ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Α. Γεωργίου, για την Αιτήτρια Ελ. Λοϊζίδου (κα), για τη Δημοκρατία Αιτήτρια παρούσα CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-01-27 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ARIE CHURAKOVA ALEXANDRONA, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 146/2016, 27/1/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:D25

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                         

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 146/2016

 

 

 

27 Ιανουαρίου, 2017

 

 

 

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

 

ΚΑΙ

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ARIE CHURAKOVA ALEXANDRONA ΝΥΝ ΕΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS

 

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΕΛΑΣΗΣ ΤΗΣ ARIE CHURAKOVA ALEXANDROVNA ΣΤΗ ΡΩΣΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 24/11/2016

 

..............

 

Α. Γεωργίου, για την Αιτήτρια

Ελ. Λοϊζίδου (κα), για τη Δημοκρατία

Αιτήτρια παρούσα

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Δόθηκε αυθημερόν)

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:  Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, στις 24.11.2016, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας εξέδωσε διάταγμα κράτησης της Ρωσίδας υπηκόου Arie Churakova Alexandrovna (στο εξής η Αιτήτρια) για σκοπούς έκδοσης της στη Ρωσική Ομοσπονδία προκειμένου να αντιμετωπίσει ποινική δίωξη για αδικήματα που προβλέπονται από τα άρθρα 201(2) και 160(4) του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας και τα οποία τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή, κατ΄ ελάχιστο 1 έτους.  Συναφώς, σύμφωνα με το γραπτό αίτημα του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα της εν λόγω χώρας:-

 

«The Investigative Division of the Investigative Department of the Department of the Ministry of the Interior of Russia for the city of Perm is inquiring into the criminal case against Ms Churakova Irina Alexandrovna charged with offences, defined in Article 201 (2) (abuse of powers, that is the use by a person fulfilling management functions in a commercial organization of his/her powers contrary to the legitimate interests of this organization and for the purpose of deriving advantages and benefits for himself/herself and other persons if this act entailed the infliction of material harm to the rights and legitimate interests of an organization, causing grave consequences) and Article 160 (4) (misappropriation and embezzlement, that is the stealage of someone else's property entrusted to the guilty person, with the use of his/her official position, on an  especially large scale) of the Criminal Code of the Russian Federation».

 

      Δεκαοκτώ (18) ημέρες μετά την έκδοση του προαναφερθέντος διατάγματος κράτησης, στις 12.12.16, η Αιτήτρια κατέθεσε στο Ανώτατο Δικαστήριο την υπό κρίση αίτηση Habeas Corpus, προβάλλοντας ότι η κράτησή της είναι παράνομη εφόσον τα όσα της καταλογίζονται  «. δεν αποτελούν ποινική πράξη στην Κυπριακή Δημοκρατία καθότι αφορούν αποκλειστικά αστικής φύσεως αδίκημα και συγκεκριμένα αδίκημα παραβίασης σύμβασης δανείου» και η έκδοση της πιθανόν να έχει ως αποτέλεσμα τη φυλάκισή της για αστικό χρέος, γεγονός που παραβιάζει το άρθρο 1 του 4ου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συνθήκης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

      Η αίτηση - η οποία βασίζεται στο άρθρο 155.4 του Συντάγματος, στα άρθρα 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, τους Αγγλικούς Διαδικαστικούς Κανονισμούς, στο άρθρο 9(2) του περί Εκδόσως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν.97/70), στο άρθρο 74(1)(ε) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ΚΕΦ. 155 και στα άρθρα 6 και 8 της Συνθήκης Έκδοσης Φυγοδίκων μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Ρωσικής Ομοσπονδίας, η οποία κυρώθηκε με το Ν.6(111)/97 - προσέκρουσε σε ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση, με την οποία προβάλλεται ότι:-

 

1.    Η αίτηση είναι εκπρόθεσμη εφόσον δεν καταχωρίστηκε εντός της προθεσμίας των 15 ημερών που προβλέπεται από το άρθρο 10(2) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν.97/70, στο εξής ο Νόμος),

 

2.    Ο τίτλος και το αιτητικό της αίτησης είναι εσφαλμένα καθότι με αυτά προσβάλλεται ανύπαρκτο διάταγμα απέλασης,

 

3.    Η νομική βάση της αίτησης είναι εσφαλμένη εφόσον το άρθρο 9(2) του Ν.97/70 και το άρθρο 74(1)(3) του ΚΕΦ. 155 είναι άσχετα με την παρούσα διαδικασία, η δε Συνθήκη μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Σοβιετικής Ένωσης που κυρώθηκε με το Νόμο 6(111)/97 δεν εφαρμόζεται στην παρούσα διαδικασία όπου εφαρμόζεται η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Έκδοσης Φυγοδίκου που κυρώθηκε από το Ν. 95/70 και

 

4.    Ο ισχυρισμός της Αιτήτριας ότι οι πράξεις που της καταλογίζει η Ρωσική Ομοσπονδία δεν συνιστούν ποινικό αδίκημα αλλά αστικό χρέος δεν ευσταθεί και επί του προκειμένου, «. ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε  ότι συνέτρεχε το στοιχείο της αμφοτερόπλευρης εγκληματικότητας αφού η αιτούσα χώρα παρουσίασε ενώπιον του πλήρη Έκθεση Γεγονότων η οποία δεν περιείχε καμιά αντίφαση ούτε και υποδείχθηκε από την πλευρά της Αιτήτριας οτιδήποτε που να προκαλεί σύγχυση ή αβεβαιότητα ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης».

 

    Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των δύο πλευρών προώθησαν τις θέσεις τους με εμπεριστατωμένες γραπτές αγορεύσεις, τις οποίες υιοθέτησαν και κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της αίτησης.

 

    Τις έχω εξετάσει με την επιβαλλόμενη προσοχή και κατά την άποψή μου προέχει η εξέταση των λόγων ένστασης 2 και 4 ανωτέρω.

 

      Όντως στον τίτλο της αίτησης διατυπώνεται ότι αυτή έχει στο στόχαστρό της το «διάταγμα κράτησης και απέλασης» της Αιτήτριας και το ερώτημα που προβάλλει είναι κατά πόσο η αναφορά και σε «διάταγμα απέλασης» έχει επιπτώσεις στην τύχη της αίτησης.    Κατά τη γνώμη μου η απάντηση στο ερώτημα είναι αρνητική.  Η υπό αναφορά προσθήκη καμία επίπτωση δεν επιφέρει εφόσον με την αίτηση προσβάλλεται πρωτίστως το «διάταγμα κράτησης» και ό,τι ζητείται με αυτή είναι η άμεση απελευθέρωση της Αιτήτριας από τις Κεντρικές Φυλακές.  Έπεται ότι ο υπό αναφορά λόγος ένστασης στερείται ουσιαστικού ερείσματος και απορρίπτεται.  Ούτε κατά την άποψή μου έχει επιπτώσεις και η συμπερίληψη στη νομική βάση της αίτησης του άρθρου 74(1)(3) του ΚΕΦ. 155 - το οποίο είναι άσχετο με τη διαδικασία - εφόσον η αίτηση βασίζεται στο άρθρο 155.4 του Συντάγματος και στα άρθρα 3  και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964  που παρέχουν αποκλειστική δικαιοδοσία στο Ανώτατο Δικαστήριο για έκδοση ενταλμάτων της φύσεως Habeas Corpus, Mandamus, Prohibition, Certiorari και Quo Warranto.

 

      Πρόβλημα εκ πρώτης όψεως φαίνεται να δημιουργεί η συμπερίληψη στη νομική βάση του άρθρου 9(2) του Νόμου - αντί του ορθού 10(2) - καθότι το εν λόγω άρθρο προνοεί για την εξουσία του  Δικαστηρίου για κράτηση του υπό  έκδοση προσώπου, ενώ το άρθρο 10(2) την περίπτωση υποβολής από το εν λόγω πρόσωπο αίτησης Ηabeas Corpus.  Λαμβανομένου όμως υπόψη ότι η αίτηση βασίζεται στο άρθρο 155.4 του Συντάγματος και στα άρθρα 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 - τα οποία όπως σημειώθηκε ανωτέρω αποτελούν το δικαιοδοτικό βάθρο για έκδοση σε όλες τις περιπτώσεις εντάλματος της εξεταζόμενης φύσεως - θεωρώ επουσιώδη την παρείσφρυση στη νομική βάση της αίτησης του άρθρου 9(2) και ως εκ τούτου ο υπό συζήτηση λόγος ένστασης απορρίπτεται.

      Σ΄ ό,τι τώρα αφορά τον πρώτο λόγο ένστασης, κατά πόσο δηλαδή η αίτηση είναι εκπρόθεσμη, αυτός βασίζεται στο άρθρο 10 του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν.97/70) που έχει ως ακολούθως:-

 

«10.-(1) Το Δικαστήριον, εν πάση περιπτώσει, καθ' ην ήθελε διατάξει την κράτησιν του υπό έκδοσιν προσώπου δυνάμει του άρθρου 9, θέλει πληροφορήσει άμα τον ενδιαφερόμενον, εις κοινήν γλώσσαν, περί του δικαιώματος αυτού όπως υποβάλη αίτησιν διά habeas corpus προς τούτοις δε αμελλητί κοινοποίηση την τοιαύτην απόφασιν τω Υπουργώ.

(2)       Πρόσωπον, ούτινος διετάχθη η κράτησις δυνάμει του ως είρηται άρθρου 9 δεν δύναται δυνάμει του παρόντος Νόμου να αποδοθή εις το Κράτος ή την χώραν, ήτις ητήσατο την έκδοσιν αυτού-

 

(α) εν πάση περιπτώσει, μέχρις ου παρέλθη διάστημα δεκαπέντε ημερών από της ημέρας, καθ΄ ην εξεδόθη το περί εκδόσεως διάταγμα-

 

(β) εν η περιπτώσει ήθελεν υποβληθή αίτησις διά habeas corpus εφ' όσον εκκρεμεί η εξέτασις της υποβληθείσης αιτήσεως.

(3)    Το Ανώτατον Δικαστήριον, επιλαμβανόμενον της τοιαύτης αιτήσεως, δύναται, μη επηρεαζόμενης οιασδήποτε ετέρας δικαιοδοσίας αυτού, να διάταξη την αποφυλάκισιν του υπό έκδοσιν προσώπου, εφ' όσον ήθελε κρίνει ότι-

 

(α) λόγω της ασήμαντου φύσεως του αδικήματος, δι' ο διώκεται ή κατεδικάσθη- ή

 

(β) λόγω της παρόδου μακρού χρόνου, αφ' ου εγένετο η διάπραξις του αδικήματος, ή, αναλόγως της περιπτώσεως, αφ' ου καταζητείται προς έκτισιν ποινής μετά καταδίκην αυτού- ή

 

(γ) λόγω του ότι η κατ' αυτού κατηγορία δεν εγένετο καλή τη πίστει ή εν τω συμφέροντι της δικαιοσύνης,

 

η απόδοσις αυτού θα αποτελεί, λαμβανομένων υπ' όψιν απασών των περιστάσεων, άδικον ή καταπιεστικόν μέτρον.

 

(4)    Το Ανώτατον Δικαστήριον, επιλαμβανόμενον οιασδήποτε τοιαύτης αιτήσεως, δύναται να δεχθή συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία, σχετικά προς την άσκησιν της δικαιοδοσίας αυτού δυνάμει του άρθρου 4 ή δυνάμει του εδαφίου (3) του παρόντος άρθρου.

 

(5)     Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η διαδικασία διά την
εξέτασιν αιτήσεως υποβληθείσης διά την έκδοσιν
habeas corpus λογίζεται
εκκρεμούσα μέχρις ου εκδικασθή η κατ' αυτής τυχόν ασκηθείσα έφεσις,
ή παρέλθη άπρακτος η προθεσμία, εν η δύναται να ασκηθή τοιαύτη
έφεσις, ή, εφ' όσον απαιτείται άδεια διά την άσκησιν εφέσεως, η
προθεσμία εν η δύναται να αιτηθή η παροχή της τοιαύτης αδείας.»

 

      Είναι η θέση της κ. Λοϊζίδου ότι στην περίπτωση που το υπό έκδοση πρόσωπο δεν καταχωρίσει αίτηση Habeas Corpus εντός 15 ημερών από την έκδοση του διατάγματος κράτησης, τότε με την εκπνοή των 15 ημερών αυτό μπορεί να παραδοθεί στην αιτούσα χώρα.  Συνεπώς, εισηγήθηκε, ο Νόμος τάσσει αυστηρή περί τούτου προθεσμία και στην περίπτωση που κριθεί πως οι φυγόδικοι έχουν δικαίωμα να καταχωρούν αιτήσεις Habeas Corpus και μετά την εκπνοή των 15 ημερών, αυτό θα καταστρατηγούσε τις πρόνοιες της Σύμβασης και του Νόμου αφού οι εκπρόσωποι της αιτούσας χώρας θα διευθετούσαν στο μεταξύ να βρίσκονται στη Δημοκρατία για να τους παραλάβουν.

 

      Το άρθρο 10(2) του Νόμου, αντέτεινε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας, δεν ορίζει προθεσμία για καταχώριση αίτησης habeas corpus.  Λαμβανομένου δε υπόψη ότι μεταξύ της 15ης και της 18ης ημέρας, δηλαδή στο διάστημα μεταξύ της λήξης της προθεσμίας του  άρθρου 10(2)(α) και της καταχώρισης της αίτησης, δεν υλοποιήθηκε η έκδοση και η Αιτήτρια συνέχισε να βρίσκεται στη Δημοκρατία, τίποτα δεν την εμπόδιζε να καταχωρίσει την υπό κρίση αίτηση η οποία δεν μπορεί να κριθεί εκπρόθεσμη.

 

      Η θέση της κ. Λοϊζίδου με βρίσκει σύμφωνο.  Το άρθρο 10 του Νόμου προβλέπει ότι στην απουσία καταχώρισης αίτησης Ηabeas Corpus, το υπό έκδοση πρόσωπο δύναται να αποδοθεί στην αιτούσα χώρα με την εκπνοή των 15 ημερών από την έκδοσή του διατάγματος κράτησης, πρόνοια που σαφέστατα ενεργοποιεί χρονικώς τη διαδικασία απόδοσης από την αιτούμενη χώρα στην αιτούσα χώρα του  υπό έκδοση προσώπου.  Επομένως, ως θέμα λογικής συνέπειας, δεν ευσταθεί η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας ότι ο Νόμος δεν ορίζει προθεσμία για καταχώριση αίτησης  Habeas Corpus εφόσον σε αντίθετη περίπτωση θα αναγνωριζόταν στο φυγόδικο δικαίωμα υποβολής τέτοιας αίτησης έστω και εάν στο μεταξύ είχαν γίνει διευθετήσεις και βρίσκονταν στη Δημοκρατία αρμόδια πρόσωπα της αιτούσας χώρας για παραλαβή του φυγοδίκου.  Κάτι τέτοιο, όπως γίνεται αντιληπτό, θα είχε επιπτώσεις στην τήρηση των διεθνών υποχρεώσεων της Δημοκρατίας έναντι της αιτούσας χώρας και ταυτόχρονα θα έπληττε την ήδη ενεργοποιηθείσα διαδικασία απόδοσης του φυγοδίκου με την εκπνοή των 15 ημερών που προβλέπεται από το Νόμο.  Το ότι έτσι έχουν τα πράγματα προκύπτει και από το εδάφιο (1) του υπό αναφορά άρθρου 10 του Νόμου, το οποίο ορίζει ότι το Δικαστήριο πληροφορεί τον υπόδικο για το δικαίωμα του να υποβάλει αίτηση για Ηabeas Corpus και όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση το καθήκον αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο το έχει εκπληρώσει.  Παραθέτω επί τούτου αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα που παρατίθεται στο τέλος της πρωτόδικης απόφασης.

 

«Σημειώνεται, κατά τρόπο επεξηγηματικό προς την Καθ' ης η Αίτηση, ότι, συμφωνά με την σχετική νομοθεσία (Βλ. Άρθρο 10 του Νόμου 97/1970), αυτή, έχει δικαίωμα προσβολής της απόφασης αυτού του Δικαστηρίου στο Ανώτατο Δικαστήριο, με τη διαδικασία που προβλέπεται στο Νόμο 97/1 970, δια της υποβολής αιτήσεως για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus ώστε, αφού ελεγχθεί, να αναθεωρηθεί η απόφαση μου αυτή για την κράτηση και έκδοση της, εάν πληρούνται τέτοιες προϋποθέσεις, αντ' αυτού, να διαταχθεί η αποφυλάκιση της.

 

 

      Κατ΄  ακολουθία των πιο πάνω κρίνω πως η αίτηση είναι εκπρόθεσμη, κατάληξη που προδιαγράφει και την τύχη της αίτησης.  Παρά όμως την κατάληξη αυτή, η αίτηση είναι καταδικασμένη σε απόρριψη και επί της ουσίας.  Και αυτό καθότι οι πράξεις που καταλογίζει η αιτούσα χώρα στην Αιτήτρια εκλαμβάνονται από τα Δικαστήρια της αιτούμενης χώρας ως δεδομένο ότι συνιστούν κολάσιμες  πράξεις κατά το ποινικό της δίκαιο (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Νatalias Konovalova, Πολ. Εφ. 436/11 ημερ. 30.9.15, ECLI:CY:AD:2015:D639).  Tο ερώτημα επομένως για το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν κατά πόσο οι πράξεις αυτές συνιστούν κολάσιμες πράξεις και κατά το ημεδαπό ποινικό δίκαιο ώστε να ικανοποιείται και το στοιχείο της διπλής εγκληματικότητας.  Όπως δε εξηγείται στην Νatalia Konovalova, το στοιχείο της αμφοτερόπλευρης εγκληματικότητας ικανοποιείται όταν η συμπεριφορά που καταλογίζει η αιτήτρια χώρα σε ένα φυγόδικο, μεταφερόμενης στο ημεδαπό δίκαιο, στοιχειοθετεί πιθανότητα ενοχής για παραπομπή του σε δίκη σύμφωνα με το άρθρο 94 της Ποινικής Δικονομίας.  Το ποια είναι η συμπεριφορά που καταλογίζουν οι ρωσικές δικαστικές αρχές στην Αιτήτρια την παραθέτουμε  πιο πάνω, ουσιώδες στοιχείο της οποίας ήταν η πρόκληση με δόλιο τρόπο οικονομικής ζημιάς σε οργανισμό που ήταν υπό τη διεύθυνσή της, προς ίδιο επιλήψιμο όφελος κατά παράβαση των άρθρων 201 και 160 του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας.  Είναι πρόδηλο ότι, μεταφερόμενης της συμπεριφοράς αυτής στο ημεδαπό ποινικό δίκαιο - όπως ορθώς απεφάνθη και το πρωτόδικο Δικαστήριο - αποκαλύπτεται πιθανότητα ενοχής και κατά το ημεδαπό Ποινικό Δίκαιο.  Συγκεκριμένα για τα αδικήματα του Άρθρου 255 του Ποινικού Κώδικα (Κλοπή), του Άρθρου 262 (Γενική Ποινή Κλοπής), του Άρθρου 269 (Κλοπή από Διευθυντές  ή Αξιωματούχους Εταιρειών), του Άρθρου 297 (Ορισμός Ψευδών Παραστάσεων), του Άρθρου 298 (Εξασφάλιση Αγαθών με Ψευδείς Παραστάσεις), του Άρθρου 300 (Απάτη), του Άρθρου 301 (Εξασφάλιση Πίστωσης με Ψευδείς Παραστάσεις) του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154, και των Άρθρων 3(γ) του περί Προλήψεως της Διαφθοράς Νόμου, Κεφάλαιο 161.  Κατά συνέπεια η θέση της Αιτήτριας ότι η επιλήψιμη συμπεριφορά που της καταλογίζει η Ρωσική Ομοσπονδία δεν «. αποτελούν ποινική πράξη στην Κυπριακή Δημοκρατία.» δεν ευσταθεί και ως εκ τούτου η αίτηση της υπόκειται σε απόρριψη και επί της ουσίας.

 

      Για όλα τα πιο πάνω η αίτηση για έκδοση εντάλματος habeas corpus απορρίπτεται και ενόψει της φύσεως της δεν εκδίδεται  οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

                                                                    Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο