ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ECLI:CY:DOD:2016:7

(2016) 1 ΑΑΔ 2888

21 Δεκεμβρίου, 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΤΡΗ ΑΝΤΡΕΟΥ,

 

Εφεσείουσα,

 

v.

 

ΙΩΑΝΝΗ ΤΣΙΡΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Έφεση Αρ. 16/2013)

 

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Διατροφή ανηλίκων ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε  εξουσία να υπεισέλθει σε προηγηθέν εκ συμφώνου διάταγμα διατροφής, όπως στην ουσία έπραξε ― Κατά πόσον  διέπραξε σφάλμα αρχής.

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Διατροφή ανηλίκων ― Τροποποίηση διατάγματος διατροφής ― Απόφανση Εφετείου ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν έπρεπε να αποδεχθεί την αίτηση τροποποίησης εφόσον δεν υπήρξαν μεταβολές ουσίας στην αντίστοιχη εισοδηματική κατάσταση οποιουδήποτε των διαδίκων ― Δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος για το Δικαστήριο να ενδιατρίψει σε οποιαδήποτε επιμέρους κονδύλια των τέκνων ή να εκτιμήσει τις ανάγκες τους, εφόσον εκείνο που αντιμετώπιζε ήταν αίτηση από τον πατέρα ότι το ποσό της διατροφής έπρεπε να μειωθεί λόγω δραματικής μείωσης των δικών του εσόδων ― Το εύρημα του όμως ήταν ότι είχε και αυξημένο στην ουσία εισόδημα ― Έπετο ότι η αίτηση δεν δικαιολογείτο.

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Διατροφή ανηλίκων ― Δεδομένου ότι το προηγηθέν διάταγμα διατροφής είχε εκδοθεί εκ συμφώνου, ήταν και ανεπίτρεπτο για τον εφεσίβλητο να προσπαθήσει να δείξει, ή, χειρότερα, να πείσει με την αίτηση τροποποίησης του διατάγματος ότι αυτό είχε στηριχθεί σε αναληθή και παραπλανητικά δεδομένα.

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Διατροφή ανηλίκων ― Τροποποίηση διατάγματος διατροφής ― Το Δικαστήριο παρασύρθηκε στην κρίση του από την ανάληψη ευθύνης επαναπροσδιορισμού στην ουσία του αρχικού διατάγματος ― Ενώ διακήρυξε ότι δεν είχε τέτοια εξουσία, προέβη σε εκ νέου κρίση για τις ανάγκες των ανηλίκων ― Προχώρησε επίσης σε καταγραφή προσωπικών και ανεπίτρεπτων θέσεων ― Πρόσθετα, αποδεχόμενο την αίτηση του πατέρα για μείωση της διατροφής παρεγνώρισε εντελώς το γεγονός ότι η εφεσείουσα ήταν άνεργη.

 

Στις 22.2.2008 εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα με το οποίο ο εφεσίβλητος διατάχθηκε να καταβάλλει στην εφεσείουσα το πόσο των €600 μηνιαίως ως συνεισφορά στη διατροφή των ανηλίκων διδύμων τέκνων του ζεύγους, ήτοι, από €300 μηνιαίως για τον καθένα. Στις 21.1.2010, ο εφεσίβλητος αιτήθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, Δικαιοδοσία Διατροφών, την τροποποίηση του πιο πάνω διατάγματος ώστε το ποσό των €600 να μειωνόταν στα €350, ήτοι, €175 για το κάθε παιδί. Επιδίωξε επίσης την έκδοση διατάγματος με το οποίο να μην ίσχυε η αυτόματη αύξηση της διατροφής και/ή όπως το ύψος αυτής περιοριστεί.

 

Το Οικογενειακό Δικαστήριο που επιλήφθηκε της αιτήσεως αφού άκουσε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, εξέδωσε στις 15.4.2013 απόφαση με την οποία τροποποίησε το αρχικό εκ συμφώνου διάταγμα μειώνοντας το ύψος συνεισφοράς του εφεσίβλητου στα €400 μηνιαίως με έναρξη του διαφοροποιημένου ποσού να ανατρέχει στο χρόνο καταχώρησης της αίτησης στις 21.1.2010. Εξέδωσε επίσης απόφαση μη ισχύος της αυτόματης αύξησης του ποσού της αρχικής διατροφής κατά 10% από 25.7.2010 και κατά περαιτέρω 10% από 25.7.2012.

 

Στο καταληκτικό μέρος της απόφασης του, προνόησε όπως κάθε ποσό που ο εφεσίβλητος κατέβαλε στην εφεσείουσα πέραν των €400 το μήνα από 21.1.2010, μέχρι την έκδοση της απόφασης του, απεκόπτετο από τις μελλοντικές δόσεις διατροφής ανά €100 μηνιαίως από την ημέρα έκδοσης της απόφασης. Επιδίκασε επίσης τα έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας. Η αίτηση του πατέρα εφεσίβλητου στηριζόταν στον περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμο αρ. 216/1990 Άρθρα 33-38 και σε διάφορα άρθρα του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου αρ. 23/1990, καθώς και στο σχετικό Διαδικαστικό Κανονισμό του 1990.

 

Το κρίσιμο μέρος των επίδικων γεγονότων που ενδιαφέρουν, εμφαίνεται εκτενώς στα αποφασισθέντα εκ του Εφετείου.

 

Η έφεση η οποία προωθήθηκε από τη μητέρα των ανηλίκων στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Κάθε πτυχή της πρωτόδικης κρίσης ήταν εν πολλοίς αυθαίρετη και δεν δικαιολογείτο από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία.

β)   Εσφαλμένα το Δικαστήριο αντελήφθη ότι το προϋπάρχον διάταγμα διατροφής ήταν αποτέλεσμα παραπλανητικών ή αναληθών στοιχείων, προχωρώντας έτσι να επέμβει στην εκ συμφώνου αρχική συναντίληψη των μερών ότι ο εφεσίβλητος πατέρας των ανηλίκων ήταν σε θέση και όφειλε να συνεισφέρει το ποσό των €600 μηνιαίως για τα τέκνα του.

 

γ)  Το Δικαστήριο περαιτέρω λανθασμένα έκρινε ότι η εισοδηματική κατάσταση του εφεσίβλητου μεταβλήθηκε προς δυσμένεια του, ενώ  αντίθετα αυτή της εφεσείουσας αυξήθηκε προς όφελος της για να καταλήξει στη μείωση του αρχικώς συμφωνηθέντος ποσού.

 

δ)  Λανθασμένα το Δικαστήριο προσέδωσε στην ουσία αναδρομική ισχύ στο διάταγμα μείωσης του ποσού από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης, ιδιαίτερα διότι ο εφεσίβλητος εμποδιζόταν διά της συμπεριφοράς του να καταχωρεί και να προωθεί αίτηση τροποποίησης και μη ισχύος της αυτόματης αύξησης του 10%, από τη στιγμή που είχε δεχθεί προηγουμένως το ποσό διατροφής των €600 μηνιαίως ως ικανοποιητικό, και εντός των δυνάμεων του.

 

ε)  Το Δικαστήριο αντιμετώπισε με ιδιαίτερη αυστηρότητα τις ανάγκες των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων μη δεχόμενο και αφαιρώντας κονδύλια αναγκαία για τη διαβίωση τους, αποστερώντας περαιτέρω από τα ανήλικα τέκνα το ποσό των €100 μηνιαίως με αναδρομική ισχύ, πέραν της μείωσης της διατροφής στα €400.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Το σκεπτικό του Δικαστηρίου δεν είναι εύκολα κατανοητό και σε αυτό συνέτεινε το γεγονός ότι δεν ακολουθείτο μια λογική σειρά εξέτασης της αίτησης και της μαρτυρίας που προσφέρθηκε.

  2.   Άρχισε την εξέταση της ουσίας της αίτησης με παράθεση μέρους της παρ. 20 της γραπτής δήλωσης της εφεσείουσας, καθ' ης η αίτηση πρωτοδίκως, για να αναδείξει στη συνέχεια άλλες παραγράφους, αναμειγνύοντας νομολογία και εξέταση των διαφόρων κονδυλιών που τα ανήλικα διατείνονταν ότι χρειάζονταν μέσω της δήλωσης της μητέρας για εύλογη μηνιαία διαβίωση τους.

  3.   Υπάρχει επίσης στο σκεπτικό μια δογματική προσέγγιση σε ορισμένα θέματα και προσωπικές κρίσεις του Δικαστηρίου που δεν είναι ευλόγως συναγόμενες από τη μαρτυρία και που θα έπρεπε να αποφευχθούν.

  4.   Το νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει το επίδικο ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ζήτημα προβλέπεται από το Άρθρο 38 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου 216/1990.

  5.  Το Άρθρο 38 ακολουθεί το Άρθρο 33 του ιδίου Νόμου, το οποίο καθορίζει ότι οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, καθώς επίσης και το Άρθρο 37 που προνοεί ότι η διατροφή προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου και περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του και, ανάλογα με την περίπτωση, και έξοδα για την εκπαίδευση του.

  6.   Το Άρθρο 38, το οποίο είναι προσδιοριστικό της δυνατότητας τροποποίησης υφιστάμενου διατάγματος διατροφής, ερμηνεύθηκε σε αριθμό υποθέσεων.

  7.   Η νομολογία έχει καθορίσει ότι μόνο γεγονότα τα οποία ανακύπτουν μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη προς αναθεώρηση του υφιστάμενου διατάγματος.  Είναι η μεταβολή των όρων που καθιστά την αρχική απόφαση μεταρρυθμιστέα.

  8.   Αυτό σημαίνει ότι οιοσδήποτε των διαδίκων που υπόκειται στο αρχικό διάταγμα διατροφής, μπορεί να υποβάλει αίτηση για τροποποίηση είτε προς τα άνω, είτε προς τα κάτω, ή, ακόμη και να επιδιώξει εξ ολοκλήρου τερματισμό της διατροφής. Ο αιτητής έχει το βάρος απόδειξης ότι οι όροι του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής έχουν μεταβληθεί ούτως ώστε να είναι αναγκαία η τροποποίηση του.

  9.   Εξετάζοντας τα εγερθέντα ζητήματα, διαπιστωνόταν ότι αναμφίβολα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε καμιά εξουσία να υπεισέλθει στο εκ συμφώνου διάταγμα διατροφής εκδοθέν στις 22.2.2008, όπως στην ουσία έπραξε.

10. Το διάταγμα των €600 μηνιαίως (€300 για κάθε παιδί) συμφωνήθηκε από τους διαδίκους έχοντας ο καθένας αντίστοιχα την τότε εισοδηματική του ικανότητα. Επομένως, πρώτον ήταν ανεπίτρεπτο για τον εφεσίβλητο να προσπαθήσει να δείξει, ή, χειρότερα, να πείσει ότι το εκ συμφώνου διάταγμα βασίστηκε σε αναληθή και παραπλανητικά δεδομένα και, δεύτερο, αφετηρία για την εξέταση της ανάγκης τροποποίησης του διατάγματος, έπρεπε να ήταν η τότε εισοδηματική ικανότητα εκάστου.

11. Συνάγεται από την αίτηση διατροφής που εισήγαγε τότε η εφεσείουσα (και την οποία έθεσε ως τεκμήριο ο εφεσίβλητος στην πρωτόδικη επίδικη αίτηση), ότι το εισόδημα του ήταν £1.000 μηνιαίως (ήτοι €1.706,60), εφόσον με αυτή τη βάση (είτε έγινε δεκτή, είτε όχι τότε από τον εφεσίβλητο) ο εφεσίβλητος απεδέχθη οικειοθελώς  ότι είχε την ικανότητα να καταβάλλει €600 μηνιαίως για διατροφή των τέκνων του.

12. Από την άλλη, η εφεσείουσα δήλωσε στην τότε αίτηση της, ότι κέρδιζε στη βάση του μισθού της,  £1.103,83, ήτοι €1.991,18. Αυτά αναφέρονται και στην κατατεθείσα γραπτή δήλωση της εφεσείουσας πρωτοδίκως, ημερ. 9.10.2012.

13. Το πρωτόδικο Δικαστήριο τοποθέτησε, μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου σε συνδυασμό με τη μαρτυρία του πατέρα του εφεσίβλητου, το ύψος των εισοδημάτων του εφεσίβλητου στις €2.000 μηνιαίως. Δεν χρειαζόταν, υπό το φως του παρόντος σκεπτικού να εξεταστεί το βάσιμο αυτής της κατάληξης.

14. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, η μητέρα στην ουσία δέχεται αυτόν τον καθορισμό του εισοδήματος του πατέρα, για να εισηγηθεί, ότι δεν υπήρξε μεταβολή των όρων του αρχικού διατάγματος ώστε να καθίστατο αναγκαία η τροποποίηση του.

15. Με δεδομένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το εισόδημα του εφεσίβλητου μετά την εκδίκαση της αίτησης του για τροποποίηση του ποσού της διατροφής, ανερχόταν στις €2.000 (ήτοι μεγαλύτερο κατά σχεδόν €300 από τις €1.708 που υφίστατο το 2008), και με το επίσης δεδομένο ότι και η κατάληξη του ότι και το εισόδημα της εφεσείουσας-μητέρας ανερχόταν στο ίδιο ποσό των €2.000, (ήτοι πολύ κοντά στο δηλωθέν από την ίδια το 2007 όταν υπέβαλε την τότε αίτηση για καθορισμό της διατροφής ποσό ύψους €1.103,83 ή €1.886,01 ή στη δήλωση της στο Δικαστήριο, €1.991.18), δεν έπρεπε να αποδεχθεί την αίτηση τροποποίησης εφόσον δεν υπήρξαν μεταβολές ουσίας στην αντίστοιχη εισοδηματική κατάσταση οποιουδήποτε των διαδίκων.

16. Από τα πιο πάνω συνάγετο με ευκολία ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε λάθος αρχής. Από τη στιγμή που οι όροι, κατά τη δική του εκτίμηση, τα εισοδήματα, δηλαδή, εκάστου, ήταν στα ίδια επίπεδα όπως και όταν εκδόθηκε το αρχικό διάταγμα, δεν ενεργοποιείτο το Άρθρο 38.

17. Δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος για το Δικαστήριο να ενδιατρίψει σε οποιαδήποτε επιμέρους κονδύλια των τέκνων ή να εκτιμήσει τις ανάγκες τους, εφόσον εκείνο που αντιμετώπιζε ήταν αίτηση από τον πατέρα ότι το ποσό της διατροφής έπρεπε να μειωθεί λόγω δραματικής μείωσης των δικών του εσόδων.  Το εύρημα του όμως ήταν ότι είχε και αυξημένο στην ουσία εισόδημα. Έπετο ότι η αίτηση δεν δικαιολογείτο και έπρεπε να απορριφθεί άνευ ετέρου.

18. Το Δικαστήριο παρασύρθηκε στην κρίση του από την ανάληψη ευθύνης επαναπροσδιορισμού στην ουσία του αρχικού διατάγματος. Ενώ διακήρυξε ότι δεν είχε τέτοια εξουσία, προέβη σε εκ νέου κρίση για τις ανάγκες των ανηλίκων.

19. Το πρώτο όμως ζητούμενο ήταν ο προσδιορισμός της κατ'  ισχυρισμόν μειωμένης εισοδηματικής του κατάστασης του εφεσίβλητου. Από αυτή τη βάση όφειλε το Δικαστήριο να άρχιζε την εξέταση διότι εάν το εύρημα του θα ήταν, όπως και ήταν, ότι τα εισοδήματα του πατέρα δεν είχαν μειωθεί, οι αυξημένες ή μη καταναλωντικές ανάγκες των τέκνων ήταν δευτερεύον θέμα και θα έπρεπε να εξετάζονταν στην αίτηση της μητέρας για τυχόν αύξηση της διατροφής.

20. Το Δικαστήριο προχώρησε επίσης σε καταγραφή προσωπικών και ανεπίτρεπτων θέσεων.

21. Πρόσθετα, αποδεχόμενο την αίτηση του πατέρα για μείωση της διατροφής παρεγνώρισε εντελώς το γεγονός ότι η εφεσείουσα ήταν άνεργη λαμβάνοντας ανεργιακό επίδομα από 15.6.2012.

22. Αυτό ήταν ένα πραγματικό γεγονός το οποίο δεν μπορούσε να μην ληφθεί υπόψη έστω και αν δημιουργήθηκε μεταγενέστερα της δήλωσης της στην υπεράσπιση που καταχωρήθηκε στις 16.4.2010.

23. Δεν θα ήταν άτοπο, εφόσον προσφέρθηκε πλέον ως πραγματικό γεγονός κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, να ήταν στη σκέψη του Δικαστηρίου ότι η μητέρα δεν είχε πλέον εκείνα τα εισοδήματα. Αυτό ως στοιχείο συνυπολογισμού των όρων του αρχικού διατάγματος που στο μεταξύ μεταβλήθηκαν.

24. Η κρίση του Δικαστηρίου κατέρευσε εκ των ως άνω και συμπαρασύρθηκε σε ακύρωση και το Διάταγμα που εξέδωσε για μη ισχύ της αυτόματης αύξησης του 10%.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Χριστοδούλου v. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 195,

 

Αριστείδου v. Χρυσάνθου (1994) 1 Α.Α.Δ. 711,

 

Δημητρίου v. Περδίου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1418.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Καραντζής, Πρόεδρος), (Αίτηση Αρ. 17/2010), ημερομηνίας 15/4/2013.

 

Α. Χαραλάμπους για Α. Γιωρκάτζη ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

 

Μ. Χατζηλευτέρη για Γ. Λ. Σαββίδη & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις 22.2.2008 εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα με το οποίο ο εφεσίβλητος διατάχθηκε να καταβάλλει στην εφεσείουσα το πόσο των €600 μηνιαίως ως συνεισφορά στη διατροφή των ανηλίκων διδύμων τέκνων του ζεύγους Νικόλα και Αντώνη, ήτοι, από €300 μηνιαίως για τον καθένα. Στις 21.1.2010, ο εφεσίβλητος αιτήθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, Δικαιοδοσία Διατροφών, την τροποποίηση του πιο πάνω διατάγματος ώστε το ποσό των €600 να μειωθεί στα €350, ήτοι, €175 για το κάθε παιδί. Επιδίωξε επίσης την έκδοση διατάγματος με το οποίο να μην ίσχυε η αυτόματη αύξηση της διατροφής και/ή όπως το ύψος αυτής περιοριστεί.

 

Ο Πρόεδρος που επιλήφθηκε της αιτήσεως αφού άκουσε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, εξέδωσε στις 15.4.2013 απόφαση με την οποία τροποποίησε το αρχικό εκ συμφώνου διάταγμα μειώνοντας το ύψος συνεισφοράς του εφεσίβλητου στα €400 μηνιαίως με έναρξη του διαφοροποιημένου ποσού να ανατρέχει στο χρόνο καταχώρησης της αίτησης στις 21.1.2010. Εξέδωσε επίσης απόφαση μη ισχύος της αυτόματης αύξησης του ποσού της αρχικής διατροφής κατά 10% από 25.7.2010 και κατά περαιτέρω 10% από 25.7.2012. Στο καταληκτικό μέρος της απόφασης του, προνόησε όπως κάθε ποσό που ο εφεσίβλητος κατέβαλε στην εφεσείουσα πέραν των €400 το μήνα από 21.1.2010, μέχρι την έκδοση της απόφασης του, απεκόπτετο από τις μελλοντικές δόσεις διατροφής ανά €100 μηνιαίως από την ημέρα έκδοσης της απόφασης. Επιδίκασε επίσης τα έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας.

 

Την απόφαση αυτή εφεσιβάλλει η μητέρα των ανηλίκων τέκνων, με επτά λόγους έφεσης. Στην ουσία εφεσιβάλλεται κάθε πτυχή της πρωτόδικης κρίσης θεωρώντας ότι αυτή εν πολλοίς ήταν αυθαίρετη, δεν δικαιολογείτο από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, εσφαλμένα το Δικαστήριο αντελήφθη ότι το προϋπάρχον διάταγμα διατροφής ήταν αποτέλεσμα παραπλανητικών ή αναληθών στοιχείων, προχωρώντας έτσι να επέμβει στην εκ συμφώνου αρχική συναντίληψη των μερών ότι ο εφεσίβλητος πατέρας των ανηλίκων ήταν σε θέση και όφειλε να συνεισφέρει το ποσό των €600 μηνιαίως για τα τέκνα του. Το Δικαστήριο περαιτέρω λανθασμένα έκρινε ότι η εισοδηματική κατάσταση του εφεσίβλητου μεταβλήθηκε προς δυσμένεια του, ενώ  αντίθετα αυτή της εφεσείουσας αυξήθηκε προς όφελος της για να καταλήξει στη μείωση του αρχικώς συμφωνηθέντος ποσού. Λανθασμένα περαιτέρω το Δικαστήριο προσέδωσε στην ουσία αναδρομική ισχύ στο διάταγμα μείωσης του ποσού από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης, ιδιαίτερα διότι ο εφεσίβλητος εμποδιζόταν διά της συμπεριφοράς του να καταχωρεί και να προωθεί αίτηση τροποποίησης και μη ισχύος της αυτόματης αύξησης του 10%, από τη στιγμή που είχε δεχθεί προηγουμένως το ποσό διατροφής των €600 μηνιαίως ως ικανοποιητικό, και εντός των δυνάμεων του. Το Δικαστήριο αντιμετώπισε με ιδιαίτερη αυστηρότητα τις ανάγκες των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων μη δεχόμενο και αφαιρώντας κονδύλια αναγκαία για τη διαβίωση τους, αποστερώντας περαιτέρω από τα ανήλικα τέκνα το ποσό των €100 μηνιαίως με αναδρομική ισχύ, πέραν της μείωσης της διατροφής στα €400.

 

Η αντίθετη θέση του εφεσίβλητου θεωρεί την απόφαση του Δικαστηρίου ως ορθή και αιτιολογημένη στη βάση της μαρτυρίας που προτάθηκε, αλλά και της νομολογίας σε θέματα διατροφής.

 

Κατά τη συζήτηση της έφεσης, οι συνήγοροι υιοθέτησαν στην ουσία τα αντίστοιχα περιγράμματα τους τονίζοντας ότι οι διαφορές των διαδίκων είναι μεγάλες, η δε αντιδικία τους ιδιαίτερη, όχι μόνο στη διαδικασία διατροφής, αλλά και σε άλλες μεταξύ τους διαφορές.

 

Εξετάζοντας την πρωτόδικη απόφαση πρέπει να λεχθεί ότι το σκεπτικό του Δικαστηρίου δεν είναι εύκολα κατανοητό και σε αυτό συντείνει το γεγονός ότι δεν ακολουθείται μια λογική σειρά εξέτασης της αίτησης και της μαρτυρίας που προσφέρθηκε. Η θέση του Δικαστηρίου όπως καταγράφεται στη σελ. 4 του σκεπτικού του ότι δεν προτίθετο να παραθέσει και να αξιολογήσει στη συνέχεια τη μαρτυρία, αλλά θα ακολουθούσε μια «σύνθετη πορεία με ταυτόχρονη αναφορά στις αρχές της σχετικής νομολογίας», δίδει ακριβώς το στίγμα του τρόπου με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την ενώπιον του διαφορά. Άρχισε την εξέταση της ουσίας της αίτησης με παράθεση μέρους της παρ. 20 της γραπτής δήλωσης της εφεσείουσας, καθ' ης η αίτηση πρωτοδίκως, για να αναδείξει στη συνέχεια άλλες παραγράφους, αναμειγνύοντας νομολογία και εξέταση των διαφόρων κονδυλιών που τα ανήλικα διατείνονταν ότι χρειάζονταν μέσω της δήλωσης της μητέρας για εύλογη μηνιαία διαβίωση τους. Υπάρχει επίσης στο σκεπτικό μια δογματική προσέγγιση σε ορισμένα θέματα και προσωπικές κρίσεις του Δικαστηρίου που δεν είναι ευλόγως συναγόμενες από τη μαρτυρία και που θα έπρεπε να αποφευχθούν. Θα εξηγηθούν στη συνέχεια τα όσα αμέσως πριν  έχουν καταγραφεί.

 

Η αίτηση του πατέρα εφεσίβλητου στηριζόταν στον περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμο αρ. 216/1990 Άρθρα 33-38 και σε διάφορα άρθρα του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου             αρ. 23/1990, καθώς και στο σχετικό Διαδικαστικό Κανονισμό του 1990. Ως γεγονότα αναφέρθηκαν τα εξής: Οι διάδικοι, Κύπριοι πολίτες και μόνιμοι κάτοικοι της Δημοκρατίας, τέλεσαν εκκλησιαστικό γάμο στις 18.5.1997, από τον οποίο απέκτησαν τα δίδυμα τέκνα τους Αντώνη και Νικόλα στις 26.3.2003. Ο γάμος λύθηκε με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου στις 30.3.2009. Μετά την έκδοση του εκ συμφώνου διατάγματος διατροφής των €600 μηνιαίως στις 22.2.2008, το οποίο στηρίχθηκε σε παραπλανητικά και αναληθή στοιχεία, τα γεγονότα πάνω στα οποία το διάταγμα στηρίχθηκε διαφοροποιήθηκαν λόγω προβλημάτων υγείας και εργασίας του εφεσίβλητου-αιτητή, τα εισοδήματα του οποίου μειώθηκαν περίπου στο ποσό των €800 μηνιαίως. Όλα τα ιατρικά έξοδα των ανηλίκων καλύπτονταν από την εταιρεία στην οποία εργαζόταν η μητέρα τους, ενώ περαιτέρω κατά το ήμισυ του μήνα τα ανήλικα διαμένουν με τον ίδιο σύμφωνα με τους όρους του διατάγματος γονικής μέριμνας αρ. 78/2007, το οποίο επίσης εκδόθηκε στις 22.2.2008, με αποτέλεσμα κατά αυτή την περίοδο τα ανήλικα να μην στερούνται οτιδήποτε σε φαγητό, ρουχισμό, παιχνίδια ή ψυχαγωγία, αφού για τα έξοδα αυτά βοηθούν και οι γονείς του εφεσίβλητου. Περαιτέρω, τα έξοδα των ανηλίκων όχι μόνο δεν διαφοροποιήθηκαν προς τα άνω, αλλά έχουν μειωθεί διότι δεν πηγαίνουν πλέον σε νηπιαγωγείο και έτσι δεν καταβάλλεται  το ποσό το οποίο πληρωνόταν προηγουμένως και λήφθηκε  υπόψη κατά την έκδοση του διατάγματος ημερ. 22.2.2008, ήτοι €316 μηνιαίως. Τα ανήλικα παρακολουθούν μόνο φροντιστήριο Αγγλικών μια φορά την εβδομάδα και δεν πληρώνονται από τη μητέρα έξοδα φροντιστηρίου ύψους €256. Από την άλλη, ενώ κατά την έκδοση του προηγούμενου διατάγματος η μητέρα είχε εισόδημα €1,885 μηνιαίως, στην πορεία το εισόδημα της αυξήθηκε κατά πολύ, ανερχόμενο στις €2.500 μηνιαίως. Στη βάση όλων των ανωτέρω, ο εφεσίβλητος αιτητής επιδίωξε τις θεραπείες της μείωσης της συνεισφοράς του στο ποσό των €175 μηνιαίως για κάθε τέκνο και της μη ισχύος της αυτόματης αύξησης του 10% που θα άρχιζε από 23.2.2010, (η αίτηση καταχωρήθηκε υπενθυμίζεται στις 21.1.2010).

 

Η θέση της μητέρας προερχόμενη από τη δική της υπεράσπιση ήταν ότι εκδόθηκε εκ συμφώνου το αρχικό διάταγμα διατροφής και οτιδήποτε αναφέρεται από τον αιτητή ότι είχε εκβιασθεί ή  πιεστεί στην έκδοση του, ήταν αναληθές και δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Αρνείται στη συνέχεια την οικονομική αδυναμία που επικαλείται ο αιτητής, λέγοντας ότι, αντίθετα, τα δικά του εισοδήματα ως μουσικός συνθέτης, διαφημιστής και παραγωγός έχουν κατά πολύ αυξηθεί, έτσι ώστε με χωριστή δική της αίτηση, επιδιώκει την αύξηση του συμφωνηθέντος ποσού διατροφής. Στη δήλωση της που κατέθεσε στο Δικαστήριο ως μέρος της κυρίως εξέτασης της ισχυρίζεται ότι οι πελάτες του εφεσίβλητου-αιτητή αυξήθηκαν σημαντικά λόγω συνθέσεων του που πωλεί στην Κύπρο και το εξωτερικό μέσω ιστοσελίδων, ενώ εισπράττει και πνευματικά δικαιώματα από τέσσερεις διαφορετικούς οργανισμούς, είναι δε και μέλος της PRS, της MCPS και της BIEM. Περαιτέρω, αντιπροσωπεύει στη Δημοκρατία το διαδικτυακό ραδιόφωνο Blue Racoon FM, στο οποίο διαφημίζονται πολλές γνωστές εταιρείες και πληρώνεται €1.200 ετησίως για την εργασία αυτή. Ο εφεσίβλητος έχει δημιουργήσει τη Dimension Recordings που ασχολείται με διαφημίσεις με κάθε ραδιοφωνική διαφήμιση  να αποφέρει €200 και κάθε τηλεοπτική περίπου €600-700.  Ασχολείται περαιτέρω ως DJ σε διάφορα clubs και στο διαδικτυακό ραδιόφωνο.

 

Αντίθετα, η ίδια απώλεσε την εργασία της λόγω της οικονομικής κρίσης και λαμβάνει ανεργιακό επίδομα ύψους €324.68 εβδομαδιαίως, αλλά αυτό θα ήταν μόνο για 156 ημέρες, αντιμετωπίζοντας έτσι σοβαρά οικονομικά προβλήματα, ενώ τα έξοδα των ανηλίκων έχουν  αυξηθεί λόγω ηλικίας και κόστους ζωής, υπολογίζοντας το σύνολο των εξόδων αυτών σε €2.531,99 μηνιαίως. Προς την κατεύθυνση αυτή κατέθεσε κατά την ακρόαση σωρεία εγγράφων και αποδείξεων ως τεκμήρια. Τα ανήλικα φοιτούσαν πλέον στην τέταρτη τάξη του Δημοτικού, όντας 10 ετών (το 2012), και έχουν αποκτήσει ενδιαφέροντα και παρακολουθούν Αγγλική γλώσσα και μαθήματα κολύμβησης. Η εφεσείουσα-μητέρα εισηγήθηκε εν τέλει ότι το συμφωνηθέν τότε (το 2008), ποσό διατροφής δεν θα έπρεπε να μειωθεί γιατί τα ανήλικα θα αντιμετώπιζαν σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης και ευημερίας.

 

Δόθηκε όντως εκτεταμένη μαρτυρία και οι διάδικοι υπέστησαν  αντιστοίχως εξαντλητική αντεξέταση. Ο εφεσίβλητος-πατέρας κάλεσε επίσης ως μάρτυρα την Φρανσουάζ Αντωνίου, Επιθεωρήτρια Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία κατέθεσε ότι από 15.6.2012 η εργασία της εφεσείουσας-μητέρας τερματίστηκε και λάμβανε ανεργιακό επίδομα. Εργαζόταν προηγουμένως στην εταιρεία Palatino Developers Ltd, όπου εργαζόταν και ο Μάριος Αποστόλου, διευθυντής της, αλλά από 28.2.2011 έπαψε και αυτός να εργάζεται εκεί.  Η εφεσείουσα λάμβανε ποσό €324.68 ανεργιακό επίδομα εβδομαδιαίως. Η μάρτυρας αυτή δεν αντεξετάστηκε. Μαρτυρία έδωσε και ο πατέρας του εφεσίβλητου Νίκος Τσίρος, συνταξιούχος οικονομολόγος, ο οποίος βεβαίωσε ότι ο εφεσίβλητος διέμενε στο υπόγειο του σπιτιού του, σε πρώην γκαράζ, χώρο που διαμόρφωσε σε εργασιακό τόπο. Βοηθούσε τον εφεσίβλητο σε λογιστικά ή οικονομικά θέματα και αντιλαμβανόταν ότι οικονομικά δεν πήγαινε πολύ καλά εφόσον χρειαζόταν τη βοήθεια των γονέων του, κυκλοφορούσε δε με ένα παλαιό όχημα της μητέρας του. Δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει ακριβώς τα εισοδήματα του υιού του μη γνωρίζοντας επακριβώς τη φύση της εργασίας του, αλλά γνώριζε ότι κέρδιζε χρήματα όταν παρήγαγε εργασία από την PRS, εταιρεία πνευματικών δικαιωμάτων. Υπολόγισε τα έξοδα των παιδιών γύρω στα €600 μηνιαίως, βοηθά δε ο ίδιος και η γυναίκα του στην ένδυση, υπόδηση και διατροφή τους, αλλά και τον υιό του οικονομικά.

 

Ο Λούκας Εργατούδης, συνιδιοκτήτης και διευθυντής του Brent Cross, κατάστημα λιανικής πώλησης CD, DVD και βιντεοπαιγνιδιών, κατέθεσε ότι είχε φιλική και επαγγελματική σχέση με τον εφεσίβλητο μετά το 2001, αλλά μετά το 2010 η συνεργασία σταμάτησε λόγω μη πώλησης CD, κλπ., ούτε διαφημίζει πλέον τα προϊόντα του.

 

Η εφεσείουσα δεν κάλεσε άλλο μάρτυρα.

 

Το νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει το επίδικο ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ζήτημα προβλέπεται από το Άρθρο 38 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου αρ. 216/1990 το οποίο προβλέπει:

 

«Αν αφότου εκδόθηκε η απόφαση που προσδιορίζει τη διατροφή μεταβλήθηκαν οι όροι της, το Δικαστήριο μπορεί να τροποποιήσει την απόφαση του ή να διατάξει τον τερματισμό της διατροφής.»

 

Το Άρθρο 38 ακολουθεί το Άρθρο 33 του ιδίου Νόμου, το οποίο καθορίζει ότι οι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, καθώς επίσης και το Άρθρο 37 που προνοεί ότι η διατροφή προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου και περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του και, ανάλογα με την περίπτωση, και έξοδα για την εκπαίδευση του.

 

Το Άρθρο 38, το οποίο είναι προσδιοριστικό της δυνατότητας τροποποίησης υφιστάμενου διατάγματος διατροφής, ερμηνεύθηκε σε αριθμό υποθέσεων όπως τις Χριστοδούλου v. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 195, Αριστείδου v. Χρυσάνθου (1994) 1 Α.Α.Δ. 711, Δημητρίου v. Περδίου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1418 κ.ά.. Η νομολογία έχει καθορίσει ότι μόνο γεγονότα τα οποία ανακύπτουν μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη προς αναθεώρηση του υφιστάμενου διατάγματος. Είναι η μεταβολή των όρων που καθιστά την αρχική απόφαση μεταρρυθμιστέα. Αυτό σημαίνει ότι οιοσδήποτε των διαδίκων που υπόκειται στο αρχικό διάταγμα διατροφής, μπορεί να υποβάλει αίτηση για τροποποίηση είτε προς τα άνω, είτε προς τα κάτω, ή, ακόμη και να επιδιώξει εξ ολοκλήρου τερματισμό της διατροφής, (δέστε σχετικά και τα όσα αναφέρονται στα συγγράμματα του Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη: Οικογενειακό Δίκαιο, Τόμος ΙΙα, σελ. 144-145, Γιώργου Κουμάντου: Οικογενειακό Δίκαιο, Τόμος ΙΙ, σελ. 123-125 και Βασίλη Βαθρακοκοίλη: Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, Γ΄ Έκδοση, σελ. 515-518, που ερμηνεύουν το αντίστοιχο Άρθρο 1494 του Αστικού Κώδικα). Ο αιτητής έχει βέβαια το βάρος απόδειξης ότι οι όροι του υφιστάμενου διατάγματος διατροφής έχουν μεταβληθεί ούτως ώστε να είναι αναγκαία η τροποποίηση του.

 

Εξετάζοντας τα εγερθέντα ζητήματα, διαπιστώνεται ότι αναμφίβολα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε καμιά εξουσία να υπεισέλθει στο εκ συμφώνου διάταγμα διατροφής εκδοθέν στις 22.2.2008, όπως στην ουσία έπραξε.

 

Το διάταγμα των €600 μηνιαίως (€300 για κάθε παιδί) συμφωνήθηκε από τους διαδίκους έχοντας ο καθένας αντίστοιχα την τότε εισοδηματική του ικανότητα. Επομένως, πρώτον ήταν ανεπίτρεπτο για τον εφεσίβλητο να προσπαθήσει να δείξει, ή, χειρότερα, να πείσει ότι το εκ συμφώνου διάταγμα βασίστηκε σε αναληθή και παραπλανητικά δεδομένα και, δεύτερο, αφετηρία για την εξέταση της ανάγκης τροποποίησης του διατάγματος, έπρεπε να ήταν η τότε εισοδηματική ικανότητα εκάστου. Συνάγεται από την αίτηση διατροφής που εισήγαγε τότε η εφεσείουσα (και την οποία έθεσε ως τεκμήριο ο εφεσίβλητος στην πρωτόδικη επίδικη αίτηση), ότι το εισόδημα του ήταν £1.000 μηνιαίως (ήτοι €1.706,60), εφόσον με αυτή τη βάση (είτε έγινε δεκτή, είτε όχι τότε από τον εφεσίβλητο) ο εφεσίβλητος απεδέχθη οικειοθελώς  ότι είχε την ικανότητα να καταβάλλει €600 μηνιαίως για διατροφή των τέκνων του. Από την άλλη, η εφεσείουσα δήλωσε στην τότε αίτηση της, ότι κέρδιζε στη βάση του μισθού της, £1.103,83, ήτοι €1.991,18. Αυτά αναφέρονται και στην κατατεθείσα γραπτή δήλωση της εφεσείουσας πρωτοδίκως, ημερ. 9.10.2012.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο τοποθέτησε, μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου σε συνδυασμό με τη μαρτυρία του πατέρα του εφεσίβλητου, το ύψος των εισοδημάτων του εφεσίβλητου στις €2.000 μηνιαίως. Δεν χρειάζεται, υπό το φως του παρόντος σκεπτικού να εξεταστεί το βάσιμο αυτής της κατάληξης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, η μητέρα στην ουσία δέχεται αυτόν τον καθορισμό του εισοδήματος του πατέρα, για να εισηγηθεί, ότι δεν υπήρξε μεταβολή των όρων του αρχικού διατάγματος ώστε να καθίστατο αναγκαία η τροποποίηση του. Με δεδομένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το εισόδημα του εφεσίβλητου μετά την εκδίκαση της αίτησης του για τροποποίηση του ποσού της διατροφής, ανερχόταν στις €2.000 (ήτοι μεγαλύτερο κατά σχεδόν €300  από τις €1.708 που υφίστατο το 2008), και με το επίσης δεδομένο ότι και η κατάληξη του ότι και το εισόδημα της εφεσείουσας-μητέρας ανερχόταν στο ίδιο ποσό των €2.000, (ήτοι πολύ κοντά στο δηλωθέν από την ίδια το 2007 όταν υπέβαλε την τότε αίτηση για καθορισμό της διατροφής ποσό ύψους €1.103,83 ή €1.886,01 ή στη δήλωση της στο Δικαστήριο, €1.991.18), δεν έπρεπε να αποδεχθεί την αίτηση τροποποίησης εφόσον δεν υπήρξαν μεταβολές ουσίας στην αντίστοιχη εισοδηματική κατάσταση οποιουδήποτε των διαδίκων.

 

Από τα πιο πάνω συνάγεται με ευκολία ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε λάθος αρχής. Από τη στιγμή που οι όροι, κατά τη δική του εκτίμηση, τα εισοδήματα, δηλαδή, εκάστου, ήταν στα ίδια επίπεδα όπως και όταν εκδόθηκε το αρχικό διάταγμα, δεν ενεργοποιείτο το Άρθρο 38. Δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος για το Δικαστήριο να ενδιατρίψει σε οποιαδήποτε επιμέρους κονδύλια των τέκνων ή να εκτιμήσει τις ανάγκες τους εφόσον εκείνο που αντιμετώπιζε ήταν αίτηση από τον πατέρα ότι το ποσό της διατροφής έπρεπε να μειωθεί λόγω δραματικής μείωσης των δικών του εσόδων. Το εύρημα του όμως ήταν ότι είχε και αυξημένο στην ουσία εισόδημα. Έπετο ότι η αίτηση δεν δικαιολογείτο και έπρεπε να απορριφθεί άνευ ετέρου.

 

Το Δικαστήριο παρασύρθηκε στην κρίση του από την ανάληψη ευθύνης επαναπροσδιορισμού στην ουσία του αρχικού διατάγματος. Ενώ διακήρυξε ότι δεν είχε τέτοια εξουσία, προέβη σε εκ νέου κρίση για τις ανάγκες των ανηλίκων. Το πρώτο όμως ζητούμενο ήταν ο προσδιορισμός της κατ' ισχυρισμόν μειωμένης εισοδηματικής του κατάστασης του εφεσίβλητου. Από αυτή τη βάση όφειλε το Δικαστήριο να άρχιζε την εξέταση διότι εάν το εύρημα του θα ήταν, όπως και ήταν, ότι τα εισοδήματα του πατέρα δεν είχαν μειωθεί, οι αυξημένες ή μη καταναλωντικές ανάγκες των τέκνων ήταν δευτερεύον θέμα και θα έπρεπε να εξετάζονταν στην αίτηση της μητέρας για τυχόν αύξηση της διατροφής. Επομένως, η κρίση του Δικαστηρίου για μη αποδοχή «πλείστων καταναλωτικών αναγκών» προς μεγιστοποίηση των δαπανών των ανηλίκων και η κάθετη αντιμετώπιση του για ορισμένα κονδύλια, όπως την εργοδότηση οικιακής βοηθού «ως ξέφρενη σπατάλη», ή ότι το ποσό των €2.400 ετησίως για «ένδυση και υπόδηση δύο δεκάχρονων αγοριών παραπέμπει σε κοινωνία αφθονίας και όχι σε κοινωνία πλήρους αβεβαιότητας και αυστηρής λιτότητας», ήταν προδήλως λανθασμένη.

 

Το Δικαστήριο προχώρησε επίσης σε καταγραφή προσωπικών και ανεπίτρεπτων θέσεων.

 

Για τον εφεσίβλητο πατέρα, το Δικαστήριο μη αποδεχόμενο τη μαρτυρία του ότι «όλα τα κάνει για τη δημόσια του εικόνα», δίδοντας μεταξύ άλλων στη λέσχη ΟΧΟ, 500 CDs δωρεάν, του συνέστησε ότι εάν αποδεχόταν αυτά τα ποσά «θα του έλεγα πως καλό είναι να αλλάξει δουλειά.  Αν επεριποιείτο δύο κήπους την ημέρα θα εξασφάλιζε στις 20 περίπου εργάσιμες μέρες του μήνα γύρω στα €2.000.».

 

Άτοπη και εντελώς άστοχη, ήταν και η αναφορά του Δικαστηρίου ότι στην ουσία η εφεσίβλητη απελύθη τεχνηέντως ενόψει της εκκρεμοδικίας, προχωρώντας μάλιστα στην ανεπίτρεπτη κρίση «Κανείς στη θέση του Μάριου Αποστόλου δεν θα απέλυε την ερωμένη του χάριν μίας ξένης», ξεχνώντας ταυτόχρονα ότι δεν μπορεί να ήταν ο Αποστόλου που απέλυσε την εφεσίβλητη εφόσον η δική του εργοδότηση είχε τερματιστεί από την Palatino Developers Ltd σχεδόν ενάμιση χρόνο προηγουμένως, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Φρανσουάζ Αντωνίου, την οποία το Δικαστήριο δέχθηκε στην ολότητα της.

 

Πρόσθετα το Δικαστήριο, αποδεχόμενο την αίτηση του πατέρα για μείωση της διατροφής παρεγνώρισε εντελώς το γεγονός ότι η εφεσείουσα ήταν άνεργη λαμβάνοντας ανεργιακό επίδομα από 15.6.2012 όταν απολύθηκε από την Palatino Developers Ltd. Αυτό επιβεβαιώθηκε και από την Φρανσουάζ Αντωνίου, Επιθεωρήτρια Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τη μαρτυρία της οποίας το Δικαστήριο αποδέχθηκε στο σύνολο της εφόσον δεν αντεξετάστηκε.

 

Αυτό ήταν ένα πραγματικό γεγονός το οποίο δεν μπορούσε να μην ληφθεί υπόψη έστω και αν δημιουργήθηκε μεταγενέστερα της δήλωσης της στην υπεράσπιση που καταχωρήθηκε στις 16.4.2010, ότι εργαζόμενη (τότε) και υπερωριακώς για να αντεπεξέλθει στις ανάγκες των παιδιών, είχε εισοδήματα ανερχόμενα στα €1.991,18.  Δεν θα ήταν άτοπο, εφόσον προσφέρθηκε πλέον ως πραγματικό γεγονός κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, να ήταν στη σκέψη του Δικαστηρίου  ότι η μητέρα δεν είχε πλέον εκείνα τα εισοδήματα. Αυτό ως στοιχείο συνυπολογισμού των όρων του αρχικού διατάγματος που στο μεταξύ μεταβλήθηκαν.

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η κρίση του Δικαστηρίου καταρρέει και δεν χρειάζεται να εξεταστεί οτιδήποτε άλλο. Συμπαρασύρεται σε ακύρωση και το Διάταγμα που εξέδωσε για μη ισχύ της αυτόματης αύξησης του 10%.

 

Η έφεση συνεπώς επιτρέπεται. Η πρωτόδικη κρίση παραμερίζεται και η πρωτόδικη αίτηση ημερ. 21.1.2010 απορρίπτεται.

 

Τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ' έφεση επιδικάζονται  υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο