ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Λιάτσος, Αντώνης Ν. Χατζηιωάννου και Α. Χατζηιωάννου, για τον Εφεσείοντα στην 334/2011 και Εφεσίβλητο 2 στην 396/2011. Χρ. Ερωτοκρίτου (κα) για Α. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα στην 396/2011 και Εφεσίβλητο 2 στην 334/2011. Κ. Κνώφος για Κ. Δημητριάδη, για τον Εφεσίβλητο 1 και στις δύο εφέσεις. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-01-10 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ Χ»ΑΔΑΜΟΥ κ.α. ν. ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΠΑΝΑΓΗ κ.α., Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 334/2011 και 396/2011, 10/1/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A3

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 334/2011 και 396/2011)

 

10 Ιανουαρίου, 2017

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

(Πολιτική Εφεση Αρ. 334/2011)

 

ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ Χ»ΑΔΑΜΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

 

1.    ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΠΑΝΑΓΗ,

2.   ΑΝΔΡΕΑ ΑΓΓΕΛΗ,

Εφεσιβλήτων.

 

(Πολιτική Εφεση Αρ. 396/2011)

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΓΓΕΛΗ,

Εφεσείων,

ν.

 

1.    ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΠΑΝΑΓΗ,

2.   ΑΝΑΣΤΑΣΗ Χ»ΑΔΑΜΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

 

_ _ _ _ _ _


Ν. Χατζηιωάννου και Α. Χατζηιωάννου, για τον Εφεσείοντα στην 334/2011 και Εφεσίβλητο 2 στην 396/2011.

Χρ. Ερωτοκρίτου (κα) για Α. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα στην 396/2011 και Εφεσίβλητο 2 στην 334/2011.

Κ. Κνώφος για Κ. Δημητριάδη, για τον Εφεσίβλητο 1 και στις δύο εφέσεις.

_ _ _ _ _ _

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας ο Εφεσίβλητος 1 και στις δύο εφέσεις (θα αναφέρεται στη συνέχεια ως ο Παναγή), διεκδικούσε ειδικές και γενικές αποζημιώσεις σε σχέση με ζημιές που υπέστη το όχημά του και τραυματισμούς του ιδίου, ως αποτέλεσμα τροχαίου δυστυχήματος που επεσυνέβη στη λεωφόρο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, στα Λατσιά, στις 30.1.2005. Το ποσό των ειδικών και γενικών αποζημιώσεων, επί πλήρους ευθύνης, είχε συμφωνηθεί και δεν αποτέλεσε αντικείμενο της πρωτόδικης δικαστικής διαμάχης. Ο,τι απέμεινε προς κρίση, ήταν το ζήτημα της ευθύνης.

 

Σύμφωνα με το αδιαμφισβήτητο μέρος των γεγονότων, όπως αυτά τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ο Παναγή, επαγγελματίας οδηγός ταξί, ήταν σταθμευμένος σε σημείο του αριστερού παγκέτου της πιο πάνω λεωφόρου, όταν προσέκρουσε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου του άλλο όχημα, που οδηγούσε ο Εφεσίβλητος 2 στην έφεση 334/11 και Εφεσείων στην έφεση 396/11 (θα αναφέρεται στη συνέχεια ως ο Αγγελή), με αποτέλεσμα την πρόκληση των επίδικων ζημιών και τραυματισμών. Ηταν η εκδοχή του Αγγελή ότι στην προσπάθειά του να αποφύγει άλλο όχημα, το οποίο εισήλθε απροειδοποίητα στη λεωφόρο Μακαρίου και του απέκοψε την πορεία, προέβηκε σε απότομο ελιγμό, απώλεσε τον έλεγχο του οχήματός του και προσέκρουσε στο όχημα του Παναγή. Το τρίτο αυτό όχημα οδηγείτο από τον Εφεσείοντα στην έφεση 334/11 και Εφεσίβλητο 2 στην έφεση 396/11 (θα αναφέρεται στη συνέχεια ως ο Χ»Αδάμου). Ο Χ»Αδάμου, αντικρούοντας την εκδοχή του Αγγελή, προέβαλε τη θέση ότι ο τελευταίος οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα, στην οποία και απέδωσε την αποκλειστική ευθύνη πρόκλησης του δυστυχήματος.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αποδεχόμενο τα όσα εισηγήθηκε η πλευρά του Αγγελή και απορρίπτοντας εξ ολοκλήρου τη μαρτυρία του Χ»Αδάμου, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:

 

«1. Ο ενάγοντας (Παναγή) ήταν νόμιμα σταθμευμένος όταν το όχημα του δέχθηκε κτύπημα από το όχημα που οδηγούσε ο εναγόμενος 1 (Αγγελή).

 

2. Ο εναγόμενος 2 (Χ»Αδάμου) δεν έλεγξε το δρόμο προτού εισέλθει σε αυτόν με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί τον εναγόμενο 1.

 

3. Ο εναγόμενος 2 εισήλθε εντός του δρόμου όταν ο εναγόμενος 1 ήταν σε πολύ μικρή απόσταση από αυτόν.

4. Ο εναγόμενος 2 ανέκοψε την πορεία του εναγόμενου 1 και ο εναγόμενος 1 έκανε απότομο ελιγμό προς δεξιά να τον αποφύγει.

 

5. Ο εναγόμενος 1 δεν έτρεχε, αλλά επειδή έκανε απότομο ελιγμό στα δεξιά και επειδή ο δρόμος ήταν ολισθηρός έχασε τον έλεγχο του οχήματός του με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το σταθμευμένο όχημα του ενάγοντα.»

 

Με βάση τα πιο πάνω ευρήματα ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι αποκλειστική αιτία πρόκλησης του δυστυχήματος ήταν η οδική συμπεριφορά του Χ»Αδάμου, ήτοι, η αιφνίδια παρεμβολή του οχήματος που οδηγούσε στην πορεία του Αγγελή, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να προβεί σε απότομο ελιγμό και να συγκρουστεί με το όχημα του Παναγή, το οποίο ήταν σταθμευμένο, νόμιμα, στο αριστερό κράσπεδο της λεωφόρου. Υπό τα δεδομένα αυτά, εκδόθηκε απόφαση προς όφελος του Παναγή και εναντίον του Χ»Αδάμου για το ποσό των συμφωνηθεισών ήδη αποζημιώσεων, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα. Η αγωγή εναντίον του Αγγελή απορρίφθηκε, χωρίς όμως να εκδοθεί καμία διαταγή για έξοδα, στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:

 

 

 «... καθότι δεν έγινε διαδικασία ο εναγόμενος 2 να συνεισφέρει στα έξοδα του εναγόμενου 1 με βάση τη διαδικασία συνεναγομένου που του παρέχεται από τους θεσμούς. Ο ενάγοντας δεν γνώριζε ποιος από τους δύο εναγόμενους ευθυνόταν για το δυστύχημα. Ηταν νόμιμα σταθμευμένος και δεν είχε τρόπο να γνωρίζει ότι ο εναγόμενος 1 συγκρούστηκε μαζί του επειδή άλλο πρόσωπο ανέκοψε την πορεία του. Επομένως, μετά την ετοιμασία της αστυνομικής έκθεσης ήταν υποχρεωμένος εκ των πραγμάτων να εγείρει αγωγή και εναντίον των δύο προσώπων. Θα ήταν άδικο υπό τις περιστάσεις να επιβαρυνθεί τα έξοδα του εναγόμενου 1 παρόλο που η αγωγή έχει αποτύχει εναντίον του.»

 

 

 

 

Η πιο πάνω προσέγγιση ως προς το ζήτημα των εξόδων του Αγγελή, συνιστά και το αντικείμενο της έφεσης 396/11. Εισηγείται ο Εφεσείων - Αγγελή ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέδωσε διαταγή για την καταβολή των δικηγορικών του εξόδων, αφού, μοναδική γενεσιουργός αιτία για το επίδικο ατύχημα ήταν η επίδικη οδική συμπεριφορά του Χ»Αδάμου. Εισηγείται, συναφώς, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, να επιδικάσει τα δικηγορικά έξοδα υπέρ του και εις βάρος του Χ»Αδάμου, ως αποτυχόντος διαδίκου.

Ως ζήτημα λογικής προτεραιότητας, θα πρέπει να εξετασθεί πρώτα η έφεση 334/11 - αντικείμενο της οποίας είναι η αμφισβήτηση της πρωτόδικης κρίσης ως προς το ζήτημα της αποκλειστικής ευθύνης του Χ»Αδάμου στην πρόκληση του επίδικου δυστυχήματος - αφού τυχόν ανατροπή της πρωτόδικης προσέγγισης επί της ευθύνης θα επιδράσει, αναπόφευκτα, και στο θέμα της διαταγής ως προς τα έξοδα.

 

Ο Εφεσείοντας Χ»Αδάμου, με πέντε λόγους έφεσης, οι οποίοι ουσιαστικά συμπλέκονται, θέτει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έκρινε, με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία το θέμα της ευθύνης. Πιο συγκεκριμένα, με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν έκαμε εύρημα ότι ο Αγγελή οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα και με τους υπόλοιπους πλήττεται, ως επίσης εσφαλμένη, η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η αποδοχή, ως αξιόπιστης, της μαρτυρίας του Αγγελή και, αντίστοιχα, η απόρριψη, ως αναξιόπιστης, αυτής του Χ»Αδάμου.

 

Δεν υπάρχουν περιθώρια επιτυχίας των εξεταζόμενων λόγων  έφεσης.

 

Πάγια ευθυγραμμισμένη είναι η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως προς το ζήτημα του περιθωρίου επέμβασης του Εφετείου στον τρόπο με τον οποίο πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογεί την ενώπιόν του μαρτυρία και προβαίνει στα ανάλογα ευρήματα. Όπως είχαμε την ευκαιρία να συνοψίσουμε στην Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφεση Αρ. 45/2014, ημερομηνίας 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470 και μεταγενέστερα στην Χρυσοδόντας ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφεση Αρ. 124/2016, ημερομηνίας 9.11.2016, ECLI:CY:AD:2016:B513:

 

«Με δεδομένο ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου  βασίζονται κυρίως πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που παρουσιάζεται, μπορεί να αποτυπωθεί ως απόσταγμα της όλης  σχετικής νομολογίας, ότι το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στα πλαίσια της ενώπιόν του ζωντανής διαδικασίας την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, θα πρέπει πάντοτε να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το πρωτόδικο δικαστήριο της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.»

 

 

 

 

 

Στην υπό κρίση περίπτωση τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν, κατά κύριο λόγο, απόρροια της αποδοχής ως αξιόπιστης της μαρτυρίας του Αγγελή - εναγόμενου 1. Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του δικαστηρίου κατά την πορεία αξιολόγησης της ουσιαστικής αυτής μαρτυρίας. Ούτε και έχουμε πεισθεί ότι δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό για το πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει στα ευρήματα αξιοπιστίας που κατέληξε. Αντίθετα, ορθά απορρίφθηκε η εκδοχή του εφεσείοντα Χ»Αδάμου, δεδομένων των αντιφατικών τοποθετήσεών του και της διάστασης που είχε με τις δικογραφημένες του θέσεις, αλλά και με τα όσα ανέφερε αμέσως μετά την πρόκληση του δυστυχήματος, στην Αστυνομία. Συγκεκριμένα, για πρώτη φορά, στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας, προέβαλε ότι σταμάτησε προτού εισέλθει στη λεωφόρο, ότι ο Αγγελή οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα και ότι ο ίδιος είχε περιορισμένη ορατότητα προς την κατεύθυνση που ερχόταν ο Αγγελή.

 

Περαιτέρω, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο δεν κατέληξε σε εύρημα οδήγησης με υπερβολική ταχύτητα από τον Αγγελή, δεδομένης και της απόρριψης της μαρτυρίας Χ»Αδάμου. Υπό διαφορετικές συνθήκες, το δικαστήριο θα ενεργούσε, ανεπίτρεπτα, ως εμπειρογνώμονας σε ζήτημα για το οποίο δεν προσφέρθηκε μαρτυρία και δεν ήταν επιτρεπτή επίκληση δικαστικής γνώσης.

 

Ούτε και είναι βάσιμη η αναφορά του ευπαίδευτου συνηγόρου του Χ»Αδάμου περί εσφαλμένης προσέγγισης του πρωτόδικου δικαστηρίου, σε σχέση με την απαγόρευση αντεξέτασης ως προς το ποιος οδηγούσε το αυτοκίνητο που προσέκρουσε στο σταθμευμένο όχημα. Η προσέγγιση αυτή τέθηκε προκειμένου να πληγεί η αξιοπιστία του Αγγελή, πλην όμως συνιστούσε παραδεκτό γεγονός μέσα από τις δικογραφημένες θέσεις της υπεράσπισης του Χ»Αδάμου ότι οδηγός του εν λόγω αυτοκινήτου ήταν ο Αγγελή. Συνεπώς, δεν ήταν επιτρεπτή η αμφισβήτηση και διερεύνηση του εν λόγω θέματος.

 

Ο κ. Χ»Ιωάννου παρέπεμψε στην απόφαση Κωνσταντίνου ν. Τριβιζαδάκη, ΠΕ 183/2011, ημερ. 19.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:A371, θέτοντας ότι τα γεγονότα της ταυτίζονται με αυτά της υπό κρίση υπόθεσης και εισηγούμενος, κατά προέκταση, ότι αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα θα έπρεπε να αποδοθεί στον Αγγελή.

 

Με όλο το σεβασμό, δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω προσέγγιση. Στην Κωνσταντίνου, συνιστούσε εύρημα η είσοδος και ακινητοποίηση του οχήματος της Εφεσίβλητης στη λωρίδα κυκλοφορίας της Εφεσείουσας, καθώς επίσης και η οδήγηση με μεγάλη ταχύτητα της τελευταίας, χωρίς να λάβει οποιαδήποτε μέτρα αποφυγής της σύγκρουσης με το όχημα που ήταν ήδη ακινητοποιημένο. Στην υπό κρίση περίπτωση, η αιφνίδια παρεμβολή του οχήματος του Χ»Αδάμου στην πορεία του Αγγελή, τη στιγμή που η μεταξύ τους απόσταση ήταν ελάχιστη, συνιστούσε τη γενεσιουργό και μοναδική αιτία πρόκλησης του δυστυχήματος. Ο ελιγμός του Αγγελή προς αποφυγή σύγκρουσής του με το όχημα που του απέκοψε την ελεύθερη πορεία, δεν επιτρέπεται, νομολογιακά, να αντικρισθεί μικροσκοπικά, αλλά υπό το φως του αιφνίδιου κινδύνου που αντιμετώπιζε και της αγωνιώδους προσπάθειας αποτροπής του.

 

Με βάση τα πιο πάνω, η υπό εξέταση έφεση 334/2011, απορρίπτεται.

 

Όπως ήδη λέχθηκε, αντικείμενο της έφεσης 396/2011 είναι το ζήτημα των εξόδων του Αγγελή - Εφεσείοντα. Παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα δεν εξέδωσε διαταγή για την καταβολή των δικηγορικών του εξόδων από τον αποτυχόντα διάδικο Χ»Αδάμου και επικαλείται, ως νομική θεμελίωση, τη γνωστή διαταγή Bullock (Bullock Order).

 

Η διαταγή Bullock (από την υπόθεση Bullock v. London General Omnibus Co and Others (1904-1907) All E.R. 44), είναι είδος διαταγής για πληρωμή εξόδων σε πολιτικές υποθέσεις, η οποία εκδίδεται στις περιπτώσεις όπου ο ενάγων βρίσκεται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, σε πραγματική αμφιβολία ως προς το ποιος από δύο ή περισσότερους ενεχόμενους σε ένα συμβάν βαρύνεται με επίδειξη αμέλειας έναντι του και δεν είναι σε θέση, με λογική προσπάθεια, να εξακριβώσει τα γεγονότα που σχετίζονται με την αμέλεια. Ετσι, δικαιολογημένα, στρέφεται δικαστικά εναντίον αριθμού εναγομένων. Στην περίπτωση αυτή η υπό αναφορά διαταγή αξιώνει από τον ενάγοντα την πληρωμή των εξόδων του επιτυχόντος εναγόμενου, αλλά, ταυτόχρονα, του επιτρέπει να συμπεριλάβει τα έξοδα αυτά στα έξοδα τα οποία υποχρεούται να καταβάλει σε αυτόν ο αποτυχόντας εναγόμενος. Κατ΄ ακολουθία, το δικαστήριο εκδίδει επιπρόσθετη διαταγή, με την οποία διατάσσεται ο αποτυχών εναγόμενος όπως καταβάλει προς τον ενάγοντα τα έξοδα τα οποία αυτός διατάχθηκε να καταβάλει προς τον επιτυχόντα εναγόμενο. Η έκδοση όμως διαταγής καταβολής εξόδων απευθείας από αποτυχόντα σε επιτυχόντα εναγόμενο, διακρίνεται από τη διαταγή Bullock και καλύπτεται από τη διαταγή Sanderson (από την υπόθεση Sanderson v. Blyth Theatre Co [1903] 2 KB 533). Η διαταγή Sanderson είναι πλεονεκτικότερη για τον ενάγοντα σε σχέση με την Bullock, αλλά δεν συνιστάται η έκδοσή της εάν, για παράδειγμα, ο αποτυχών εναγόμενος είναι αφερέγγυος, καθότι στην περίπτωση αυτή ο επιτυχών εναγόμενος θα αποστερηθεί των εξόδων του.

 

Στην ενώπιόν μας περίπτωση, η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα αποδέχθηκε, χωρίς περιστροφές, κατά την πορεία συζήτησης της έφεσης, ότι ο Παναγή - ενάγων βρισκόταν σε δικαιολογημένη αμφιβολία ως προς το ποιος από τους εναγόμενους ήταν ο ένοχος αμέλειας έναντί του. Η προσέγγιση αυτή είναι ορθή. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώραν το επίδικο δυστύχημα, επέβαλλαν, αιτιολογημένα και εύλογα, την καταχώρηση αγωγής εναντίον και των δύο ενεχομένων στο δυστύχημα οδηγών, ήτοι των εναγομένων.

 

Υπό τις πιο πάνω συνθήκες, ενεργοποιήθηκαν και οι μηχανισμοί αναζήτησης ανάλογης διαταγής για έξοδα, της μορφής των διαταγών Bullock ή Sanderson. Αδικαιολόγητα και κατ΄ εσφαλμένη εφαρμογή των διαταγών αυτών, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προχώρησε στην επιδίκαση εξόδων προς όφελος του Εφεσείοντα - επιτυχόντος εναγόμενου.

 

Σκοπός των υπό αναφορά διαταγών δεν είναι η αποστέρηση εξόδων από επιτυχόντα εναγόμενο, αλλά η προστασία ενάγοντα, ο οποίος δικαιολογημένα λαμβάνει δικαστικά μέτρα εναντίον δύο ή περισσοτέρων εναγομένων, από την καταβολή εξόδων.

 

Με βάση τα πιο πάνω και δεδομένου ότι δεν τέθηκε ενώπιόν μας ο,τιδήποτε το οποίο να φανερώνει κίνδυνο αποστέρησης των εξόδων του επιτυχόντος εναγόμενου, κρίνουμε ως ορθότερο να εκδώσουμε και εκδίδουμε διαταγή καταβολής των πρωτόδικων εξόδων του από τον αποτυχόντα εναγόμενο 2 - εφεσίβλητο 2.

 

Καταληκτικά η έφεση 334/2011 απορρίπτεται. Η έφεση 396/2011 επιτυγχάνει και εκδίδεται διαταγή ως προς τα έξοδα του Εφεσείοντα, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, ως ανωτέρω.

 

 Τα έξοδα των εφέσεων επίσης επιδικάζονται εις βάρος του Χ»Αδάμου, όπως αυτά θα υπολογισθούν - με δεδομένη από κάποιο στάδιο και μετά τη συνεκδίκαση - από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το δικαστήριο.

 

 

 

                                                      Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

                                                      Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                      Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

 

ΣΦ.        


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο