ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:D30
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 12/2017)
31 Ιανουαρίου 2017
[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/64)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ CERTIORARI KAI PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 24.1.2017 ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΥΠ΄ΑΡΙΘΜΟΝ 19112/16
------------------
Χρ. Κυθραιώτου (κα), για τον αιτητή.
-----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η κατηγορούμενη στην Ποινική Υπόθεση 19112/2016, Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, αντιμετωπίζει κατηγορίες για εξασφάλιση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, κατηγορίες κλοπής και κατηγορίες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Κατηγορείται ότι απεκόμισε συνολικά το ποσό των €1.040.740.
Στις 19.12.2016 παραδέχθηκε όλες τις κατηγορίες. Παράλληλα όμως και προτού εκτεθούν τα γεγονότα από την Κατηγορούσα Αρχή, δηλώθηκε από το συνήγορό της ότι υπήρχαν διαφωνίες σε ορισμένες κατηγορίες ως προς τα ποσά. Ήταν η θέση της υπεράσπισης ότι το συνολικό ποσό που οικειοποιήθηκε η κατηγορούμενη ανερχόταν σε €570.000. Η κατηγορούσα αρχή επέμεινε στα ποσά που αναγράφονται στο κατηγορητήριο και το Κακουργιοδικείο ζήτησε από τα μέρη να ακουστούν ως προς το κατά πόσο αυτή η διαφορά θα επηρέαζε τη σοβαρότητα της υπόθεσης ώστε να απαιτείται η διεξαγωγή διαδικασίας γνωστής ως Newton trial.
Αφού ακούστηκαν τα μέρη, στις 24.1.2017, το Κακουργιοδικείο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαφορά επί του συνόλου της κλαπείσας περιουσίας δεν μείωνε τη σοβαρότητα της υπόθεσης και ότι σύμφωνα με τον περί Προστασίας Ανηλίκων Τέκνων Καταδικασθεισών ή Υπόπτων Μητέρων Νόμο του 2005 (Ν. 33(Ι)/2005), δεν θα μπορούσε να επιβληθεί ποινή φυλάκισης στην κατηγορούμενη ως μητέρα παιδιού ηλικίας 20 μηνών, έκρινε ότι δεν απαιτείται η διεξαγωγή δίκης τύπου Newton και προχώρησε στο να επιφυλάξει την ποινή για σήμερα 31.1.2017 καταγράφοντας ότι θα θεωρήσει πως το συνολικό ποσό που απέσπασε η κατηγορούμενη είναι €570.000 και όχι €1.040.740.
Με την παρούσα αίτηση ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ζητά άδεια για καταχώριση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari προς ακύρωση της εν λόγω απόφασης του Κακουργιοδικείου ημερομηνίας 24.1.2017 και προς έκδοση εντάλματος prohibition το οποίο να απαγορεύει στο Κακουργιοδικείο να συνεχίσει τη διαδικασία για επιβολή ποινής σήμερα.
Στην αγόρευση της η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας διευκρίνισε ότι δεν επιχειρείται στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας να προσβληθεί ως τέτοια η επιλογή του Κακουργιοδικείου, δηλαδή ως προς την ορθότητά της, να μην προχωρήσει σε διαδικασία Newton. Διευκρίνισε παράλληλα ότι το παράπονο αφορά το κατ΄ισχυρισμόν σφάλμα του Κακουργιοδικείου στη διαδικασία που ακολούθησε για να καταλήξει στην επιλογή του, ήτοι να αποφασίσει επί της διεξαγωγής ή μη διαδικασίας τύπου Newton, χωρίς προηγουμένως να είχε προχωρήσει η κατηγορούσα αρχή στην έκθεση των γεγονότων της υπόθεσης. Το σφάλμα τούτο άπτεται της εγκυρότητας της επίδικης απόφασης, συνιστώντας νομική πλάνη εμφανή στο πρακτικό, αλλά και διάβημα χωρίς δικαιοδοσία εφόσον απουσίαζε συγκεκριμένη ουσιώδης προϋπόθεση, ήτοι η έκθεση των γεγονότων της υπόθεσης από την κατηγορούσα αρχή. Η μη ενδεδειγμένη διαδικασία που ακολουθήθηκε επηρεάζει την έκβαση της υπόθεσης και δεν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο εκτός από την παρούσα διαδικασία, καταλήγει η αίτηση.
Κατ΄αρχάς διατηρώ σοβαρές αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο το ενδεδειγμένο πλαίσιο συζήτησης θα έπρεπε να αφορά τη διαδικασία που ακολουθήθηκε με ζητούμενο τη διεξαγωγή ή μη ακρόασης τύπου Newton και όχι το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο δεν αντικατέστησε την παραδοχή στις κατηγορίες όπου υπήρξε διαφορά στο ποσό. Ο προβληματισμός αυτός προκύπτει μέσα από το σκεπτικό που ακολουθεί.
Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το πρωταρχικό ερώτημα που προβάλλει, είναι το κατά πόσο τέθηκε πράγματι ζήτημα αμφισβητούμενων γεγονότων υπό την έννοια της διερεύνησής τους ή το κατά πόσο το ζήτημα που τέθηκε αφορούσε ισχυρισμούς αντιφατικούς προς συγκεκριμένες παραδοχές τις οποίες και ανέτρεπαν.
Όταν προβάλλονται γεγονότα κατά το μετριασμό της ποινής ασυμβίβαστα προς την προγενέστερη παραδοχή του κατηγορούμενου, είναι καθήκον του Δικαστηρίου να επισημάνει το γεγονός στον κατηγορούμενο ή το δικηγόρο του και αν η υπεράσπιση επιμένει, τότε θα πρέπει να αντικαταστήσει την παραδοχή με μη παραδοχή και να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης (Renos Christou Philaktides v. The Republic (1979) 2 CLR 157, Demetris Demosthenous v. The Police (1985) 2 CLR 1, Πιτυρή ν. Δημοκρατίας (1987) 2 ΑΑΔ 282, Μαριος Καττιρτζής ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 519, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αριστοτέλους (2004) 2 ΑΑΔ 166).
Διεξαγωγή δίκης τύπου Νewton χωρεί για τη διαπίστωση των αμφισβητουμένων γεγονότων τα οποία προηγήθηκαν και περιστοιχίζουν τη διάπραξη του αδικήματος (βλ. Haggag v. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 52). Στην υπόθεση Καττιρτζής, ανωτ., υποδείχθηκαν τα ακόλουθα:
«Το κατά πόσο ένας ισχυρισμός ισοδυναμεί ή όχι με «μη παραδοχή» συναρτάται με τα στοιχεία του αδικήματος.
Αν η αγόρευση για μετριασμό της ποινής κάμνει αναφορά σε γεγονότα ή ισχυρισμούς που τείνουν να καταδείξουν την ανυπαρξία στοιχείου ή στοιχείων του αδικήματος τότε η αγόρευση δεν συνάδει με την παραδοχή.»
Στην υπόθεση Demosthenous, ανωτ., η διάκριση επεξηγήθηκε με τους ακόλουθους όρους:
«The position in Law is that if at any stage of the address in mitigation reference is made to facts inconsistent with the plea of the accused the proper course for the trial Court to follow, is to draw counsel's attention to the inconsistency and if counsel insists on the accuracy of such facts, then the Court should not accept the plea of guilty and should enter instead a plea of not guilty and proceed to hear the case.
Moreover the Supreme Court will order a retrial of a case where facts presented to the trial Court tend to negative the presence of one or more of the ingredients of the offence. The position, however, is different when in an address in mitigation a more favourable version is given for the accused as regards the circumstances of the offence but such version amounts still in law to the offence to which the plea of guilty was entered, such plea in mitigation not being considered as inconsistent with the plea of guilty.»
Από τη νομολογία, συνεπώς, προκύπτει ότι όταν προβάλλονται γεγονότα ασυμβίβαστα με την παραδοχή, τότε επιβάλλεται η αντικατάσταση της παραδοχής από μη παραδοχή. Όταν υπάρχει σύγκρουση ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα στα πλαίσια προβολής από την υπεράσπιση μιας πιο ευνοϊκής εκδοχής για τον κατηγορούμενο και χωρίς να εγείρεται αντίφαση αναφορικά με την παραδοχή της κατηγορίας, τότε τίθεται ζήτημα έρευνας ώστε να διαπιστωθούν τα πραγματικά γεγονότα πριν την επιβολή ποινής (βλ. Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Γεώργιος Μ. Πικής, σελ. 149).
Εν προκειμένω, το ποσό της κάθε κατηγορίας δεν αποτελεί μεν συστατικό στοιχείο του αδικήματος της κλοπής, αλλά αποτελεί στοιχείο του αδικήματος, όπως έχει περιληφθεί στην κατηγορία. Δια της παραδοχής έγινε κι αυτό παραδεκτό. Η παραδοχή των κατηγοριών συνιστά αφ΄εαυτής «καταδίκη με απόφαση του Δικαστηρίου» κατά το άρθρο 68(1) του Κεφ. 155, σε διαφορά με τα κρατούντα στην Αγγλία όπου η καταδίκη επέρχεται με την επιβολή ποινής (βλ., Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, ανωτ., σελ. 146, 147). Μετά την παραδοχή της κατηγορίας που περιλαμβάνει την παραδοχή και του συγκεκριμένου ποσού που αναγράφεται στην κατηγορία, παραδοχή που εξομοιούται πλέον με καταδίκη, τίθεται το ερώτημα κατά πόσο δεν θα ήταν αντιφατικό να αμφισβητείται το παραδεχθέν ποσό. Τέτοια αμφισβήτηση δεν εγείρει ζήτημα έρευνας αμφισβητουμένων γεγονότων ή επιλογής της εκδοχής του κατηγορούμενου, αλλά μη παραδοχής της κατηγορίας ως έχει και άρα αντικατάστασης της παραδοχής με μη παραδοχή και ακρόασης σε σχέση με το ύψος του αμφισβητούμενου ποσού.
Παρενθετικά σημειώνω, προς άρση τυχόν παρανόησης, ότι το υπό συζήτηση θέμα δεν έχει σχέση με την εξουσία του Δικαστηρίου να καταδικάσει για το μέρος του κατηγορητηρίου που αποδείχθηκε, εάν μέρος μόνο του κατηγορητηρίου αποδεικνύεται, χωρίς μεταβολή του κατηγορητηρίου, κατά τα προβλεπόμενα από το άρθρο 85(1) του Κεφ. 155. Η πρόνοια εκείνη αφορά περιπτώσεις όπου η διαδικασία περατώνεται, το Δικαστήριο έχει ενώπιον του το σύνολο της μαρτυρίας και καταλήγει σε ευρήματα που αποδεικνύουν μέρος του κατηγορητηρίου (βλ. Leonidou v. The Police (1987) 2 ΑΑΔ 96).
Συνεπώς, κατά την ταπεινή μου αντίληψη, το πρωταρχικό πρόβλημα δεν φαίνεται να ανακύπτει λόγω σφάλματος στη διαδικασία που ακολούθησε το Κακουργιοδικείο αναφορικά με αμφισβητούμενα γεγονότα, όπως είναι τα πλαίσια της παρούσας αίτησης, αλλά μάλλον σχετίζεται με το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο δεν προκάλεσε ή δεν κατέγραψε εξ ιδίων αλλαγή απάντησης. Αυτό όμως το ζήτημα δεν μπορεί να καταστεί επίδικο στα πλαίσια της παρούσας αίτησης, εφόσον δεν καλύπτεται από αυτή. Το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να ενεργήσει έξω από τους λόγους που παρατίθενται στην αίτηση. Ο προσδιορισμός των λόγων για τους οποίους επιζητείται η έκδοση προνομιακού διατάγματος συνιστά το ουσιωδέστερο στοιχείο της αίτησης και τέτοιοι λόγοι θεμελιώνουν το βάθρο για την ανάληψη και άσκηση της δικαιοδοσίας που παρέχει το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Λεύκου Γεωργιάδη (1992) 1 ΑΑΔ 298).
Παρά τον πιο πάνω προβληματισμό θα εξετάσω την αίτηση στα δικά της πλαίσια, όπως τέθηκε. Όταν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ κατηγορίας και υπεράσπισης και το Δικαστήριο προχωρήσει σε έρευνα στα πλαίσια διαδικασίας Newton, τούτο γίνεται και ο προσδιορισμός των αμφισβητούμενων γεγονότων περατούται πριν την αγόρευση του κατηγορουμένου προς μετριασμό της ποινής. Διαφορετικά τέτοια αγόρευση θα είχε μόνο θεωρητικό χαρακτήρα, όπως υποδείχθηκε στην Haggag, ανωτ. Αντιστοίχως θα μπορούσε να λεχθεί ότι τέτοια έρευνα δεν διενεργείται προτού η κατηγορούσα αρχή εκθέσει τα γεγονότα ώστε να τεθεί με σαφήνεια το πλαίσιο σε σχέση με το οποίο η υπεράσπιση θα τοποθετηθεί. Όμως, δεν θα ήμουν έτοιμος να δεχθώ την εισήγηση πως η εκτροπή από τη διαδικασία έθεσε ζήτημα δικαιοδοσίας και συνεπακόλουθης έλλειψης εγκυρότητας. Η αντίστοιχη εκτροπή από τη νενομισμένη διαδικασία στην υπόθεση Haggag, δηλαδή η υποβολή της αγόρευσης προς μετριασμό της ποινής πριν τον καθορισμό των ουσιωδών ως προς τη σοβαρότητα του εγκλήματος γεγονότων, θεωρήθηκε ότι δεν προκάλεσε την εκτροπή της δίκης από τα θέσμια της δίκαιης δίκης ώστε να επιβαλλόταν ακύρωση στα πλαίσια έφεσης.
Ανεξάρτητα από το ενδεδειγμένο της ακολουθητέας διαδικασίας, η ουσία εν προκειμένω ήταν πως εξ αρχής είχε διευκρινιστεί η διαφορά με συγκεκριμένη αναφορά σε κάθε κατηγορία όπου υπήρχε διάσταση με συγκεκριμενοποίηση του ποσού που αποδεχόταν η υπεράσπιση και της διαφοράς που προέκυπτε. Συνεπώς, δεν φαίνεται να παρέμενε ασάφεια που θα διευκρινιζόταν μέσα από την παράθεση των γεγονότων. Η διαφορά είχε ήδη αποκρυσταλλωθεί.
Διαφορετική ήταν η περίπτωση της υπόθεσης Agroktimkatiki Epihirisis Rousias Co Ltd (1981) 1 CLR 703, στην οποία παρέπεμψε η ευπαίδευτη εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, η οποία σαφώς αφορούσε απουσία των εκ του νόμου προβλεπομένων προϋποθέσεων για την έκδοση διατάγματος καταβολής φόρου δυνάμει του άρθρου 9 του περί Εισπράξεως Φόρων Νόμου 1962 (Ν. 31/62).
Αλλά ακόμα και αν θα θεωρούσα ότι υπήρξε σφάλμα στη διαδικασία τέτοιο που να μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πλάνη εμφανής στο πρακτικό που θα μπορούσε κατ΄αρχάς να ενεργοποιήσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, τότε θα ανέκυπτε ζήτημα εναλλακτικού ενδίκου μέσου. Όπως έχει πρόσφατα επαναληφθεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολιτική Έφεση Αρ. 345/2013, Αναφορικά με την Αίτηση του Μιχάλη Μιχαήλ, ημερομ. 30.1.2015, έστω και αν στοιχειοθετείται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση προς έκδοση προνομιακού εντάλματος, η ύπαρξη εναλλακτικού ένδικου μέσου λειτουργεί εναντίον της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ του αιτητή, εκτός εάν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις.
Αναφέρεται, εν προκειμένω, ως άνω, στην αίτηση, ότι δεν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο. Κατά τη διάρκεια όμως της αγόρευσής, ρωτήθηκε η ευπαίδευτη εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα σε σχέση με τις πρόνοιες των άρθρων 137(1)(β) και 132(1)(γ) που παρέχουν το δικαίωμα έφεσης εναντίον ποινής. Ειδικότερα, οι πρόνοιες του άρθρου 137(1)(β) παρέχουν δικαίωμα στον Γενικό Εισαγγελέα να ασκήσει έφεση για το λόγο ότι η ποινή ήταν ανεπαρκής. Η ευπαίδευτη εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα δεχόμενη κατ΄ουσίαν ότι υπάρχει άλλο ένδικο μέσο παρέπεμψε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Χριστόδουλου Κλεάνθους Καραολή (1991) 1 ΑΑΔ 521, στην οποία το Δικαστήριο, παρά το ότι προσφερόταν το ένδικο μέσο της έφεσης, παραχώρησε άδεια για καταχώριση αίτησης προς έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αιτητής δεν αμφισβητούσε την ορθότητα, αλλά την εγκυρότητα της απόφασης και θεωρώντας ότι τούτο συνιστούσε ειδική περίσταση. Ο έλεγχος όμως της νομιμότητας, σε αντιδιαστολή με τον έλεγχο της ορθότητας μιας απόφασης που είναι το σύνηθες αντικείμενο έφεσης, αποτελεί ακριβώς το αντικείμενο της διαδικασίας για έκδοση του προνομιακού εντάλματος certiorari (βλ. Προνομιακά Εντάλματα, Πέτρος Αρτέμης, σελ. 159). Συνεπώς, ο ισχυρισμός ότι η αίτηση προσβάλλει την εγκυρότητα του διαβήματος δεν αποτελεί εξαιρετική περίσταση, αλλά εννοιολογικό προαπαιτούμενο του προνομιακού εντάλματος.
Το Δικαστήριο, ως άνω, προδιέγραψε την επιβολή ποινής σήμερα επί τη βάσει της εκδοχής, ως προς τα ποσά, της κατηγορούμενης. Εάν η ποινή ήθελε κριθεί από τον Γενικό Εισαγγελέα ως ανεπαρκής, τότε θα έχει τη δυνατότητα έφεσης με βάση το άρθρο 137(1)(β). Το Ανώτατο Δικαστήριο δε, ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, έχει εξουσία κατά την εκδίκαση έφεσης κατά της ποινής να την αυξήσει, να τη μειώσει ή να τη μετατρέψει, κατά τα προβλεπόμενα από το άρθρο 145(2) του Νόμου.
Συνεπώς παρέχονται, μέσα από τις συνήθεις αρμοδιότητες του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εναλλακτικές θεραπείες. Δεν μπορεί επί των περιστάσεων της υπόθεσης να θεμελιωθεί ανάληψη της εξαιρετικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί της εισήγησης ότι «η μη ενδεδειγμένη διαδικασία που ακολουθήθηκε επηρεάζει την έκβαση της υπόθεσης». Ο επηρεασμός στο βαθμό που θα θεωρηθεί ότι έχει οδηγήσει σε ανεπάρκεια της ποινής, είναι ζήτημα το οποίο μπορεί να αντιμετωπιστεί στα πλαίσια εφετειακής αρμοδιότητας.
Για τους παραπάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π