ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:D49
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 121/2016)
16 Φεβρουαρίου, 2017
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ME THN ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ
SEIF ELDIN MOSTAFA MOHAMED EMAM
-ΚΑΙ-
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,
3. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
-----------------------------------
Νικολέττα Χαραλαμπίδου (κα), για τον Αιτητή.
Ελένη Λοϊζίδου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η Αίτηση.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. Παναγή, Δ.:- Η Αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου αιτήθηκε στη βάση διμερούς συμφωνίας της με την Κυπριακή Δημοκρατία για την έκδοση Φυγοδίκων, η οποία κυρώθηκε με τον περί της Συ΅φωνίας ΅εταξύ της Κυπριακής ∆η΅οκρατίας και της Αραβικής ∆η΅οκρατίας της Αιγύπτου για την Έκδοση Φυγοδίκων (Κυρωτικό) Νό΅ο του 1996, Ν.13 (ΙΙΙ)/96 («η Συμφωνία»), την έκδοση του αιτητή προς το σκοπό δίωξης του σε σχέση με τα ακόλουθα αδικήματα, σύμφωνα με τη νομοθεσία της Αιγύπτου, τα οποία αυτός κατ' ισχυρισμό έχει διαπράξει: (α) αεροπειρατεία, αντίσταση κατά των αρχών και κράτηση ομήρων κατά παράβαση των άρθρων 88 και 88bis του Ποινικού Κώδικα (β) πράξεις που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια αεροσκάφους κατά παράβαση του άρθρου 168 του Νόμου Πολιτικής Αεροπορίας 28/1981 και (γ) ενέργειες κατά παράβαση συγκεκριμένων άρθρων του Νόμου Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας 94/2015. Στις 30.9.2016 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, εξέδωσε διάταγμα κράτησης του αιτητή για σκοπούς έκδοσης του στην Αίγυπτο για να ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη για τα εν λόγω αδικήματα, αφού ικανοποιήθηκε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις που θέτει η Συμφωνία.
Με την παρούσα αίτηση, ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από την Αίγυπτο, επιδιώκει την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, προσβάλλοντας τη νομιμότητα της κράτησης του. Οι λόγοι επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση δεν εκτίθενται στο σώμα της αίτησης, αλλά, όπως αναφέρεται στη γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου του αιτητή και επιβεβαιώθηκε κατά την προφορική συζήτηση της αίτησης ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι οι ακόλουθοι:
i. Η κράτηση για σκοπούς έκδοσης του Αιτητή στην Αίγυπτο παραβιάζει την αρχή της απαγόρευσης της επαναπροώθησης, λαμβανομένου υπόψη ότι ο Αιτητής είναι αιτητής ασύλου και δεν έχει εκδοθεί ακόμη τελική απόφαση επί του αιτήματός του για άσυλο.
ii. Η κράτηση για σκοπούς έκδοσής του Αιτητή στην Αίγυπτο, παραβιάζει τα άρθρα 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και το άρθρο 3 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την Καταπολέμηση των Βασανιστηρίων.
iii. H κράτηση για σκοπούς έκδοσης του Αιτητή στην Αίγυπτο συνιστά, λαμβανομένων όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, άδικον και καταπιεστικόν μέτρο λόγω του ότι οι κατηγορίες εναντίον του δεν έγιναν καλή τη πίστη ή προς το συμφέρον της δικαιοσύνης αλλά έγιναν λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων και της κριτικής την οποία άσκησε εναντίον της Αιγυπτιακής Κυβέρνησης.
Ενιστάμενοι, οι καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν τη νομιμότητα της κράτησης, απαντώντας σε θέσεις και ισχυρισμούς του αιτητή που εκτίθενται στην ένορκη δήλωση του, η οποία συνοδεύει την αίτηση, ενώ εγείρουν αριθμό λόγων γιατί κατά την άποψη τους η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει. Θα γίνει αναφορά πιο κάτω στις εκατέρωθεν θέσεις και εισηγήσεις των διαδίκων, στο βαθμό και έκταση που κρίνεται αναγκαίο για τους σκοπούς της απόφασης.
Χρειάζεται εδώ να καταγραφεί συνοπτικά ως εισαγωγή των όσων θα απασχολήσουν στη συνέχεια, το ιστορικό της υπόθεσης, μετά την άφιξη του αιτητή στην Κυπριακή Δημοκρατία, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία που δέχθηκε το Επαρχιακό Δικαστήριο και τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα. Η ποινική δίωξη του αιτητή στην Κύπρο σε σχέση με την αεροπειρατεία αναστάληκε με οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για σκοπούς έναρξης της διαδικασίας έκδοσης του στην Αίγυπτο. Στις 15.4.2016 και αφού αυτή είχε αρχίσει ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ο αιτητής καταχώρησε αίτηση για πολιτικό άσυλο, ισχυριζόμενος, κατά τη διάρκεια σχετικής με την αίτηση συνέντευξης του σε λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι ο λόγος που τον ώθησε να προχωρήσει στην αεροπειρατεία αεροσκάφους των Αιγυπτιακών Αερογραμμών και να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του ήταν η γενική κατάσταση που επικρατεί στην Αίγυπτο και οι γενικευμένες συλλήψεις, ειδικότερα των γυναικών, μετά το πραξικόπημα των Αιγυπτιακών Δυνάμεων Ασφάλειας στις 3.7.2013 και την εκθρόνιση του Μοχάμεντ Μόρσι. Ο φόβος του εστιάζεται στο γεγονός ότι αν επιστρέψει, θα βασανιστεί και θα εκτελεστεί. Η Υπηρεσία Ασύλου, παρόλο ότι έκρινε πως υπό οποιεσδήποτε άλλες περιστάσεις θα μπορούσε να αναγνωριστεί στον αιτητή η ιδιότητα του πρόσφυγα, εφόσον στο πρόσωπο του συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(1)/2000 (στο εξής «ο Νόμος») και του ’ρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης για το Καθεστώς των Προσφύγων του 1951 (στο εξής «η Σύμβαση της Γενεύης»), τον απέκλεισε από το καθεστώς του πρόσφυγα λόγω της πράξης της αεροπειρατείας, σύμφωνα με το άρθρο 1ΣΤ(β) της Σύμβασης της Γενεύης[1] και το άρθρο 5(1)(γ)(ιν) του Νόμου.[2] Εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου έχει καταχωριστεί διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων. Εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου έχει καταχωριστεί έφεση.
Υπενθυμίζεται ότι η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αιτήσεις Habeas Corpus είναι περιορισμένη. Δεν ενεργεί ως Εφετείο, ούτε έχει την ευχέρεια να ασκήσει όλες τις συνηθισμένες εξουσίες του. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Δικαστηρίου που επιλήφθηκε της έκδοσης ούτε να ελέγξει την ορθότητα της άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, αλλά περιορίζεται στην εξέταση κατά πόσο υπάρχει, από αντικειμενική θεώρηση, επαρκής μαρτυρία για την έκδοση και κατά πόσο το Δικαστήριο ενήργησε εντός του δικαιοδοτικού του πλαισίου (βλ. Hachem ν. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 ΑΑΔ 191). Με αυτά υπόψη, το Δικαστήριο προχωρεί στην εξέταση των αιτιάσεων του αιτητή.
Αναπτύσσοντας τη θέση του αιτητή ότι η κράτηση για σκοπούς έκδοσης του παραβιάζει την αρχή της απαγόρευσης της επαναπροώθησης, η ευπαίδευτη συνήγορος του υποστηρίζει στη γραπτή αγόρευση της ότι εφόσον η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου έχει προσβληθεί με ιεραρχική προσφυγή, ο αιτητής διατηρεί το καθεστώς του αιτητή ασύλου και απαγορεύεται η έκδοση του τόσο από τη Σύμβαση της Γενεύης όσο και από το Ευρωπαϊκό δίκαιο.
Η αρχή της μη επαναπροώθησης προβλέπεται στο άρθρο 33 παρ.1 της Σύμβασης της Γενεύης. Σύμφωνα με αυτή, απαγορεύεται η βίαιη απομάκρυνση των προσφύγων στα σύνορα εδαφών όπου κινδυνεύουν από διώξεις. Την προστασία αυτή δικαιούται να επικαλείται οποιοδήποτε πρόσωπο πληροί τις προϋποθέσεις του ορισμού του πρόσφυγα του άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης, εκτός εάν η υπόθεση του εμπίπτει σε μία από τις εξαιρέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 33.
Το σχετικό κεκτημένο, ενσωματώνεται στο Νόμο, το άρθρο 4(α) του οποίου καθορίζει ότι πρόσφυγας ή αιτητής ασύλου δεν απελαύνεται σε χώρα ή δεν αποστέλλεται στα σύνορα χώρας όπου λόγω φύλου, φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, η ζωή ή η ελευθερία του θα τεθεί σε κίνδυνο ή θα υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή καταδίωξη. Κατά το άρθρο 5(1)(γ)(ι) και (ιι), από το καθεστώς του πρόσφυγα αποκλείονται άτομα τα οποία, μεταξύ άλλων, έχουν διαπράξει έγκλημα κατά της ειρήνης, έγκλημα πολέμου ή έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, όπως τα εγκλήματα αυτά ορίζονται στις διεθνείς συμβάσεις που έχουν καταρτιστεί ΅ε σκοπό την αντιμετώπισή τους ή έχουν διαπράξει σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα σε άλλη χώρα πριν από την έκδοση άδειας διαμονής βασισμένης στην αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα. Στην έννοια του σοβαρού ΅η πολιτικού εγκλήματος περιλαμβάνονται ιδιαίτερα σκληρές πράξεις, έστω και εάν διαπράττονται ΅ε υποτιθέμενο πολιτικό σκοπό. Μέχρι την έκδοση απόφασης επί του αιτήματος του για άσυλο από την Αναθεωρητική Αρχή, αιτητής ασύλου έχει, κατά το άρθρο 8 του Νόμου στο οποίο έχουν πρόσφατα ενσωματωθεί τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 9 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία. Το δικαίωμα αυτό, όμως, δεν ισχύει όταν οι αρμόδιες αρχές προτίθενται να εκδώσουν τον αιτητή σε τρίτη χώρα (βλ. εδάφιο 1(δ)), ενώ η έκδοση επιτρέπεται μόνο εφόσον η αποφασίζουσα την έκδοση αρχή ικανοποιείται ότι «η απόφαση περί της έκδοσης δεν οδηγεί σε ά΅εση ή έ΅΅εση επαναπροώθηση η οποία να παραβαίνει την παράγραφο (α) του άρθρου 4 ή τις υποχρεώσεις της ∆η΅οκρατίας βάσει του διεθνούς δικαίου ή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.» Αντίστοιχες πρόνοιες υπάρχουν και στον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο, Ν.97/1970 (βλ. άρθρο 6(1)(γ)).
Η διαδικασία της έκδοσης και η διαδικασία καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα είναι διαφορετικές διαδικασίες, με διαφορετικούς σκοπούς, ενώ διέπονται και από διαφορετικά νομικά κριτήρια, δεν απαγορεύεται όμως η παράλληλη προώθηση τους. Αυτό προκύπτει από τις Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Έκδοση και τη Διεθνή Προστασία των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες (παράγραφοι 64-66), οι οποίες αν και μη δεσμευτικές για το Δικαστήριο, πρέπει να τους δίνεται «δέουσα βαρύτητα» (considerable weight) υπό το φως της υποχρέωσης των Συμβαλλόμενων Μελών δυνάμει του ’ρθρου 35 της Σύμβασης της Γενεύης, να διευκολύνουν το έργο του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες της επιτήρησης της εφαρμογής των διατάξεων της Σύμβασης (βλ. Al-Sirri v Secretary of State for the Home Department [2012] UKSC 54 και R v Asfaw [2008] UKHL 31). Αναφέρεται, μάλιστα, στην παράγραφο 66 των παραπάνω Κατευθυντηρίων Οδηγιών ότι:
«.είναι συνετό να διεξάγονται παράλληλα οι διαδικασίες του καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα και της έκδοσης. Η αντιμετώπιση αυτή είναι επωφελής για λόγους αποτελεσματικότητας επειδή η διαδικασία έκδοσης μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη πληροφοριών που επιδρούν στον καθορισμό του καθεστώτος του πρόσφυγα και ως εκ τούτου επιβάλλεται να συνεκτιμώνται από τις αρχές ασύλου.»
Συνακόλουθα των πιο πάνω, η κράτηση του αιτητή για σκοπούς έκδοσης του στην Αίγυπτο, δεν καθίσταται παράνομη επειδή δεν έχει εκδοθεί ακόμη τελική απόφαση επί του αιτήματος του για άσυλο, ως είναι η θέση του αιτητή.
Σημειώνεται, όμως, η θέση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ότι όταν η αιτούσα την έκδοση χώρα είναι η χώρα καταγωγής του εκζητούμενου, όπως είναι η εδώ περίπτωση, τα κρατικά όργανα και οι θεσμικοί φορείς που χειρίζονται το αίτημα έκδοσης, δεσμεύονται από απόφαση των αρμοδίων αρχών ασύλου με την οποία αναγνωρίζεται στον εκζητούμενο το καθεστώς του πρόσφυγα. Είναι δε σημαντικό να προηγείται της απόφασης για έκδοση, οριστική απόφαση επί του αιτήματος για πολιτικό άσυλο με το οποίο να καθορίζεται το καθεστώς του εκζητούμενου, γιατί η εκπλήρωση της υποχρέωσης ενός κράτους για μη επαναπροώθηση εξαρτάται από το καθεστώς του εκζητούμενου ως πρόσφυγα. Μπορεί, ως εκ τούτου, να χρειαστεί να αναβληθεί η λήψη απόφασης επί του αιτήματος για έκδοση, μέχρις ότου καταστεί οριστική η απόφαση επί του αιτήματος ασύλου. Αυτό, όμως, δεν είναι ζήτημα το οποίο πρέπει να απασχολήσει το Δικαστήριο αλλά τις αρμόδιες κρατικές αρχές.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, ενώ αποδέχεται ότι αιτητής ασύλου μπορεί να εκδοθεί σε αιτούσα την έκδοση του χώρα, νοουμένου ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της απαγόρευσης της επαναπροώθησης, θέμα που, κατά την εισήγηση της, μόνο στο πλαίσιο των διαδικασιών εξέτασης αίτησης ασύλου μπορεί να διαπιστωθεί, θέτει συναφώς το ερώτημα «πώς είναι δυνατό να κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν κινδυνεύει από επαναπροώθηση σε περίπτωση έκδοσης του στην Αίγυπτο, όταν ήδη αναγνωρίστηκε το βάσιμο του φόβου δίωξης του από την Υπηρεσία Ασύλου αλλά τον απέκλεισαν από το καθεστώς, λόγω των αδικημάτων που έχει διαπράξει;» Από την άλλη πλευρά, η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση συμφωνεί ότι επιβάλλεται η εξέταση κατά πόσο το υπό απέλαση ή το υπό έκδοση πρόσωπο κινδυνεύει, σε περίπτωση επιστροφής του, να παραβιαστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα του. Σε καλύτερη θέση να προβεί στον έλεγχο αυτό, όμως, αλλά και επιφορτισμένο με σχετικό καθήκον δυνάμει του άρθρου 6 του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου, Ν.97/1970[3] είναι το Δικαστήριο το οποίο εξετάζει την αίτηση έκδοσης, παρά μια διοικητική αρχή.
Όπως έχει αναφερθεί, οι διαδικασίες έκδοσης και ασύλου είναι διαφορετικές μεταξύ τους, με διαφορετικούς σκοπούς, ενώ διέπονται από διαφορετικά νομικά κριτήρια. Εφόσον ο εκζητούμενος δεν έχει εκδοθεί, ο κίνδυνος εκτιμάται, σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), από το Δικαστήριο που εξετάζει την αίτηση έκδοσης, στη βάση της μαρτυρίας που έχει ενώπιον του (βλ. Saadi v Italy (2009) 49 EHRR 30), και όχι στα πλαίσια των διαδικασιών της εξέτασης της αίτησης ασύλου, ως εισηγείται η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή. Εξετάζοντας το ζήτημα, το Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη του όλη τη σχετική μαρτυρία, συμπεριλαμβανομένης της μαρτυρίας οποιουδήποτε εμπειρογνώμονα.
’τομο το οποίο έχει αποκλειστεί σύμφωνα με το άρθρο 1ΣΤ της Σύμβασης της Γενεύης, όπως ο αιτητής, δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας και να τύχει διεθνούς προστασίας δυνάμει των προνοιών της. Ωστόσο, μπορεί στην περίπτωση του να εφαρμόζεται η αρχή της απαγόρευσης της επαναπροώθησης δυνάμει άλλης διεθνούς Σύμβασης, όπως η ΕΣΔΑ. Εν προκειμένω, ο αιτητής, όπως έχει αναφερθεί, ισχυρίζεται ότι η κράτηση του για σκοπούς έκδοσης του στην Αίγυπτο παραβιάζει τα άρθρα 2 και 3 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 3 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την Καταπολέμηση των Βασανιστηρίων. Η γραπτή αγόρευση της ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή εστιάζεται στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ και σε σχετική με τούτο νομολογία, το οποίο προβλέπει ότι «Ουδείς επιτρέπεται να υποβληθή εις βασάνους ούτε εις ποινάς ή μεταχείρισιν απανθρώπους ή εξευτελιστικάς», παρέχοντας έτσι ευρύτερη προστασία από αυτή που παρέχεται δυνάμει των άρθρων 32 και 33 της Σύμβασης της Γενεύης.
Η κλασσική απόφαση του ΕΔΑΔ, στην υπόθεση Soering v United Kingdom (1989) 11 EHRR 439 καθιέρωσε την αρχή ότι το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ απαγορεύει γενικά την απομάκρυνση ενός ατόμου προς μια χώρα όπου κινδυνεύει να υποστεί βασανιστήρια. Η απόφαση ενός κράτους να εκδώσει ένα άτομο εξετάζεται υπό το πρίσμα του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και άρα δεσμεύει το εν λόγω κράτος, εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι ο εκζητούμενος αντιμετωπίζει πραγματικό κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία στο κράτος που ζητά την έκδοσή του. Όπως τονίζεται στη Chahal v The United Kingdom [1996] ΕCHR 54, η απαγόρευση βασανιστηρίων από την ΕΣΔΑ έχει απόλυτο χαρακτήρα και ισχύει για κάθε πρόσωπο ανεξάρτητα από τις πράξεις του.
Η επιτυχής επίκληση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ απαιτεί την παρουσίαση σημαντικών λόγων στη βάση των οποίων να πιστεύεται ότι ο εκζητούμενος, εάν παραδοθεί, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια, ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή ποινή στην αιτούσα χώρα. Όπως λέχθηκε στη Soering:
«91. In sum, the decision by a Contracting State to extradite a fugitive may give rise to an issue under Article 3 (art. 3), and hence engage the responsibility of that State under the Convention, where substantial grounds have been shown for believing that the person concerned, if extradited, faces a real risk of being subjected to torture or to inhuman or degrading treatment or punishment in the requesting country.»
Στην R (Ullah) v Special Adjudicator [2004] 2 AC 323 λέχθηκε από το δικαστή Lord Bingham of Cornhill, με αναφορά στη Soering και άλλη νομολογία (παρ.24):
«While the Strasbourg jurisprudence does not preclude reliance on articles other than article 3 as a ground for resisting extradition or expulsion, it makes it quite clear that successful reliance demands presentation of a very strong case. In relation to article 3, it is necessary to show strong grounds for believing that the person, if returned, faces a real risk of being subjected to torture or to inhuman or degrading treatment or punishment.»
Επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση Κ v Russia [2013] ECHR 451 ότι βαρύνει τον αιτητή η υποχρέωση να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι ικανή να αποδείξει ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι αν εκδοθεί θα εκτεθεί σε πραγματικό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση η οποία αντιβαίνει προς το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Όπου προσάγεται τέτοια μαρτυρία, όπως αναφέρεται στη Saadi:
«6..it is for the Government to dispel any doubts about it.
7. In order to determine whether there is a risk of ill-treatment, the Court must examine the forseeable consequences of sending the applicant to the receiving country, bearing in mind the general situation there and his personal circumstances»
To ερώτημα κατά πόσο ο ενδιαφερόμενος αντιμετωπίζει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση που αντιβαίνει το άρθρο 3, αφορά σε μεικτό ζήτημα νομικό και πραγματικό (βλ. MT (Algeria) & Οrs v. Secretary of State for the Home Department [2007] EWCA Civ 808). H δε εξέταση της ύπαρξης πραγματικού κινδύνου είναι αυστηρή. Όπως αναφέρεται στη Saadi:
«Furthermore, the Court has frequently indicated that it applies rigorous criteria and exercises close scrutiny when assessing the existence of a real risk of ill-treatment (see Jabari, cited above, § 39) in the event of a person being removed from the territory of the respondent State by extradition, expulsion or any other measure pursuing that aim. Although assessment of that risk is to some degree speculative, the Court has always been very cautious, examining carefully the material placed before it in the light of the requisite standard of proof (see paragraphs 128 and 132 above) before indicating an interim measure under Rule 39 of finding that the enforcement of removal from the territory would be contrary to Article 3 of the Convention. As a result, since adopting the Chahal judgment it has only rarely reached such a conclusion.»
Εν προκειμένω, τονίστηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο του αιτητή, κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, ότι ο λόγος για τον οποίο ο αιτητής ισχυρίζεται ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος παραβίασης του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, είναι ακριβώς η πράξη της αεροπειρατείας, αφού εγκατέλειψε την Aίγυπτο, χώρα καταγωγής του, με στόχο να δημοσιοποιήσει τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα αυτή.
Τη θέση ότι σε περίπτωση έκδοσης του αιτητή θα υποστεί βασανιστήρια και δεν θα τύχει δίκαιης δίκης, υποστήριξε και ο ίδιος ο αιτητής όταν κατάθετε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και την επαναλαμβάνει και στην ένορκη δήλωση του η οποία συνοδεύει την υπό εξέταση αίτηση, ισχυριζόμενος ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος σε περίπτωση έκδοσης του, να υποστεί σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων του στη ζωή και της μη υποβολής του σε βασανιστήρια και σε απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση. Πρόσθεσε δε ότι έχει επανειλημμένα βασανιστεί από τις Αιγυπτιακές Αρχές στις φυλακές όπου είχε φυλακιστεί για τις πολιτικές πεποιθήσεις και δράση του, ενώ κάνει λόγο και για ασταθές πολιτικό σκηνικό, με πλήρη σύγχυση της εκτελεστικής με τη δικαστική εξουσία και συστηματική παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων των αντιφρονούντων με δολοφονίες, εξαφανίσεις και συστηματικά βασανιστήρια στις φυλακές. Διενήργησε την αεροπειρατεία με αφορμή την αντιδημοκρατική κατάσταση στην Αίγυπτο, εκφράζοντας τη διαμαρτυρία του για την συμπεριφορά των Αιγυπτιακών Αρχών έναντι συγκεκριμένων γυναικών, οι οποίες συνελήφθησαν και ξυλοκοπήθηκαν από τις αρχές επειδή διαδήλωναν και οι οποίες ήταν φυλακισμένες στην Αίγυπτο. Με την πράξη του να θέσει το αιγυπτιακό ζήτημα και τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που σήμερα συμβαίνουν στην Αίγυπτο ενώπιον του ευρύτερου κοινού, λόγω της είδησης για την αεροπειρατεία στα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία, τέθηκε εκ νέου στο στόχαστρο της Αιγυπτιακής Κυβέρνησης η οποία ζητά την έκδοση του κυρίως για πολιτικούς λόγους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μη έχοντας πεισθεί από τις θέσεις του αιτητή, ουσιαστικά απέρριψε τη μαρτυρία του, κρίνοντας ειδικότερα για τη θέση του ότι είναι θύμα διώξεων για τα πολιτικά του πιστεύω πως «ό,τι προκύπτει ξεκάθαρα από τα όσα ο ίδιος αναφέρει, είναι πως οι αρχές ασχολούνταν μαζί του μόνο κατόπιν συλλήψεων του λόγω χρήσης πλαστών διαβατηρίων». Αναφορικά με τους ισχυρισμούς του για καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Αίγυπτο, σημείωσε την καθολική απουσία σχετικής μαρτυρίας. Προσπάθεια δε για προσαγωγή της μαρτυρίας του καθηγητή Emile Joffe, σε σχέση με την επικρατούσα κατάσταση στην Αίγυπτο αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, η έκθεση του οποίου τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως έγγραφο ΑΓ - αντίγραφο επισυνάπτεται και στην ένορκη δήλωση του αιτητή που συνοδεύει την παρούσα αίτηση - απέτυχε, αφού το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του, έκρινε ότι δεν μπορούσε να δεχθεί τη μαρτυρία του κ. Joffe ως εμπειρογνώμονα. Προβάλλεται σχετικά στην ένορκη δήλωση του αιτητή, η οποία υποστηρίζει την υπό εξέταση αίτηση, ότι το Δικαστήριο δεν έδωσε ικανοποιητική αιτιολογία για την πιο πάνω απόφαση του. Θέση η οποία παρέμεινε μετέωρη αφού δεν αναπτύχθηκε ούτε προωθήθηκε στην αγόρευση της συνηγόρου του αιτητή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Ούτε, σημειώνεται, προβλήθηκε οποιοσδήποτε νομικός λόγος σε σχέση με την απόρριψη της μαρτυρίας του αιτητή. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί επίσης ότι ενώ δόθηκε κάθε ευκαιρία στην πλευρά του αιτητή να παρουσιάσει τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα, τόσο πριν όσο και μετά την παραπάνω ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αυτή δεν το έπραξε. Αίτηση που υποβλήθηκε εκ μέρους του αιτητή στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας για την προσκόμιση περαιτέρω μαρτυρίας, η οποία δεν ήταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, απορρίφθηκε με ενδιάμεση απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ημερομηνίας 19.1.2017.
Το παράπονο του αιτητή για την πτυχή της υπόθεσης που εδώ απασχολεί, όπως αναπτύσσεται στην γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου του, εστιάζεται στο ότι η παροχή των σχετικών εγγυήσεων από την Αιγυπτιακή Κυβέρνηση, έγινε κατ' ουσία τυπικά και για σκοπούς συμμόρφωσης με τις διατάξεις της διμερούς Συμφωνίας Κύπρου-Αιγύπτου, ως «υποχρεωτικές εγγυήσεις» όπως αναφέρουν οι ίδιες οι Αιγυπτιακές Αρχές στα έγγραφα έκδοσης. Αντί δε οι αρμόδιες αρχές και το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβούν στη δική τους έρευνα ως προς την κατάσταση σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Αίγυπτο, «ικανοποιήθηκαν με τις εν λόγω εγγυήσεις ή/και ικανοποιήθηκαν επί τη βάση μαρτυρίας που προέβαινε σε αυθαίρετα συμπεράσματα και που παραπλάνησε το Δικαστήριο κατά τη λήψη της απόφασης του, αντίστοιχα ότι κανένας κίνδυνος συντρέχει για τον Αιτητή να υποστεί παραβιάσεις των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ».
Εν προκειμένω, κατά την ευπαίδευτη συνήγορο του αιτητή, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρασύρθηκε σε εσφαλμένη εκτίμηση της κατάστασης από τη μαρτυρία της κας Χατζηπροδρόμου, νομικού στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, τη μαρτυρία της οποίας αποδέχθηκε. Αυτή δε, όπως μνημονεύεται στην πρωτόδικη απόφαση, κατάθεσε ότι στα πλαίσια της διακρατικής συνεργασίας, που στηρίζεται σε πολυμερείς ή διακρατικές συμβάσεις, η Κύπρος οφείλει να τηρεί και να σέβεται τις εγγυήσεις και διαβεβαιώσεις που δίνονται από άλλα Κράτη στα πλαίσια τέτοιων διαδικασιών από την αιτούσα χώρα για τη συγκεκριμένη περίπτωση, τα οποία έχουν βαρύτητα, και δεν είναι επιτρεπτό «να λαμβάνεται κάτι αόριστο και εξωγενές υπόψη». Οι καθ΄ ων η αίτηση συμφωνούν ότι στην περίπτωση που ένας φυγόδικος παρουσιάσει αξιόπιστη μαρτυρία ότι κινδυνεύει να υποστεί βασανιστήρια εάν εκδοθεί, οι εγγυήσεις της αιτούσας χώρας μπορεί να μην είναι ικανοποιητικές ότι δεν θα υπάρξει παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ με την έκδοση του. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, δεν παρουσιάστηκε τέτοια μαρτυρία.
Οι αιτιάσεις του αιτητή δεν ευσταθούν. Το ορθό κριτήριο σε σχέση με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ είναι κατά πόσο έχουν καταδειχθεί σημαντικοί λόγοι να πιστεύεται ότι ο αιτητής, εάν παραδοθεί, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια, ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή ποινή στην Αίγυπτο. Αυτό, κατά την απόφαση AS & DD (Libya) v Secretary of State for the Home Department & Anor [2008] EWCA Civ 289 «means no more than that there must be a proper evidential basis for concluding that there was such a real risk. This is made clear in Saadi v Italy .». Η απόφαση ως προς την ύπαρξη πραγματικού κίνδυνου πρέπει να βασίζεται σε αποδεικτικά στοιχεία και όχι σε ισχυρισμούς ή θεωρίες. Το βάρος απόδειξης ισχυρισμών για παραβιάσεις της ΕΣΔΑ, όπως έχει αναφερθεί, το φέρει ο εκζητούμενος.
Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε στη διάθεση του στοιχεία αντικειμενικά και αξιόπιστα ότι σε περίπτωση που ο αιτητής εκδοθεί, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση η οποία παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα του, ενώ είχε ενώπιον του τις διαβεβαιώσεις των Αιγυπτιακών Αρχών (συγκεκριμένα του Prosecutor General της Αιγύπτου) ότι, μεταξύ άλλων, σέβονται και θα σεβαστούν πλήρως τα δικαιώματα του αιτητή, όπως αυτά απορρέουν από την ΕΣΔΑ και ότι τα αδικήματα για τα οποία επιδιώκεται η δίωξη και η προσαγωγή του αιτητή ενώπιον Δικαστηρίου της Αιγύπτου δεν επισύρουν θανατική ποινή. Δεν υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία η οποία να αμφισβητεί το αξιόπιστο των διαβεβαιώσεων ή ότι αυτές θα γίνουν σεβαστές από τις Αιγυπτιακές Αρχές, ή για την ύπαρξη οποιουδήποτε κινδύνου να μη τις σεβαστούν, καθώς επίσης για το μέγεθος του κινδύνου. Επίσης, στα πλαίσια αιτήματος της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας για συμπληρωματικές πληροφορίες - διευκρινίσεις, δόθηκε δέσμη εγγράφων (Τεκμήριο Χ ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου), στο οποίο περιλαμβάνονται διαβεβαιώσεις ότι ο αιτητής θα απολαμβάνει όλες τις εγγυήσεις για δίκαιη δίωξη («will enjoy all the guarantees of fair prosecution»), ενώ περιγράφονται οι διαδικασίες που θα ακολουθηθούν, αφού παραδοθεί ο αιτητής στις Αιγυπτιακές Αρχές, καθώς και οι εγγυήσεις που παρέχονται για δίκαιη δίωξη και δίκαιη δίκη. Σύμφωνα με άλλο συμπληρωματικό έγγραφο (Τεκμήριο XII), η Αίγυπτος έχει προβεί στην υπογραφή και κύρωση διεθνών συμβάσεων για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μεταξύ άλλων, τη Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων και ’λλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας, η οποία υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 10 Δεκεμβρίου 1984. Στην έκθεση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου (Τεκμήριο ΧΙV ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου), οι «διπλωματικές εγγυήσεις» περιγράφονται ως αξιόπιστες και ότι «καλύπτονται» από τη Συμφωνία μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου για την έκδοση φυγοδίκων. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου να αποδώσει στον αιτητή, ο οποίος δεν έχει αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, το «ευεργέτημα της αμφιβολίας», λόγω των πολιτικών απόψεων που εξέφρασε εναντίον της σημερινής κυβέρνησης της Αιγύπτου, κατά τη διάρκεια της αεροπειρατείας και ακολούθως με τη σύλληψη του από τις Κυπριακές Αρχές, υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών αρχών, δεν βοηθά την υπόθεση του. Σημειώνεται δε ότι στο τέλος της έκθεσης αναφέρεται:
«Παράλληλα από τα παραπάνω και δεδομένου ότι, δεν επιβεβαιώθηκε περίπτωση ο αιτών να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κρίνεται ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του ’ρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή του ’ρθρου 3 της Σύμβασης κατά των βασανιστηρίων.»
Η προσέγγιση του Επαρχιακού Δικαστηρίου με βάση τα στοιχεία που είχαν παρουσιαστεί ενώπιον του ήταν εύλογη.
Ο αιτητής, στη θέση ότι η κράτηση του για σκοπούς έκδοσης συνιστά άδικον και καταπιεστικό μέτρο, λόγω του ότι οι κατηγορίες εναντίον του δεν έγιναν καλή τη πίστη ή προς το συμφέρον της δικαιοσύνης αλλά λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων και της κριτικής την οποία αυτός άσκησε εναντίον της Αιγυπτιακής Κυβέρνησης (βλ. άρθρο 10(3)(γ) του Ν.70/1970), εντάσσει και τη διάπραξη της αεροπειρατείας, η οποία, εισηγείται, συνιστά από μόνη της πολιτική πράξη και έκφραση πολιτικών πεποιθήσεων που θέτουν τη ζωή του σε κίνδυνο σε περίπτωση έκδοσης του στην Αίγυπτο.
Μπορεί να λεχθεί ευθύς εξαρχής ότι η αεροπειρατεία από μόνη της δεν συνιστά πολιτική πράξη ούτε αποκλείει αυτόν που τη διέπραξε από το καθεστώς του πρόσφυγα. Η κάθε περίπτωση εξαρτάται από τα δικά της περιστατικά. (Βλ., μεταξύ άλλων, παρ. 85 και 86 του Background Note on the Application of the Exclusion Clauses: Article 1F of the 1951 Convention relating to the Status of Refugees, (UNHCR)).
Οι συνήγοροι δεν έχουν επικαλεσθεί οποιαδήποτε αυθεντία σε σχέση με την ερμηνεία της φράσης «πολιτική πράξη». Πρόκειται για φράση που, όπως αναφέρουν σχολιαστές, είναι δύσκολο να ερμηνευθεί. Ωστόσο, θεωρώ χρήσιμες, για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, τις ερμηνείες που δόθηκαν στις αγγλικές αποφάσεις T v Secretary of State for the Home Department [1996] AC 742 και Schtraks v. Government of Israel and Others [1962] UKHL 4. Στην πρώτη, αναφέρεται από το δικαστή Lord Lloyd of Berwick ότι:
«A crime is a political crime for the purposes of article 1F( b) of the Geneva Convention if, and only if (1) it is committed for a political purpose, that is to say, with the object of overthrowing or subverting or changing the government of a state or inducing it to change its policy; and (2) there is a sufficiently close and direct link between the crime and the alleged political purpose. In determining whether such a link exists, the court will bear in mind the means used to achieve the political end, and will have particular regard to whether the crime was aimed at a military or governmental target, on the one hand, or a civilian target on the other, and in either event whether it was likely to involve the indiscriminate killing or injuring of members of the public.»
Στη δεύτερη, λέχθηκε από το δικαστή Viscount Radcliffe:
«In my opinion the idea that lies behind the phrase "offence of a political character" is that the fugitive is at odds with the state that applies for his extradition on some issue connected with the political control or government of the country. The analogy of "political" in this context is with "political" in such phrases as "political refugee", "political asylum" or "political prisoner". It does indicate, I think, that the requesting state is after him for reasons other than the enforcement of the criminal law in its ordinary, what I may call its common or international, aspect. It is this idea that the judges were seeking to express in the two early cases of Re Castioni n(16) and Re Meunier n(17) when they connected the political offence with an uprising, a disturbance, an insurrection, a civil war or struggle for power: and in my opinion it is still necessary to maintain the idea of that connection.»
Το αδίκημα της αεροπειρατείας και τα λοιπά αδικήματα για τα οποία ζητείται η έκδοση του αιτητή είναι αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Tα περιστατικά της υπόθεσης δεν είναι τέτοια που να αποδίδουν σε αυτά πολιτική χροιά. Όπως διαπιστώθηκε και πρωτοδίκως, απουσιάζει μαρτυρία η οποία να θέτει τον αιτητή σε αντιπαράθεση με την Αιγυπτιακή Κυβέρνηση λόγω των πιστεύω και των πεποιθήσεων του. Αποτέλεσε δε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο αιτητής «ελεύθερα μπορούσε να πηγαινοέρχεται εντός ή εκτός Αιγύπτου χωρίς προβλήματα» και οι αρχές ασχολούνταν μαζί του, ως έχει αναφερθεί, «μόνο κατόπιν συλλήψεων του λόγω χρήσης πλαστών διαβατηρίων». Ούτε αποδείχθηκε οποιαδήποτε δραστηριότητα του αιτητή η οποία να επιτρέπει τον χαρακτηρισμό των πράξεων που του αποδίδονται ως «πράξεις πολιτικού χαρακτήρα», όπως έχει ερμηνευθεί ο όρος στην παραπάνω νομολογία. Περαιτέρω, δεν υπάρχει αξιόπιστη μαρτυρία ότι οι κατηγορίες εναντίον του αιτητή δεν έγιναν καλή τη πίστη αλλά αντίθετα με σκοπό την πολιτική δίωξη του. Αντί αυτών, υπάρχουν οι διαβεβαιώσεις των Αιγυπτιακών Αρχών ότι τα κίνητρα της δίωξης δεν είναι πολιτικά. Κατά τεκμήριο οι δημόσιες αρχές των συμβληθέντων κρατών ενεργούν με καλή πίστη. Όποτε δε εγείρεται θέμα πως η δίωξη ενός εκζητούμενου γίνεται για πολιτικά ή άλλα κίνητρα, το βάρος απόδειξης το φέρει αυτός (Γενικός Εισαγγελέας ν. Konovalova, Πολ. Εφ. 436/11, ημερ. 30.9.2015), ECLI:CY:AD:2015:D639. Ο αιτητής δεν έχει αποσείσει το εν λόγω βάρος.
Συνακόλουθα των πιο πάνω, δεν συντρέχει λόγος ο οποίος να δικαιολογεί την έγκριση της αίτησης, η οποία και απορρίπτεται. Ενόψει της φύσης της διαδικασίας, δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] «Αι διατάξεις της Συμβάσεως ταύτης δεν εφαρμόζονται επί προσώπων δια τα οποία υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύη τις ότι:
α) .˙
β) έχουν διαπράξει σοβαρόν αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου ευρισκόμενα εκτός της χώρας της εισδοχής πριν ή γίνουν ταύτα δεκτά ως πρόσφυγες υπό της χώρας ταύτης˙
γ) .»
[2] «5.-(1) Αιτητής αποκλείεται από το καθεστώς του πρόσφυγα-
...
(γ) σε περίπτωση που υπάρχουν σοβαροί λόγοι ότι-
.
(iv) είναι ηθικός αυτουργός ή συ΅΅ετέχει άλλως πως στη διάπραξη οποιουδήποτε από τα προβλεπό΅ενα στις υποπαραγράφους (i) ΅έχρι και (iii) εγκλή΅ατα ή πράξεις.»
[3] «6.(1) Ουδείς θέλει εκδοθή δυνά΅ει του παρόντος Νό΅ου εις Κράτος συνάψαν συνθήκην εκδόσεως ΅ετά της ∆η΅οκρατίας ή εις καθωρισ΅ένην χώραν της Κοινοπολιτείας ουδέ δύναται να κρατηθή ή να εκδοθή έvταλ΅α κρατήσεως αυτού διά τους σκοπούς της τοιαύτης εκδόσεως, εάν ούτος είναι πολίτης της ∆η΅οκρατίας εξαιρου΅ένων των περιπτώσεων που επιτρέπεται από το Σύνταγ΅α ή εάν ο Υπουργός, το εκδικάζον την αίτησιν της εκδόσεως δικαστήριον ή το επιληφθέν αιτήσεως habeas corpus ή αιτήσεως αναθεωρήσεως Ανώτατον ∆ικαστήριον κρίνη ότι
(α) το αδίκη΅α, δι' ο ούτος διώκεται ή κατεδικάσθη είναι πολιτικού χαρακτήρος.
(β) η αίτησις εκδόσεως (καίτοι ε΅φανιζο΅ένη ως αφορώσα εις αδίκη΅α δι' ο δύναται να χωρήση έκδοσις) υπεβλήθη εν τη πραγ΅ατικότητι επί τω σκοπώ διώξεως ή κολάσεως αυτού λόγω της φυλής εις ην ανήκει, των θρησκευτικών αυτού πεποιθήσεων, της εθνικότητός του ή των πολιτικών αυτού φρονη΅άτων. ή
(γ) ούτος θα ηδύνατο, εφ' όσον ενηργείτο η έκδοσις του, να τύχη δυσ΅ενούς ΅εταχειρίσεως κατά την εκδίκασιν της υποθέσεως του ή vα κολασθή, κρατηθή ή περιορισθή η προσωπική αυτού ελευθερία, λόγω της φυλής εις ην ανήκει, των θρησκευτικών αυτού πεποιθήσεων, της εθνικότητός του ή των πολιτικών αυτού φρονη΅άτων.»