ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Σταματίου, Κατερίνα Λ. Διομήδους με Θ. Κκαϊλή (κα), για την Εφεσείουσα. Αν. Μυλωνάς, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-02-21 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο XENOS TRAVEL LTD ν. PANASOFT A.E., Πολιτική Έφεση Αρ. 116/2011, 21/2/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A55

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                                               (Πολιτική Έφεση Αρ. 116/2011)

 

21 Φεβρουαρίου, 2017

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δικαστές]

 

XENOS TRAVEL LTD,

 

Εφεσείουσα/Εναγόμενη,

 

ΚΑΙ

 

PANASOFT A.E.,

 

Εφεσίβλητη/Ενάγουσα.

----------

 

Λ. Διομήδους με Θ. Κκαϊλή (κα), για την Εφεσείουσα.

 

Αν. Μυλωνάς, για την Εφεσίβλητη.

 

----------

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.

 -----------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την έκθεση απαίτησης η εφεσίβλητη-ενάγουσα ισχυρίζεται ότι, δυνάμει συμφωνίας ημερομηνίας 23.1.2002, συμφώνησε με την εφεσείουσα-εναγομένη όπως της πωλήσει πρόγραμμα πληροφορικής για τη διαχείριση ταξιδιωτικών γραφείων, γνωστό με την επωνυμία «Travel Force 2000», έναντι της συμφωνηθείσας τιμής των ΛΚ30.000, πλέον ΦΠΑ. Το 25% της τιμής θα καταβάλλετο με την υπογραφή της συμφωνίας, 25% με την εγκατάσταση του προγράμματος και 50% μετά παρέλευση έξι μηνών με την υλοποίηση της εγκατάστασης. Η εφεσίβλητη εγκατέστησε το εν λόγω πρόγραμμα και πρόσφερε κατάλληλη εκπαίδευση στο προσωπικό της εφεσείουσας. Παρά ταύτα, η εφεσείουσα κατέβαλε μόνο το ποσό των ΛΚ7.500 στις 12.3.2002, ενώ το υπόλοιπο ποσό παραμένει απλήρωτο.

 

Η εφεσείουσα δέχεται στην έκθεση υπεράσπισής της ότι συνομολογήθηκε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων με τους όρους που τέθηκαν στην έκθεση απαίτησης, αρνείται, όμως, ότι η εφεσίβλητη συμμορφώθηκε με τις υποχρεώσεις που είχε δυνάμει της συμφωνίας. Συγκεκριμένα, ενώ παραδέχεται την εγκατάσταση του προγράμματος, αρνείται ότι η εφεσίβλητη προσέφερε την κατάλληλη εκπαίδευση στο προσωπικό της. Παραδέχεται, επίσης, την καταβολή του ποσού των ΛΚ7.500, αρνούμενη ότι οφείλει οποιοδήποτε άλλο ποσό, καθότι, ως ισχυρίζεται, η εφεσίβλητη απέτυχε, ως υποχρεούτο, δυνάμει ουσιώδους όρου της συμφωνίας, να δημιουργήσει πρόγραμμα επικοινωνίας (interface) μεταξύ του εγκατασταθέντος προγράμματος Travel Force 2000 και του υφιστάμενου λογιστικού προγράμματος της εφεσείουσας υπό την ονομασία LK. Ως αποτέλεσμα της εν λόγω παράβασης, το εγκατασταθέν πρόγραμμα παρέμεινε χωρίς αξία ή χρησιμότητα. Κλήθηκε επανειλημμένως η εφεσίβλητη να επιδιορθώσει το πρόγραμμα, αλλά παρά τις υποσχέσεις της ουδέποτε το έπραξε. Συνεπώς, είτε λόγω παράβασης ουσιώδους όρου της συμφωνίας, είτε λόγω πλήρους αποτυχίας ανταλλάγματος, η εφεσείουσα δεν όφειλε οποιοδήποτε επιπλέον ποσό.

 

Στην απάντησή της η εφεσίβλητη προσθέτει ότι ήταν συμβατική υποχρέωση της εφεσείουσας να εξασφαλίσει τη δομή για τη λειτουργία προγράμματος επικοινωνίας μεταξύ του Travel Force 2000 και του LK. Παρά την εν λόγω παράλειψη της εφεσείουσας, η εφεσίβλητη, με δικά της έξοδα, ανακάλυψε τη δομή του λογιστικού αρχείου του προγράμματος LK και πέτυχε τη δημιουργία και λειτουργία του Ιnterface. Διαζευκτικά, σε περίπτωση που ήθελε αποδειχθεί αποτυχία επικοινωνίας του Travel Force 2000 με το LK, τούτο οφείλετο αποκλειστικά στην εφεσείουσα. Η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι εκπλήρωσε όλες τις συμβατικές της υποχρεώσεις από τις οποίες επωφελήθηκε η εφεσείουσα πλήρως την αξία του εγκατασταθέντος προγράμματος και δικαιούται στην είσπραξη του εναπομείναντος οφειλόμενου ποσού.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, κατέληξε ότι η εφεσίβλητη αμέσως μετά την υπογραφή της συμφωνίας (Τεκμ. 2) εγκατέστησε το πρόγραμμα που προνοείτο σ΄ αυτήν και σταδιακά πρόσφερε και την κατάλληλη εκπαίδευση στο προσωπικό της εφεσείουσας.

 

Δυνάμει του όρου 14 της συμφωνίας, η εφεσίβλητη όφειλε να δημιουργήσει πρόγραμμα επικοινωνίας (Interface) του εγκατεστηθέντος προγράμματος Travel Force 2000 και του υφιστάμενου λογιστικού προγράμματος, με την ονομασία LK, νοουμένου ότι η εφεσείουσα θα εξασφάλιζε τη δομή του λογιστικού αρχείου του προγράμματος σε ASCII μορφή, πράγμα το οποίο έπραξε. Παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν, δεν κατέστη δυνατό να δημιουργηθεί και να εγκατασταθεί το εν λόγω πρόγραμμα επικοινωνίας.

 

Δυνάμει του όρου 3 των ειδικών όρων της συμφωνίας, η εφεσείουσα εντός εννέα μηνών από την εγκατάσταση του προγράμματος, δηλαδή μέχρι 1.11.2002, είχε το δικαίωμα να το επιστρέψει και να της επιστραφεί η αξία του πλην των εξόδων εκπαίδευσης και εγκατάστασης. Η εφεσείουσα ουδέποτε επέστρεψε το εν λόγω πρόγραμμα και ουδέποτε τερμάτισε ρητά τη συμφωνία. Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η εφεσείουσα ουδέποτε προέβη σε οποιαδήποτε πράξη ή ενέργεια που να άφηνε να νοηθεί ότι θεωρούσε τη συμφωνία τερματισθείσα. Αντίθετα, για πολλούς μήνες μετά τη συνομολόγηση της συμφωνίας, διαβουλευόταν με την εφεσίβλητη, με σκοπό την εξεύρεση τρόπων πλήρους λειτουργίας του αγορασθέντος προγράμματος Travel Force 2000.

 

Με βάση τα πιο πάνω συμπεράσματα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως η εφεσίβλητη παραβίασε τον όρο 14 της συμφωνίας, ο οποίος ήταν τέτοιας σημασίας και σπουδαιότητας για τη γόνιμη εκμετάλλευση και πλήρη χρήση του εγκατεστηθέντος προγράμματος, που τον καθιστούσε ουσιώδη όρο της συμφωνίας. Η παράβαση του εν λόγω όρου δεν εξουδετέρωσε αφ΄ εαυτού τη συμφωνία, παρείχε όμως το δικαίωμα στην εφεσείουσα να την τερματίσει, να διεκδικήσει αποζημιώσεις και να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις της βάσει της συμφωνίας. Δικαίωμα το οποίο ουδέποτε άσκησε, ούτε προέβη σε οποιαδήποτε πράξη ή ενέργεια που να άφηνε να νοηθεί ότι θεωρούσε τη συμφωνία τερματισθείσα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η συμφωνία παρέμεινε ζωντανή και εφαρμόσιμη και η εφεσείουσα ήταν υπόχρεη να καταβάλει το συνολικό τίμημα. Ως εκ τούτου, εξέδωσε απόφαση για το ποσό των €38.443,50 που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό δυνάμει της συμφωνίας, ήτοι ΛΚ22.500, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.

 

Η εφεσείουσα με έξι λόγους έφεσης αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Θεωρεί εσφαλμένη την ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου των συμβάσεων και ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά πλήρη παραγνώριση των δικογράφων και της αποδεκτής μαρτυρίας εξέδωσε απόφαση στη βάση του ότι η συμφωνία δεν είχε τερματιστεί (1ος λόγος έφεσης). Λανθασμένα έκρινε ότι η εφεσείουσα ουδέποτε άσκησε το δικαίωμα που είχε να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις της βάσει της συμφωνίας και ότι δεν είχε προβεί σε οποιανδήποτε ενέργεια που να άφηνε να νοηθεί ότι θεωρούσε τη συμφωνία τερματισθείσα (2ος λόγος έφεσης). Εσφαλμένα έκρινε ότι η συμφωνία παρέμεινε ζωντανή και εφαρμόσιμη (3ος λόγος έφεσης). Εσφαλμένα έκρινε ότι η παράβαση του ουσιώδους όρου δεν εξουδετέρωσε αφ΄ εαυτού τη συμφωνία (4ος λόγος έφεσης). Εσφαλμένα έκρινε ότι η παράβαση του όρου 14 δεν συνιστούσε θεμελιώδη παράβαση και ότι, εν πάση περιπτώσει, η κατάσταση δεν αλλάζει, αφού η συμφωνία δεν αυτοαναιρείται (5ος λόγος έφεσης). Εσφαλμένα και κατά πλήρη παραγνώριση της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή έκρινε ότι δεν υπήρξε έλλειψη ή αποτυχία αντιπαροχής (6ος λόγος έφεσης).

 

Όλοι οι λόγοι είναι συναφείς μεταξύ τους και θα εξεταστούν μαζί.

 

Αποτελεί θέση της εφεσείουσας ότι, με βάση τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο όρος 14 ήταν ουσιώδης, υπήρξε παράβαση του και η παράβαση αυτή «ανασκάπτει το ίδιο το θεμέλιο της συμφωνίας και ουσιαστικά αναιρεί τη βάση επί της οποίας συνομολογήθηκε από την εφεσίβλητη», η εφεσίβλητη δεν δικαιούτο να ανακτήσει τη συμφωνηθείσα αμοιβή, έχοντας υπόψη ότι η επίδικη συμφωνία αποτελεί αδιαίρετη συμφωνία (entire contract). Δεν μπορούσε, επίσης, να επιδικαστεί και να ανακτηθεί μικρότερο ποσό για μερική εκτέλεση της συμφωνίας, εφόσον το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να κατανέμει (apportion) την αντιπαροχή. Η αξίωση με βάση την έκθεση απαίτησης στηριζόταν σε πλήρη εκτέλεση των συμφωνηθέντων «προς πλήρη ικανοποίηση της εναγομένης» και, με βάση τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν μπορούσε να εκδώσει απόφαση για ολόκληρο το ποσό. Προς τούτο παρέπεμψε στην υπόθεση Marketrends  (Capital Market) Ltd v. Synthesis Softward Ltd (2009) 1 AAΔ 514.

 

Αποτελεί περαιτέρω θέση της εφεσείουσας ότι ο τερματισμός της συμφωνίας δεν είναι απαραίτητο να γίνεται με οποιοδήποτε συγκεκριμένο τρόπο ή τύπο. Αρκεί να υπάρχει μαρτυρία από την οποία να συνάγεται το συμπέρασμα ότι ένα μέρος της σύμβασης είχε διακηρύξει την πρόθεση του περί μη δέσμευσης του από τη συμφωνία. Στην προκείμενη περίπτωση υπήρχε επιστολή της εφεσείουσας ημερομηνίας 8.4.2005 προς το δικηγόρο της εφεσίβλητης με την οποία διακήρυττε ότι δεν είχε οποιαδήποτε υποχρέωση έναντι της εφεσίβλητης. Αυτό υποδηλεί ότι η εφεσείουσα θεωρούσε τη συμφωνία τερματισθείσα. Άλλωστε δεν έχει προβεί σε οποιαδήποτε πράξη από την οποία να μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασα ότι αναγνωρίζει τη συνέχιση της συμφωνίας.

 

Σύμφωνα με τη μαρτυρία, η εφεσίβλητη έδωσε τελική ημερομηνία λειτουργίας του προγράμματος την 1.1.2004 κάτι που δεν έγινε λόγω παραβίασης του όρου 14 της συμφωνίας που κρίθηκε ότι ήταν ουσιώδης. Η εφεσείουσα εισηγείται ότι με βάση τη νομολογία νομιμοποιείτο να χειριστεί τη συμφωνία ως τερματισθείσα και να θεωρήσει τον εαυτό της απαλλαγμένο από τις δικές της συμβατικές υποχρεώσεις, δηλαδή να μην υποχρεούται να προβεί στην πληρωμή του υπόλοιπου τιμήματος. Τέλος η εφεσείουσα επικαλείται πλήρη έλλειψη αντιπαροχής λόγω της παράβασης του ουσιώδους όρου 14. Σύμφωνα με τις δικογραφημένες θέσεις της εφεσίβλητης, αυτή εγκατέστησε το πρόγραμμα σύμφωνα με τις πρόνοιες της συμφωνίας προς πλήρη ικανοποίηση της εφεσείουσας, κάτι που δεν κατόρθωσε να αποδείξει.

 

Η εφεσίβλητη από την άλλη υπεραμύνθηκε της πρωτόδικης απόφασης. Εισηγήθηκε ότι ορθά το Δικαστήριο επεδίκασε το εναπομείναν ποσό της επίδικης συμφωνίας αφού η συμφωνία ουδέποτε τερματίστηκε ως προνοεί το άρθρο 39 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149. Ανεξαρτήτως του κατά πόσο υπήρξε παράβαση ουσιώδη όρου ή θεμελιώδης παράβαση της συμφωνίας, κάτι που δεν επικαλέστηκε η εφεσείουσα στην υπεράσπιση της, για να έχει δικαίωμα να θεωρήσει τον εαυτόν της απαλλαγμένο από τις συμβατικές της υποχρεώσεις, είχε υποχρέωση να τερματίσει την επίδικη συμφωνία. Επιπρόσθετα, η εφεσείουσα δεν χρησιμοποίησε ούτε το δικαίωμα που της παρείχε ο όρος 3 της συμφωνίας να επιστρέψει το επίδικο πρόγραμμα εντός της περιόδου των εννέα μηνών από την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας. Αποτελεί περαιτέρω θέση της εφεσίβλητης ότι το επίδικο πρόγραμμα λειτούργησε κανονικά πλην της λειτουργίας της σύνδεσης με το λογιστικό πρόγραμμα LK. Ως εκ τούτου, απέδειξε ουσιαστικά τη βάση της απαίτησής της. Η εφεσείουσα τέλος, δεν έθεσε οιονδήποτε ζήτημα θεμελιώδους παράβασης της επίδικης συμφωνίας.

 

Το Δικαστήριο κατέληξε ότι υπήρξε παραβίαση ουσιώδους όρου της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας η οποία έδιδε το δικαίωμα στο αναίτιο μέρος να την τερματίσει και να διεκδικήσει αποζημιώσεις, δικαίωμα που δεν άσκησε η εφεσείουσα. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:

 

«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η δημιουργία και εγκατάσταση του προγράμματος επικοινωνίας (INTERFACE) μεταξύ του παλαιού λογιστικού προγράμματος LK και του καινούργιου εγκατασταθέντος προγράμματος TRAVEL FORCE 2000, ήταν τέτοιας σημασίας και σπουδαιότητας για τη γόνιμη εκμετάλλευση και πλήρη χρήση του ίδιου του TRAVEL FORCE 2000 που καθιστούσε τον επ' αυτού όρο 14, ουσιώδη όρο της Συμφωνίας. Η παράβαση όμως του εν λόγω όρου δεν εξουδετέρωσε αφ εαυτού τη Συμφωνία (βλ. Photo Production Ltd v. Securicor Transport Ltd [1980] A.C 827). Παρείχε απλώς το δικαίωμα στην εναγόμενη (το αναίτιο μέρος) να τερματίσει τη Συμφωνία, να διεκδικήσει αποζημίωση και βεβαίως να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις της βάσει της Συμφωνίας. Αυτό το δικαίωμα όμως ουδέποτε το άσκησε η εναγόμενη. Ούτε και προέβη σε οποιαδήποτε πράξη ή ενέργεια που να άφηνε να νοηθεί ότι θεωρούσε τη Συμφωνία τερματισθείσα. Αντίθετα για πολλούς μήνες μετά τη συνομολόγηση της Συμφωνίας, διαβουλευόταν με την εναγόμενη, με σκοπό την εξεύρεση τρόπων πλήρους λειτουργίας του αγορασθέντος προγράμματος TRAVEL FORCE 2000. Συνεπώς η Συμφωνία παρέμεινε ζωντανή και εφαρμόσιμη και η ενάγουσα δεσμεύεται από τους λοιπούς της όρους, μεταξύ των οποίων και η υποχρέωση της για καταβολή του συνολικού τιμήματος.»

 

Παρά την πιο πάνω ορθή προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υπήρξε κάποια σύγχυση όταν το Δικαστήριο, αναλύοντας τις νομικές αρχές που διέπουν το τι αποτελεί ουσιώδη όρο μίας συμφωνίας, ανέφερε ότι «είναι πρόνοια που αφορά την ουσία της συμφωνίας και παράβαση του ανασκάπτει το ίδιο το θεμέλιο της συμφωνίας και ουσιαστικά αναιρεί τη βάση επί της οποίας συνομολογήθηκε (βλ. Bauer v. Διογένη Ηροδότου & Υιοί Λτδ (1994) 1 ΑΑΔ 325)».

 

Αυτή, όμως, η αναφορά που έγινε στην υπόθεση Bauer v. Διογένη Ηροδότου & Υιοί Λτδ αφορούσε θεμελιώδη παράβαση συμφωνίας (fundamental breach), κάτι που διακρίνεται από την παράβαση ουσιώδη όρου η οποία διαπιστώθηκε στην προκείμενη περίπτωση. Το ζήτημα τέθηκε στην ορθή του διάσταση σε μεταγενέστερο στάδιο της απόφασης, όταν το Δικαστήριο ανέλυε την εισήγηση που είχε προβάλει ο τότε συνήγορος της εφεσείουσας περί θεμελιώδους παράβασης της συμφωνίας, όπου ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Στην αγόρευση του, ο ευπαίδευτος συνήγορος αναφέρθηκε και σε θεμελιώδη παράβαση της Συμφωνίας (fundamental breach). Η θεμελιώδης παράβαση διακρίνεται από την παράβαση ουσιώδους όρου, αφού καθιστά την ίδια την εκτέλεση της συμφωνίας εντελώς διαφορετική απ' εκείνη που αρχικά προβλέπετο (βλ.  Bauer (ανωτέρω) και Suisse Atlantique Societe D'armement Maritime SA v. N V Rotterdamsche Kolen Centrale [1966] 2 All.E.R. 61). Η αρχική συμφωνία εκριζώνεται και στη θέση της εμφανίζεται κάτι εντελώς διαφορετικό. Δεν νομίζω η παράβαση στην προκειμένη περίπτωση να προσλαμβάνει μια τέτοια μορφή. Εν πάση περιπτώσει και έτσι να ήταν τα πράγματα, η κατάσταση δεν αλλάζει αφού και πάλι η συμφωνία δεν αυτοαναιρείται, απλά παρέχεται το δικαίωμα στο αναίτιο μέρος να την τερματίσει (βλ.Bauer ανωτέρω).»

 

Από το πιο πάνω απόσπασμα είναι εμφανές ότι διαλευκάνθηκε το ζήτημα, με αποτέλεσμα να μη χωρεί αμφιβολία ως προς την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι υπήρξε παράβαση ουσιώδους όρου και όχι θεμελιώδης παράβαση της συμφωνίας (fundamental breach). Άλλωστε, τέτοιος ισχυρισμός δεν προβλήθηκε ούτε στο δικόγραφο της εφεσείουσας.

 

Στην επίδικη συμφωνία, το Άρθρο 1 τιτλοφορείται «αντικείμενο του συμφώνου» και σ΄αυτό γίνεται αναφορά στο παράρτημα Α που επισυνάπτεται και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συμφωνίας, όπου περιλαμβάνονται «τα τμήματα και πλήρης περιγραφή αυτών». Στο εν λόγω παράρτημα αριθμούνται και περιγράφονται δέκα προγράμματα. Το πρόγραμμα που προνοείται στον όρο 14 της συμφωνίας αποτελεί το δέκατο πρόγραμμα που παρατίθεται στο παράρτημα. Η παράβαση που  διαπίστωσε το Δικαστήριο και δεν αμφισβητείται από την εφεσίβλητη, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί θεμελιώδης παράβαση της συμφωνίας με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης. Και αυτό γιατί δεν εκθεμελιώνει το σκοπό της συμφωνίας και τη βάση επί της οποίας συνομολογήθηκε.

 

Με διαπιστωμένη την παράβαση του όρου 14, η οποία κρίθηκε ως ουσιώδης, παρείχετο το δικαίωμα στο αναίτιο μέρος, εδώ εφεσείοντα, να τερματίσει τη σύμβαση. Η  σύμβαση, όμως, δεν τερματίζεται με την παράβασή της. Η εφεσείουσα δεν άσκησε το δικαίωμα που είχε και δεν προχώρησε σε τερματισμό. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρεί ότι έχει αποδεσμευτεί από τη σύμβαση και απαλλαγεί των δικών της υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν.

 

Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Metaxas Loizides Syrimis & Co κ.ά. ν. L. K. Globalsoft Co Ltd (2007) 1 AAΔ 54:

 

«Στην ανάλυση το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα, με τα οποία συμφωνούμε:-

 

«Αποτελεί κοινό τόπο στο δίκαιο των συμβάσεων ότι το αναίτιο μέρος έχει διάφορες επιλογές: είτε να θεωρήσει την παράβαση από το υπαίτιο μέρος ως τερματίζουσα τη σύμβαση, να αποδεχθεί τον τερματισμό εκ μέρους του υπαίτιου μέρους και να εγείρει αγωγή για αποζημιώσεις, οπότε και οι δύο πλευρές απαλλάσσονται από την περαιτέρω εκτέλεση και επιπλέον αποζημιώσεις για τυχόν ζημιά που προέκυψε από την αργοπορία στην εκτέλεση.  Δύναται επίσης να προχωρήσει και με τις δύο πιο πάνω θεραπείες διαζευκτικά, αν και στη δίκη θα πρέπει να επιλέξει ποια εν τέλει θα ακολουθήσει.  Αν ο πωλητής αποδεχθεί την παράβαση και τερματίσει τη σύμβαση, δεν μπορεί να ζητήσει ειδική εκτέλεση εφόσον και οι δύο πλευρές απαλλάσσονται από την περαιτέρω εκτέλεση.  Όπου η ειδική εκτέλεση παραμένει επιλογή και εκδίδεται σχετικό διάταγμα, η σύμβαση παραμένει σε ισχύ και δεν απορροφάται ("merged") στη δικαστική απόφαση για ειδική εκτέλεση.  Η επιλογή εδώ είναι για συνέχιση της σύμβασης υπό την επίβλεψη του Δικαστηρίου.  Τέλος, αν ο αγοραστής δεν συμμορφωθεί με το διάταγμα για ειδική εκτέλεση, τότε ο πωλητής (το αναίτιο μέρος) δύναται είτε να ζητήσει από το Δικαστήριο την εφαρμογή του διατάγματος, είτε να αιτηθεί από το Δικαστήριο την ακύρωση του διατάγματος και να ζητήσει σ' εκείνο το στάδιο τον τερματισμό της σύμβασης και να του αποδοθούν αποζημιώσεις.

 

Τα πιο πάνω αποτελούν την αυθεντική προσέγγιση του Δικαστηρίου της Βουλής των Λόρδων στην Johnson v. Agnew* - supra.  O Lord Wilberforce έθεσε επίσης τέρμα στην λανθασμένη αντίληψη ότι αποδοχή μιας παράβασης σε σύμβαση που επιφέρει τερματισμό, ισοδυναμεί με τερματισμό της σύμβασης εξ υπαρχής.  Εξ' υπαρχής τερματισμός ή ακύρωση ("rescission ab initio") συμβαίνει μόνο όπου η σύμβαση εμποτίζεται από λάθος, δόλο ή έλλειψη συγκατάθεσης, οπότε και η σύμβαση θεωρείται ως μηδέποτε γενομένη. 

 

......................................................................................................

...........................................................................................................

 

 

Οι πιο πάνω ορθές αρχές δεν βοηθούν την υπόθεση των εναγόντων.  Οι ενάγοντες είχαν με τη διαπίστωση της διάρρηξης την επιλογή είτε να τερματίσουν είτε να συνεχίσουν τη συμφωνία.  Δεν την τερμάτισαν και δεν υπάρχει τίποτε είτε στη συμπεριφορά τους είτε στην αλληλογραφία που να δείχνει το αντίθετο.  Όπως αναφέρει και στον Treitel: The Law of Contract, 8η Έκδ., σελ. 746:

 

«It is a question of fact in each case whether the option to rescind has been exercised. Active steps seem to be necessary for this purpose; and notice of the exercise of the option must sometimes be given to the party in breach.»»

 

Στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει οποιαδήποτε ενέργεια της εφεσείουσας που να υποδηλεί τερματισμό της επίδικης συμφωνίας. Η επιστολή ημερομηνίας 8.4.2005, που επικαλείται, η οποία απεστάλη μετά που ζητήθηκε από το δικηγόρο της εφεσίβλητης η πληρωμή του υπόλοιπου ποσού της συμφωνίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί, κατά αντικειμενικό τρόπο, τερματισμός της συμφωνίας. Με αυτήν η εφεσείουσα ενημερώνει απλά ότι η εγκατάσταση του προγράμματος είχε γίνει, αλλά ουδέποτε έχει λειτουργήσει και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει οποιαδήποτε υποχρέωση για πληρωμή. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η εφεσείουσα ουδέποτε επέστρεψε το επίδικο πρόγραμμα και συνέχισε να το κατέχει. Και αυτό, παρά την ύπαρξη πρόνοιας στη συμφωνία, ότι είχε το δικαίωμα να το επιστρέψει εντός περιόδου εννέα μηνών από την ημέρα που υπογράφηκε η συμφωνία. Τα γεγονότα αυτά δεν επέτρεπαν στο Δικαστήριο να καταλήξει ότι η εφεσείυοσα είχε διακηρύξει την πρόθεσή της περί μη δέσμευσής της από τη συμφωνία, όπως επικαλείται στο περίγραμμα αγόρευσής της.

 

Η εισήγηση της εφεσείουσας ότι υπήρξε έλλειψη αντιπαροχής τέθηκε πρωτοδίκως και απορρίφθηκε ως ακολούθως:

 

«Τέλος, διαζευκτικά έγινε λόγος για έλλειψη αντιπαροχής (failure of consideration). Όταν υπάρχει έλλειψη ή αποτυχία αντιπαροχής η συμφωνία είναι εξ υπαρχής άκυρη - void abinitio (βλ.Rover International Ltd and others v. Cannon Film Sales Ltd (No.3) [1989] 3 All E.R 423. Η αποτυχία πρέπει να είναι πλήρης διότι η αντιπαροχή είναι "ενιαία και αδιαίρετη" (βλ. Chitty on Contracts (General Principles) (29η έκδοση), παράγραφος 29-054 και Halsbury's Laws of England (4η έκδοση), Τόμος 9, παρ.667-669.) Στην προκειμένη περίπτωση είναι προφανές πως δεν υπήρξε πλήρης αποτυχία αντιπαροχής. Η αντιπαροχή ήταν το πρόγραμμα TRAVEL FORCE 2000, το οποίο παραδόθηκε και εγκαταστάθηκε κανονικά. Το πρόβλημα είναι στην πορεία που προέκυψε και αφορούσε ουσιώδη μεν, επιμέρους δε, όρο της Συμφωνίας. Πλήρης αποτυχία αντιπαροχής θα υπήρχε αν δεν παραδιδόταν καν το πρόγραμμα TRAVEL FORCE 2000 ή αν αυτό δεν λειτουργούσε. »

 

Συμφωνούμε με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστήριου. Είναι όντως προφανές ότι έγινε η παράδοση του επίδικου προγράμματος από την εφεσίβλητη το οποίο εγκαταστάθηκε και λειτουργούσε. Η αναποτελεσματικότητα του προγράμματος επικοινωνίας «Interface» μεταξύ του προγράμματος Travel Force με το λογιστικό πρόγραμμα LK, το οποίο επίσης ανέλαβε να διεκπεραιώσει η εφεσίβλητη, δυνάμει του όρου 14 της συμφωνίας, έστω και εάν αποτελεούσε ουσιώδη όρο της συμφωνίας, δεν μπορεί να οδηγήσει σε εύρημα περί πλήρους αποτυχίας αντιπαροχής.

 

Ως εκ των ανωτέρω θεωρούμε ότι, εφόσον η επίδικη συμφωνία ουδέποτε τερματίστηκε, ούτε επεστράφη το επίδικο πρόγραμμα, η εφεσείουσα ήταν υπόχρεη να συμμορφωθεί με τις δικές της συμβατικές υποχρεώσεις, ήτοι την πληρωμή του υπόλοιπου ποσού της σύμβασης. Το γεγονός ότι στην έκθεση απαίτησης η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι εγκατέστησε το επίδικο πρόγραμμα «προς πλήρη ικανοποίηση της Εναγομένης», ενώ το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση της εφεσίβλητης με τον όρο 14 της σύμβασης, δεν θεωρούμε ότι απολήγει σε μη απόδειξη των δικογραφημένων θέσεών της.

 

Η υπόθεση Marketrends (Capital Market) Ltd v. Synthesis Softward Ltd (πιο πάνω) διαφοροποιείται από την παρούσα ως προς τα γεγονότα. Σ΄εκείνη την υπόθεση η αγωγή αφορούσε αξίωση ποσού για εργασίες που εκτελέστηκαν εμπρόθεσμα και κανονικά και/ή προϊόντα που παραδόθηκαν. Εκεί οι εφεσείοντες/εναγόμενοι απέδωσαν στην εφεσίβλητη αντισυμβατική συμπεριφορά, η οποία συνίστατο στο ότι δεν προσέφεραν το σύνολο των υπηρεσιών και προϊόντων που συμφωνήθηκε, ισχυριζόμενοι ότι τους απάλλασσε από τις συμβατικές τους υποχρεώσεις και, περαιτέρω, ανταξίωσαν ένα ποσό λόγω του ότι ανέθεσαν το έργο σε τρίτους έναντι ψηλότερης αμοιβής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων και την ανταπαίτησή τους. Κρίθηκε πρωτόδικα πως, παρά το ότι στην έκθεση απαίτησης δεν αξιώνονταν αποζημιώσεις λόγω παράβασης συμφωνίας, ήταν δυνατό να αποδοθεί θεραπεία που δεν επιζητείτο, εφόσον στοιχειοθετήθηκαν τα γεγονότα της έκθεσης απαίτησης, άσχετα από το ακριβές νομικό πέπλο κάτω από το οποίο τέθηκε η απαίτηση. Το Εφετείο διαφώνησε με αυτή την προσέγγιση, θεωρώντας ότι η έκθεση απαίτησης ήταν σαφής και στηριζόταν σε πλήρη εκτέλεση των συμφωνηθέντων, χωρίς να υπάρχουν σε αυτή οποιαδήποτε άλλα γεγονότα τα οποία με διαφορετικό πέπλο θα μπορούσε να οδηγήσουν σε άλλες αναζητήσεις. Ως εκ τούτου, διαφοροποιήθηκε η πρωτόδικη απόφαση έτσι ώστε να αφαιρεθεί το ποσό που αντιστοιχούσε στο ανεκπλήρωτο μέρος της συμφωνίας. Δεν εγέρθηκε και δεν απασχόλησε το Δικαστήριο σε εκείνη την υπόθεση το δικαίωμα τερματισμού της σύμβασης από τον εναγόμενο, ούτε το δικαίωμα επιστροφής του αντικειμένου της σύμβασης, στοιχεία που εγείρονται στην παρούσα περίπτωση.

 

Συνοψίζοντας, η παρούσα αφορά συμφωνία πώλησης και εγκατάστασης ενός προγράμματος πληροφορικής το οποίο, σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, εγκαταστάθηκε και σταδιακά προσεφέρθη η κατάλληλη εκπαίδευση στο προσωπικό της εφεσείουσας. Αυτό που διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο είναι η παράβαση του όρου 14 της σύμβασης, όπως έχει εκτεθεί πιο πάνω. Επρόκειτο για μία λειτουργία που ανέλαβε να δημιουργήσει η εφεσίβλητη στο εγκατεστηθέν πρόγραμμα για την οποία δεν προνοείτο επιμέρους τίμημα. Το γεγονός ότι το Δικαστήριο κατέληξε ότι υπήρξε παράβαση αυτού του όρου, έδιδε δικαίωμα στην εφεσείουσα να τερματίσει τη σύμβαση, πέραν της ευχέρειας που παρείχε η σύμβαση για επιστροφή του προγράμματος. Από τη στιγμή που η εφεσείουσα δεν προέβη σε καμία από αυτές τις ενέργειες, όφειλε να συμμορφωθεί με τους όρους της σύμβασης και να καταβάλει το οφειλόμενο δυνάμει αυτής ποσό. Η δημιουργία του προγράμματος που προνοείτο στον όρο 14 δεν μπορούσε να διαχωριστεί από τις υπόλοιπες πρόνοιες της σύμβασης.

 

Για τους πιο πάνω λόγους κρίνουμε ότι κανένας από τους λόγους έφεσης δεν ευσταθεί.

 

 

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο