήσει στην κατηγορία. Την ίδια ημέρα μεταξύ των ωρών 08:40-08:45 σύμφωνα με το Τεκμήριο 2 στη δήλωση του εφεσείοντος, κατηγορήθηκε γραπτώς αφού είχαν πλέον αποσαφηνιστεί τα γεγονότα και απάντησε με παραδοχή.
Υπό το φως των ανωτέρω, αλλά και την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ιδίου του εφεσείοντος, ο οποίος κρίθηκε ως έχοντας «μελοδραματοποιήσει τα γεγονότα των επίδικων πρωϊνών ωρών και τις επιπτώσεις που είχε στην ψυχική ηρεμία τόσο του ιδίου όσο και της οικογένειας του» και ότι ήταν «κάπως υπερβολικά και παράλογα τα όσα καταλόγισε ... στην αστυνομία σε σχέση με την υπογραφή του εγγυητηρίου εγγράφου και την προσπάθεια του να πληροφορηθεί για την ημερομηνία ορισμού της ποινικής υπόθεσης στο Δικαστήριο», (αξιολόγηση που, ας σημειωθεί, ουδόλως αμφισβητήθηκε με την έφεση), το Δικαστήριο εύλογα κατέληξε ότι η διάρκεια της αστυνομικής κράτησης ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις και το αστυνομικό έργο διεκπεραιώθηκε χωρίς χρονοτριβή, σε χρονική περίοδο που δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί είτε ως «σοβαρή» είτε ως «κακόπιστη». Όπως διαπιστώθηκε στην Τσουλούπας ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2002) 1 Α.Α.Δ. 1263, όπου είχαν τεθεί παρόμοια ερωτήματα σε αγωγή για αποζημιώσεις για παράνομη σύλληψη και παράνομη κράτηση για σκοπούς διερεύνησης της υπόθεσης, η διάρκεια κράτησης δεν εξετάζεται αφηρημένα, αλλά σε συνάρτηση με τις πραγματικές συνθήκες χώρου και χρόνου, με τελικό κριτή το Δικαστήριο, ως προς το αντικειμενικά εύλογο του χρόνου υπό τις περιστάσεις. Εκεί η κράτηση διήρκεσε επτά ώρες, η Αστυνομία είχε να επιτελέσει και άλλα καθήκοντα εν καιρώ νυκτός και η αργοπορία στη λήψη των καταθέσεων από τους αστυνομικούς δεν οφειλόταν σε αδράνεια ή αδιαφορία, αλλά έγινε καλή τη πίστει στις δεδομένες συνθήκες.
Έτσι και εδώ. Η χρονική διάρκεια ήταν σαφώς ολιγότερη εκείνης στην υπόθεση Τσουλούπας, ενώ, υπενθυμίζεται, ο εφεσείων συνελήφθη επ΄ αυτοφώρω για το αδίκημα της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλης. Το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα από τη σύλληψη μέχρι την απελευθέρωση του με εγγύηση, ήταν εν πάση περιπτώσει και προς όφελος του διότι δεν είχε σημασία η υποκειμενική του θέση, ως ήταν η μαρτυρία του, περί της ικανότητας του να οδηγεί, αλλά το κριτήριο ήταν αντικειμενικό στη βάση της μέτρησης αλκοόλης με δείγμα αναπνοής, που έγινε μάλιστα δύο φορές, προς επιβεβαίωση. Η μαρτυρία της αστυφύλακος είχε και αυτή τη διάσταση, ότι, για να μπορούσε να λάβει κατάθεση από τον εφεσείοντα και να τον κατηγορήσει, έπρεπε να μην τελούσε πλέον υπό το καθεστώς της επήρειας αλκοόλης. Αν το έπραττε, τότε θα δημιουργούσε πρόβλημα στο θεληματικό της κατάθεσης και της απάντησης στην κατηγορία. Η αστυνομία ορθά έπραξε μη αφήνοντας άλλα άτομα όπως τον Ανδρέα Πασιά, Μ.Ε.2, εξάδελφο του εφεσείοντος, να τον παραλάβει αφενός διότι ο εφεσείων ήταν πλέον υπό νόμιμη κράτηση, και αφετέρου θα ήταν ενδεχόμενο να αφήνετο και πάλι ο εφεσείων να οδηγήσει, με αποτέλεσμα τη διάπραξη και άλλου αδικήματος.
Συνάγεται, ότι το Δικαστήριο πρωτοδίκως είχε υπόψη του ότι το αιτιολογημένο της χρονικής διάρκειας της κράτησης βαρύνει την Αστυνομία και αυτό το βάρος εύλογα έκρινε ότι απεσείσθη εφόσον η Αστυνομία θεωρήθηκε ότι αιτιολογημένα και εύλογα είχε υπό κράτηση τον εφεσείοντα για το διάστημα που διέρρευσε μεταξύ της σύλληψης του και της επί εγγυήσει απελευθέρωσης του. Επομένως ο σχετικός λόγος περί λανθασμένης προσέγγισης του Δικαστηρίου ως προς το βάρος απόδειξης δεν ευσταθεί.
Το δικαίωμα ατόμου να αιτηθεί αποζημίωσης για ευθεία παραβίαση Συνταγματικών προνοιών ως δημιουργούσα αγώγιμο δικαίωμα έχει αναγνωρισθεί στην Γιάλλουρος ν. Νικολάου (2001) 1 Α.Α.Δ. 558, (απόφαση Πλήρους Ολομέλειας). Πλην όμως η παράβαση πρέπει να στοιχειοθετηθεί πριν το Δικαστήριο αναλογιστεί το δίκαιο και εύλογο των αποζημιώσεων. Στην υπό κρίση περίπτωση δεν διαπιστώθηκε, και ορθά, τέτοια παραβίαση, είτε των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, είτε των προνοιών του Συντάγματος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ