ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ECLI:CY:AD:2016:A522

(2016) 1 ΑΑΔ 2604

15 Νοεμβρίου, 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

1. ΣΤΑΥΡΟΣ ΞΙΟΥΡΟΥΠΠΑΣ,

2. ΕΛΛΗ ΡΟΔΟΘΕΟΥ ΞΙΟΥΡΟΥΠΠΑ,

3. ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΑΡΗ,

 

Εφεσείοντες,

 

v.

 

ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 386/2010)

 

 

Τόκος ― Τραπεζικό δάνειο ― Κατά πόσον υπήρξε παράνομη χρέωση τόκων ως ανατοκισμός και κεφαλαιοποίηση του τόκου πέραν της μιας φοράς ετησίως και κατά πόσο η εφεσίβλητη τράπεζα μπορούσε να διεκδικήσει τόκους μεγαλύτερους από το αρχικό χρέος.

 

Τόκος ― Ο περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμος 160(Ι)/1999 ― Δικαιώματα προνόμια υποχρεώσεις ή ευθύνες που εξασφαλίστηκαν ή προέκυψαν δυνάμει του καταργηθέντος Νόμου 26/1977 ― Στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν ο Νόμος που θεωρήθηκε ως έχων αναδρομική ισχύ, αλλά οι ίδιες οι συμφωνίες που περιείχαν συμβατικές μελλοντικές ρυθμίσεις περί του τόκου.

 

Συμβάσεις ― Τραπεζικό δάνειο ― Τόκος ― Οφειλέτης ο οποίος δεν καθορίζει έναντι ποίου συγκεκριμένου χρέους θα πρέπει να λογίζεται συγκεκριμένη πληρωμή, δέχεται στην ουσία ότι οι πληρωμές καταλογίζονται προς εξόφληση των χρεών κατά σειρά αρχαιότητας ή συμμετρικά αν τα χρέη έχουν την ίδια σειρά προτεραιότητας ― Επίσης οι πληρωμές λογίζονται πρώτα έναντι των δεδουλευμένων τόκων κατά προτεραιότητα και τυχόν υπόλοιπο του ποσού της πληρωμής λογίζεται έναντι του κεφαλαίου.

 

Τραπεζικό δίκαιο ― Συμβάσεις ― Τραπεζικό δάνειο ― Όπου υπάρχει λογαριασμός παρατραβήγματος ή επενδυτικός με συνεχείς χρεοπιστώσεις, δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός αρχικού σταθερού κεφαλαίου.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Πότε επεμβαίνει το Εφετείο.

 

Επί απαιτήσεως της εφεσίβλητης τράπεζας εναντίον των εφεσειόντων αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως στη βάση συμφωνιών χρηματοδοτήσεως και τραπεζικών διευκολύνσεων, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε μετά από ακροαματική διαδικασία, απόφαση εναντίον των εφεσειόντων 1, 2 και 4 (εναντίον του εναγομένου 3 είχε εκδοθεί ήδη απόφαση λόγω παράλειψης εμφάνισης), για το ποσό των €464.792,75 πλέον τόκο προς 11.75% ετησίως από 1.1.2009 μέχρι εξόφλησης. Εκδόθηκε επίσης εναντίον της εφεσείουσας 2 διάταγμα για την πώληση διά δημοσίου πλειστηριασμού τεμαχίου γης που είχε υποθηκευθεί και εγγραφεί προς όφελος της τράπεζας, επί του οποίου είχε ανοικοδομηθεί οικία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε διεξοδικά τόσο στη μαρτυρία, όσο και στα έγγραφα που κατατέθηκαν από κοινού και αφορούσαν συμφωνία ημερ. 7.10.1999 για άνοιγμα επενδυτικού λογαριασμού, συμφωνία ημερ. 7.12.1998 για άνοιγμα τρεχούμενου λογαριασμού και συμφωνία επίσης 7.12.1998 για την παροχή δανείου. Η βασική τοποθέτηση των εφεσειόντων πρωτοδίκως αφορούσε κατά κύριο λόγο νομικά ερωτήματα σχετιζόμενα με το ανώτατο επιτρεπόμενο επιτόκιο με βάση τον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου 160(Ι)/1999, την κατ' ισχυρισμόν παράνομη χρέωση τόκων ως ανατοκισμό και την κεφαλαιοποίηση του τόκου πέραν της μιας φοράς ετησίως και κατά πόσο η εφεσίβλητη τράπεζα μπορούσε να διεκδικήσει τόκους μεγαλύτερους από το αρχικό χρέος.

 

Η απάντηση του Δικαστηρίου δόθηκε σ' όλα τα τρία ερωτήματα προς όφελος της τράπεζας αφού αξιολόγησε θετικά τη μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους της  και αφού ανέλυσε επισταμένα τα ποσά και τις διάφορες χρεώσεις που γίνονταν στη βάση των συμφωνιών που υπεγράφησαν μεταξύ των διαδίκων.

 

Με την έφεση τους οι εφεσείοντες ζήτησαν την επανεξέταση των νομικών αυτών ζητημάτων με τέσσερεις λόγους έφεσης, ενώ με τον πέμπτο λόγο εισηγήθηκαν ότι λανθασμένα το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα υπεράσπισης του  διευθύνοντα συμβούλου στον ελεγκτικό οίκο Hadjizaxharias & Christofis Co Ltd, ο οποίος κατέθεσε σε σχέση με τον ακριβή υπολογισμό του κεφαλαίου, τον τόκο που χρεώθηκε και τα τελικά ποσά που οφείλονταν στις 31.12.2008. Ταυτόχρονα θεωρείται ότι λανθασμένα έγινε αποδεκτή η μαρτυρία των δύο μαρτύρων της τράπεζας.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Είναι γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες η ευθύνη αξιολόγησης της μαρτυρίας βαρύνει πρωτίστως το πρωτόδικο Δικαστήριο και περί του πότε επεμβαίνει το Εφετείο.

  2.   Από το σύνολο των πρακτικών υπό το φως του σχετικού λόγου έφεσης, δεν εντοπιζόταν λανθασμένη αξιολογική κρίση των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

  3.   Εισηγήθηκαν περαιτέρω οι εφεσείοντες ότι ο Νόμος περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου 160(Ι)/1999 δεν έχει αναδρομική ισχύ επί υφισταμένων συμφωνιών, όπως ήταν οι επίδικες, το δε πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε ρητά επί της αναδρομικότητας του Νόμου και εν πάση περιπτώσει εφάρμοσε νομολογία η οποία είτε παρερμηνεύθηκε, είτε δεν έχει καλύψει το εγειρόμενο ζήτημα.

  4. Ο Νόμος δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 31.12.1999 και τέθηκε σε ισχύ με το Άρθρο 8 αυτού, την 1.1.2001. Με το Άρθρο 7, ο περί Τόκου Νόμος Αρ. 2/1977, καταργήθηκε.

  5.   Ως ουσιαστικής, λοιπόν υφής και χωρίς ρητή και συγκεκριμένη πρόνοια, ο Νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ εφόσον δεν αφορά σε δικονομικές πρόνοιες.

6.  Δεν επηρεάζει συνεπώς δικαιώματα προνόμια υποχρεώσεις ή ευθύνες που εξασφαλίστηκαν ή προέκυψαν δυνάμει του Νόμου αρ. 26/77 που καταργήθηκε με το νέο Νόμο.

  7. Αναδρομικότητα στις πρόνοιες νομοθετήματος δεν εξυπακούεται ούτε υφίσταται εκτός εάν καθορίζεται ρητά τούτο. Το ίδιο προνοεί και ο περί Ερμηνείας Νόμος, Κεφ. 1. Είναι λοιπόν σαφές ότι ο Νόμος δεν είχε οποιαδήποτε αναδρομική ισχύ σε προηγηθείεσες συμβάσεις.

  8.   Αυτό καθίσταται φανερό και από το γεγονός ότι με την τροποποίηση που επήλθε με το Νόμο αρ. 141(Ι)/2014, καθορίστηκε (έστω εκ των υστέρων), με το Άρθρο 2Α ο σκοπός αυτού, που είναι η προστασία των δικαιωμάτων των οφειλετών πιστωτικών ιδρυμάτων με απαγόρευση πρόσθετης επιβάρυνσης μετά από μονομερή άσκηση από πιστωτικό ίδρυμα τυχόν συμβατικού δικαιώματος που προκύπτει από ρήτρα αύξησης περιθωρίου.

  9.   Με το Άρθρο 2Β, καθορίστηκε το πεδίο εφαρμογής του Νόμου για να ισχύει σε όλες τις συμβάσεις πιστωτικών διευκολύνσεων κατά την ημερομηνία έναρξης του τροποποιητικού Νόμου, καθώς και για όλες τις νέες συμβάσεις μετά την έναρξη ισχύος του τροποποιητικού Νόμου που ήταν η 9.9.2014, ημερομηνία δημοσίευσης.

10. Έτσι στο βαθμό που ο νομοθέτης ήθελε να καλύψει προηγηθείσες συμβάσεις και να διαφοροποιήσει ενδεχομένως την υφιστάμενη νομολογία, το έπραξε για όλες τις συμφωνίες μετά τις 9.9.2014 ή σε αυτές που βρίσκονταν ακόμη σε ισχύ έστω και αν είχαν συνομολογηθεί προηγουμένως.

11. Συνεπώς δεν εφαρμόζεται η τροποποίηση στα επίδικα γεγονότα εφόσον οι προαναφερθείσες συμφωνίες τερματίστηκαν με σχετικές ειδοποιήσεις της τράπεζας στις 2.4.2003.

12. Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έθεσε στον εαυτό του καθαρά το ερώτημα περί της αναδρομικότητας του Νόμου.  Δεν φαίνεται όμως από τη δικογραφία που ανταλλάχθηκε να τέθηκε ρητώς τέτοιο ζήτημα.  Είναι σαφές ότι ο Νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ.

13. Με βάση το πιο πάνω πλαίσιο, ορθά το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ίδιες οι συμφωνίες των διαδίκων έδιδαν δικαίωμα στην τράπεζα να αυξήσει το επιτόκιο ανάλογα με την υφιστάμενη εκάστοτε νομοθετική πρόνοια.

14. Και οι τρεις συμφωνίες περιείχαν πρόνοια ότι το επιτόκιο δεν θα υπερβαίνει το ανώτατο επιτρεπόμενο επιτόκιο με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες νομοθετικές ρυθμίσεις.

15. Η τράπεζα επομένως δικαιούτο μετά τον τερματισμό των συμφωνιών και όταν πλέον τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος, να επιβάλει επιτόκιο στα οφειλόμενα ποσά πέραν του 8% που ήταν ο αρχικός συμφωνηθείς τόκος. Λέγουν οι εφεσείοντες  ότι εν πάση περιπτώσει δεν μπορούσε η τράπεζα να χρεώσει οποιοδήποτε επιτόκιο πέραν του 8%, διότι ο Νόμος δεν καθόριζε συγκεκριμένο επιτρεπόμενο ή ανώτατο όριο επιτοκίου και άρα ο Νόμος δεν ισχύει στην περίπτωση.

16. Και σε αυτό συντείνουν οι πρόνοιες του Άρθρου 33(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/1960. Αυτή η θέση είναι ορθή, πλην όμως αφενός ο Νόμος μη καθορίζοντας ανώτατο επιτόκιο άφησε το θέμα να καθορίζεται ελευθέρως και αφετέρου  παραγνωρίζει ότι η ίδια η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία περιελάμβανε και τη δυνατότητα η τράπεζα να αυξομειώνει το επιτόκιο εκτός από το ανώτατο επιτρεπόμενο επιτόκιο με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες νομοθετικές πρόνοιες, και, διαζευκτικά, ανάλογα με τις εκάστοτε κανονιστικές ρυθμίσεις και/ή την τραπεζική πρακτική.

17. Οι συμφωνίες δεν αμφισβητήθηκαν ότι υπογράφησαν και ότι οφείλονταν ποσά, εξ ου και νομίμως τερματίστηκαν. Η μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο έδειξε ότι στη βάση της τραπεζικής πρακτικής, χρεωνόταν αρχικά επιτόκιο 9% και μετά 11.75%, μετά τον τερματισμό των συμφωνιών. Έπεται ότι δεν είναι ο Νόμος που θεωρήθηκε ως έχων αναδρομική ισχύ, αλλά οι ίδιες οι συμφωνίες που περιείχαν συμβατικές μελλοντικές ρυθμίσεις. Οι συμφωνίες υπεγράφησαν ελευθέρα βουλήσει και δεν υπήρξε αντιδικία επ' αυτού. Το Δικαστήριο όφειλε να εφαρμόσει τις συμφωνίες και προς αυτή την κατεύθυνση ορθά τις ερμήνευσε στη βάση της απλής γραμματικής έννοιας και σημασίας του λεκτικού τους.

18. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι δεν τίθετο θέμα αναδρομικότητας διότι οι οποιεσδήποτε πρόσθετες χρεώσεις επιτοκίου έγιναν μόνο μετά τη νενομισμένη αποστολή της ειδοποίησης που προβλέπει το Άρθρο 3(1)(γ) του Νόμου περί των αλλαγών στο επιτόκιο και ως επόμενο διάβημα της ημερομηνίας τερματισμού των συμφωνιών στις 2.4.2003, μετά, δηλαδή, που τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος και στη βάση πάντοτε των προνοιών των συμφωνιών και των όσων αποδέχθησαν και ουδέποτε αμφισβήτησαν οι εφεσείοντες.

19. Ούτε οι εναπομείναντες λόγοι έφεσης που σχετίζονταν με τον καθορισμό του επακριβούς ποσού του κεφαλαίου και την κεφαλαιοποίηση του τόκου δύο φορές ετησίως ευσταθούσαν.

20. Ήταν φανερό ότι στη βάση της αξιολόγησης στης μαρτυρίας και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν μπορούσε να καθοριστεί αρχικό κεφάλαιο δεδομένου ότι στους επίδικους συγκεκριμένους λογαριασμούς που ήταν ο ένας τρεχούμενος και ο άλλος επενδυτικός, δεν υπήρχε σταθερό κεφάλαιο, αλλά υπήρχαν  συνεχείς χρεοπιστώσεις με αποτέλεσμα να διακυμαινόταν ανάλογα το εκάστοτε οφειλόμενο ποσό.

21. Το ερώτημα προϋποθέτει αρχικό σταθερό κεφάλαιο που εδώ δεν υπήρχε. Όπου υπάρχει λογαριασμός παρατραβήγματος ή επενδυτικός με συνεχείς χρεοπιστώσεις δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός αρχικού σταθερού κεφαλαίου.

22. Όπως έδειξε η μαρτυρία του Μ.Ε.2, υπήρχαν καταθέσεις σε διάφορα χρονικά διαστήματα όπως αναφέρονταν στο Τεκμήριο 8Α.

23. Υπήρχαν, όπως εξηγήθηκε, χρεώσεις ανά τρίμηνο και ανάλογοι δεδουλευμένοι τόκοι οι οποίοι όμως υπολογίζονταν στη βάση του προηγούμενου υπόλοιπου κεφαλαίου με εύλογη συναγωγή ότι οι δεδουλευμένοι τόκοι για κάθε περίοδο προστίθεντο στο υπόλοιπο αλλά ο τόκος υπολογιζόταν μόνο πάνω στο εκάστοτε υπόλοιπο κεφαλαίου.

24. Η μαρτυρία του Μ.Ε.2 έδειξε περαιτέρω ότι αρχικά πράγματι προέκυπτε από τους λογαριασμούς ανατοκισμός, αλλά με χρήση συγκεκριμένου τραπεζικού προγράμματος ετοιμάστηκαν αναθεωρημένες καταθέσεις και λογαριασμοί χωρίς ανατοκισμούς.

25. Στη βάση της αρχής του Clayton's Rule (υπόθεση Devynes and others v. Noble and others, Baring and others v. Noble and others, Clayton's case [1814]-1824 All E.R. Rep.1), η οποία υιοθετήθηκε πλειστάκις από τα Κυπριακά Δικαστήρια, ο οφειλέτης ο οποίος δεν καθορίζει έναντι ποίου συγκεκριμένου χρέους θα πρέπει να λογίζεται συγκεκριμένη πληρωμή, δέχεται στην ουσία ότι οι πληρωμές καταλογίζονται προς εξόφληση των χρεών κατά σειρά αρχαιότητας ή συμμετρικά αν τα χρέη έχουν την ίδια σειρά προτεραιότητας.

26. Επίσης οι πληρωμές λογίζονται πρώτα έναντι των δεδουλευμένων τόκων κατά προτεραιότητα και τυχόν υπόλοιπο του ποσού της πληρωμής λογίζεται έναντι του κεφαλαίου.

27. Ο Νόμος επιτρέπει την κεφαλαιοποίηση του τόκου δύο φορές το χρόνο σύμφωνα με το Άρθρο 3(1)(δ) και αυτό ακριβώς έγινε και στην υπό κρίση περίπτωση σύμφωνα πάντα με την αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία.

28. Δεν υπήρξαν συνεπώς ανατοκισμοί ή παράνομη κεφαλαιοποίηση.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Μάκης Αδαμίδης & Συνεργάτες v. Δ. Κυθραιώτης & Συνεργάτες και Άλλο (2011) 1 Α.Α.Δ. 2106,

 

Παπαχρυσοστόμου v. Κώστας Γρηγοριάδης & Συνεταίροι κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 2755, ECLI:CY:AD:2015:A827,

 

Χατζηπαύλου v. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236,

 

Οργανισμός Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας v. Κώστας Α. Ζαχαρία Λίμιτεδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705,

 

Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους v. Κονναρή (2011) 1 Α.Α.Δ. 2298,

 

Cybarco Ltd v. Kovascik (2001) 1 Α.Α.Δ. 2013,

 

Χριστοφίδης v. Παττίχη (2002) 1 Α.Α.Δ. 245,

 

Datamedia AE v. KSN (Business Aids) Ltd (1990) 1 C.L.R. 13,

 

Intercollege v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 296,

 

Νεάρχου κ.ά. v. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας (Κύπρος) Λίμιτεδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 818,

 

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λίμιτεδ v. Χαριλάου Λίμιτεδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 479,

 

Θεοδώρου v. Hellenic Bank Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 2059,

 

Archbold Investments Ltd κ.ά. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 1084,

 

Devynes and others v. Noble and others, Baring and others v. Noble and others, Clayton' s case [1814]-1824 All E.R. Rep.1,

 

Bahaduriar v. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 322,

 

Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. v. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας (2005) 1 Α.Α.Δ. 38.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Δημητριάδου-Ανδρέου, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1387/2006), ημερομηνίας 12/11/2010.

 

Π. Αγαθοκλέους, για τους Εφεσείοντες.

 

Κ. Θεοδωρίδης, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Επί απαιτήσεως της εφεσίβλητης τράπεζας εναντίον των εφεσειόντων αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως στη βάση συμφωνιών χρηματοδοτήσεως και τραπεζικών διευκολύνσεων, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε μετά από ακροαματική διαδικασία απόφαση εναντίον των εφεσειόντων 1, 2 και 4 (εναντίον του εναγομένου 3 είχε εκδοθεί ήδη απόφαση λόγω παράλειψης εμφάνισης), για το ποσό των €464.792,75 πλέον τόκο προς 11.75% ετησίως από 1.1.2009 μέχρι εξόφλησης. Εκδόθηκε επίσης εναντίον της εφεσείουσας 2 διάταγμα για την πώληση διά δημοσίου πλειστηριασμού τεμαχίου γης που είχε υποθηκευθεί και εγγραφεί προς όφελος της τράπεζας, επί του οποίου είχε ανοικοδομηθεί οικία.

 

Στην πρωτόδικη πολυσέλιδη και αναλυτική απόφαση του το Δικαστήριο αναφέρθηκε διεξοδικά τόσο στη μαρτυρία, όσο και στα έγγραφα που κατατέθηκαν από κοινού και αφορούσαν συμφωνία ημερ. 7.10.1999 για άνοιγμα επενδυτικού λογαριασμού, συμφωνία ημερ. 7.12.1998 για άνοιγμα τρεχούμενου λογαριασμού και συμφωνία επίσης 7.12.1998 για την παροχή δανείου. Η βασική τοποθέτηση των εφεσειόντων πρωτοδίκως αφορούσε κατά κύριο λόγο νομικά ερωτήματα σχετιζόμενα με το ανώτατο επιτρεπόμενο επιτόκιο με βάση τον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου Αρ. 160(Ι)/1999, (εφεξής «ο Νόμος»), την κατ' ισχυρισμόν παράνομη χρέωση τόκων ως ανατοκισμό και την κεφαλαιοποίηση του τόκου πέραν της μιας φοράς ετησίως και κατά πόσο η εφεσίβλητη τράπεζα μπορούσε να διεκδικήσει τόκους μεγαλύτερους από το αρχικό χρέος. Η απάντηση του Δικαστηρίου δόθηκε σ' όλα τα τρία ερωτήματα προς όφελος της τράπεζας αφού αξιολόγησε θετικά τη μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους της  και αφού ανέλυσε επισταμένα τα ποσά και τις διάφορες χρεώσεις που γίνονταν στη βάση των συμφωνιών που υπεγράφησαν μεταξύ των διαδίκων.

 

Με την έφεση τους οι εφεσείοντες επιθυμούν την επανεξέταση των νομικών αυτών ζητημάτων με τέσσερεις λόγους έφεσης, ενώ με τον πέμπτο λόγο εισηγούνται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα υπεράσπισης του Φίλιππου Χατζηζαχαρία, διευθύνοντα συμβούλου στον ελεγκτικό οίκο Hadjizaxharias & Christofis Co Ltd, ο οποίος κατέθεσε σε σχέση με τον ακριβή υπολογισμό του κεφαλαίου, τον τόκο που χρεώθηκε και τα τελικά ποσά που οφείλονταν στις 31.12.2008. Ταυτόχρονα θεωρείται ότι λανθασμένα έγινε αποδεκτή η μαρτυρία των δύο μαρτύρων της τράπεζας, του Κυριάκου Αναστασιάδη, προϊσταμένου της Μονάδας Επενδυτικών Χορηγήσεων και του Παύλου Σταύρου, λειτουργού στην Υπηρεσία Είσπραξης Χρεών.

 

Η βασική τοποθέτηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων αφορά το νομικό ζήτημα της αναδρομικότητας του πιο πάνω Νόμου σε συμφωνίες που συνάφθηκαν πριν την 1.1.2001, ημερομηνία κατά την οποία ο Νόμος αυτός τέθηκε σε ισχύ. Το επιχείρημα εδώ εστιάζει στη διαφοροποίηση που επήλθε ρητά με το νέο Νόμο που κατάργησε τον περί Τόκου Νόμο αρ. 2/1977, ούτως ώστε με βάση τις σχετικές αρχές περί αναδρομικότητας να ήταν λανθασμένη η κατάληξη του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι ο Νόμος εφαρμοζόταν στις επίδικες συμφωνίες, το δε Δικαστήριο λανθασμένα ανέγνωσε και εφάρμοσε επί τούτου τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η πρόσθετη εισήγηση είναι ότι και αν ακόμη θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο Νόμος έχει όντως αναδρομική ισχύ, τότε λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε το λεκτικό των συμφωνιών ώστε να αποδώσει σ' αυτές νόημα διαφορετικό από το κείμενο τους, με αποτέλεσμα να δεχθεί ότι η εφεσίβλητη τράπεζα μπορούσε να αυξομειώνει το επιτόκιο μέχρι το ανώτατο επιτρεπόμενο επιτόκιο με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες νομοθετικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις ή την τραπεζική πρακτική.  Περαιτέρω, η κεφαλαιοποίηση δύο φορές ετησίως ή ο ανατοκισμός που εφαρμόστηκε στην περίπτωση των συμφωνιών από την τράπεζα, αντιστρατεύεται το Άρθρο 33(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/1960 και, εν πάση περιπτώσει, η τράπεζα δεν θα μπορούσε να εφαρμόσει αναδρομικά το Νόμο σε συμφωνίες που έγιναν πριν την έναρξη της ισχύος του.  Αποτέλεσμα είναι ότι η τράπεζα λανθασμένα διεκδίκησε τόκους μεγαλύτερους από το αρχικό χρέος, το δε πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δέχθηκε τη θέση αυτή, ενώ λανθασμένη ήταν και κατάληξη του ότι δεν μπορούσε να προσδιοριστεί συγκεκριμένο ποσό ως κεφάλαιο για να εξεταστεί το ζήτημα του ανατοκισμού.

 

Η αντίθετη θέση είναι βέβαια ότι η νομολογία έχει αποσαφηνίσει ότι ο Νόμος έχει αναδρομική εφαρμογή, με αποτέλεσμα να ήταν δυνατό για την τράπεζα να χρεώσει περισσότερο από τον τόκο που ίσχυε με το Νόμο αρ. 2/1977, με την προϋπόθεση ότι θα έδιδε, όπως και έδωσε, την αναγκαία ειδοποίηση στους εφεσείοντες ως χρεώστες. Ορθά περαιτέρω το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπήρχε ανατοκισμός, όπως ορθά αποφάσισε επίσης ότι δεν μπορούσε να καθοριστεί το ποσό του κεφαλαίου. Από την άλλη, η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν ορθή και αιτιολογημένη ούτως ώστε να μην παρέχεται πεδίο επέμβασης στα σχετικά ευρήματα.

 

Προέχει η εξέταση του λόγου έφεσης που αφορά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας εφόσον τυχόν ανατροπή του συμπεράσματος του Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων δυνατό να επηρεάσει την όλη υπόθεση. Είναι γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες η ευθύνη αξιολόγησης της μαρτυρίας βαρύνει πρωτίστως το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει και το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των μαρτύρων και είναι σε θέση να αντιπαραβάλει την κατάθεση εκάστου με τη δικογραφία και τα τεκμήρια ώστε να καταλήξει σε κρίση επί αξιοπιστίας υπό το φως πάντοτε της ανθρώπινης εμπειρίας και της λογικής των πραγμάτων, (Μάκης Αδαμίδης & Συνεργάτες v. Δ. Κυθραιώτης & Συνεργάτες κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 2106 και Παπαχρυσοστόμου v. Κώστας Γρηγοριάδης & Συνεταίροι κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 2755, ECLI:CY:AD:2015:A827). Ενόψει των ανωτέρω, το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση, η οποία υπό το φως της ζωντανής ατμόσφαιρας της διαδικασίας στο πρωτόδικο Δικαστήριο αποτελεί καλύτερο οδηγό, παρά η αποτύπωση της μαρτυρίας επί των πρακτικών. Ανατροπή των πρωτοδίκων ευρημάτων είναι όμως δυνατή όταν αυτά αντιστρατεύονται τη λογική ή συγκρούονται με άλλη αποδεκτή μαρτυρία ή όπου διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων, (Χατζηπαύλου v. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας v. Κώστα Α. Ζαχαρία Λίμιτεδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).

 

Έχοντας διεξέλθει το σύνολο των πρακτικών υπό το φως του σχετικού λόγου έφεσης, δεν εντοπίζεται λανθασμένη αξιολογική κρίση των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Με περισσή επιμέλεια κατεγράφη η μαρτυρία ενός εκάστου των δύο μαρτύρων από πλευράς της εφεσίβλητης τράπεζας, καθώς και η μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα για τους εφεσείοντες που ασκεί το ελεγκτικό και λογιστικό επάγγελμα. Σε ιδιαίτερο κεφάλαιο του σκεπτικού της απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστο το μάρτυρα Κυριάκο Αναστασιάδη, Μ.Ε.1, δίνοντας ικανούς προς τούτο λόγους, ενώ στη συνέχεια του σκεπτικού και αφού παρέθεσε αριθμό νομικών ερωτημάτων που εγείρονταν στην  υπόθεση, προχώρησε να εξετάσει και να καταλήξει και στην αξιοπιστία του Παύλου Σταύρου, Μ.Ε.2, και να απορρίψει την κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης. Πέραν της καλής εντύπωσης που έκαμαν οι δύο μάρτυρες της τράπεζας στο Δικαστήριο, εξηγήθηκε πρωτοδίκως γιατί η μαρτυρία τους ήταν αποδεκτή, ενώ του μάρτυρα των εφεσειόντων όχι. Ο Μ.Ε.2 συμπλήρωσε τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 και εξήγησε επισταμένα τον τρόπο με τον οποίο η τράπεζα ενεργούσε στη βάση των συμφωνιών που είχε με τους εφεσείοντες ως προς τον τρόπο με τον οποίο καταλόγιζε τα διάφορα ποσά που πληρώνονταν από τους εφεσείοντες, πρώτα στους τόκους και μετέπειτα στο κεφάλαιο. Ενώ ως «value date» θεωρείτο στη βάση της τραπεζικής πρακτικής ότι για μεν τα μετρητά αυτά θεωρούνταν ως κατατεθέντα την επομένη ημέρα, για δε τις επιταγές τις επόμενες δύο, τρεις ημέρες αφού η επιταγή περνούσε από το σύστημα της διεκπεραίωσης. Επίσης ότι το επιτόκιο χρεωνόταν στη βάση του 8% δυνάμει των συμφωνιών μεταξύ των διαδίκων αυξανόμενο μετά τη φιλελευθεροποίηση στο 9% και μετέπειτα στο 11,75%.

 

Σε αντίθεση με τη  θετική μαρτυρία των μαρτύρων της τράπεζας το Δικαστήριο διέκρινε λάθη στη μεθοδολογία που ακολούθησε ο μάρτυρας υπεράσπισης διότι έλαβε υπόψη του για σκοπούς της μελέτης που παρουσίασε στο Δικαστήριο τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, αγνοώντας στην ουσία τις πρόνοιες των ιδίων των συμφωνιών μεταξύ των διαδίκων και μη λαμβάνοντας υπόψη επιστολές που ανταλλάγηκαν, ειδοποιήσεις και ανακοινώσεις από την τράπεζα που επηρέαζαν τη σχέση των διαδίκων. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι λανθασμένα ο μάρτυρας των εφεσειόντων στη μελέτη του θεωρούσε ως «value date» την ημέρα της κατάθεσης του ποσού ή της επιταγής, γεγονός που επηρέαζε και τον καταμερισμό των πληρωμών και τις τριμηνιαίες χρεώσεις στους επίδικους λογαριασμούς.  Ως προς το θέμα του «vaule date», κρίθηκε πρωτοδίκως ότι ο μάρτυρας των εφεσειόντων δεν ήταν καθόλου κατατοπιστικός ή σαφής, θεωρώντας ότι η διαφορά μεταξύ της μεθοδολογίας της τράπεζας και της δικής του ήταν μηδαμινή, χωρίς όμως να καταθέσει προς αυτή την κατάληξη ιδιαίτερη μελέτη που διενήργησε κατ' εφαρμογή της δικής του μεθοδολογίας, παρά μόνο μια συνοπτική κατάσταση.  Στη δε μελέτη που έκαμε και που κατέθεσε δεν υποδεικνυόταν ούτε το «value date» που χρησιμοποίησε η τράπεζα.

 

Πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας στην ουσία εμπειρογνώμονες μάρτυρες ενώπιον του, έκρινε ότι ο Φίλιππος Χατζηζαχαρία, Μ.Υ.1, δεν είχε θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου το απαραίτητο  πραγματικό υπόβαθρο ώστε το Δικαστήριο από μόνο του να μπορεί να ελέγξει και να επιβεβαιώσει το τελικό συμπέρασμα του μάρτυρα ως προς τον ανατοκισμό. Το καθήκον ενός εμπειρογνώμονα, όπως έχει επιβεβαιωθεί και στην Κοινοτικό Συμβούιο Ομόδους v. Κονναρή (2011) 1 Α.Α.Δ. 2298, είναι να εφοδιάσει το Δικαστήριο με όλες τις απαραίτητες επιστημονικές πληροφορίες ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα στα ενώπιον του υπό κρίση δεδομένα, (δέστε και Cybarco Ltd v. Kovascik (2001) 1 Α.Α.Δ. 2013). Η μόνη επίκριση που μπορεί να γίνει επί της αξιολόγησης είναι η αχρείαστη παρεμβολή των τριών νομικών ερωτημάτων τα οποία κατέλαβαν πολλές σελίδες διασπώντας έτσι την αξιολόγηση του Μ.Ε.1 που έγινε πριν την παράθεση των νομικών ερωτημάτων, με την αξιολόγηση του Μ.Ε.2 και Μ.Υ.1, που έγινε πολλές σελίδες μετέπειτα και αφού προηγήθηκαν τα νομικά ερωτήματα. Η επίκριση αυτή αφορά όμως μόνο το επιθυμητό της αξιολόγησης της μαρτυρίας επί μιας συνεχούς σταθερής βάσης και δεν αλλοιώνει την ορθή, κατά τα άλλα, αξιολόγηση του Δικαστηρίου και τα ευρήματα του.

 

Έχοντας κρίνει ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας πρωτοδίκως είναι ορθή, πρέπει στη συνέχεια να απαντηθούν οι λόγοι έφεσης που σχετίζονται με τη νομική επίπτωση του Νόμου επί των υφισταμένων συμφωνιών. Εισηγούνται οι εφεσείοντες ότι ο Νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ επί υφισταμένων συμφωνιών, όπως ήταν οι επίδικες, το δε πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε ρητά επί της αναδρομικότητας του Νόμου και εν πάση περιπτώσει εφάρμοσε νομολογία η οποία είτε παρερμηνεύθηκε, είτε δεν έχει καλύψει το εγειρόμενο τώρα ζήτημα.

 

Ο Νόμος δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 31.12.1999 και τέθηκε σε ισχύ με το Άρθρο 8 αυτού, την 1.1.2001. Με το Άρθρο 7, ο περί Τόκου Νόμος Αρ. 2/1977, καταργήθηκε. Ακολούθησαν στις 9.9.2014 και 7.5.2015, δύο τροποποιήσεις με τους Νόμους αρ. 141(Ι)/2014 και αρ. 66(Ι)/2015. Οι τροποποιήσεις αυτές στο βασικό Νόμο δεν έχουν οποιαδήποτε επίπτωση στα γεγονότα της πρωτόδικης αγωγής, η οποία είχε καταχωρηθεί το 2006, με απόφαση που εκδόθηκε στις 12.11.2010, πριν δηλαδή τις τροποποιήσεις. Θα τύχουν αναφοράς στο βαθμό που είναι αναγκαίο ως προς τον καθορισμό της αναδρομικότητας του Νόμου.

 

Ο βασικός Νόμος πράγματι δεν εμπεριέχει οποιαδήποτε ρητή αναφορά περί αναδρομικής ισχύος του σε υφιστάμενες προ της εφαρμογής του Νόμου το 2001, συμβάσεις. Η μόνη επιφύλαξη του Άρθρου 6 ως προς τον μη επηρεασμό των προνοιών του Άρθρου 36 των περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμοι 1963-1999 και των διατάξεων του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στα δεδομένα. Τα Άρθρα 4 και 5 του Νόμου που περιέχουν μεταβατικές διατάξεις, αφορούν το μεν πρώτο συμφωνίες δανείων ή πιστωτικών διευκολύνσεων για την εξασφάλιση των οποίων έχει εγγραφεί υποθήκη, το δε δεύτερο για υφιστάμενα οικιστικά δάνεια, και πάλι δεν τυγχάνουν εφαρμογής εκτός στο βαθμό που το Άρθρο 4 περιορίζει τον ενυπόθηκο δανειστή στο ότι το ποσό που δικαιούται να εισπράξει για οφειλόμενο τόκο από το προϊόν πώλησης του ακινήτου σε περίπτωση αναγκαστικής εκποίησης του, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό του οφειλόμενου κατά το χρόνο της είσπραξης κεφαλαίου. Υπενθυμίζεται ότι η εφεσείουσα 2 είχε υποθηκεύσει ακίνητο της προς όφελος της τράπεζας προς εξασφάλιση των υποχρεώσεων που δημιουργήθηκαν από τη βασική συμφωνία για δάνεια ή πιστώσεις ημερ. 7.12.1998 και άλλης ίδιας ημερομηνίας συμφωνίας για παροχή δανείου, πριν τη γραπτή συμφωνία ημερ. 7.10.1999, με την οποία ο εφεσείων 1 άνοιξε τρεχούμενο λογαριασμό για χρηματοδότηση και τραπεζικές διευκολύνσεις για αγορά και πώληση εγγεγραμμένων στο Χ.Α.Κ. μετοχών μέσω της Λαϊκής Επενδυτικής Λίμιτεδ. Στην ουσία όμως το Άρθρο 4 του Νόμου ενεργοποιείται μόνο μετά την εκποίηση και έτσι δεν έτυχε αναφοράς ούτε απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Ως ουσιαστικής, λοιπόν υφής και χωρίς ρητή και συγκεκριμένη πρόνοια, ο Νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ εφόσον δεν αφορά σε δικονομικές πρόνοιες, (Χριστοφίδης v. Παττίχη (2002) 1 Α.Α.Δ. 245). Δεν επηρεάζει συνεπώς δικαιώματα προνόμια υποχρεώσεις ή ευθύνες που εξασφαλίστηκαν ή προέκυψαν δυνάμει του Νόμου αρ. 26/1977 που καταργήθηκε με το νέο Νόμο. Σύμφωνα με τις αποφάσεις Datamedia AE v. KSN (Business Aids) Ltd (1990) 1 C.L.R. 13 και Ιδιωτική Τριτοβάθμια Σχολή Intercollege v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 296, αναδρομικότητα στις πρόνοιες νομοθετήματος δεν εξυπακούεται ούτε υφίσταται  εκτός εάν καθορίζεται ρητά τούτο. Το ίδιο προνοεί και ο περί Ερμηνείας Νόμος, Κεφ. 1. Είναι λοιπόν σαφές ότι ο Νόμος δεν είχε οποιαδήποτε αναδρομική ισχύ σε προηγηθείεσες συμβάσεις. Αυτό καθίσταται φανερό και από το γεγονός ότι με την τροποποίηση που επήλθε με το Νόμο αρ. 141(Ι)/2014, καθορίστηκε (έστω εκ των υστέρων), με το Άρθρο 2Α ο σκοπός αυτού, που είναι η προστασία των δικαιωμάτων των οφειλετών πιστωτικών ιδρυμάτων με απαγόρευση πρόσθετης επιβάρυνσης μετά από μονομερή άσκηση από πιστωτικό ίδρυμα τυχόν συμβατικού δικαιώματος που προκύπτει από ρήτρα αύξησης περιθωρίου. Με το Άρθρο 2Β, καθορίστηκε το πεδίο εφαρμογής του Νόμου για να ισχύει σε όλες τις συμβάσεις πιστωτικών διευκολύνσεων κατά την ημερομηνία έναρξης του τροποποιητικού Νόμου, καθώς και για όλες τις νέες συμβάσεις μετά την έναρξη ισχύος του τροποποιητικού Νόμου που ήταν η 9.9.2014, ημερομηνία δημοσίευσης. Έτσι στο βαθμό που ο νομοθέτης ήθελε να καλύψει προηγηθείσες συμβάσεις και να διαφοροποιήσει ενδεχομένως την  υφιστάμενη νομολογία, το έπραξε για όλες τις συμφωνίες μετά τις 9.9.2014 ή σε αυτές που βρίσκονταν ακόμη σε ισχύ έστω και αν είχαν συνομολογηθεί προηγουμένως. Συνεπώς δεν εφαρμόζεται η τροποποίηση στα επίδικα γεγονότα εφόσον οι προαναφερθείσες συμφωνίες τερματίστηκαν με σχετικές ειδοποιήσεις της τράπεζας στις 2.4.2003.

 

Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έθεσε στον εαυτό του καθαρά το ερώτημα περί της αναδρομικότητας του Νόμου. Δεν φαίνεται όμως από τη δικογραφία που ανταλλάχθηκε να τέθηκε ρητώς τέτοιο ζήτημα. Η υπεράσπιση στην παρ. 4 έθεσε θέματα άκυρων ή παρανόμων προνοιών στις συμφωνίες αναφορικά με την επιβολή και ή χρέωση του τόκου σε καταστρατήγηση του Νόμου αρ. 2/1977 και ότι οι συμφωνίες αυτές ήταν αντίθετες με τα χρηστά και συναλλακτικά ήθη και τη δημόσια πολιτική. Εξ ου και πρωτοδίκως το πρώτο ερώτημα που έθεσε το Δικαστήριο ήταν σε σχέση με το δικαίωμα της τράπεζας να χρεώνει πέραν του 9% επιτόκιο μετά τον τερματισμό  των συμφωνιών.

 

Είναι σαφές ότι ο Νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ.

 

Με βάση το πιο πάνω πλαίσιο, ορθά το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ίδιες οι συμφωνίες των διαδίκων έδιδαν δικαίωμα στην τράπεζα να αυξήσει το επιτόκιο ανάλογα με την υφιστάμενη εκάστοτε νομοθετική πρόνοια. Και οι τρεις συμφωνίες περιείχαν πρόνοια ότι το επιτόκιο δεν θα υπερβαίνει το ανώτατο επιτρεπόμενο επιτόκιο με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες νομοθετικές ρυθμίσεις. Η τράπεζα επομένως δικαιούτο μετά τον τερματισμό των συμφωνιών και όταν πλέον τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος, να επιβάλει επιτόκιο στα οφειλόμενα ποσά πέραν του 8% που ήταν ο αρχικός συμφωνηθείς τόκος. Λέγουν οι εφεσείοντες  ότι εν πάση περιπτώσει δεν μπορούσε η τράπεζα να χρεώσει οποιοδήποτε επιτόκιο πέραν του 8%, διότι ο Νόμος δεν καθόριζε συγκεκριμένο επιτρεπόμενο ή ανώτατο όριο επιτοκίου και άρα ο Νόμος δεν ισχύει στην περίπτωση. Και σε αυτό συντείνουν οι πρόνοιες του Άρθρου 33(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/1960. Αυτή η θέση είναι ορθή, πλην όμως αφενός ο Νόμος μη καθορίζοντας ανώτατο επιτόκιο άφησε το θέμα να καθορίζεται ελευθέρως και αφετέρου παραγνωρίζει ότι η ίδια η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία περιελάμβανε και τη δυνατότητα η τράπεζα να αυξομειώνει το επιτόκιο εκτός από το ανώτατο επιτρεπόμενο επιτόκιο με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες νομοθετικές πρόνοιες, και, διαζευκτικά, ανάλογα με τις εκάστοτε κανονιστικές ρυθμίσεις και/ή την τραπεζική πρακτική. Οι συμφωνίες δεν αμφισβητήθηκαν ότι υπογράφησαν και ότι οφείλονταν ποσά, εξ ου και νομίμως τερματίστηκαν.  Η μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο έδειξε ότι στη βάση της τραπεζικής πρακτικής, χρεωνόταν αρχικά επιτόκιο 9% και μετά 11.75%, μετά τον τερματισμό των συμφωνιών. Έπεται ότι δεν είναι ο Νόμος που θεωρήθηκε ως έχων αναδρομική ισχύ, αλλά οι ίδιες οι συμφωνίες που περιείχαν συμβατικές μελλοντικές ρυθμίσεις. Οι συμφωνίες υπεγράφησαν ελευθέρα βουλήσει και δεν υπήρξε αντιδικία επ' αυτού. Το Δικαστήριο όφειλε να εφαρμόσει τις συμφωνίες και προς αυτή την κατεύθυνση ορθά τις ερμήνευσε στη βάση της απλής γραμματικής έννοιας και σημασίας του λεκτικού τους.

 

Εισηγούνται οι εφεσείοντες ότι η υφιστάμενη νομολογία δεν αποφάσισε ποτέ ρητά περί της αναδρομικότητας του Νόμου. Και προς τούτο αναφέρονται στις υποθέσεις Νεάρχου κ.ά. v. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας (Κύπρος) Λίμιτεδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 818 και Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λίμιτεδ v. Λάμπρου Χαριλάου Λίμιτεδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 479, τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποίησε για να στηρίξει το συλλογισμό του περί αναδρομικότητας της ισχύος του Νόμου. Είναι γεγονός ότι η Νεάρχου εξέτασε θέματα κατά κύριο λόγο σχετιζόμενα με τις προϋποθέσεις για έκδοση συνοπτικής απόφασης και ότι παρεμπιπτόντως και μόνο έγινε αναφορά στο επιχείρημα των εκεί εφεσειόντων ότι δεν μπορούσαν να γίνονται αναδρομικές χρεώσεις στη βάση του Νόμου από την άποψη ότι κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δεχθεί ένορκη δήλωση εκ μέρους της τράπεζας με την οποία εισήχθηκε επιστολή πληροφόρησης του χρεώστη ότι θα χρεώνονταν αναδρομικά από 1.1.2001 νέα επιτόκια, ισχυρισμός όμως που απερρίφθη διότι το έγγραφο αφορούσε απλώς στη γνωστοποίηση περί διαφοροποίησης του επιτοκίου το οποίο καλυπτόταν από τη συμφωνία των διαδίκων και την έκθεση απαιτήσεως. Στη Χαριλάου, από την άλλη, το Εφετείο αναφέρθηκε στο δικαίωμα της τράπεζας να τροποποιήσει το επιτόκιο με σχετικές επιστολές και η επιδίκαση πρόσθετου τόκου θεωρήθηκε επιτρεπτή στη βάση των συμφωνιών των διαδίκων, ή, σύμφωνα με το προβλεπόμενο διά Νόμου επιτόκιο, σημειώνοντας ότι το Άρθρο 33(1) του Νόμου αρ. 14/1960 τροποποιήθηκε με τις πρόνοιες του Νόμου.

 

Ακόμη και εάν οι πιο πάνω αποφάσεις δεν ασχολήθηκαν ρητά με το θέμα της αναδρομικότητας του Νόμου, όπως και η μεταγενέστερη Θεοδώρου v. Hellenic Bank Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 2059, στην οποία αναφέρθηκε η τράπεζα στο περίγραμμα της, αλλά μόνο με την επίπτωση της ελευθεροποίησης του επιτοκίου, είναι σαφές από το σκεπτικό τους ότι θεωρήθηκε αξιωματική η θέση περί μη αναδρομικότητας. Έτσι και το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι δεν τίθετο θέμα αναδρομικότητας διότι οι οποιεσδήποτε πρόσθετες χρεώσεις επιτοκίου έγιναν μόνο μετά τη νενομισμένη αποστολή της ειδοποίησης που προβλέπει το Άρθρο 3(1)(γ) του Νόμου περί των αλλαγών στο επιτόκιο και ως επόμενο διάβημα της ημερομηνίας τερματισμού των συμφωνιών στις 2.4.2003, μετά, δηλαδή, που τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος και στη βάση πάντοτε των προνοιών των συμφωνιών και των όσων αποδέχθησαν και ουδέποτε αμφισβήτησαν οι εφεσείοντες.

 

Ούτε οι εναπομείναντες λόγοι έφεσης που σχετίζονται με τον καθορισμό του επακριβούς ποσού του κεφαλαίου και την κεφαλαιοποίηση του τόκου δύο φορές ετησίως ευσταθούν. Είναι φανερό ότι στη βάση της αξιολόγησης στης μαρτυρίας και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν μπορούσε να καθοριστεί αρχικό κεφάλαιο δεδομένου ότι στους επίδικους συγκεκριμένους λογαριασμούς που ήταν ο ένας τρεχούμενος και ο άλλος επενδυτικός, δεν υπήρχε σταθερό κεφάλαιο, αλλά υπήρχαν συνεχείς χρεοπιστώσεις με αποτέλεσμα να διακυμαινόταν ανάλογα το εκάστοτε οφειλόμενο ποσό. Ορθά έγινε αναφορά στην αυθεντία Archbold Investments Ltd κ.ά. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 1084 ως προς την μη ύπαρξη σταθερού κεφαλαίου σε συσχετισμό πάντοτε με το ερώτημα κατά πόσο μπορούσε να ανακτηθεί ποσό μεγαλύτερο του διπλασίου. Το ερώτημα προϋποθέτει αρχικό σταθερό κεφάλαιο που εδώ δεν υπήρχε. Όπου υπάρχει λογαριασμός παρατραβήγματος ή επενδυτικός με συνεχείς χρεοπιστώσεις δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός αρχικού σταθερού κεφαλαίου. Όπως έδειξε η μαρτυρία του Παύλου Σταύρου, Μ.Ε.2, υπήρχαν καταθέσεις σε διάφορα χρονικά διαστήματα όπως αναφέρονταν στο Τεκμήριο 8Α. Υπήρχαν, όπως εξηγήθηκε, χρεώσεις ανά τρίμηνο και ανάλογοι δεδουλευμένοι τόκοι οι οποίοι όμως υπολογίζονταν στη βάση του προηγούμενου  υπόλοιπου κεφαλαίου με εύλογη συναγωγή ότι οι δεδουλευμένοι τόκοι για κάθε περίοδο προστίθεντο στο υπόλοιπο αλλά ο τόκος υπολογιζόταν μόνο πάνω στο εκάστοτε υπόλοιπο κεφαλαίου.

 

Η μαρτυρία του Μ.Ε.2 έδειξε περαιτέρω ότι αρχικά πράγματι προέκυπτε από τους λογαριασμούς ανατοκισμός, αλλά με χρήση συγκεκριμένου τραπεζικού προγράμματος ετοιμάστηκαν αναθεωρημένες καταθέσεις και λογαριασμοί χωρίς ανατοκισμούς. Στη βάση της αρχής του Clayton's Rule (υπόθεση Devynes and others v. Noble and others, Baring and others v. Noble and others, Clayton's case (1814)-1824 All E.R. Rep.1), η οποία υιοθετήθηκε πλειστάκις από τα Κυπριακά Δικαστήρια, ο οφειλέτης ο οποίος δεν καθορίζει έναντι ποίου συγκεκριμένου χρέους θα πρέπει να λογίζεται συγκεκριμένη πληρωμή, δέχεται στην ουσία ότι οι πληρωμές καταλογίζονται προς εξόφληση των χρεών κατά σειρά αρχαιότητας ή συμμετρικά αν τα χρέη έχουν την ίδια σειρά προτεραιότητας.  Επίσης οι πληρωμές λογίζονται πρώτα έναντι των δεδουλευμένων τόκων κατά προτεραιότητα και τυχόν υπόλοιπο του ποσού της πληρωμής λογίζεται έναντι του κεφαλαίου, (δέστε Bahaduriar v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 322 και Επίσημος Παραλήπτης και Άλλοι v. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας (2005) 1 Α.Α.Δ. 38).

 

Ο Νόμος επιτρέπει την κεφαλαιοποίηση του τόκου δύο φορές το χρόνο σύμφωνα με το Άρθρο 3(1)(δ) και αυτό ακριβώς έγινε και στην υπό κρίση περίπτωση σύμφωνα πάντα με την αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία. Έπεται ότι ήταν ορθό το εύρημα πρωτοδίκως ότι δεν υπήρχε επακριβές αρχικό κεφάλαιο, ως επίσης ορθό ήταν και το εύρημα ότι επιτρεπόταν η κεφαλαιοποίηση τόκου δύο φορές ετησίως και αυτό στη βάση των συμφωνιών των διαδίκων και του Νόμου ο οποίος, υπενθυμίζεται, εφαρμόστηκε στα υπό κρίση δεδομένα μετά την 1.1.2001. Δεν υπήρξαν συνεπώς ανατοκισμοί ή παράνομη κεφαλαιοποίηση.

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων, ως θα  υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο