ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:A518

(2016) 1 ΑΑΔ 2587

14 Νοεμβρίου, 2016

 

[NAΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

1. ΧΑΡΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ (ΤΣΙΟΛΗΣ),

2. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΡΤΕΜΗ,

 

Εφεσείοντες,

 

v.

 

ASPIS HOLDINGS PUBLIC COMPANY LTD,

 

Εφεσιβλήτων,

 

ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 29.6.2015:

 

1. ΧΑΡΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ (ΤΣΙΟΛΗΣ),

2. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΡΤΕΜΗ,

 

Εφεσείοντες,

 

v.

 

ΕΦΟΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ, ΩΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ

ADVANTAGE CAPITAL HOLDINGS PLC,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 48/2010)

 

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε ευρήματα στην απουσία σαφούς αξιολογικής κρίσης και καταγραφής επιμέρους αναγκαίων ως προς τα επίδικα ζητήματα ευρημάτων, αφήνοντας αναπάντητο το ουσιώδες, με αποτέλεσμα να εκδοθεί απόφαση εφ' όλης της ύλης, χωρίς να διακρίνει σε ποια από τις διαζευκτικές βάσεις της αγωγής, εξέδωσε απόφαση για ένα έκαστο των εφεσειόντων ― Κατά πόσον η δια ζώσης μαρτυρία των εφεσειόντων, ούτε συσχετιζόταν, ούτε και αντιδιαστέλλετο με τις θέσεις των εφεσιβλήτων για τα κατατεθέντα έγγραφα και την εμβέλεια τους, με αποτέλεσμα ο δικανικός λόγος να παραμείνει υπό μορφή κατάληξης ― Κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε σε ευρήματα, αντίθετα από τη δοθείσα μαρτυρία.

 

Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, που κατά τον ουσιώδη χρόνο έφεραν την επωνυμία Marketrends Financial Services Ltd, ασχολούνταν, μεταξύ άλλων, με την παροχή συναφών υπηρεσιών για αγορά αξιών που διαπραγματεύονται στο ΧΑΚ. Ο εφεσείων 1-εναγόμενος 1 ήταν δυνάμει συμφωνίας, η οποία υπεγράφη με τους εφεσίβλητους αντιπρόσωπος ώστε να ενεργεί εκ μέρους τους και για λογαριασμό τους με την περιορισμένη εξουσία να λαμβάνει εντολές από πελάτες για αγοραπωλησίες τίτλων και να τις διαβιβάζει, μέσω των εφεσιβλήτων, στο χρηματιστηριακό γραφείο που διατηρούσε η θυγατρική εταιρεία των εφεσιβλήτων, Marketreds (Capital Market) Ltd.

 

Ήταν η δικογραφημένη θέση των εφεσιβλήτων ότι δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας ο εφεσείων 1 θα ήταν υπόχρεος να καταβάλει προς τους ιδίους οποιοδήποτε οφειλόμενο υπόλοιπο που θα δημιουργείτο στο όνομα εντολέων και/ή πελατών, για τους οποίους θα διαμεσολαβούσε ή πραγματοποιούσε οποιεσδήποτε συναλλαγές, μέσω των εφεσιβλήτων και/ή άλλης εταιρείας που ανήκει στον όμιλο εταιρειών Marketrends, με ανάλογο δικαίωμα προμήθειας. Ήταν επίσης, κατά τους εφεσίβλητους, εξυπακουόμενος όρος της εν λόγω συμφωνίας, ότι οι εν λόγω συναλλαγές θα γίνονταν με προσωπική εγγύηση του ιδίου του εφεσείοντα 1 που ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει στην Μarketrends (Capital Market) Ltd, σε περίπτωση που τρίτα πρόσωπα δεν κατέβαλλαν τα αναγκαία ποσά για την αγορά οποιωνδήποτε αξιών, μέσω των εφεσιβλήτων, το τίμημα και/ή τα τυχόν δικαιώματα και τέλη του ΧΑΚ.

 

Θεωρούν, οι εφεσίβλητοι και έτσι προωθήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία, ότι ο εφεσείων 1 θα ήταν από κοινού υπεύθυνος, ως εγγυητής, μαζί με τους όποιους πελάτες του για τους οποίους θα μεσολαβούσε για τυχόν οφειλόμενα υπόλοιπα τους προς τους εφεσίβλητους και οποιαδήποτε άλλη, θυγατρική τους εταιρεία.

 

Αναφορικά με τον εφεσείοντα/εναγόμενο 2, δυνάμει συμφωνίας με τους εφεσίβλητους, ημερομηνίας 31.8.2000, σύμφωνα με την οποία, οι εφεσίβλητοι, ανέλαβαν να ανοίξουν επ' ονόματι του εφεσείοντος 2, λογαριασμό επενδυτικού σχεδίου (margin account) και να του παρέχουν διευκολύνσεις μέχρι του ποσού των £90.000, για την αγορά και/ή πώληση κινητών αξιών, εισηγμένων και μη εισηγμένων στο ΧΑΚ.  Κατά την ίδια ημερομηνία ο εφεσείων 2, αποδέχθηκε τη δέσμευση του ως άνω ποσού και εκχώρησε κάθε δικαίωμα ή απαίτηση του, όπως απορρέει από την ως άνω ενεχυρίαση, των 51.000 μετοχών της εταιρείας Louis Cruise Lines Ltd (LCL), ως συνεχή εξασφάλιση των υποχρεώσεων του προς τους εφεσίβλητους.

 

Ακολούθησε στις 31.8.2000, ως συνέχεια της συμφωνίας μεταξύ των εφεσιβλήτων και του εφεσείοντος 2, η υπογραφή εγγύησης εκ μέρους του εφεσείοντος 1, με την οποία ο τελευταίος, εγγυήθηκε προσωπικώς και/ή αλληλεγγύως με τον εφεσείοντα 2, την πιστή τήρηση των όρων και υποχρεώσεων που απορρέουν από την αρχική συμφωνία ημερομηνίας 31.8.2000.

 

Δυνάμει του ανωτέρω συμβατικού πλαισίου και των αντίστοιχων υποχρεώσεων που ανέλαβαν οι εφεσείοντες, οι εφεσίβλητοι αξίωσαν εναντίον του εφεσείοντος-εναγομένου 1 ποσό εκ £85.647,42 οφειλόμενο στη βάση εγγύησης χρέους και/ή ως αποζημίωσης για παράβαση σύμβασης και/ή νομίμων καθηκόντων και/ή αδικαιολόγητου πλουτισμού. Εναντίον δε του εφεσείοντος 2-εναγόμενου 2, κεχωρισμένως και/ή αλληλεγγύως με τον εφεσείοντα 1 το αυτό ποσό ως αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης και/ή στη βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού, πλέον έξοδα, πλέον νόμιμο τόκο.

 

Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, μια απλή χρηματιστηριακή υπόθεση εξετράπη συνειδητά από αμφότερους τους εναγομένους οι οποίοι εχρησιμοποίησαν, ο μεν πρώτος την ιδιότητα του ως αντιπροσώπου των εναγόντων ο δε δεύτερος την άγνοια του και την προσπάθεια κάλυψης του εναγομένου 1, για να αποποιηθούν των ευθυνών τους όσον αφορά το χρεωστικό υπόλοιπο που εδημιούργησαν κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων των εναγόντων τους οποίους χαρακτήρισε σαφείς, ειλικρινείς και θετικούς αποφαινόμενο ότι δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ουσιαστικά τα νήματα κατά τον ουσιώδη χρόνο εκινούσε ο εναγόμενος 1 ο οποίος ελειτουργούσε διά τον εαυτό του μέσω τρίτων εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του αντιπροσώπου των εναγόντων η οποία του έδιδε το δικαίωμα να υποβάλλει αιτήσεις διά άνοιγμα λογαριασμού, να δίδει εντολές, και γενικώς να υπογράφει έγγραφα και να αντιπροσωπεύει «πελάτες» πρόσωπα του στενού οικογενειακού και φιλικού του περιβάλλοντος, χωρίς αυτοί να λαμβάνουν γνώση ποτέ των όσων ο ίδιος έκαμνε δεσμεύοντας τους, και  καταχρώμενος της εμπιστοσύνης τους.

 

Όταν η υπόθεση οδηγήθηκε ενώπιον του δικαστηρίου, εκμεταλλευόμενος ακριβώς αυτή την ιδιότητα του αντιπροσώπου των εναγόντων και απεκδυόμενος κάθε δικής του ευθύνης, μετέθεσε όλες τις υποχρεώσεις του στην προκειμένη περίπτωση, έναντι του εναγομένου 2, στους ενάγοντες, προς τους οποίους έθεσε επιτακτικά την αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών τους εις την αγωγή, εν γνώσει του ότι όλα τα στοιχεία ευρίσκοντο εις τη γνώση και την κατοχή του, και ότι οι ενάγοντες αδυνατούσαν να προσκομίσουν τέτοια στοιχεία στο δικαστήριο,  (π.χ. γραπτές εντολές, που ο ίδιος έδιδε και ο ίδιος εφύλαττε, ο ίδιος ήταν παραλήπτης των contract notes, των μηνιαίων καταστάσεων λογαριασμού του εναγομένου 2 κλπ).

 

Στο συμπέρασμα αυτό, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε από το γεγονός ότι καμιά χρηματιστηριακή εταιρεία δεν θα αγόραζε χωρίς εντολές με δικά της χρήματα, οποιεσδήποτε μετοχές για οποιοδήποτε συγκεκριμένο πελάτη της με κίνδυνο να τα απωλέσει.

 

Όπως έκρινε περαιτέρω, στην απόφαση του αυτή συνηγορούσε το γεγονός ότι ο εναγόμενος 1 γνωρίζοντας από το 2000 τις πράξεις που διενεργήθηκαν και το χρεωστικό υπόλοιπο που δημιουργήθηκε εις βάρος του εναγομένου 2 ουδέποτε εδιαμαρτυρήθηκε και ουδέποτε κατήγγειλε είτε ο ίδιος είτε ο εναγόμενος 2 τους ενάγοντες στα αρμόδια εποπτικά σώματα.  Η άρνηση των εναγομένων 1 και 2 να δώσουν ξεκάθαρες απαντήσεις σε σωρεία ερωτημάτων και αντιφάσεις που παρατηρούνται στη μαρτυρία τους καταδείκνυαν όπως απεφάθνη, ότι αυτοί δεν έλεγαν την αλήθεια στο δικαστήριο.

 

Όπως εκρίθη πρωτοδίκως, ο εναγόμενος 2 πιθανότατα εν αγνοία του συνήργησε με τον εναγόμενο 1 τον οποίο εμπιστευόταν πλήρως όπως ανέφερε και παρέμεινε πιστός σ' αυτόν προσπαθώντας να τον απαλλάξει των ευθυνών του και στην ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία του. Υπέγραφε ό,τι του παρουσίαζε ο εναγόμενος 1 έχοντας τυφλή εμπιστοσύνη σ' αυτόν και αποδεχόταν κάθε πράξη που ο εναγόμενος 1 ενεργούσε για λογαριασμό του αντιπροσωπεύοντας τον.

 

Ουσιαστικά ο εναγόμενος 1 διενεργούσε χρηματιστηριακές πράξεις για λογαριασμό του χρησιμοποιώντας ονόματα άλλων προσώπων (στην προκειμένη περίπτωση του εναγομένου 2).

 

Στη βάση των ανωτέρω και χωρίς άλλη αξιολόγηση ή σχολιασμό επιμέρους αμφισβητούμενων επίδικων θεμάτων, ως τα δικόγραφα προδιέγραφαν, εξέδωσε απόφαση σε βάρος και των δύο εφεσειόντων για το ποσό των «Λ.Κ.85.637,42 (€146.320,20) πλέον νόμιμο τόκο από 8.5.2001 πλέον έξοδα.»

 

Οι εφεσείοντες καταχώρισαν έφεση εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου.

 

Η πρώτη ενότητα άπτετο της λανθασμένης καθολικής αποδοχής της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων, σε δύο μόνο γραμμές της απόφασης, χωρίς οποιαδήποτε αξιολόγηση, παράλειψη αξιολόγησης μαρτύρων υπεράσπισης, λανθασμένη αποδοχή εγγράφων και τέλος  λανθασμένη εξαγωγή ευρημάτων τα οποία δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία. Πρόσθετοι λόγοι εκ μέρους του εφεσείοντος 2 ήταν η παράλειψη του Δικαστηρίου να εξετάσει και να αποφασίσει την ευθύνη ενός εκάστου των εφεσειόντων στη βάση των εναντίον τους δικογραφημένων αξιώσεων και παράλειψη εξέτασης της ανταξίωσης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το Δικαστήριο μετά την παράθεση της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων-εναγόντων, έξι μάρτυρες και τέσσερις για τους εφεσείοντες-εναγόμενους, σε συντομία, όπως το ίδιο καταγράφει, σε δώδεκα, από τις εν συνόλω δεκατέσσερις σελίδες της απόφασης, αφιερώνει δύο μόλις σελίδες για την αξιολόγηση, πριν καταλήξει αφοριστικά στα ευρήματα του.

  2. Βέβαια το περιεκτικό του λόγου δεν συνεπάγεται, ως τέτοιο, ελλιπή αξιολόγηση.  Αντιθέτως μάλιστα μπορεί με το σωστό τρόπο να καταδεικνύει ευστοχία και επικέντρωση στα αναγκαία χωρίς πλατειασμούς. Κάθε περίπτωση κρίνεται από τα δικά της περιστατικά.

  3.   Μια πρώτη ματιά στην απόφαση αποκαλύπτει εξόφθαλμα ότι η απόφαση κάθε άλλο παρά ικανοποιεί τις απαιτήσεις μιας καλά αιτιολογημένης και δομημένης δικαστικής απόφασης.

  4.   Το Δικαστήριο παρέλειψε, μετά τη σαρωτική αποδοχή της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων, να προχωρήσει σε ουσιώδη ευρήματα επιμέρους, για αμφισβητούμενα επίδικα θέματα.

  5.   Ειδικότερα το Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει την ουσιαστική για την υπεράσπιση του εφεσείοντος 2, μαρτυρία του ΜΥ2 Ανδρέα Παναγιώτου, εμπειρογνώμονα-γραφολόγου.

  6.   Όπως απουσιάζει εντελώς οποιαδήποτε αναφορά στη μαρτυρία του Γιώργου Αθανασιάδη (ΜΥ4), κοινοτάρχη Ομορφίτας που φέρεται να πιστοποίησε το πληρεξούσιο έγγραφο (τεκμήριο 20) που υπέγραψε, ο εφεσείων 2, ως οι εφεσίβλητοι προώθησαν, ενώ ο εφεσείων 2 το αρνήθηκε.

  7.   Η μαρτυρία του γραφολόγου υποστήριζε ότι τα τεκμήρια 7 και 13 φέρουν υπογραφές που δεν ταυτίζονται μεταξύ τους, γεγονός που αποδείκνυε, ότι η μια ή και οι δύο υπογραφές, δεν ήταν γνήσιες.  Παρόλο που τα τεκμήρια 15 και 20 ως φωτοαντίγραφα, δεν παρείχαν στέρεο υπόβαθρο για έκφραση απόλυτης γνώμης, δέχθηκε με επιφύλαξη ότι οι υπογραφές διέφεραν από τα δείγματα υπογραφής του εφεσείοντος 2 (τεκμήριο 26).

  8.   Το Δικαστήριο, παρόλο που το ζήτημα της υπογραφής του πληρεξουσίου συνιστούσε αμφιβητούμενο επίδικο ζήτημα, αφοριστικά θα λέγαμε, στηριζόμενο στην ασάφεια του λόγου των εφεσειόντων και την αδυναμία τους να δώσουν σαφείς απαντήσεις, αλλά και τις αντιφάσεις που παρατηρήθηκαν στη μαρτυρία τους, χωρίς όμως οποιαδήποτε επιμέρους έστω καταγραφή, κατέληξε ότι: «Είναι άνευ σημασίας, κατά την ταπεινή μου γνώμη και εκτός των επιδίκων θεμάτων εφόσον ο εναγόμενος 2 παραδέχεται τις υπογραφές του στα τεκμήρια 7 και 20 ποιος άλλος υπέγραψε διά λογαριασμό του ή πλαστογραφώντας τον, τα τεκμήρια 13 και 15. Ο μόνος που θα μπορούσε να το κάμει βεβαίως, είναι ο εναγόμενος 1 με σκοπό να το χρησιμοποιήσει - όπως και έπραξε, σε περίπτωση που δημιουργείτο οποιαδήποτε οφειλή λόγω της πτώσης της τιμής των μετοχών.»

  9.   Το Δικαστήριο είχε ενώπιον του τη μαρτυρία του ΜΥ4, εμπειρογνώμονα-γραφολόγου την οποία όφειλε να αξιολογήσει και να την εντάξει στο σύνολο της ενώπιον του μαρτυρίας πριν προβεί σε τελικά ευρήματα επί αμφισβητούμενων επίδικων θεμάτων.

10. Η δικηγόρος των εφεσιβλήτων θεωρεί ότι το Δικαστήριο καλώς δεν έδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα στα συμπεράσματα του ΜΥ4, εφόσον η έκθεση του δεν κατέληγε σε ασφαλή συμπεράσματα αλλά και λόγω των αντιφάσεων που παρουσίαζε.

11. Θα ήταν ορθή τη θέση της αν το Δικαστήριο προχωρούσε να την εξετάσει και όχι απλώς να την παραθέσει. Το έργο του Δικαστηρίου δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τη συνήγορο.

12. Το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγείται περαιτέρω και σε ευρήματα που έρχονται σε αντίθεση με τη δοθείσα μαρτυρία όπως το ίδιο την καταγράφει και όπως τα πρακτικά στα οποία ανατρέξαμε επιβεβαιώνουν.

13. Ο εφεσείων 2 ουδέποτε παραδέχθηκε την υπογραφή του πληρεξουσίου, τεκμήριο 20.  Ως εκ τούτου και ο καταληκτικός συλλογισμός του σχηματίστηκε επί λανθασμένης αντίληψης που δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία.

14. Ευσταθούσε όμως και άλλος λόγος: η παράλειψη του Δικαστηρίου να εξετάσει τη φύση των εγγράφων τα οποία κατατέθηκαν από τους εφεσίβλητους ως φωτοαντίγραφα, όπως π.χ. τα contract notes, για απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου τους.

15. Το Δικαστήριο αρκούμενο στη σωρευτική αποδοχή της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων καταλήγει αφοριστικά και πάλι σε εύρημα ότι: «.καμιά χρηματιστηριακή εταιρεία δεν θα αγόραζε χωρίς εντολές με δικά της χρήματα, οποιεσδήποτε μετοχές για οποιοδήποτε συγκεκριμένο πελάτη της με κίνδυνο να τα απωλέσει.» θεωρώντας ότι ο εφεσείων 1: «.έθεσε επιτακτικά την αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών τους εις την αγωγή, εν γνώσει του ότι όλα τα στοιχεία ευρίσκοντο εις τη γνώση και την κατοχή του, και ότι οι ενάγοντες αδυνατούσαν να προσκομίσουν τέτοια στοιχεία στο δικαστήριο».

16. Τέλος δικαιολογημένα παραπονούνται οι εφεσείοντες ότι το Δικαστήριο εξέδωσε εναντίον τους απόφαση βρίσκοντας τους ως αλληλεγγύως υπεύθυνους, κατάληξη η οποία έρχεται σε αντίθεση με τα δικά του ευρήματα.

17. Απαιτείτο, κατά τους εφεσείοντες, και συμφωνούμε με τις αιτιάσεις τους, ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να προχωρήσει να εξετάσει την ευθύνη ενός εκάστου των εφεσειόντων-εναγομένων προτού τους καταστήσει συνυπεύθυνους. Ιδιαιτέρως, εν όψει της δικογραφημένης υπερασπιστικής τους γραμμής, όπως προωθήθηκε και δια ζώσης, αλλά και εν όψει των δικογραφημένων θέσεων των ιδίων των εφεσιβλήτων.

18. Τέλος, οδηγήθηκε σε επιτυχία ακόμα ένας λόγο έφεσης: Υπήρξε παράλειψη του Δικαστηρίου, υπό το φως των ανωτέρω, να εξετάσει την ανταπαίτηση του εφεσείοντος 2, για την οποία δεν έγινε ούτε καν αναφορά στην επίδικη απόφαση.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα. Διατάχθηκε επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή.

 

Αναφερόμενη Υπόθεση:

 

Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (2011) 1 Α.Α.Δ. 1422.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαμιχαήλ, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4538/2001), ημερομηνίας 14/1/2010.

 

Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα 1.

 

Αλ. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα 2.

 

Στ. Παύλου για Π. Παύλου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ..

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση αφορά σε μία ακόμη από τις πολλές διαφορές που προέκυψαν κατά τους σκοτεινούς, θα λέγαμε, χρόνους, το 2000 περίπου, όταν ξεκίνησαν οι χρηματοοικονομικές και άλλες συναλλαγές για επενδυτικά σχέδια, για αγορά αξιών που διαπραγματεύονταν στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ).

 

Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, που κατά τον ουσιώδη χρόνο έφεραν την επωνυμία Marketrends Financial Services Ltd, ασχολούνταν, μεταξύ άλλων, με την παροχή συναφών υπηρεσιών για αγορά αξιών που διαπραγματεύονται στο ΧΑΚ. Ο εφεσείων 1-εναγόμενος 1 ήταν δυνάμει συμφωνίας, η οποία υπεγράφη με τους εφεσίβλητους αντιπρόσωπος ώστε να ενεργεί εκ μέρους τους και για λογαριασμό τους με την περιορισμένη εξουσία να λαμβάνει εντολές από πελάτες για αγοραπωλησίες τίτλων και να τις διαβιβάζει, μέσω των εφεσιβλήτων, στο χρηματιστηριακό γραφείο που διατηρούσε η θυγατρική εταιρεία των εφεσιβλήτων, Marketreds (Capital Market) Ltd.

 

Ήταν η δικογραφημένη θέση των εφεσιβλήτων ότι δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας ο εφεσείων 1 θα ήταν υπόχρεος να καταβάλει προς τους ιδίους οποιοδήποτε οφειλόμενο υπόλοιπο που θα δημιουργείτο στο όνομα εντολέων και/ή πελατών, για τους οποίους θα διαμεσολαβούσε ή πραγματοποιούσε οποιεσδήποτε συναλλαγές, μέσω των εφεσιβλήτων και/ή άλλης εταιρείας που ανήκει στον όμιλο εταιρειών Marketrends, με ανάλογο δικαίωμα προμήθειας.  Ήταν επίσης, κατά τους εφεσίβλητους, εξυπακουόμενος όρος της εν λόγω συμφωνίας, ότι οι εν λόγω συναλλαγές θα γίνονταν με προσωπική εγγύηση του ιδίου του εφεσείοντα 1 που ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει στην Μarketrends (Capital Market) Ltd, σε περίπτωση που τρίτα πρόσωπα δεν κατέβαλλαν τα αναγκαία ποσά για την αγορά οποιωνδήποτε αξιών, μέσω των εφεσιβλήτων, το τίμημα και/ή τα τυχόν δικαιώματα και τέλη του ΧΑΚ.  Θεωρούν, οι εφεσίβλητοι και έτσι προωθήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία, ότι ο εφεσείων 1 θα ήταν από κοινού υπεύθυνος, ως εγγυητής, μαζί με τους όποιους πελάτες του για τους οποίους θα μεσολαβούσε για τυχόν οφειλόμενα υπόλοιπα τους προς τους εφεσίβλητους και οποιαδήποτε άλλη, θυγατρική τους εταιρεία.

 

Στην εικόνα εισέρχεται ο εφεσείων 2-εναγόμενος 2, δυνάμει συμφωνίας με τους εφεσίβλητους, ημερομηνίας 31.8.2000, σύμφωνα με την οποία, οι εφεσίβλητοι, ανέλαβαν να ανοίξουν επ' ονόματι του εφεσείοντος 2, λογαριασμό επενδυτικού σχεδίου (margin account) και να του παρέχουν διευκολύνσεις μέχρι του ποσού των £90.000, για την αγορά και/ή πώληση κινητών αξιών, εισηγμένων και μη εισηγμένων στο ΧΑΚ. Κατά την ίδια ημερομηνία ο εφεσείων 2, αποδέχθηκε τη δέσμευση του ως άνω ποσού και εκχώρησε κάθε δικαίωμα ή απαίτηση του, όπως απορρέει από την ως άνω ενεχυρίαση, των 51.000 μετοχών της εταιρείας Louis Cruise Lines Ltd (LCL), ως συνεχή εξασφάλιση των υποχρεώσεων του προς τους εφεσίβλητους.

 

Ακολούθησε στις 31.8.2000, ως συνέχεια της συμφωνίας μεταξύ των εφεσιβλήτων και του εφεσείοντος 2, η υπογραφή εγγύησης εκ μέρους του εφεσείοντος 1, με την οποία ο τελευταίος, εγγυήθηκε προσωπικώς και/ή αλληλεγγύως με τον εφεσείοντα 2, την πιστή τήρηση των όρων και υποχρεώσεων που απορρέουν από την αρχική συμφωνία ημερομηνίας 31.8.2000.

 

Κατά τον ισχυρισμό πάντοτε των εφεσιβλήτων, ο εφεσείων 1 με δική του μεσολάβηση και/ή οδηγίες του, άνοιξε στο όνομα του εφεσείοντος 2 λογαριασμό εντολέα με την εταιρεία Marketrends (Capital Market) Ltd στον οποίο και θα καταχωρούνταν χρηματιστηριακές συναλλαγές που θα πραγματοποιούσαν οι ίδιοι, με οδηγίες που θα δίνονταν από τον εφεσείοντα 1 και/ή τον εφεσείοντα 2 μέσω του εφεσείοντος 1. Ήταν και πάλι κατά τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων, ρητός όρος της συμφωνίας, ότι τα τυχόν χρεωστικά υπόλοιπα θα καταβάλλονταν από τον εφεσείοντα 2 και ότι σε περίπτωση που ο εφεσείων 2, αδυνατούσε να καταβάλει τα οφειλόμενα ποσά στην Marketrends (Capital Market) Ltd, τότε αυτά θα καταβάλλονταν από τον εφεσείοντα 1, υπό την ιδιότητα του ως εγγυητή του εφεσείοντος 2. Ακολούθησαν μεταξύ της 3.5.2000 και 18.5.2000 διάφορες χρηματιστηριακές συναλλαγές στο όνομα του εφεσείοντος 2, με οδηγίες και με τη μεσολάβηση του εφεσείοντος 1, με αποτέλεσμα τις ανάλογες χρεοπιστώσεις στο λογαριασμό του εφεσείοντος 2, ο οποίος παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο το οποίο οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν στην εταιρεία Μarketrends (Capital Market) Ltd.  Ως αποτέλεσμα τούτου, απαλλάγηκε ο εφεσείων 2 από την υποχρέωση πληρωμής του εν λόγω ποσού, ως η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία.

 

Δυνάμει του ανωτέρω συμβατικού πλαισίου και των αντίστοιχων υποχρεώσεων που ανέλαβαν οι εφεσείοντες, οι εφεσίβλητοι αξίωσαν εναντίον του εφεσείοντος-εναγομένου 1 ποσό εκ £85.647,42 οφειλόμενο στη βάση εγγύησης χρέους και/ή ως αποζημίωσης για παράβαση σύμβασης και/ή νομίμων καθηκόντων και/ή αδικαιολόγητου πλουτισμού. Εναντίον δε του εφεσείοντος 2-εναγόμενου 2, κεχωρισμένως και/ή αλληλεγγύως με τον εφεσείοντα 1 το αυτό ποσό ως αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης και/ή στη βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού, πλέον έξοδα, πλέον νόμιμο τόκο.

 

Οι εφεσίβλητοι προώθησαν τη θέση, ότι αν βρεθεί ότι η μεσολάβηση του εφεσείοντα 1, για τον εφεσείοντα 2, έγινε με εξουσιοδότηση και οδηγίες του τελευταίου, προς όφελος του, μέσω του εφεσείοντος 1 ως μεσολαβητή και αντιπροσώπου του, τότε οι εφεσίβλητοι δικαιούνται να αποζημιωθούν για το οφειλόμενο ποσό από τον εφεσείοντα 1 ως εγγυητή του εφεσείοντος 2. Σε περίπτωση δε που βρεθεί, ότι οι σχετικές συναλλαγές έγιναν με πρωτοβουλία του εφεσείοντος 1, τότε ο τελευταίος ευθύνεται προσωπικά για τη ζημιά που προκλήθηκε από τη συμπεριφορά τους στους εφεσίβλητους και/ή για την εξόφληση του υπολοίπου που δημιουργήθηκε επ' ονόματι του εφεσείοντος 2.

 

Ο εφεσείων 1, παραδέχεται τα της υπογραφής της συμφωνίας αντιπροσωπείας ημερ. 21.8.2000, και τη διαβίβαση με δική του πάντοτε πρωτοβουλία επ' ονόματι και προς όφελος του εφεσείοντος 2, δυνάμει σχετικού πληρεξουσίου εγγράφου, πλην όμως οι εφεσίβλητοι ενεργώντας μονομερώς διενήργησαν και άλλες αγοραπωλησίες, ορισμένων μόνο γραπτών εντολών και για περιορισμένο αριθμό συναλλαγών. Θεωρεί ότι η εν λόγω συμφωνία δεν είναι εκτελεστή κατά νόμο και επομένως, άκυρη: ο διορισμός του τελούσε υπό την αίρεση ότι θα εξασφάλιζε όλες τις σχετικές άδειες ως συνεργάτης από τις αρμόδιες αρχές, τις οποίες όμως ουδέποτε εξασφάλισε. Ενώ παραδέχεται την υπογραφή της συμφωνίας ημερ. 31.8.2000 από τον εφεσείοντα 2, προβάλλει ότι η αίτηση του εφεσείοντος 2 για άνοιγμα λογαριασμού στο επενδυτικό σχέδιο (margin account) δεν εγκρίθηκε από τους εφεσίβλητους: ο εφεσείων 2 το μόνο που έπραξε δυνάμει της σχετικής αίτησης, ήταν να καταθέσει ποσό £10.000 για να του παραχωρηθεί όριο για τη συμμετοχή του στο σχέδιο, ύψους £20.000.  Ως εκ τούτου, θεωρεί ότι η προσωπική εγγύηση που υπέγραψε στις 31.8.2000, ανέρχεται στο ποσό των £20.000.

 

Την αυτή εικόνα και εξιστόρηση παρουσιάζει και η υπεράσπιση του εφεσείοντος 2: παραδέχεται μεν την υπογραφή της συμφωνίας ημερ. 31.8.2000, πλην όμως αρνείται ότι εγκρίθηκε από τους εφεσίβλητους η αίτηση του για το λογαριασμό επενδυτικού σχεδίου (margin account). Όπως αρνείται ότι έδωσε οδηγίες στον εφεσείοντα 1 για αγορά τίτλων και/ή επενδύσεων μέσω του σχεδίου margin account, ή οποιαδήποτε εντολή και οδηγίες στον εφεσείοντα 1 να ανοίξει λογαριασμό εντολέα στη Μarketrends (Capital Market) Ltd. Ο εφεσείων 1 και/ή οι εφεσίβλητοι, ήταν η δικογραφημένη θέση του, ενήργησαν μονομερώς και χωρίς δική του εξουσιοδότηση. Στη βάση των ανωτέρω ισχυρισμών, ανταπαιτεί £10.000, στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού για υπηρεσία η οποία απέτυχε.

 

Οι εφεσίβλητοι, αρνούμενοι την ανταξίωση, προβάλλουν ότι ο εφεσείων 2 αποδέχθηκε τη δέσμευση του ποσού των £10.000, ως εξασφάλιση, είτε υπό τη μορφή χρημάτων, είτε υπό τη μορφή αξιών.

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο σε μια ιδιαιτέρως συμπυκνωμένη και λακωνική απόφαση, στη βάση της ενώπιον του αποδεκτής προφορικής και εμπράγματης μαρτυρίας, αυτής των εφεσιβλήτων, την οποία επίσης καταγράφει συνοπτικά, κατέληξε στα ακόλουθα:

 

«Έχω ακούσει με πολλή προσοχή όλους τους μάρτυρες που παρέλασαν ενώπιον μου. Μια απλή χρηματιστηριακή υπόθεση εξετράπη συνειδητά από αμφότερους τους εναγομένους οι οποίοι εχρησιμοποίησαν, ο μεν πρώτος την ιδιότητα του ως αντιπροσώπου των εναγόντων ο δε δεύτερος την άγνοια του και την προσπάθεια κάλυψης του εναγομένου 1, για να αποποιηθούν των ευθυνών τους όσον αφορά το χρεωστικό υπόλοιπο που εδημιούργησαν κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Αποδεχόμενος τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων των εναγόντων οι οποίοι ήταν σαφείς, ειλικρινείς και θετικοί δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ουσιαστικά τα νήματα κατά τον ουσιώδη χρόνο εκινούσε ο εναγόμενος 1 ο οποίος ελειτουργούσε διά τον εαυτό του μέσω τρίτων εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του αντιπροσώπου των εναγόντων η οποία του έδιδε το δικαίωμα να υποβάλλει αιτήσεις διά άνοιγμα λογαριασμού, να δίδει εντολές, και γενικώς να υπογράφει έγγραφα και να αντιπροσωπεύει «πελάτες» πρόσωπα του στενού οικογενειακού και φιλικού του περιβάλλοντος, χωρίς αυτοί να λαμβάνουν γνώση ποτέ των όσων ο ίδιος έκαμνε δεσμεύοντας τους, και καταχρώμενος της εμπιστοσύνης τους. Όταν η υπόθεση οδηγήθηκε ενώπιον του δικαστηρίου, εκμεταλλευόμενος ακριβώς αυτή την ιδιότητα του αντιπροσώπου των εναγόντων και απεκδυόμενος κάθε δικής του ευθύνης, μετέθεσε όλες τις υποχρεώσεις του στην προκειμένη περίπτωση, έναντι του εναγομένου 2, στους ενάγοντες, προς τους οποίους έθεσε επιτακτικά την αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών τους εις την αγωγή, εν γνώσει του ότι όλα τα στοιχεία ευρίσκοντο εις τη γνώση και την κατοχή του, και ότι οι ενάγοντες αδυνατούσαν να προσκομίσουν τέτοια στοιχεία στο δικαστήριο, (π.χ. γραπτές εντολές, που ο ίδιος έδιδε και ο ίδιος εφύλαττε, ο ίδιος ήταν παραλήπτης των contract notes, των μηνιαίων καταστάσεων λογαριασμού του εναγομένου 2 κλπ). Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγω αβίαστα από το γεγονός ότι καμιά χρηματιστηριακή εταιρεία δεν θα αγόραζε χωρίς εντολές με δικά της χρήματα, οποιεσδήποτε μετοχές για οποιοδήποτε συγκεκριμένο πελάτη της με κίνδυνο να τα απωλέσει. Επίσης, στην απόφαση μου αυτή συνηγορεί το γεγονός ότι ο εναγόμενος 1 γνωρίζοντας από το 2000 τις πράξεις που διενεργήθηκαν και το χρεωστικό υπόλοιπο που δημιουργήθηκε εις βάρος του εναγομένου 2 ουδέποτε εδιαμαρτυρήθηκε και ουδέποτε κατήγγειλε είτε ο ίδιος είτε ο εναγόμενος 2 τους ενάγοντες στα αρμόδια εποπτικά σώματα. Η άρνηση των εναγομένων 1 και 2 να δώσουν ξεκάθαρες απαντήσεις σε σωρεία ερωτημάτων και αντιφάσεις που παρατηρούνται στη μαρτυρία τους καταδεικνύουν ότι αυτοί δεν έλεγαν την αλήθεια στο δικαστήριο. Είναι άνευ σημασίας, κατά την ταπεινή μου γνώμη και εκτός των επιδίκων θεμάτων εφόσον ο εναγόμενος 2 παραδέχεται τις υπογραφές του στα τεκμήρια 7 και 20 ποιος άλλος υπέγραψε διά λογαριασμό του ή πλαστογραφώντας τον, τα τεκμήρια 13 και 15. Ο μόνος που θα μπορούσε να το κάμει βεβαίως, είναι ο εναγόμενος 1 με σκοπό να το χρησιμοποιήσει - όπως και έπραξε, σε περίπτωση που δημιουργείτο οποιαδήποτε οφειλή λόγω της πτώσης της τιμής των μετοχών.

 

Ο εναγόμενος 2 πιθανότατα εν αγνοία του συνήργησε με τον εναγόμενο 1 τον οποίο εμπιστευόταν πλήρως όπως ανέφερε και παρέμεινε πιστός σ' αυτόν προσπαθώντας να τον απαλλάξει των ευθυνών του και στην ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία του.  Υπέγραφε ό,τι του παρουσίαζε ο εναγόμενος 1 έχοντας τυφλή εμπιστοσύνη σ' αυτόν και αποδεχόταν κάθε πράξη που ο εναγόμενος 1 ενεργούσε για λογαριασμό του αντιπροσωπεύοντας τον. Ουσιαστικά ο εναγόμενος 1 διενεργούσε χρηματιστηριακές πράξεις για λογαριασμό του χρησιμοποιώντας ονόματα άλλων προσώπων (στην προκειμένη περίπτωση του εναγομένου 2). Η πεποίθηση μου αυτή πηγάζει από το γεγονός ότι ο εναγόμενος 2 είχε πριν την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας για Margin Account, Trading Account με χρεωστικό υπόλοιπο £109.087,12 το οποίο στη μαρτυρία του αγνοεί παντελώς αφού ουδέποτε έδωσε εντολή για αγορά μετοχών. Ποίος όμως έδωσε τέτοιες εντολές για αγορά μετοχών στο όνομα του εναγομένου 2 για να δημιουργηθεί αυτό το χρεωστικό υπόλοιπο εάν όχι ο εναγόμενος 1;»

 

Στη βάση των ανωτέρω και χωρίς άλλη αξιολόγηση ή σχολιασμό επιμέρους αμφισβητούμενων επίδικων θεμάτων, ως τα δικόγραφα προδιέγραφαν, εξέδωσε απόφαση σε βάρος και των δύο εφεσειόντων για το ποσό των «Λ.Κ.85.637,42 (€146.320,20) πλέον νόμιμο τόκο από 8.5.2001 πλέον έξοδα.»

 

Οι εφεσείοντες καταχώρισαν έφεση εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου, ο εφεσείων 2 είκοσι δύο λόγους και ο εφεσείων 1 είκοσι επτά, εν πολλοίς κοινούς, όπως προωθήθηκαν με το περίγραμμα αγόρευσης τους, τους οποίους θα προσπαθήσουμε να ενοποιήσουμε, κάτι που δεν έπραξαν οι συνήγοροι, παρά την προτροπή μας.

 

Η πρώτη ενότητα άπτεται της λανθασμένης καθολικής αποδοχής της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων, σε δύο μόνο γραμμές της απόφασης, χωρίς οποιαδήποτε αξιολόγηση, παράλειψη αξιολόγησης μαρτύρων υπεράσπισης, λανθασμένη αποδοχή εγγράφων και τέλος λανθασμένη εξαγωγή ευρημάτων τα οποία δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία. Πρόσθετοι λόγοι εκ μέρους του εφεσείοντος 2: παράλειψη του Δικαστηρίου να εξετάσει και να αποφασίσει την ευθύνη ενός εκάστου των εφεσειόντων στη βάση των εναντίον τους δικογραφημένων αξιώσεων και παράλειψη εξέτασης της ανταξίωσης.

 

Οι εφεσίβλητοι υποστηρίζουν την απόφαση σε όλο της το εύρος, απορρίπτοντας τις θέσεις των εφεσειόντων. Παραπέμπουν δε στις έγγραφες προτάσεις, για να εισηγηθούν, ότι αιτιάσεις των εφεσειόντων, όπως προβάλλονται με το περίγραμμα τους, όχι μόνο δεν ευρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία αλλά έρχονται και σε αντίθεση με τις δικογραφημένες τους θέσεις.

 

Το Δικαστήριο μετά την παράθεση της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων-εναγόντων, έξι μάρτυρες και τέσσερις για τους εφεσείοντες-εναγόμενους, σε συντομία, όπως το ίδιο καταγράφει, σε δώδεκα, από τις εν συνόλω δεκατέσσερις σελίδες της απόφασης, αφιερώνει δύο μόλις σελίδες για την αξιολόγηση, όπως φανερώνει το απόσπασμα που παραθέτουμε ανωτέρω, πριν καταλήξει αφοριστικά στα ευρήματα του. Βέβαια το περιεκτικό του λόγου δεν συνεπάγεται, ως τέτοιο, ελλιπή αξιολόγηση. Αντιθέτως μάλιστα μπορεί με το σωστό τρόπο να καταδεικνύει ευστοχία και επικέντρωση στα αναγκαία χωρίς πλατειασμούς. Κάθε περίπτωση κρίνεται από τα δικά της περιστατικά. Μια πρώτη ματιά στην απόφαση αποκαλύπτει εξόφθαλμα ότι η απόφαση κάθε άλλο παρά ικανοποιεί τις απαιτήσεις μιας καλά αιτιολογημένης και δομημένης δικαστικής απόφασης.

 

Εν προκειμένω, προστρέξαμε ώστε να σχηματίσουμε πληρέστερη εικόνα τόσο στα δικόγραφα όσο και στα πρακτικά του Δικαστηρίου. Διαπιστώνουμε ότι το Δικαστήριο παρέλειψε, μετά τη σαρωτική αποδοχή της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων, να προχωρήσει σε ουσιώδεις ευρήματα επιμέρους, για αμφισβητούμενα επίδικα θέματα. Ειδικότερα το Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει την ουσιαστική για την υπεράσπιση του εφεσείοντος 2, μαρτυρία του ΜΥ2 Ανδρέα Παναγιώτου, εμπειρογνώμονα-γραφολόγου, ο οποίος έδωσε τη γνώμη και τα συμπεράσματα του (τεκμήριο 25) αναφορικά με το τεκμήριο 7 (Συμφωνία και αίτηση για το σχέδιο ημερ. 31.8.2000), τεκμήριο 13 (επιστολή ημερ. 31.8.2000 από εναγόμενο 2 προς ενάγοντες), τεκμήριο 15 (επιστολή ημερ. 9.3.2001 από Marketrends Custodian Services Ltd προς το ΧΑΚ) και τεκμήριο 20 (πληρεξούσιο έγγραφο χωρίς ημερομηνία) σε αντιπαραβολή με το τεκμήριο 26 (οκτώ δείγματα γραφής του εναγομένου 2).  Όπως  απουσιάζει εντελώς οποιαδήποτε αναφορά στη μαρτυρία του Γιώργου Αθανασιάδη (ΜΥ4), κοινοτάρχη Ομορφίτας που φέρεται να πιστοποίησε το πληρεξούσιο έγγραφο (τεκμήριο 20) που υπέγραψε, ο εφεσείων 2, ως οι εφεσίβλητοι προώθησαν, ενώ ο εφεσείων 2 το αρνήθηκε.

 

Η μαρτυρία του γραφολόγου υποστήριζε ότι τα τεκμήρια 7 και 13 φέρουν υπογραφές που δεν ταυτίζονται μεταξύ τους, γεγονός που αποδείκνυε, ότι η μια ή και οι δύο υπογραφές, δεν ήταν γνήσιες. Παρόλο που τα τεκμήρια 15 και 20 ως φωτοαντίγραφα, δεν παρείχαν στέρεο υπόβαθρο για έκφραση απόλυτης γνώμης, δέχθηκε με επιφύλαξη ότι οι υπογραφές διέφεραν από τα δείγματα υπογραφής του εφεσείοντος 2 (τεκμήριο 26).

 

Το Δικαστήριο, παρόλο που το ζήτημα της υπογραφής του πληρεξουσίου συνιστούσε αμφιβητούμενο επίδικο ζήτημα, αφοριστικά θα λέγαμε, στηριζόμενο στην ασάφεια του λόγου των εφεσειόντων και την αδυναμία τους να δώσουν σαφείς απαντήσεις, αλλά και τις αντιφάσεις που παρατηρήθηκαν στη μαρτυρία τους, χωρίς όμως οποιαδήποτε επιμέρους έστω καταγραφή, κατέληξε ότι: «Είναι άνευ σημασίας, κατά την ταπεινή μου γνώμη και εκτός των επιδίκων θεμάτων εφόσον ο εναγόμενος 2 παραδέχεται τις υπογραφές του στα τεκμήρια 7 και 20 ποιος άλλος υπέγραψε διά λογαριασμό του ή πλαστογραφώντας τον, τα τεκμήρια 13 και 15. Ο μόνος που θα μπορούσε να το κάμει βεβαίως, είναι ο εναγόμενος 1 με σκοπό να το χρησιμοποιήσει - όπως και έπραξε, σε περίπτωση που δημιουργείτο οποιαδήποτε οφειλή λόγω της πτώσης της τιμής των μετοχών.»

 

Το Δικαστήριο είχε ενώπιον του τη μαρτυρία του ΜΥ4, εμπειρογνώμονα-γραφολόγου την οποία όφειλε να αξιολογήσει και να την εντάξει στο σύνολο της ενώπιον του μαρτυρίας πριν προβεί σε τελικά ευρήματα επί αμφισβητούμενων επίδικων θεμάτων. Η δικηγόρος των εφεσιβλήτων θεωρεί ότι το Δικαστήριο καλώς δεν έδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα στα συμπεράσματα του ΜΥ4, εφόσον η έκθεση του δεν κατέληγε σε ασφαλή συμπεράσματα αλλά και λόγω των αντιφάσεων που παρουσίαζε. Θα δεχόμασταν ως ορθή τη θέση της αν το Δικαστήριο προχωρούσε να την εξετάσει και όχι απλώς να την παραθέσει. Το έργο του Δικαστηρίου δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τη συνήγορο.  Εδώ θα πρέπει να σταθούμε για λίγο ακόμη για να παρατηρήσουμε ότι το Δικαστήριο οδηγείται σε ευρήματα που έρχονται σε αντίθεση με τη δοθείσα μαρτυρία όπως το ίδιο την καταγράφει και όπως τα πρακτικά στα οποία ανατρέξαμε επιβεβαιώνουν. Ο εφεσείων 2 ουδέποτε παραδέχθηκε την υπογραφή του πληρεξουσίου, τεκμήριο 20. Ως εκ τούτου και ο καταληκτικός συλλογισμός του σχηματίστηκε επί λανθασμένης αντίληψης που δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία.

 

Ευσταθεί όμως και άλλος λόγος: η παράλειψη του Δικαστηρίου να εξετάσει τη φύση των εγγράφων τα οποία κατατέθηκαν από τους εφεσίβλητους ως φωτοαντίγραφα, όπως π.χ. τα contract notes, για απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου τους, ενώ απαιτείτο κατά τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος 1 επιβεβαιωμένη γραπτή εντολή ή επιβεβαιωμένο τηλεομοιότυπο ή ηχογραφημένη εντολή, όπως  προκύπτει από το τεκμήριο 24, επιστολή των εναγόντων με θέμα «Αλλαγή Εντολών» από τηλεφωνικών σε έγγραφες μέσω φαξ και αφήνει παντελώς ασχολίαστη τη μαρτυρία του ΜΕ6, η οποία έχρηζε επιμέρους εξέτασης.

 

Το Δικαστήριο αρκούμενο στη σωρευτική αποδοχή της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων καταλήγει αφοριστικά και πάλι σε εύρημα ότι: «.καμιά χρηματιστηριακή εταιρεία δεν θα αγόραζε χωρίς εντολές με δικά της χρήματα, οποιεσδήποτε μετοχές για οποιοδήποτε συγκεκριμένο πελάτη της με κίνδυνο να τα απωλέσει.» θεωρώντας ότι ο εφεσείων 1: «.έθεσε επιτακτικά την αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών τους εις την αγωγή, εν γνώσει του ότι όλα τα στοιχεία ευρίσκοντο εις τη γνώση και την κατοχή του, και ότι οι ενάγοντες αδυνατούσαν να προσκομίσουν τέτοια στοιχεία στο δικαστήριο, .».

 

Τέλος δικαιολογημένα παραπονούνται οι εφεσείοντες ότι το Δικαστήριο εξέδωσε εναντίον τους απόφαση βρίσκοντας τους ως αλληλεγγύως υπεύθυνους, κατάληξη η οποία έρχεται σε αντίθεση με τα δικά του ευρήματα. Απαιτείτο, κατά τους εφεσείοντες, και συμφωνούμε με τις αιτιάσεις τους, ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να προχωρήσει να εξετάσει την ευθύνη ενός εκάστου των εφεσειόντων-εναγομένων προτού τους καταστήσει συνυπεύθυνους. Ιδιαιτέρως, εν όψει της δικογραφημένης υπερασπιστικής τους γραμμής, όπως προωθήθηκε και δια ζώσης, αλλά και εν όψει των δικογραφημένων θέσεων των ιδίων των εφεσιβλήτων, στις παραγράφους 12 και 14:

 

«12. Οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι αν βρεθεί ότι η μεσολάβηση του Εναγόμενου 1 για τον Εναγόμενο 2 και/ή ότι οι επι μέρους συναλλαγές που έγιναν στο όνομα του Εναγομένου 2 έγιναν με εξουσιοδότηση και/ή οδηγίες του και/ή προς όφελος του μέσω του Εναγόμενου 1 που είχε ενεργήσει σαν μεσολαβητής και/ή ως αντιπρόσωπος του, τότε οι Ενάγοντες δικαιούνται να αποζημιωθούν από τον Εναγόμενο 2 για το οφειλόμενο ποσό από τον Εναγόμενο 1 ως εγγυητή του ενώ αν βρεθεί ότι οι σχετικές συναλλαγές και/ή οποιεσδήποτε εξ αυτών έγιναν με πρωτοβουλία του Εναγόμενου 1 τότε ο Εναγόμενος 1 ευθύνεται προσωπικά για τη ζημιά που προκλήθηκε από τη συμπεριφορά του στους Ενάγοντες και/ή για την εξόφληση του υπολοίπου που δημιουργήθηκε στο όνομα του Εναγόμενου 2.

 

14. Είναι επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά ισχυρισμός των Εναγόντων ότι ο Εναγόμενος 1 είχε τη συμβατική υποχρέωση και/ή λόγω της σχέσης εμπιστοσύνης του με τους Ενάγοντες, είχε απέναντι τους νομικό καθήκον να ασκεί τα καθήκοντα του με επιμέλεια και/ή να παίρνει τις κατάλληλες οδηγίες από τους πελάτες του και/ή εντολείς των Εναγόντων και/ή να εξασφαλίζει τις κατάλληλες εξουσιοδοτήσεις και/ή έγγραφα από αυτούς προτού πραγματοποιήσει και/ή μεσολαβήσει για την πραγματοποίηση οποιωνδήποτε συναλλαγών στο όνομα τους. Είναι ο ισχυρισμός των Εναγόντων ότι εάν βρεθεί ότι ο Εναγόμενος 1 αμέλησε και/ή παρέλειψε και/ή αρνήθηκε να επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια και/ή αν ο Εναγόμενος 2 απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις του έναντι των Εναγόντων λόγω παράλειψης του Εναγομένου 1 να λάβει και/ή εξασφαλίσει τις κατάλληλες οδηγίες και/ή έγγραφα τότε ο Εναγόμενος 1 οφείλει να καταβάλει προς τους Ενάγοντες τα ποσά που αφορούν οι συναλλαγές που πραγματοποίησε για τον Εναγόμενο 2 με τα οποία επιβαρύνθηκε.»

 

Εν κατακλείδι, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε ευρήματα στην απουσία σαφούς αξιολογικής κρίσης και καταγραφής επιμέρους αναγκαίων ως προς τα επίδικα ζητήματα ευρημάτων, αφήνοντας αναπάντητο το ουσιώδες, με αποτέλεσμα να εκδοθεί απόφαση εφ' όλης της ύλης, χωρίς να διακρίνει σε ποια από τις διαζευκτικές βάσεις της αγωγής, εξέδωσε απόφαση για ένα έκαστο των εφεσειόντων. Η δια ζώσης μαρτυρία των εφεσειόντων, ούτε συσχετίζεται, ούτε και αντιδιαστέλλεται με τις θέσεις των εφεσιβλήτων για τα κατατεθέντα έγγραφα και την εμβέλεια τους, με αποτέλεσμα ο δικανικός λόγος να παραμείνει υπό μορφή κατάληξης (Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (2011) 1 Α.Α.Δ. 1422).

 

Οι συναφείς λόγοι έφεσης επιτυγχάνουν. Επιτυγχάνει όμως και ένας ακόμα λόγος: παράλειψη του Δικαστηρίου, υπό το φως των ανωτέρω, να εξετάσει την ανταπαίτηση του εφεσείοντος 2, για την οποία δεν έγινε ούτε καν αναφορά στην επίδικη απόφαση.

 

Δεν υπάρχει άλλη επιλογή, θεωρούμε, παρά το ανεπιθύμητο του πράγματος, από του να εκδώσουμε διαταγή για επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή της αυτής δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δίκης.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Διατάσσεται επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο