ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 29(I)/2001 - Ο περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμος του 2001
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2016:A581
(2016) 1 ΑΑΔ 2943
22 Δεκεμβρίου, 2016.
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
v.
EKA ROCK DESIGNS LTD,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 175/2011)
Συμβάσεις ― Παρανομία Σύμβασης ― Η θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αδυνατούσε να καταλήξει, στη βάση του ενώπιον του υλικού, σε ασφαλή συμπεράσματα όσον αφορούσε στο χαρακτηρισμό των επίδικων εργασιών ως «οικοδομικό έργο», με αποτέλεσμα να μην μπορεί έκδηλα να διαβλέψει και να διαπιστώσει παρανομία, ήταν, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης ορθή και εύλογη.
Λέξεις και φράσεις ― «Οικοδομικό έργο» στο Άρθρο 2 του περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμου, 29(Ι)/2001.
Η εφεσίβλητη εταιρεία, ενάγουσα πρωτόδικα, με αγωγή που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, αξίωσε το ποσό των Λ.Κ. 26.396,39, πλέον τόκους, ως υπόλοιπο οφειλόμενο για εργασίες επένδυσης μπυραρίας στην Αγία Νάπα με τεχνικούς βράχους, την οποία εκτέλεσε κατόπιν εντολής του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, έκρινε, στη βάση της μαρτυρίας που αποδέχτηκε, πως εκτελέστηκε εργασία από την εφεσίβλητη αξίας Λ.Κ.51.693,30 πλέον ΦΠΑ και, με δεδομένο ότι ο εφεσείων είχε καταβάλει έναντι των εργασιών το συνολικό ποσό των Λ.Κ.36.800, του ΦΠΑ περιλαμβανομένου, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα για το ποσό των Λ.Κ.19.693,30 πλέον ΦΠΑ.
Ανταπαίτηση που είχε καταχωρήσει η εφεσίβλητη απορρίφθηκε.
Απασχόλησε στην πρωτόδικη διαδικασία και το ζήτημα της παρανομίας της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, θέμα το οποίο εγέρθηκε από τον συνήγορο του εφεσείοντα, με τη γραπτή του αγόρευση κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων.
Εν προκειμένω, εισηγήθηκε, η εφεσίβλητη δεν απέδειξε ότι ήταν εγγεγραμμένη εργολήπτρια και κάτοχος ετήσιας άδειας εργολήπτη, ώστε να δικαιούται στις θεραπείες που αξίωνε. Υπέδειξε, παράλληλα, ότι στις περιπτώσεις που προκύπτει έκδηλη παρανομία, είτε από τη σύμβαση είτε από την προσκομισθείσα σε σχέση με αυτή μαρτυρία, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα αυτεπάγγελτα να εξετάσει το θέμα, έστω και αν δεν εγείρεται στην Υπεράσπιση.
Αίτηση που υποβλήθηκε από τον εφεσείοντα για τροποποίηση της Υπεράσπισης ώστε να δικογραφηθούν οι παραπάνω ισχυρισμοί περί παρανομίας, απορρίφθηκε σε προγενέστερο στάδιο από το Δικαστήριο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η μη προβολή ζητήματος παρανομίας στη δικογραφία, καθιστούσε αναγκαία, την εξέταση του κατά πόσο στη βάση όλων όσων είχαν τεθεί ενώπιον του αναδύονταν «έκδηλα ζητήματα παρανομίας κατά τρόπο που αυτεπάγγελτα και δικαιωματικά θα πρέπει να παρέμβει εξετάζοντάς τα».
Το κρίσιμο ερώτημα για το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν το κατά πόσο οι εργασίες που εκτέλεσε η εφεσίβλητη αποτελούσαν «οικοδομικό έργο» εντός της έννοιας που αποδίδεται στον όρο από το ερμηνευτικό Άρθρο 2 του περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμου, Ν.29(Ι)/2001, ώστε να απαιτείται η εγγραφή και κατοχή άδειας από την εφεσίβλητη για τις εργασίες που αυτή διενήργησε.
Απορρίπτοντας τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα περί παρανομίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι, «Η περιγραφή και μόνο των εργασιών που εκτελέσθηκαν από τους ενάγοντες στα δικόγραφα των δύο πλευρών, από μόνη της, δεν επιτρέπει την κατάταξη τους σε εργασίες εργολήπτη σε οικοδομικό έργο με την έννοια που αποδίδεται στον όρο από τον Ν29(Ι)/2001, για την εκτέλεση των οποίων απαιτείται η εξασφάλιση και η ύπαρξη σε ισχύ ανάλογης άδειας», σημειώνοντας παράλληλα ότι το ζήτημα δεν τέθηκε στους μάρτυρες που κάλεσε η εφεσίβλητη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα όσον αφορά στον χαρακτηρισμό των εργασιών που η ενάγουσα εταιρεία εκτέλεσε ως οικοδομικό έργο, με την έννοια που αποδίδεται στον όρο από τον Περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων (Ν.29(Ι)/2001), ή αν αυτές αποτελούν απλά εργασίες διακόσμησης και καλλιτεχνημάτων και ότι δεν θα μπορούσε έκδηλα να διαβλέψει και να διαπιστώσει στην υπό εξέταση υπόθεση παρανομία, κατά τον τρόπο που εισηγήθηκε η πλευρά του εναγομένου και αυτεπάγγελτα να παρέμβει.
Με την έφεση αμφισβητήθηκαν στην ολότητα τους τα πιο πάνω ευρήματα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Αφετηρία της εξέτασης των παραπόνων του εφεσείοντα είναι οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου. Όπως προκύπτει από το Άρθρο 30(1) του Νόμου, στην περίπτωση που η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία συνιστούσε ανάθεση εκτέλεσης οικοδομικού ή τεχνικού έργου, ήταν άκυρη. Εν προκειμένω, η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα, πρωτόδικα, την οποία επανέλαβε και ενώπιον μας, ήταν ότι η εκτελεσθείσα εργασία εμπίπτει στον όρο του «οικοδομικού έργου», στην ερμηνευτική διάταξη, Άρθρο 2, του Νόμου.
2. Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου θεμελιωνόταν στη νομολογία, σύμφωνα με την οποία για να μπορεί να τύχει αυτεπάγγελτης εξέτασης από το Δικαστήριο, η παρανομία πρέπει να προκύπτει έκδηλα και «να έχει στέρεο υπόβαθρο γεγονότων που να δείχνουν παρανομία εν τη γενέσει της σύμβασης ή τέτοια αναντίλεκτα δεδομένα που δεν θα ενέπλεκαν το πρωτόδικο Δικαστήριο, πόσο μάλλον το Εφετείο, στην αναζήτηση ερμηνειών, ιδιαιτέρως όπου το υπόστρωμα κάθε άλλο παρά σαφές είναι».
3. Σε περιπτώσεις που η παρανομία εγείρεται για πρώτη φορά στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας, το Δικαστήριο πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικό και δεν πρέπει να ενεργεί στη βάση μη δικογραφημένων γεγονότων εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι έχει ενώπιον του το σύνολο των σχετικών δεδομένων.
4. Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά έκρινε ότι απουσίαζε στέρεο υπόβαθρο γεγονότων που να δείχνουν παρανομία. Τα ενώπιον του δεδομένα δεν αναδείκνυαν με σαφήνεια τις επίδικες εργασίες ως «οικοδομική εργασία» ή «επένδυση τοίχων» ή άλλη εργασία τέτοια που να εμπίπτει στον όρο «οικοδομικό έργο».
5. Ούτε οι παρατηρήσεις του μάρτυρα Χριστάκη Μηνά ως προς τις διαστάσεις, το βάρος και τη διαδικασία τοποθέτησης των βράχων δημιουργούσαν σαφές πραγματικό υπόβαθρο για τη εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων από το Δικαστήριο και ειδικότερα ότι επρόκειτο για εργασία που εμπίπτει στην έννοια του όρου «οικοδομικό έργο».
6. Ερωτηθείς, μάλιστα, κατά την κυρίως εξέταση του, πώς ο ίδιος, σαν εργολάβος, χαρακτήριζε την επίδικη εργασία, ο Χρ. Μηνά ανέφερε χαρακτηριστικά ότι ο ιδιοκτήτης της οικοδομής «.το ήθελε σαν διακόσμηση, δεν είναι θέμα δικό μου σαν εργολάβος».
7. Και εδώ έγκειτο και ο προβληματισμός του Δικαστηρίου, κατά πόσο δηλαδή η εφεσίβλητη εκτέλεσε «οικοδομικό έργο» μέσα στην έννοια του Άρθρου 2 του Νόμου ή εργασίες διακόσμησης και καλλιτεχνημάτων.
8. Ορθά δε θεώρησε, το Δικαστήριο, ότι η περιγραφή και μόνο των επίδικων εργασιών στα δικόγραφα δεν επέτρεπε την κατάταξη τους σε εργασίες εργολήπτη σε οικοδομικό έργο, με την έννοια του όρου στο νόμο.
9. Θα έπρεπε να υποδειχθεί ότι στην υπεράσπιση, η προσφορά της εφεσίβλητης για την επίδικη εργασία χαρακτηρίζεται από τον εφεσείοντα ως προσφορά για τη «διακόσμηση» του υποστατικού (παράγραφος 4), ενώ ο εφεσείων διατείνεται πως η εφεσίβλητη ουδέποτε πραγματοποίησε «την διακόσμηση» την οποία πρότεινε και δεν τήρησε τις συμβατικές της υποχρεώσεις.
10. Προσεκτική ανάγνωση του σκεπτικού του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποκάλυπτε ότι δεν θεώρησε, όπως εισηγείται ο εφεσείων, ότι για να εμπίπτουν οι επίδικες εργασίες στον ορισμό «οικοδομικό έργο» θα πρέπει απαραιτήτως να αποδειχθεί ότι επηρεάζουν την ασφάλεια του κοινού.
11. Είναι δε εμφανές ότι το Δικαστήριο εξετάζοντας το κατά πόσο οι επίδικες εργασίες συνιστούσαν οικοδομικό έργο, είχε κατά νουν ότι οι προϋποθέσεις του όρου «οικοδομικό έργο» τίθενται διαζευκτικά και όχι σωρευτικά.
12. Εξάλλου, δεν μπορεί να αγνοηθεί το προχωρημένο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας που εγέρθηκε το θέμα της παρανομίας με αποτέλεσμα, όπως μνημονεύεται και στην πρωτόδικη απόφαση, να ολοκληρωθεί ουσιαστικά η ακρόαση, χωρίς να έχει τεθεί το ζήτημα στους μάρτυρες της εφεσίβλητης.
13. Εν προκειμένω, η θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αδυνατούσε να καταλήξει, στη βάση του ενώπιον του υλικού, σε ασφαλή συμπεράσματα όσον αφορούσε στο χαρακτηρισμό των επίδικων εργασιών ως «οικοδομικό έργο», με αποτέλεσμα να μην μπορεί έκδηλα να διαβλέψει και να διαπιστώσει παρανομία, ήταν, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης ορθή και εύλογη.
14. Αναφορικά με την απόρριψη της αίτησης τροποποίησης της υπεράσπισης, ζήτημα που αφορούσε στον τελευταίο λόγο έφεσης η αίτηση καταχωρήθηκε από τους νυν δικηγόρους του εφεσείοντα μετά την αποχώρηση του προηγούμενου δικηγόρου του, σε προχωρημένο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, αφού είχε ήδη ολοκληρωθεί η παρουσίαση της μαρτυρίας της πλευράς της εφεσίβλητης (ενάγουσας), ενώ για την πλευρά του εφεσείοντα είχε ολοκληρωθεί η μαρτυρία του ιδίου και είχε αρχίσει η αντεξέταση του δεύτερου μάρτυρα υπεράσπισης.
15. Οι αρχές που διέπουν το υπό εξέταση θέμα είναι πολύ γνωστές. Η αλλαγή δικηγόρου διαδίκου δεν παρέχει, αφ' εαυτής, λόγο για την τροποποίηση της δικογραφίας, ούτε δικαιολογία για την καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος, ιδιαίτερα εδώ που τα γεγονότα επί των οποίων εδραζόταν η σκοπούμενη τροποποίηση ήταν ήδη γνωστά στον ενάγοντα και τους δικηγόρους του όταν καταχωρείτο η υπεράσπιση.
16. Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε και δικαιολόγησε πλήρως την απόφαση του και εφάρμοσε ορθά τη νομολογία στα γεγονότα της υπόθεσης, συνυπολογίζοντας όλους τους σχετικούς παράγοντες. Απορρίπτοντας την αίτηση, άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Αρκαδίου v. Porto Lara Estates Ltd, (2010) 1 Α.Α.Δ. 2035,
David Birkett v. Acorn Business Machines Limited [1999] EWCA Civ 1866.
Έφεση.
Έφεση από τον Εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Δαυΐδ, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 47/2007), ημερομηνίας 22/3/2011.
Α. Παπαλλής, για τον Εφεσείοντα.
Κρ. Βλαδιμήρου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η εφεσίβλητη εταιρεία, ενάγουσα πρωτόδικα, με αγωγή που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, αξίωσε το ποσό των Λ.Κ. 26.396,39, πλέον τόκους, ως υπόλοιπο οφειλόμενο για εργασίες επένδυσης μπυραρίας στην Αγία Νάπα με τεχνικούς βράχους, την οποία εκτέλεσε κατόπιν εντολής του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, έκρινε, στη βάση της μαρτυρίας που αποδέχτηκε, πως εκτελέστηκε εργασία από την εφεσίβλητη αξίας Λ.Κ.51.693,30 πλέον ΦΠΑ και, με δεδομένο ότι ο εφεσείων είχε καταβάλει έναντι των εργασιών το συνολικό ποσό των Λ.Κ.36.800, του ΦΠΑ περιλαμβανομένου, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα για το ποσό των Λ.Κ.19.693,30 πλέον ΦΠΑ. Ανταπαίτηση που είχε καταχωρήσει η εφεσίβλητη απορρίφθηκε.
Απασχόλησε στην πρωτόδικη διαδικασία και το ζήτημα της παρανομίας της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, θέμα το οποίο εγέρθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, με τη γραπτή του αγόρευση κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων, ο οποίος υποστήριξε ότι για να υπάρχει δικαίωμα είσπραξης οποιασδήποτε αμοιβής για τις εργασίες που η εφεσίβλητη διατεινόταν ότι εκτέλεσε, απαιτείται άδεια εργολήπτη. Εν προκειμένω, εισηγήθηκε, η εφεσίβλητη δεν απέδειξε ότι ήταν εγγεγραμμένη εργολήπτρια και κάτοχος ετήσιας άδειας εργολήπτη, ώστε να δικαιούται στις θεραπείες που αξίωνε. Υπέδειξε, παράλληλα, ότι στις περιπτώσεις που προκύπτει έκδηλη παρανομία, είτε από τη σύμβαση είτε από την προσκομισθείσα σε σχέση με αυτή μαρτυρία, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα αυτεπάγγελτα να εξετάσει το θέμα, έστω και αν δεν εγείρεται στην Υπεράσπιση. Να σημειωθεί, ότι αίτηση που υποβλήθηκε από τον εφεσείοντα για τροποποίηση της Υπεράσπισης ώστε να δικογραφηθούν οι παραπάνω ισχυρισμοί περί παρανομίας, απορρίφθηκε σε προγενέστερο στάδιο από το Δικαστήριο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η μη προβολή ζητήματος παρανομίας στη δικογραφία, καθιστούσε αναγκαία, την εξέταση του κατά πόσο στη βάση όλων όσων είχαν τεθεί ενώπιον του αναδύονταν «έκδηλα ζητήματα παρανομίας κατά τρόπο που αυτεπάγγελτα και δικαιωματικά θα πρέπει να παρέμβει εξετάζοντάς τα».
Το κρίσιμο ερώτημα για το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν το κατά πόσο οι εργασίες που εκτέλεσε η εφεσίβλητη αποτελούσαν «οικοδομικό έργο» εντός της έννοιας που αποδίδεται στον όρο από το ερμηνευτικό Άρθρο 2 του περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμου, Ν.29(Ι)/2001 (στο εξής «ο Νόμος»), ώστε να απαιτείται η εγγραφή και κατοχή άδειας από την εφεσίβλητη για τις εργασίες που αυτή διενήργησε.
Απορρίπτοντας τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα περί παρανομίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι, «Η περιγραφή και μόνο των εργασιών που εκτελέσθηκαν από τους ενάγοντες στα δικόγραφα των δύο πλευρών, από μόνη της, δεν επιτρέπει την κατάταξη τους σε εργασίες εργολήπτη σε οικοδομικό έργο με την έννοια που αποδίδεται στον όρο από τον Ν. 29(Ι)/2001, για την εκτέλεση των οποίων απαιτείται η εξασφάλιση και η ύπαρξη σε ισχύ ανάλογης άδειας», σημειώνοντας παράλληλα ότι το ζήτημα δεν τέθηκε στους μάρτυρες που κάλεσε η εφεσίβλητη. Έκρινε επίσης ότι ούτε οι γενικές αναφορές και παρατηρήσεις του μάρτυρα υπεράσπισης Χριστάκη Μηνά, εργολάβου, αναφορικά με τις εργασίες αυτές, ο οποίος δεν είχε οποιαδήποτε σχέση, εμπειρία ή γνώση με το αντικείμενο των επίδικων εργασιών, μπορούσαν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι οι εργασίες εμπίπτουν στην έννοια του οικοδομικού έργου όπως ορίζεται στο Άρθρο 2 του Νόμου. Κατέληξε το Δικαστήριο (στη σελ. 39 της απόφασης του):
«Πέραν του γεγονότος ότι η τοποθέτηση τεχνιτών βράχων στην υπό συζήτηση περίπτωση φαίνεται να αφορούσε όχι μόνο εξωτερικούς αλλά και εσωτερικούς τοίχους της μπυραρίας, στη βάση όλων όσων έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, αντικειμενικά θεωρούμενα, τυγχάνει εξεταστέο ακόμη και αν το υλικό που χρησιμοποιήθηκε από τους ενάγοντες μπορεί και πρέπει να θεωρηθεί οικοδομικό υλικό. Στην καλύτερη περίπτωση για την πλευρά της υπεράσπισης, το ζήτημα του είδους των εργασιών που οι ενάγοντες εκτέλεσαν και αν αυτές αποτελούν οικοδομικό έργο κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο από τον Ν. 29(1)/2001 ή αν με αυτές επηρεάζεται ή όχι η στατικότητα του κτιρίου και κατ' επέκταση η ασφάλεια του κοινού, αποτελούν απλά συζητήσιμο θέμα σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν ως δεδομένα από το Δικαστήριο. Με δεδομένο τον πιο πάνω προβληματισμό του Δικαστηρίου και την αδυναμία του να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των εργασιών που η ενάγουσα εταιρεία εκτέλεσε ως οικοδομικό έργο, με την έννοια που αποδίδεται στον όρο από τον Περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων (Ν. 29(Ι)/2001), ή αν αυτές αποτελούν απλά εργασίες διακόσμησης και καλλιτεχνημάτων, το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε έκδηλα να διαβλέψει και να διαπιστώσει στην υπό εξέταση υπόθεση παρανομία, κατά τον τρόπο που εισηγείται η πλευρά του εναγομένου και αυτεπάγγελτα να παρέμβει.»
Με την παρούσα έφεση προσβάλλονται ουσιαστικά τα συμπεράσματα και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την κατ' ισχυρισμό παρανομία, με τέσσερεις λόγους έφεσης. Πέμπτος λόγος έφεσης στρέφεται εναντίον της ορθότητας της απόφασης του Δικαστηρίου να απορρίψει την αίτηση του εφεσείοντα για τροποποίηση της Υπεράσπισης. Η εφεσίβλητη, η οποία δεν αμφισβητεί πως δεν ήταν εγγεγραμμένη εργολήπτρια, υπεραμύνθηκε της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, εισηγούμενη ότι όλοι οι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι.
Αφετηρία της εξέτασης των παραπόνων του εφεσείοντα είναι οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου. Όπως προκύπτει από το Άρθρο 30(1) του Νόμου*, στην περίπτωση που η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία συνιστούσε ανάθεση εκτέλεσης οικοδομικού ή τεχνικού έργου, ήταν άκυρη. Εν προκειμένω, η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα, πρωτόδικα, την οποία επανέλαβε και ενώπιον μας, ήταν ότι η εκτελεσθείσα εργασία εμπίπτει στον όρο του «οικοδομικού έργου», ο οποίος, κατά την ερμηνευτική διάταξη, Άρθρο 2, του Νόμου έχει την εξής έννοια:
«"οικοδομικό έργο" σημαίνει— (α) την κατασκευή, αναδόμηση, ανέγερση, επανέγερση, αναπαλαίωση οικοδομής,
(β) οποιαδήποτε οικοδομική εργασία η οποία αποτελεί ή περιλαμβάνει κατασκευή, ανέγερση, μετατροπή, προσθήκη, διαρρύθμιση, επιδιόρθωση, βελτίωση ή κατεδάφιση οικοδομής ή μέρους αυτής, ή οποιαδήποτε εργασία επέκτασης, επιδιόρθωσης ή μετατροπής στο φέροντα οργανισμό ή η οποία επηρεάζει το φέροντα οργανισμό μιας οικοδομής ή κάθε άλλη οικοδομική εργασία η οποία επηρεάζει την ασφάλεια του κοινού,
(γ) την επένδυση τοίχων, τις δαπεδοστρώσεις, την κατασκευή καλουπιών, τη στέγαση οικοδομής, και περιλαμβάνει τη θεμελίωση, όλα τα συναφή με την οικοδομή χωματουργικά έργα, τις κατασκευές τοίχων αντιστήριξης, τις περιφράξεις, και όλα τα παραρτήματα και βοηθητικές οικοδομές μιας οικοδομής,
(δ) κάθε προκαταρκτική, ή προπαρασκευαστική εργασία περιλαμβανομένων των οικοδομικών ή κατασκευαστικών εργασιών για τις ηλεκτρολογικές, υδραυλικές εγκαταστάσεις, τον κλιματισμό, εξαερισμό, υδατοπρομήθεια, αποχετεύσεις ή άλλες συμπληρωματικές εργασίες μιας οικοδομής, και ο όρος "οικοδομικές εργασίες" θα ερμηνεύεται ανάλογα·.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, θεώρησε ότι για να εμπίπτουν οι εργασίες στον όρο «οικοδομικό έργο», θα πρέπει απαραιτήτως να αποδειχθεί ότι επηρεάζουν την ασφάλεια του κοινού, παραγνωρίζοντας ότι οι προϋποθέσεις του όρου τίθενται διαζευκτικά και όχι σωρευτικά, ώστε η αναφορά «επένδυση τοίχων» στο εδάφιο (γ), για παράδειγμα, να μην τελεί υπό την προϋπόθεση ότι «επηρεάζει την ασφάλεια του κοινού». Αντικειμενικά θεωρούμενη, συνέχισε η εισήγηση, η εργασία τοποθέτησης τεχνιτών βράχων η οποία, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφορούσε όχι μόνο εξωτερικούς αλλά και εσωτερικούς τοίχους της μπυραρίας, εμπίπτει στην έννοια «επένδυση τοίχων». Το επίδικο έργο, όμως, εμπίπτει, και στις διάφορες περιπτώσεις του εδαφίου (β) του εν λόγω όρου, στο οποίο περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, οποιαδήποτε εργασία που αποτελεί μετατροπή, προσθήκη, διαρρύθμιση κτλ., καθώς και στο Άρθρο 2 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96. Προς επίρρωση των θέσεων του παρέπεμψε στη μαρτυρία του μάρτυρα Μηνά, αναφορικά με το μέγεθος, το βάρος των τεχνικών βράχων και τη διαδικασία εκτέλεσης της εργασίας τοποθέτησης τους, σταθεροποιώντας τους με βίδες.
Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου θεμελιωνόταν στη νομολογία, σύμφωνα με την οποία για να μπορεί να τύχει αυτεπάγγελτης εξέτασης από το Δικαστήριο, η παρανομία πρέπει να προκύπτει έκδηλα και «να έχει στέρεο υπόβαθρο γεγονότων που να δείχνουν παρανομία εν τη γενέσει της σύμβασης ή τέτοια αναντίλεκτα δεδομένα που δεν θα ενέπλεκαν το πρωτόδικο Δικαστήριο, πόσο μάλλον το Εφετείο, στην αναζήτηση ερμηνειών, ιδιαιτέρως όπου το υπόστρωμα κάθε άλλο παρά σαφές είναι» (Πολυξένη Αρκαδίου δια του πληρεξουσίου αντιπροσώπου αυτής Σάββα Αρχαδίου v. Porto Lara Estates Ltd, (2010) 1 Α.Α.Δ. 2035).
Σε περιπτώσεις που η παρανομία εγείρεται για πρώτη φορά στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας, το Δικαστήριο πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικό και δεν πρέπει να ενεργεί στη βάση μη δικογραφημένων γεγονότων εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι έχει ενώπιον του το σύνολο των σχετικών δεδομένων. Σημειώνουμε συναφώς και την ακόλουθη παρατήρηση του δικαστή Sedley L.J. στην υπόθεση David Birkett v. Acorn Business Machines Limited [1999] EWCA Civ 1866:
«For reasons which appear clearly from the authorities cited by Colman J., it is only where the court can eliminate any possible answer with complete confidence that an unpleaded case of illegality should be allowed to succeed.»
Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά έκρινε ότι απουσίαζε στέρεο υπόβαθρο γεγονότων που να δείχνουν παρανομία. Τα ενώπιον του δεδομένα δεν αναδείκνυαν με σαφήνεια τις επίδικες εργασίες ως «οικοδομική εργασία» ή «επένδυση τοίχων» ή άλλη εργασία τέτοια που να εμπίπτει στον όρο «οικοδομικό έργο». Ούτε οι παρατηρήσεις του Χριστάκη Μηνά ως προς τις διαστάσεις, το βάρος και τη διαδικασία τοποθέτησης των βράχων δημιουργούσαν σαφές πραγματικό υπόβαθρο για τη εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων από το Δικαστήριο και ειδικότερα ότι επρόκειτο για εργασία που εμπίπτει στην έννοια του όρου «οικοδομικό έργο». Ερωτηθείς, μάλιστα, κατά την κυρίως εξέταση του, πώς ο ίδιος, σαν εργολάβος, χαρακτήριζε την επίδικη εργασία, ο Χρ. Μηνά ανέφερε χαρακτηριστικά ότι ο ιδιοκτήτης της οικοδομής «.το ήθελε σαν διακόσμηση, δεν είναι θέμα δικό μου σαν εργολάβος». Και εδώ έγκειτο και ο προβληματισμός του Δικαστηρίου, κατά πόσο δηλαδή η εφεσίβλητη εκτέλεσε «οικοδομικό έργο» μέσα στην έννοια του Άρθρου 2 του Νόμου ή εργασίες διακόσμησης και καλλιτεχνημάτων. Ορθά δε θεώρησε, το Δικαστήριο, ότι η περιγραφή και μόνο των επίδικων εργασιών στα δικόγραφα δεν επέτρεπε την κατάταξη τους σε εργασίες εργολήπτη σε οικοδομικό έργο, με την έννοια του όρου στο νόμο. Είναι αρκετό να υποδείξουμε ότι στην υπεράσπιση, η προσφορά της εφεσίβλητης για την επίδικη εργασία χαρακτηρίζεται από τον εφεσείοντα ως προσφορά για τη «διακόσμηση» του υποστατικού (παράγραφος 4), ενώ ο εφεσείων διατείνεται πως η εφεσίβλητη ουδέποτε πραγματοποίησε «την διακόσμηση» την οποία πρότεινε και δεν τήρησε τις συμβατικές της υποχρεώσεις.
Οι αιτιάσεις του εφεσείοντα ως προς την ερμηνεία από το πρωτόδικο Δικαστήριο σχετικών διατάξεων του Νόμου, επίσης κρίνονται αβάσιμες. Προσεκτική ανάγνωση του σκεπτικού του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη σελίδα 39 της απόφασης του, το οποίο παραθέσαμε ανωτέρω, αποκαλύπτει ότι δεν θεώρησε, όπως εισηγείται ο εφεσείων, ότι για να εμπίπτουν οι επίδικες εργασίες στον ορισμό «οικοδομικό έργο» θα πρέπει απαραιτήτως να αποδειχθεί ότι επηρεάζουν την ασφάλεια του κοινού, παρά μόνο ότι δεν υπήρχαν δεδομένα, αλλά διάφορα συζητήσιμα ενδεχόμενα, γεγονός που καταδεικνύεται και από το διαζευκτικό «ή» αμέσως πριν από τη φράση «αν με αυτές επηρεάζεται ή όχι η στατικότητα του κτιρίου και κατ' επέκταση η ασφάλεια του κοινού». Είναι δε εμφανές ότι το Δικαστήριο εξετάζοντας το κατά πόσο οι επίδικες εργασίες συνιστούσαν οικοδομικό έργο, είχε κατά νουν ότι οι προϋποθέσεις του όρου «οικοδομικό έργο» τίθενται διαζευκτικά και όχι σωρευτικά, τόσο της παραγράφου (β), στην οποία εμπίπτει, μεταξύ άλλων, οικοδομική εργασία η οποία αποτελεί ή περιλαμβάνει «μετατροπή, προσθήκη, διαρρύθμιση», όσο και στην παράγραφο (γ) που περιλαμβάνει «Την επένδυση τοίχων», έννοια που σημαίνει κατά το ίδιο άρθρο του Νόμου «την οικοδόμηση κατασκευή, τοποθέτηση ή εφαρμογή οικοδομικού υλικού στους εξωτερικούς τοίχους μίας οικοδομής» (η υπογράμμιση είναι δική μας) Γι' αυτό και η αναφορά του Δικαστηρίου ότι «τυγχάνει εξεταστέο ακόμη και αν το υλικό που χρησιμοποιήθηκε από τους ενάγοντες μπορεί και πρέπει να θεωρηθεί οικοδομικό υλικό».
Εξάλλου, δεν μπορεί να αγνοηθεί το προχωρημένο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας που εγέρθηκε το θέμα της παρανομίας με αποτέλεσμα, όπως μνημονεύεται και στην πρωτόδικη απόφαση, να ολοκληρωθεί ουσιαστικά η ακρόαση, χωρίς να έχει τεθεί το ζήτημα στους μάρτυρες της εφεσίβλητης. Στην υπόθεση Birkett (ανωτέρω), όπου το θέμα της παρανομίας εγέρθηκε, για πρώτη φορά, κατά την αντεξέταση του ενάγοντα, παρατηρήθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:
« .because it had not been pleaded and was first raised in cross-examination of the plaintiff, there had been no prior opportunity to explore the point on the plaintiff's behalf. This is not a fair or proper way in which to conduct litigation. When it throws up an issue of illegality, moreover, it presents the trial judge with a task which should not be his and for which he does not possess the powers or the equipment for investigation.»
Εν προκειμένω, κρίνουμε ότι η θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αδυνατούσε να καταλήξει, στη βάση του ενώπιον του υλικού, σε ασφαλή συμπεράσματα όσον αφορά το χαρακτηρισμό των επίδικων εργασιών ως «οικοδομικό έργο», με αποτέλεσμα να μην μπορεί έκδηλα να διαβλέψει και να διαπιστώσει παρανομία, ήταν, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης ορθή και εύλογη.
Παραμένει να εξετάσουμε τον τελευταίο λόγο έφεσης που αφορά στην απόρριψη της αίτησης του εφεσείοντα ημερομηνίας 3.6.2010 για τροποποίηση της υπεράσπισης με σκοπό να δικογραφηθούν οι ισχυρισμοί του περί παρανομίας. Η αίτηση καταχωρήθηκε από τους νυν δικηγόρους του εφεσείοντα μετά την αποχώρηση του προηγούμενου δικηγόρου του, σε προχωρημένο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, αφού είχε ήδη ολοκληρωθεί η παρουσίαση της μαρτυρίας της πλευράς της εφεσίβλητης (ενάγουσας), ενώ για την πλευρά του εφεσείοντα είχε ολοκληρωθεί η μαρτυρία του ιδίου και είχε αρχίσει η αντεξέταση του δεύτερου μάρτυρα υπεράσπισης. Η εφεσίβλητη καταχώρησε ένσταση, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι η αίτηση υποβλήθηκε πολύ καθυστερημένα, όταν η ακρόαση της υπόθεσης βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο. Σε περίπτωση έγκρισης της θα προκαλείτο περαιτέρω καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης και ταλαιπωρία στην εφεσίβλητη κατά τρόπο που να επηρεάζονται δυσμενώς τα συμφέροντα της, ενώ η επιδιωκόμενη τροποποίηση αφορούσε σε ζητήματα που ήταν γνωστά στην πλευρά του εφεσείοντα από τα πρώτα στάδια της διαδικασίας.
Μετά από αναφορά σε σχετική επί του θέματος νομολογία και στα δεδομένα της συγκεκριμένης περίπτωσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση. Σημείωσε πως, με την τροποποίηση, επιζητείτο ουσιαστικά η πρόταξη νέας βάσης υπεράσπισης, στη βάση γεγονότων που ήταν γνωστά τόσο στον εφεσείοντα όσο στους εκάστοτε δικηγόρους του, από το χρόνο που καταχωρήθηκε η υπεράσπιση, δύο και πλέον χρόνια πριν από την καταχώρηση της αίτησης, χωρίς ωστόσο να προβάλλεται οποιαδήποτε δικαιολογία για την καθυστέρηση. Περαιτέρω, η επανακλήτευση μαρτύρων, για την οποία ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα δήλωσε ότι δεν θα είχε ένσταση αν εγκρινόταν η αίτηση για τροποποίηση:
«. πέραν της ανατροπής της πορείας της διαδικασίας, της αναστάτωσης και ταλαιπωρίας την οποία αναμφίβολα θα προκαλέσει στην πλευρά των εναγόντων, της καθυστέρησης στη διεκπεραίωση της υπόθεσης τους και τη δημιουργία επιπρόσθετων εξόδων, αποτελεί εξέλιξη που δεν θα μπορούσε εκ των προτέρων να αποκλείσει τον κίνδυνο επηρεασμού της υπόθεσης των εναγόντων, προκαλώντας στην πλευρά τους βλάβη τέτοια που δεν θα μπορούσε να αποτιμηθεί σε χρήμα. Οι ενάγοντες παρουσιάζοντας ήδη την υπόθεση τους (έχοντας πάντα υπόψη τους να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα που ο εναγόμενος ήγειρε με την υπεράσπισή του) προσέφεραν ήδη μαρτυρία σε σχέση με το είδος, την ποιότητα και την ποσότητα των εργασιών που σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς τους εκτελέσθηκαν. Ακόμα και αν επιτρεπόταν επανακλήτευση μαρτύρων για την πλευρά των εναγόντων για να καταθέσουν εκ νέου για το ζήτημα που επιχειρείται σε αυτό το στάδιο να τεθεί ως νέα υπεράσπιση και το οποίο έχει άμεση σχέση, ανάμεσα σε άλλα, με την φύση, την ποιότητα και τον χαρακτήρα των εργασιών που εκτελέσθηκαν, πέραν από την ανατροπή της πορείας της διαδικασίας, την καθυστέρηση, την ταλαιπωρία και τα έξοδα που θα συνεπαγόταν τούτο, δημιουργείται για την πλευρά των εναγόντων ο κίνδυνος στα πλαίσια της νέας μαρτυρία από την πλευρά τους σε σχέση με τα πιο πάνω, για την αντιμετώπιση πλέον της νέας υπεράσπισης, να υπάρξουν τοποθετήσεις διαφορετικές από τις προηγούμενες που έγιναν όταν το ζήτημα που επιχειρείται να εισαχθεί με την τροποποίηση δεν ήταν επίδικο και δεν απασχολούσε, κατά τρόπο που θα μπορούσε να έχει ζημιογόνες συνέπειες στην παρουσίαση και απόδειξη της υπόθεσης της πλευράς των εναγόντων πλήττοντας την δύναμη της.»
Ο εφεσείων θεωρεί ότι δεν ασκήθηκε σωστά η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου αφού συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την έγκριση του αιτήματος του. Είχε δε δικαίωμα να διορίζει το δικηγόρο της επιλογής του σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, με τη στάση του όμως το Δικαστήριο δεν άφησε περιθώριο στον εφεσείοντα να επωφεληθεί των συμβουλών των νέων δικηγόρων του, ούτε του επέτρεψε να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου όλες τις δυνατές υπερασπίσεις.
Οι αρχές που διέπουν το υπό εξέταση θέμα είναι πολύ γνωστές και δεν θεωρούμε σκόπιμο να τις επαναλάβουμε. Θα περιοριστούμε μόνο στην παρατήρηση σε σχέση με την προαναφερόμενη τελευταία θέση του εφεσείοντα, ότι η αλλαγή δικηγόρου διαδίκου δεν παρέχει, αφ' εαυτής, λόγο για την τροποποίηση της δικογραφίας, ούτε δικαιολογία για την καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος, ιδιαίτερα εδώ που τα γεγονότα επί των οποίων εδραζόταν η σκοπούμενη τροποποίηση ήταν ήδη γνωστά στον ενάγοντα και τους δικηγόρους του όταν καταχωρείτο η υπεράσπιση. Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε και δικαιολόγησε πλήρως την απόφαση του και εφάρμοσε ορθά τη νομολογία στα γεγονότα της υπόθεσης, συνυπολογίζοντας όλους τους σχετικούς παράγοντες. Θεωρούμε ότι απορρίπτοντας την αίτηση, άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Για τους πιο πάνω λόγους κρίνουμε ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος που να δικαιολογεί παρέμβασή μας και η έφεση απορρίπτεται με έξοδα, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.